Η μοναξιά της Γερμανίας

Η Γερμανία έπεσε έξω με τις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης. Οι χώρες αυτές – για χρόνια δορυφόροι της ευρωπαϊκής μεγάλης δύναμης – πλέον προωθούν μια εθνική ταυτότητα για να αντισταθμίσουν την οικονομική τους υποταγή στη Γερμανία κι ένας παλιός εφιάλτης φαίνεται να επιστρέφει στην Ευρώπη.

Ενώ οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των Σοσιαλδημοκρατών και των Χριστιανοδημοκρατών βρίσκονται σε εξέλιξη για το σχηματισμό ενός νέου μεγάλου κυβερνητικού συνασπισμου, υπήρχε ένα πράγμα στη Γερμανία που ήταν πιο ανθεκτικό από την λατρεία ενός ισχυρού νομίσματος, την αναγκαιότητα κυβερνητικής σταθερότητας και την αγάπη για τους ισορροπημένους προϋπολογισμούς: Μια εξωτερική πολιτική που βασίζεται στο ευρωπαϊκό σχέδιο και τους ισχυρούς δεσμούς με τις ΗΠΑ. Ωστόσο, σύμφωνα με την ανάλυση του Πιερ Ριμπέρ, στη Monde Diplomatique, ο χάρτης των μεγάλων δυνάμεων που συνδέονται με τη Γερμανία έχει αλλάξει δραματικά τα τελευταία τρία χρόνια και οι «φίλοι» της χώρας που παραμένουν ικανοποιημένοι από αυτή έχει μειωθεί. Στον αντίποδα οι δυσαρεστημένοι εταίροι έχουν αυξηθεί.

Η ισχύς της Γερμανίας έγκειται κυρίως στο εμπόριο και το πρόβλημα γίνεται καλύτερα κατανοητό με αυτούς τους όρους. Μερικοί από τους βασικούς οικονομικούς συμμάχους της Γερμανίας έχουν γίνει πολιτικοί, ιδεολογικοί και πολιτιστικοί της αντίπαλοι. Οι ΗΠΑ, η μεγαλύτερη εξαγωγική αγορά της γερμανικής βιομηχανίας, προκαλεί όλο και πιο ανοιχτά το εμπόριο και τις κοινωνικές επιλογές της Γερμανίας. Οι χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης – οι μεγαλύτεροι προμηθευτές εργολαβικής εργασίας στη γερμανική βιομηχανία, με ρόλο, ελάχιστα γνωστό, στην επιτυχία της – επαναστατούν ενάντια στις πολιτικές που επιβάλει η Γερμανία, ειδικά στην μετανάστευση. Ο αρθρογράφος Γκίντεον Ράχμαν σημείωνε στους Financial Times στις 7 Μαρτίου 2017: «Η κατάσταση απειλεί να αναβιώσει έναν παλιό εφιάλτη της Γερμανίας: τον φόβο να είναι μια μεγάλη, απομονωμένη δύναμη στο κέντρο της Ευρώπης».

Σήμερα το γερμανικό ζήτημα αντιστρέφεται. Η Μέρκελ, με τα μέσα μαζικής ενημέρωσης να την χαιρετίζουν ως «ηγέτιδα του ελεύθερου κόσμου» για την υπεράσπιση του ελεύθερου εμπορίου, την πολυμέρειας και της μετανάστευσης, υποστηρίζει τον νεοφιλελευθερισμό με την υποστήριξη των υψηλού μορφωτικού επιπέδου τάξεων. Ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν την υποστηρίζει σε αυτό. Από την άλλη πλευρά, μερικοί πολιτικοί ηγέτες, τους οποίους σχολιαστές συχνά αποκαλούν «ανελεύθερο άξονα» – ο Τραμπ στις ΗΠΑ, ο Βίκτορ Όρμπαν στην Ουγγαρία, ο Αντρέι Μπαμπίς στην Τσεχία – κηρύσσουν τον αυταρχικό καπιταλισμό βασιζόμενοι στην εργατική τάξη. Συνδυάζουν την επιχειρηματική αίσθηση, με τον πολιτισμικό συντηρητισμό, την κυριαρχία (ένα δόγμα που υποστηρίζει την απόκτηση ή τη διατήρηση πολιτικής ανεξαρτησίας ενός έθνους ή μιας περιοχής) και την περιφρόνηση για την παραδοσιακή πολιτική.

