Το Φθινόπωρο, του Κωνσταντίνου Χατζόπουλου – Γράφει ο Διοικητής του ΑΤ Ωραιοκάστρου Παύλος Παπαδόπουλος

Το Φθινόπωρο, του Κωνσταντίνου Χατζόπουλου. Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος

Το Φθινόπωρο του Κωνσταντίνου Χατζόπουλου γράφτηκε το 1917 και αποτέλεσε ένα εξαιρετικό δείγμα της συμβολιστικής πεζογραφίας.

Το έργο εκ πρώτης δίνει την εικόνα ανασύστασης μίας πεζής και πληκτικής πραγματικότητας. Ασήμαντες λέξεις επαναλαμβάνονται διαρκώς ταυτόχρονα αποκτούν αποκτούν όμως νόημα.

Ποιος ήταν ο Κωνσταντίνος Χατζόπουλος;

Έλληνας ποιητής, ζωγράφος, κριτικός, δοκιμιογράφος, μεταφραστής και πολιτικός διανοούμενος.

Γεννήθηκε στο Αγρίνιο το 1868 και πέθανε στο   Brindisi το 1920.

Από 16 ετών υπήρξε φοιτητής της νομικής (την δικηγορία θα ασκήσει επί 5 έτη συνολικά στη γενέτειρα του το Αγρίνιο από το 1891
έως το 1896)ε ενώταυτόχρονα με τις σπουδές του θα δημοσιεύει ποιήματα του
στα πιο γνωστά λογοτεχνικά περιοδικά των Αθηνών (1884) με το ψευδώνυμο Πέτρος Βασιλικός.

Ο Χατζόπουλος προορίζονταν από το σχετικά εύπορο οικογενειακό του περιβάλλον για πολιτικός με την παράταξη του Χαριλάου Τρικούπη.

Γεγονός σταθμός στη ζωή του καθώς και στη διαμόρφωση του υπήρξε
η συμμετοχή του στον ατυχή πόλεμο του 1897 ως έφεδρος αξιωματικός.
Η τραγική εικόνα του ελληνικού στρατού σε συνδυασμό με την ήττα τον απομάκρυνε από τα ιδανικά της Μ. Ιδέας.

Το 1900 θα εγκατασταθεί στην Γερμανία έως την έκρηξη του παγκοσμίου πολέμου. Εκει θα γνωρίσει και θα παντρευτεί την Φινλανδή ζωγράφο Hangman ενώ σταδιακά θα υιοθετήσει την αριστερή κουλτούρα και ιδεολογία.

Τέλος υπήρξε υπέρμαχος του δημοτικισμού.

Η υπόθεση του έργου έχει ως εξής:
Ο Στέφανος και η Μαρίκα είναι αρραβωνιασμένοι ενώ γνωρίζονται από μικροί. Τον Στέφανο διεκδικεί επίσης και η εξαδέλφη του Ευανθία. Ο αρραβώνας Στέφανου και Μαρίκας έγινε με πρωτοβουλία της γιαγιάς της Μαρίκας της κυρίας Κατιγκός. Η Κατιγκό τρέφει ταυτόχρονα βαθιά έχθρα για την μητέρα του Στέφανου την κα Αγλαϊα. Ενώ ορισμένα δευτερευούσης σημασίας πρόσωπα πραγματοποιούν περάσματα από το έργο.

Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι απόψεις του συγγραφέα και μεταφραστή Μιχάλη Μαρκόπουλου για το έργο:
Το Φθινόπωρο –οι εικόνες του, οι άνθρωποι του, οι τετριμμένες απλές κουβέντες τους– είναι κλεισμένο όλο στις μετέωρες στιγμές όπου, ανάμεσα στις πράξεις του βίου, η ομορφιά υπάρχει ως κάτι άπιαστο αλλά ιδωμένο με την άκρη του ματιού, τα λόγια κάπου αγγίζουν τη σιωπή, και μια διάχυτη υπαρξιακή αγωνία ποτίζει την ψυχή. Οι πράξεις του Στέφανου, της Μαρίκας, πιο πολύ μοιάζουν με ακινησία. Και οι ίδιοι ποιοι είναι; Τους κοιτούμε στο Φθινόπωρο, όπως αυτοί διαρκώς κοιτούν κάτι –κρυφά ή φανερά ο ένας τον άλλον, ή το βουνό, τη θάλασσα, τα σύννεφα–, μα για τους ίδιους δε γνωρίζουμε στ’ αλήθεια τίποτε. Είναι, θαρρείς, μια ανάμνηση του εαυτού τους, σχεδόν φαντάσματα σαν τον παππού του Στέφανου, που εμφανίζεται άλαλος σε πόρτες και πίσω από τζάμια, ή σαν την Ευανθία όπως μια νύχτα εμφανίζεται στον Στέφανο· άνθρωποι έξω από τον εαυτό τους –όπως κει που ο Στέφανος πάει στη λέσχη και το νιώθει μόνο όταν μπαίνει μέσα και του νεύει ο κύριος νομάρχης, ή στην εκκλησία όταν νιώθει πως έσκυψε κι αυτός το μέτωπο– και έξω από το χρόνο, που το κύλισμα του στο Φθινόπωρο δεν είναι σαφές. Όπως δεν είναι σαφής ούτε ο χώρος. Οι περιγραφές της φύσης, με τη λεπταίσθητη συγκινητική, σχεδόν σπαραχτική ομορφιά τους, παρ’ όλα αυτά είναι πιο πολύ εσωτερικά τοπία παρά εξωτερικές εικόνες ενός τόπου.

Σε γενικές γραμμές το έργο στρέφεται στον εσωτερικό χώρο του ανθρώπου με έντονους κοινωνικούς προβληματισμούς, οι στόχοι του όμως παραμένουν ρεαλιστικοί ως το τέλος.

Παπαδόπουλος Παύλος, Αξιωματικός της Ελληνικής Αστυνομίας, Πτυχιούχος Ανθρωπιστικών Σπουδών.

 

Μοίρασε το άρθρο!