Όταν ένα παιδί φωνάζει: «Please, please, please, Ι can’t breathe» ακούει κανείς;

Η Αλίκη στη χώρα των τραυμάτων» παρακολουθεί για ακόμα μια φορά συγκλονισμένη τις πρόσφατες παραβιάσεις των θεμελιωδών δικαιωμάτων των ανηλίκων. Σε αυτή τη χώρα «των θαυμάτων», 30 περίπου χρόνια μετά την επικύρωση της Διεθνούς Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού, τίποτα δεν άλλαξε.  Έχει άλλωστε μάθει να επικυρώνει μηχανιστικά τα Προαιρετικά Πρωτόκολλα της εν λόγω Σύμβασης, να ενσωματώνει -έστω και με τρομακτικές καθυστερήσεις- κοινοτικές οδηγίες στο εθνικό δίκαιο Οδηγίες, να υπογράφει πληθώρα άλλων διεθνών και ευρωπαϊκών κειμένων για το παιδί, να θεσπίζει νόμους για την προστασία της ανηλικότητας. Έχει ωστόσο αποφασίσει διαχρονικά ότι δε χρειάζεται να εφαρμόσει τίποτα. Φαίνεται ότι κανένα κείμενο δεν είναι ικανό να τη δεσμεύσει.

Ούτε οι κατ’ επανάληψη αυστηρές και ντροπιαστικές για την έννομη τάξη μας συστάσεις της Ειδικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Παιδιού του Ο.Η.Ε, ούτε οι αναρίθμητες παρεμβάσεις του Συνηγόρου του Πολίτη, ούτε οι ηχηρές κραυγές των ίδιων των θυμάτων δεν είναι ικανές να αγγίξουν και να κινητοποιήσουν τον κρατικό μηχανισμό και την πρωτοφανή εγκληματική του αδιαφορία.
Ουκ έστιν αριθμός αναπάντητων ερωτημάτων όπως παράδειγμα γιατί δεν έχει συναχθεί ακόμα  ένα «Εθνικό Σχέδιο Δράσης για τα Δικαιώματα του Παιδιού», γιατί ανήλικα θύματα κακοποίησης καλούνται να διαμείνουν για «προστατευτική- κατ΄ευφημισμόν- φύλαξη» στην πτέρυγα ενός νοσοκομείου ακόμα και για μήνες μέχρι να βρεθεί το κατάλληλο για αυτά πλαίσιο φιλοξενίας, γιατί δεν έχει συνταχθεί ένα  Εθνικό Μητρώο καταγραφής περιστατικών κακοποίησης, γιατί  η Πολιτεία με την πλήρη της απουσία  επιτρέπει μέσα από τις πολλαπλές της ρωγμές την ανάδυση εντελώς ακατάλληλων για την παιδική προστασία οργανισμών, φορέων και επαγγελματιών;

 Μάθαμε να αρκούμαστε σε στομφώδεις προεκλογικές και προγραμματικές δηλώσεις «για το παρόν και το μέλλον των παιδιών μας», να παρακολουθούμε συγκινημένοι  φιέστες  με γλυκόλογα από διασημότητες για επίδειξη αγαθοεργίας και φιλανθρωπίας,  να εξαρτάμε την προστασία της ανηλικότητας μόνο από τους ιδιώτες,  να επιτρέπουμε και να επικροτούμε την πλήρη εκχώρηση της παιδικής πρόνοιας και φροντίδας σε αυτούς, ανεξάρτητα από την  επάρκεια και την καταλληλότητά τους, να δεχόμαστε και συχνά να απολαμβάνουμε τον κανιβαλισμό των ανήλικων θυμάτων τη σωματική και ψυχική τους απογύμνωση από τα ΜΜΕ.

Στα βόρεια αυτής της χώρας των τραυμάτων βρέθηκε δυστυχώς πρόσφατα και η μικρή Μ. Είχαν προηγηθεί τα τέσσερα εγγόνια που παιδόφιλου παππού, τα δεκάδες θύματα ενδοοικογενειακής βίας που πολλαπλασιάστηκαν λόγω των μέτρων περιορισμού τον οποίο επέβαλε η καραντίνα και πόσα ακόμα παιδιά, τα οποία δεν είχαν «την τύχη» να αποτελέσουν αντικείμενο «ενδιαφέροντος» της τηλεόρασης και των εντύπων.