Αυτοί οι δυο κλάδοι του καπιταλισμού είναι ιδεολογικά αντίθετοι, όμως δεσμεύονται από τους ιερούς δεσμούς της αγοράς. Όσο περισσότερο η Γερμανία, άμεσα ή μέσω της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, διατρανώνει την δέσμευσή της στο σεβασμό του κράτους δικαίου και των δημοκρατικών ελευθεριών, τόσο περισσότερο οι χώρες πελάτες ή προμηθευτές, από τις οποίες η ευημερία της εξαρτάται χαλιναγωγούνται και απομακρύνονται από έναν εταίρο που θεωρούν ως αλαζονικό. Όπως λέει ένας οικονομολόγος του Κέντρου Ανατολικών Σπουδών στη Βαρσοβία, χωρίς ειρωνεία, «η Γερμανία χρειάζεται συμμάχους που θα προωθήσουν ένα μοντέλο ελεύθερης αγοράς της Ένωσης, βασισμένο στις αρχές της δημοσιονομικής πειθαρχίας, σε σύγκρουση με το πιο κρατικό όραμα της ΕΕ που εκπροσωπεί η Γαλλία αλλά πιθανότατα και η Ελλάδα και η Πορτογαλία που έχουν αριστερές κυβερνήσεις».

Η ρήξη με τις ΗΠΑ του Τραμπ 

Ένα σημάδι της εποχής είναι ότι χρειάστηκαν τα tweets του Τραμπ για να γίνει γνωστή η δυσλειτουργία των γερμανο-αμερικανικών σχέσεων, η οποία μέχρι τότε περνούσε απαρατήρητη. Τον Μάρτιο του 2016, ο υποψήφιος τότε Τραμπ, του οποίου η εκστρατεία περιελάμβανε υποσχέσεις για λιγότερο ελεύθερο εμπόριο και ένα τείχος στο Μεξικό για να μείνουν μακριά οι ανεπιθύμητοι μετανάστες, κατέστησε την Ευρώπη ένα αντι-μοντέλο για τη δική του διακυβέρνηση. «Αυτό που έκανε η Μέρκελ στη Γερμανία είναι ντροπή, είναι μια θλιβερή, θλιβερή ντροπή», έλεγε για τους πρόσφυγες που δέχτηκε η Γερμανία.

Κατά την ανάληψη των καθηκόντων του, απείλησε να επιβάλει δασμό 35% στα αυτοκίνητα BMW που κατασκευάστηκαν στο Μεξικό. «Πόσα Chevrolets βλέπετε στη Γερμανία; Όχι πολλά, ίσως κανένα, δεν βλέπετε τίποτα εκεί … Όταν περπατάτε στην Πέμπτη Λεωφόρο, όλοι έχουν μια Mercedes-Benz σταθμευμένη μπροστά από το σπίτι τους», έλεγε, καταλήγοντας στο συμπέρασμα: «Οι Γερμανοί είναι κακοί, πολύ καλοί».

Ο Τραμπ πρόσθεσε στις καταγγελίες του για τη Γερμανία τη χρηματοδότηση του ΝΑΤΟ, την οποία χαρακτήρισε ως ξεπερασμένοι. Βέβαια οι κανόνες που θέλησε να θέση για την αμοιβαία στρατιωτική βοήθεια δεν ταιριάζουν με το σύνθημα που επέλεξε: «η Αμερική πρώτα». «Έχουμε ένα τεράστιο έλλειμμα εμπορικών συναλλαγών με τη Γερμανία, επιπλέον πληρώνουν πολύ λιγότερο απ’ ότι θα έπρεπε για το ΝΑΤΟ και τον στρατό. Αυτό είναι πολύ κακό για τις ΗΠΑ. Αυτό θα αλλάξει. Η Γερμανία δαπανά μόνο 1,2% του ΑΕΠ για την άμυνα, αντί για το 2% που συνιστά το ΝΑΤΟ από τη Σύνοδο Κορυφής της Ρίγας το 2006 και μετά».

