Hμουν βάρος στους γονείς μου, δεν ξέρουν ότι ζω στο λιμάνι…

 

 

00images (1)

06/09/2016

Ολοι τους έχουμε συναντήσει αλλά συνήθως τους προσπερνάμε χωρίς να τους κοιτάμε. Είναι οι «αόρατοι άνθρωποι» και αποτελούν μια μικροκοινωνία, είτε σε διάφορα σημεία στο κέντρο της Αθήνας είτε στο λιμάνι του Πειραιά, όπου βρίσκουν καταφύγιο και έχουν δημιουργήσει το «σπιτικό» τους. Οσο απίστευτο κι αν ακούγεται, μέχρι σήμερα δεν υπάρχει επίσημη καταγραφή του άστεγου πληθυσμού.

Το «Εθνος της Κυριακής» βρέθηκε ένα βράδυ στο λιμάνι του Πειραιά και περιδιαβαίνοντας από την πύλη Ε2 μέχρι την πύλη Ε9 συνομίλησε με τους «ενοίκους» αυτής της ξεχωριστής γειτονιάς, κατέγραψε τις προσωπικές ιστορίες των αστέγων, μοιράστηκε τις αγωνίες τους και τις ελπίδες για το αύριο.

«Ο Πειραιάς δεν αντιμετωπίζει σε καμία περίπτωση τα προβλήματα που παρουσιάζονται σε άλλες περιοχές, παρά την τεράστια οικονομική κρίση που μαστίζει και την πόλη. Παρ’ όλα αυτά είναι ένα πρόβλημα για το οποίο ως δήμος προσπαθούμε καθημερινά να δίνουμε λύσεις», δήλωσε στο «Εθνος» η πρόεδρος της Κοινωφελούς Δημοτικής Επιχείρησης Πειραιά (ΚΟ.Δ.Ε.Π.), Κορίνα Λαουλάκου. Η ΚΟ.Δ.Ε.Π. διατηρεί χώρο φιλοξενίας αστέγων δυναμικότητας 36 ατόμων. «Μπορώ να πω πως είναι σε υψηλό επίπεδο, ώστε να εξασφαλίζουμε όσο το δυνατό αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης σε Πειραιώτες, που βρέθηκαν στον δρόμο, ενώ παράλληλα να τους δίνουμε την ευκαιρία για μια νέα εκκίνηση», εξηγεί η κ. Λαουλάκου. Παράλληλα, στο λιμάνι λειτουργεί με τη συνεργασία της Unesco Πειραιά υπνωτήριο για όλους εκείνους που βρέθηκαν ξαφνικά χωρίς στέγη. Για περιπτώσεις πιο ευάλωτες ή δύσκολες, που χρειάζονται άμεση προστασία, υπάρχει η συνεργασία με τους Γιατρούς του Κόσμου και το δικό τους υπνωτήριο αστέγων. Επιπρόσθετα η ΚΟ.Δ.Ε.Π. σε συνεργασία και με τον δήμο υλοποιεί ένα πρόγραμμα επανένταξης στα πλαίσια του «Στέγαση και Επανένταξη». «Το πρόγραμμα αφορά συνολικά σε 61 ανθρώπους, που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο είτε ήταν άστεγοι -οι περισσότεροι ζούσαν στον ξενώνα μας- είτε ήταν σε άμεσο κίνδυνο αστεγίας».

«Δεν ήθελα να μάθει κανείς πού μένω»

 Μπάρκαρε για πρώτη φορά το 1987, όταν ήταν μόλις 15 ετών. Ο Νίκος από παιδί πάλευε να είναι ανεξάρτητος. «Το ήθελα για να ξεφύγω από τον δυνάστη τον πατέρα μου. Δεν μου άρεσε να ζω με πρέπει, μη και δεν, που μου υπαγόρευε συνέχεια. Πάντα πίστευα ότι το επάγγελμα του ναυτικού είναι το μόνο που μου παρέχει την ελευθερία που αποζητούσα στη ζωή μου. Βέβαια, δεν ήταν όνειρό μου. Ηθελα να σπουδάσω ψυχολόγος. Εφαγα πολύ ξύλο και γι’ αυτό από τον πατέρα μου. Τσακώθηκα μαζί του και σηκώθηκα κι έφυγα».

Μοίρασε το άρθρο!