Ξεπερνά κάθε προηγούμενο ευτελισμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και προσβολής της ιερότητας της παιδικής ηλικίας τα όσα έλαβαν και εξακολουθούν να λαμβάνουν  χώρα. Γιατί η ανηλικότητα είναι ένας κατοικημένος τόπος και όχι μια λέξη κενή νοήματος.

Τι συμβαίνει άραγε με τον περίφημο νέο  νόμο για την προστασία των προσωπικών δεδομένων; Πώς δικαιολογείται η επίδειξη μιας ακραίας ευαισθησίας για την προστασία της ιδιωτικότητας των πολιτών από τον κίνδυνο που ενέχει η επεξεργασία των προσωπικών τους δεδομένων ακόμα και από μια παντελώς άγνωστη εταιρία και την απειλή υπέρμετρα αυστηρών προστίμων, ενώ «επιτρέπει» τη διαρροή, και τη με κάθε τρόπο διάδοση λεπτομερειών για ασελγείς πράξεις σε βάρος μιας δεκάχρονης το όνομα και η φωτογραφίας της οποίας μπήκε σε κάθε σπίτι; Ποιος επίσης υποψιάστηκε για τον αναπόφευκτο διασυρμό της ανήλικης κόρης της δράστιδος, εξαιτίας των παραπάνω διαρροών; Ποιος μπορεί να εξηγήσει αυτή την προκλητική και a la carte εφαρμογή του νόμου;

 Ποιος είναι επίσης ο σκοπός της λειτουργίας της Ανεξάρτητης Αρχής «Εθνικό Ραδιοτηλεοπτικό Συμβούλιο»; Η επιβολή προστίμων σε «παράνομα» φιλιά με την επίκληση της προσβολής της δημοσίας αιδούς και της γενετήσιας ηθικής; Και η κατ΄ επανάληψη κακοποίηση, ο διαρκής επανατραυματισμός ενός παιδιού μέσα από τον αδηφάγο φακό; Η διαρροή στοιχείων της δικογραφίας; Η κατά λέξη ανάγνωση της κατάθεσης της δράστιδος σε πρωινές και άλλες εκπομπές, σε δελτία ειδήσεων και πάνελς, με λεπτομερή αναφορά στο τι υπέστη το θύμα από την αρχή μέχρι τελικό το στάδιο της παραβίασης της γενετήσιας σφαίρας του;

Όμοια, μάταια «ζητείται ελπίς» από το δημοσιογραφικό κόσμο που στην πλειονότητά του βρήκε «πεδίον δόξης λαμπρόν»  για μια ακόμα δημοσιογραφική επιτυχία! Ποιον άραγε κώδικα δημοσιογραφικής δεοντολογίας υπηρετεί η  ΕΣΗΕΑ; Εάν οι δημοσιογραφικές ενώσεις επεδείκνυαν στην περίπτωση της ανήλικης την ίδια ευαισθησία και εξέφραζαν τον ίδιο αποτροπιασμό για το πρόσφατο περίφημο σποτ, θα είχαν συμβάλει καθοριστικά στη δημιουργία ενός άλλου δημοσιογραφικού πολιτισμού που αντιστέκεται στον κανιβαλισμό ανηλίκων θυμάτων. Παράλληλα, εάν η Πολιτεία αποφάσιζε να επενδύσει ένα ελάχιστο μέρος του υπέρογκου ποσού του  χρημάτων στην ανηλικότητα, που με τόσο με τόση ευκολία μοίρασε για άλλους λόγους, θα είχε με τη σειρά της συντελέσει σημαντικά στη βελτίωση και τον εκσυγχρονισμό της παιδικής προστασίας και πρόνοιας που χρόνια τώρα έχει βουλιάξει. Τόση δύναμη για «να οικοδομούνται τόσες ερημώσεις»!

 Πώς δικαιολογείται η υπέρμετρη καθυστέρηση της παρέμβασης των εισαγγελικών λειτουργών και των δικηγορικών συλλόγων; Είναι πια πολύ αργά για την πρόληψη της τέλεσης ενός ιδιαζόντως  ειδεχθούς εγκλήματος που τελέστηκε με δόλο, κατ΄ επανάληψη και κυρίως κατ΄ επάγγελμα. Τι νόημα έχει τώρα η εν λόγω παρέμβαση; Όλοι πρόλαβαν να υφαρπάξουν ένα «κομματάκι» από την κατατεμάχιση (δημοσιογράφοι, δικηγόροι, ΜΚΟ, αυτοαποκαλούμενοι ειδικοί κ.λ.π).  Κι εμείς θεατές του σήριαλ που παίζει παντού, κινούμαστε κάπου ανάμεσα στην εγκληματική αποσιώπηση και τη συνωμοτική ενοχή.