Μετά από μια παγωμένη υποδοχή της Άνγκελα Μέρκελ στον Λευκό Οίκο τον περασμένο Μάρτιο και μια διεθνή διάσκεψη κορυφής στην Ιταλία, κατά την οποία ο Τραμπ επιβεβαίωσε την εχθρική του στάση απέναντι στη Συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα, η Μέρκελ αμφισβήτησε την αξιοπιστία των ΗΠΑ ως συμμάχου. «Μπορώ μόνο να πω ότι εμείς οι Ευρωπαίοι πρέπει πραγματικά να πάρουμε τη μοίρα μας στα χέρια μας», είπε η καγκελάριος σε προεκλογική της ομιλία στο Μόναχο τον περασμένο Μάιο, μια σαφής αιχμή για τις ΗΠΑ και τη στάση τους. Τον Ιούνιο προειδοποιούσε για τους κινδύνους του προστατευτισμού και του απομονωτισμού. Όπως και οι Αμερικανοί φιλελεύθεροι, που ορίζονται από την αντίθεσή τους στον Τραμπ και τις δυνάμεις που αντιπροσωπεύει, τα κεντρώα κόμματα της Γερμανίας έκαναν τον αντι – τραμπισμό ένα εκλογικό ζήτημα κι έναν κοινωνικό δείκτη που υπονοούσε ότι οι ίδιοι ήταν πάνω από αυτού του είδους την πολιτική. «Η αμερικανική κυβέρνηση μόλις κήρυξε πολιτιστικό πόλεμο», δήλωνε ως υποψήφιος ο Μάρτιν Σουλτς των Γερμανών Σοσιαλδημοκρατών προτρέποντας τη χώρα του να δεχτούν αυτή την πρόκληση.

Τον περασμένο Ιούνιο μια δημοσκόπηση έδειχνε ότι μόλις το 20% των Γερμανών βλέπουν τις ΗΠΑ ως αξιόπιστο εταίρο μετά την εκλογή του Τραμπ. Οι ερωτηθέντες τον έβρισκαν αξιόπιστο μόλις κατά 11% και μάλιστα με τον Βλαντιμίρ Πούτιν να αγγίζει το 25%. Οι συνέπειες της υποβάθμισης στις σχέσεις Γερμανίας – ΗΠΑ φανερώνονται σε πλήρη διάσταση στο μανιφέστο της εκστρατείας του συμμαχικού σχήματος των Χριστιανοδημοκρατών της Μέρκελ και των Χριστιανοκοινωνιστών (CDU – CSU) για τις ομοσπονδιακές εκλογές του περασμένου Σεπτεμβρίου.  Το μανιφέστο του 2013 ανέφερε χαρακτηριστικά: «Οι ΗΠΑ είναι ο καλύτερος φίλος και συνεργάτης της Γερμανίας». Το 2017 αυτό έγινε: «Οι ΗΠΑ είναι ο σημαντικότερος συνεργάτης μας πέρα από την Ευρώπη».

Οι σχέσεις Γερμανίας και ΗΠΑ ήταν τόσο «θρυλικά» καλές που η διατάραξή τους δεν έγινε γνωστή παρά μόνο επί Τραμπ. Όμως στην πραγματικότητα τα συμφέροντα των χωρών αποκλίνουν σε πολλούς τομείς εδώ και χρόνια, ανεξάρτητα από το ποιος ήταν στο Λευκό Οίκο. Το πρώτο και πιο αξιοσημείωτο περιστατικό ήταν η άρνηση της Γερμανίας να στείλει στρατεύματα στο Ιράκ το 2003. Το πολύ μεγάλο πλήγμα ήρθε, όμως, το 2013 κατά τη διάρκεια της προεδρίας του Ομπάμα, όταν έγινε γνωστό ότι η NSA παρακολουθούσε πολιτικούς ηγέτες άλλων χωρών, μεταξύ των οποίων και την Μέρκελ.

Τα ζητήματα που άρχισαν να έχουν οι Γερμανοί με τις ΗΠΑ αυξήθηκαν, ωστόσο, επί Τραμπ. Το νέο κύμα κυρώσεων κατά της Ρωσίας που επέβαλαν οι Αμερικάνοι έχει αρνητικό αντίκτυπο στη Γερμανία και την Αυστρία που είναι σημαντικοί εμπορικοί εταίροι της χώρας και συνεργάστηκαν μαζί της για την κατασκευή του αγωγού φυσικού αερίου Nord Stream 2. Γερμανία και Αυστρία τόνισαν τότε ότι οι κυρώσεις μπορεί να επηρεάσουν αρνητικά τις σχέσεις Ευρώπης – ΗΠΑ. Επιπλέον η απόσυρση των ΗΠΑ από τη Συμφωνία του Παρισιού για το Κλίμα αποτελεί χτύπημα για τη Γερμανία η οποία θέλει να εξάγει πράσινη τεχνολογία στις ΗΠΑ.

Ο ασύμμετρος εμπορικός πόλεμος 

Οι εκκεντρικότητες και η γλώσσα του Τραμπ σκεπάζουν την οποιαδήποτε υγιή βάση έχουν τα σχόλια και η κριτική του για το γερμανικό εμπόριο. Ωστόσο, το σχόλιό του για τα γερμανικά αυτοκίνητα στη Νέα Υόρκη αντικατοπτρίζει την πραγματικότητα. Μεταξύ του 2009 και του 2015, το εμπορικό πλεόνασμα της Γερμανίας (εξαγωγές μείον εισαγωγές) με τις ΗΠΑ αυξήθηκε από 28 δισ. δολάρια σε πάνω από 75 δισ. δολάρια. Το 2016, οι γερμανικές επιχειρήσεις έστειλαν εμπορεύματα αξίας 114 δισεκατομμυρίων δολαρίων στις ΗΠΑ, που είναι ο μεγαλύτερος πελάτης τους και οι οποίες έλαβαν το 10% όλων των γερμανικών εξαγωγών. Το εμπορικό πλεόνασμα της Γερμανίας με τις ΗΠΑ ήταν ίσο με 8,7% του ΑΕΠ το 2016, υψηλότερο από το αντίστοιχο της Κίνας. Ο Economist, που υποστηρίζει το ελεύθερο εμπόριο, ήταν από τους πρώτους που έγραψαν για το «γερμανικό πρόβλημα»: «Γιατί το πλεόνασμα της Γερμανίας είναι κακό για την παγκόσμια οικονομία» (8 Ιουλίου 2017). Το 2009 και ξανά το 2013, η κυβέρνηση Ομπάμα κατήγγειλε αυτή την ανισορροπία ως εμπόδιο στην οικονομική ανάκαμψη άλλων χωρών.

Εν ολίγης οι ΗΠΑ πιστεύουν ότι η Γερμανία διεξάγει έναν ασύμμετρο εμπορικό πόλεμο, μη εισάγοντας αρκετά Chevrolets και αξιοποιώντας το ευρώ για να την βοηθήσει να εξάγει τις δικές της Mercedes. Ο σύμβουλος εμπορίου του Λευκού Οίκου Πίτερ Ναβάρο είχε πει σχετικά ότι η Γερμανία «συνεχίζει να εκμεταλλεύεται τις άλλες χώρες στην ΕΕ καθώς και στις ΗΠΑ με ένα ‘σιωπηρό γερμανικό μάρκο’ που είναι κατάφωρα υποτιμημένο» (Financial Times, 31 Ιανουαρίου 2017). Ο πλέον πρόεδρος της Βουλής αλλά επί πολλά χρόνια υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας Βόλφγκανγκ Σόιμπλε εξάλλου δεν το έκρυβε: «Η συναλλαγματική ισοτιμία του ευρώ είναι αυστηρά πολύ χαμηλή για την ανταγωνιστική θέση της γερμανικής οικονομίας» (Financial Times, 6 Φεβρουαρίου 2017).