Γιατί ρίξαμε τόσο βιτριόλι δίχως σκέψη, καίγοντας μια ζωή που δεν είχε ακόμα ανθίσει;

Γιατί τόσα χρόνια από την θέσπιση νομοθετικού πλαισίου (Ν. 4478/2017), την εύρεση κατάλληλων κτιρίων και τη στελέχωση από ειδικά εκπαιδευμένο στο εξωτερικό επιστημονικό προσωπικό, δε λειτουργεί ακόμη η δομή «Αυτοτελή Γραφεία Προστασίας Ανηλίκων Θυμάτων – «Σπίτι του Παιδιού» σε πέντε πόλεις (Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Πειραιά, Πάτρα, Ηράκλειο) στις οποίες τα παιδιά-  θα έπρεπε ήδη να καταθέτουν εκεί αποφεύγοντας την εμπλοκή τους σε δαιδαλώδεις καφκικές διαδικασίες;

Ακόμα και σήμερα – και παρά τις επιταγές της νομοθεσίες  που προβλέπει την λήψη της κατάθεσης του ανήλικου θύματος μία μόνο φορά από έναν μόνο εξειδικευμένο και ειδικά εκπαιδευμένο επαγγελματία με τη χρήση δομημένου πρωτόκολλου και τη βιντεοσκόπησή της σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο φιλικό προς τα παιδιά,- τα θύματα εξακολουθούν να σύρονται σε διαδικασίας σύνθλιψης και επαναθυματοποίησης (προανάκριση, κύρια ανάκριση, ακροαματική διαδικασία, πραγματογνωμοσύνη, ιατροδικαστική εξέταση), καθώς καλούνται να αποκαλύψουν σε αναρίθμητους επαγγελματίες και σε δεκάδες διαφορετικούς χώρους, πλήρως ακατάλληλους για αυτά (αστυνομικά τμήματα, εισαγγελικά γραφεία, δικαστικές αίθουσες κ.λ.π). Γιατί παρά τις αναρίθμητες οχλήσεις και παρά τις πρωτόγνωρες συνθήκες που έχουν οδηγήσει σε ραγδαία αύξηση των περιστατικών σεξουαλικής κακοποίησης των παιδιών, η κυβέρνηση αν και παρέλαβε όλα τα παραπάνω έτοιμα, κωφεύει;  Γιατί συχνά υποτιμούμε τις γειτονικές μας χώρες στο πεδίο προστασίας των δικαιωμάτων, όταν εκείνες εδώ και χρόνια λειτουργούν ανάλογες δομές σε δεκάδες μάλιστα πόλεις τους προστατεύοντας την ανηλικότητα των δικών τους θυμάτων (π.χ Τουρκία, Βουλγαρία, κ.ά);

Αν στη Θεσσαλονίκη λειτουργούσε το «Σπίτι του Παιδιού» η ανήλικη θα μπορούσε τουλάχιστον να προστατευτεί από τον πολλαπλό επανατραυματισμό  της που συνεπάγεται η διαρκής έκθεσή της σε διαδικασίες προανάκρισης με τη συμμετοχή πολλών και διαφορετικών κάθε φορά ατόμων σε διαφορετικές χρονικές περιόδους. Γιατί δε ζητήθηκε η συμβολή των εξειδικευμένων δικανικών ψυχολόγων που στελεχώνουν την εν λόγω δομή στη Θεσσαλονίκη;

Καθώς τα ερωτήματα διαδέχονται το ένα το άλλο μέσα από τα σκοτάδια και τα αμίλητα, αναθάλλει μια δυσοσμία που σου κόβει την ανάσα,  ενώ από το βορρά ακούγεται ένα παιδί να φωνάζει: «Please, please, please, Ι can’t breathe”.
          
Ακούει κανείς;

* Η Όλγα Θέμελη είναι Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Εγκληματολογικής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης

Μοίρασε το άρθρο!