Η αλλαγή στην Κεντρική Ευρώπη 

Στο μεταξύ, ο Τραμπ λαμβάνει θριαμβευτικής υποδοχής στην Κεντρική Ευρώπη. Οι πολιτικοί στην Πολωνία έμειναν πολύ ευχαριστημένοι μαζί του κατά την επίσκεψή του. Χρησιμοποιούν τα ίδια επιχειρήματα με εκείνον για να δικαιολογήσουν την άρνησή τους να δεχτούν μετανάστες. Φανατικοί αντικομμουνιστές, χριστιανοί και συντηρητικοί έχουν εξαλείψει σχεδόν την αριστερά από το πολιτικό τοπίο. Η Πολωνία είναι τώρα φυσικός σύμμαχος των ΗΠΑ του Τραμπ και αποτελούν μια αυξανόμενη ανησυχία για τη Γερμανία.

Μαζί με την Τσεχία, τη Σλοβακία και την Ουγγαρία, η Πολωνία συμμετέχει στις λεγόμενες χώρες του Βίζεγκραντ που προτάσσουν μια σκληρή αντιμεταναστευτική πολιτική. Μέχρι την ένταξή τους στην ΕΕ το 2004, η Γερμανία ήταν η «μητέρα» τους, ο τραπεζίτης τους και ο νονός τους. Η σταθεροποίηση αυτών των χωρών, η ένταξή τους στο ΝΑΤΟ, η μετατροπή τους σε οικονομίες αγοράς και η ενσωμάτωσή τους στον βιομηχανικό ιστό της Γερμανίας ήταν στρατηγική επιλογή. Και η αποστολή ολοκληρώθηκε: με τη Γερμανία ως τον μεγαλύτερο εμπορικό τους εταίρο οι χώρες αυτές έγιναν εργαστήρια για τη γερμανική βιομηχανία, προσφέροντας μια εργασία, τόσο φτηνή, που άρχισε πια να ασκεί πίεση προς τα κάτω στους μισθούς των Γερμανών.

Επιπλέον οι χώρες αυτές από τότε που εντάχθηκαν στην ΕΕ αποδείχτηκαν πολύ αξιόπιστοι σύμμαχοι για την Γερμανία, υποστηρίζοντας την οικονομική τους πολιτική. Ειδικά στην περίπτωση της Ελλάδας έγινε εμφανές ότι επρόκειτο για χώρες – δορυφόρους. Αυτή η σχέση με έναν πρώην εισβολέα οδήγησε τον Ράντοσλαβ Σικόρκσκι, υπουργό στην προηγούμενη πολωνική κυβέρνηση να πει το 2011: «Θα είμαι πιθανώς ο πρώτος υπουργός Εξωτερικών της Πολωνίας στην ιστορία που θα πει κάτι τέτοιο αλλά θα το πω: φοβάμαι την γερμανική δύναμη λιγότερο απ’ ότι αρχίζω φοβάμαι την γερμανική αδράνεια».

Σε αυτή τη σχέση όλα άλλαξαν μετά από μια σειρά γεγονότων που δεν ήταν εντελώς τυχαία. Τον Σεπτέμβριο του 2015 η Γερμανία καλωσόρισε εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες. Τον Οκτώβριο το PiS (Κόμμα Νόμος και Δικαιοσύνη) κέρδισε την απόλυτη πλειοψηφία στις κοινοβουλευτικές εκλογές της Πολωνίας. Ο Βίτολντ Βασικόφσκι έγινε υπουργός Εξωτερικών αφού αναθεμάτισε τον τρόπο με τον οποίο η Πολωνία μετατράπηκε σε «γερμανική αποικία» (Le Monde, 9 Φεβρουαρίου 2017). Το Νοέμβριο το PiS ξεκίνησε μια εκστρατεία επιβολής ελέγχου στο Συνταγματικό Δικαστήριο, τα ΜΜΕ και το νομικό σύστημα της χώρας.

Έκτοτε, οι διαμάχες μεταξύ Γερμανίας και Πολωνίας επεκτάθηκαν και έγιναν ζήτημα αντιπαράθεσης μεταξύ της ΕΕ και των χωρών του Βίζεγκραντ. Στην κορυφή της διαμάχης βρίσκεται η πολιτική της Μέρκελ για τους πρόσφυγες και ο ευρωπαϊκός μηχανισμός μετεγκατάστασης προσφύγων. Η Πολωνία, η Ουγγαρία, η Τσεχία και η Σλοβακία είναι αντίθετες στον μηχανισμό και δεν δέχονται πρόσφυγες με ποσόστωση από τις χώρες της μαζικής υποδοχής προσφύγων, όπως η Ελλάδα και η Ιταλία. Ακολούθησαν οι συστάσεις της Κομισιόν στην Πολωνία για την «έλλειψη ανεξάρτητης και νόμιμης συνταγματικής αναθεώρησης» και η έναρξη ενός μηχανισμού κυρώσεων που διεύρυνε την απόσταση μεταξύ της Δυτικής Ευρώπης και των χωρών του Βίζεγκραντ αλλά και της Γερμανίας και της Πολωνίας. Τον περασμένο Αύγουστο η Μέρκελ εγκατέλειψε τον συνηθισμένο της λόγο, λέγοντας ότι το κράτος δικαίου στην Πολωνία αποτελεί «σοβαρό ζήτημα» κι ότι η Γερμανία δεν μπορούσε να παραμένει πλέον σιωπηλή, με τον Καζίνσκι να απαντά κατηγορώντας τη Γερμανία ότι «αρνήθηκε την ευθύνη της για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο» και να ζητά «τεράστια ποσά» για αποζημίωση (Le Monde, 31 Αυγούστου 2017).

Η επιβολή των περιορισμών από τον Τραμπ στην μετανάστευση δεν ξέφυγε της προσοχής των ηγετών των χωρών του Βίζεγκραντ που παίρνουν την ίδια θέση απέναντι στις Βρυξέλλες. Ουγγαρία, Πολωνία, Τσεχία και Σλοβακία, χαιρέτισαν την απόφαση του Τραμπ να απαγορεύσει την είσοδο πολιτών μουσουλμανικών χωρών στις ΗΠΑ. Η εκλογή του Αντρέι Μπαμπίς στην Τσεχία (πολλοί τον ονομάζουν Τσέχο Τραμπ) ενισχύει περαιτέρω την περιφερειακή συνοχή των χωρών αυτών.

Οι Βίζεγκραντ και το ευρωπαϊκό αντι-μοντέλο 

Οι χώρες του Βίζεγκραντ δεν είναι ομοιογενής ομάδα. Υπάρχουν αποκλίσεις μεταξύ της θρησκευτικής Πολωνίας, της κοσμικής Τσεχίας, μεταξύ του Σλοβάκου Ρόμπερτ Φίκο του κόμματος «Κατεύθυνση – Σοσιαλδημοκρατία» και του εθνικιστή – συντηρητικού Ορμπάν της Ουγγαρίας και μεταξύ της αντιρωσικής εμμονής της Πολωνίας και των καλών σχέσεων της Σοβακίας με τη χώρα του Πούτιν. Αλλά σε όλους τους αρέσει ο εθνικισμός και το στιλ της αντί-διανόησης που πουλάει ο Τραμπ. Ο υπουργός Εξωτερικών της Ουγγαρίας Πίτερ Σιγιάρτο έλεγε στο Fox News ότι πριν από τον Τραμπ «αν διατυπώνατε την άποψη ότι βάζετε πρώτη τη χώρα σας, τα συμφέροντα της χώρας σας, θα σας θεωρούσαν φασίστες, εξτρεμιστές, εθνικιστές… » (Financial Times, 14 Μαρτίου 2017). Αυτή την ρητορική χρησιμοποιεί τώρα ο πρόεδρος της μεγαλύτερης δύναμης του κόσμου. Ο δε πρωθυπουργός της Ουγγαρίας Βίκτορ Όρμπαν είπε: «Ποιο είναι το μήνυμα της Αμερικής; Κάντε ξανά την Ουγγαρία μεγάλη». Αυτή η οικειότητα είναι κάτι που εξοργίζει τη Γερμανία.

Τι λέει αυτή η νέα εξέλιξη μεταξύ της Γερμανίας και των εταίρων της από την Κεντρική Ευρώπη αλλά και τις ΗΠΑ; Είναι πραγματικά τόσο καινούργια; Η άνοδος του εθνικιστικού λαϊκισμού στην Ανατολική Ευρώπη δεν απειλεί τόσο την ΕΕ όσο την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Τα κράτη αυτά στα οποία ξύπνησε η επιθυμία της κυριαρχίας με την επιβολή μιας αυταρχικής διακυβέρνησης περίπου για 75 χρόνια γνώριζαν μόνο την κυριαρχία των Σοβιετικών και την εποπτεία της Ουάσιγκτον, των Βρυξελλών και του Βερολίνου. Σε αντίθεση με τις χώρες Μπενελούξ και την Αυστρία που επίσης βρίσκονται στη γερμανική οικονομική σφαίρα επιρροής, οι χώρες Βίζεγκραντ έχουν δευτερεύουσα θέση στην Ευρώπη. Πρόκειται για χώρες με χαμηλούς μισθούς, μεγάλη εξάρτηση από τις ξένες επενδύσεις και επιδοτήσεις της ΕΕ.

Η αναμφισβήτητη, αν και ανομοιογενής άνοδος του βιοτικού επιπέδου στην κεντρική Ευρώπη και η εμφάνιση των αστικών τάξεων που απελευθερώθηκαν από τη Ρωσία και την ΕΕ οδήγησαν σε απαιτήσεις οικονομικής και πολιτιστικής κυριαρχίας. Και οι πολιτικοί ηγέτες της Ουγγαρίας και της Πολωνίας χρησιμοποιούν την ανάγκη εθνικής ανεξαρτησίας για να νομιμοποιήσουν τον αυταρχισμό τους.

Οι ηγέτες του Βίζεγκραντ οικοδομούν ένα ευρωπαϊκό αντι-μοντέλο. Ζητούν μια Ευρώπη των εθνών με υψηλό προσανατολισμό στον νεοσυντηρητισμό, όπως περιγράφεται στην πρόταση μεταρρύθμισης της ΕΕ που υπέβαλε η Πολωνία το 2016. Σύμφωνα με αυτή, ο στόχος είναι να δοθεί η κύρια εξουσία στην ΕΕ στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο κι όχι στην Κομισιόν, με άλλα λόγια να επιστρέψει στο πρώτο στάδιο του ευρωπαϊκού σχεδίου: μια απλή ζώνη ελεύθερων συναλλαγών μεταξύ των κυρίαρχων εθνών, με ελεύθερη κυκλοφορία αγαθών, κεφαλαίου και εργασίας. Ουσιαστικά δημιουργούν έναν δεύτερο πόλο εντός ΕΕ. Όπως καταλήγει το άρθρο της Le Monde, πενήντα χρόνια μετά τον Μάιο του 1968, η ιδεολογική επιλογή φαίνεται να είναι αυταρχικός καπιταλισμός ή φιλελεύθερος καπιταλισμός – ο Μάης του 1968 αντίστροφα.

Μοίρασε το άρθρο!