Βασίλης Λυμπέρης: Η ιστορία του τελευταίου βαρυποινίτη που εκτελέστηκε στην Ελλάδα

Στις 25 Αυγούστου 1972 ο Βασίλης Λυμπέρης είδε για τελευταία φορά την ανατολή του ηλίου. Τον Ιανουάριο εκείνης της χρονιάς είχε κάψει την πεθερά του, την γυναίκα του και τα παιδιά του. Ήταν ο τελευταίος θανατοποινίτης που εκτελέστηκε στην Ελλάδα. 

Τα Χριστούγεννα του 1971 ο Βασίλης Λυμπέρης είχε φύγει από το σπίτι του. Βρισκόταν σε διάσταση με την γυναίκα του Βασιλική, χωρίς ο ίδιος να το θέλει, αφού κατηγορούσε συνεχώς την πεθερά του, η οποία “της έβαζε λόγια”, όπως περιέγραφε. Είχε καταλύσει σε μια πανσιόν στην οδό Σωνιέρου στο κέντρο της Αθήνας. Εκείνες τις ημέρες θα γνωρίσει παίζοντας χαρτιά τον Παύλο Αγγελόπουλο. Θα του εκμυστηρευτεί τα προβλήματα που είχε στο σπίτι του, κατηγορώντας την πεθερά του Αντιγόνη Μάρκου. 

 Ήθελε να την “βγάλει από την μέση” και ζήτησε την βοήθειά του. Ο Αγγελόπουλος αν και στην αρχή ήταν αρνητικός, τελικά πείθεται με αντάλλαγμα ένα αυτοκίνητο και ενημερώνει και τον εξάδλεφό του Θεόδωρο Καπρέτσο. Στις 4 Ιανουαρίου ο Λυμπέρης θα τους συναντήσει σε μια ταβέρνα. Θα επαναλάβει τα σχέδια του. Είχε άλλωστε προμηθευτεί μπιτόνια με βενζίνη. Καταναλώνουν μεγάλες ποσότητες αλκοόλ και φεύγουν από την ταβέρνα. Ο Παύλος Αγγελόπουλος θα πει αργότερα σε μία συνέντευξη πως «αν δεν υπήρχε το ποτό, δεν θα γινότανε αυτή η καταστροφή».

Στο δρόμο θα σταματήσουν για να προμηθευτούν σπίρτα. Ο Αγγελόπουλος δειλιάζει. Εκφράζει τον φόβο του μήπως εκτός από την πεθερά του Λυμπέρη, βρίσκονται στο σπίτι η γυναίκα και τα παιδιά του. “Με πήρε και με πήγε σε ένα περίπτερο και σήκωσε το τηλέφωνο η πεθερά του. Της λέει: “Θέλω να έρθω να δω τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου”. Και του απαντάει: “Δεν είναι εδώ. Λείπουνε στο Πέραμα. Θα έρθουν μετά από πέντε μέρες. Και εγώ θα φύγω””, θα πει ο Αγγελόπουλος σε κάποια από τις καταθέσεις του αργότερα. 

img_0887.jpg

Ξεκίνησαν για το σπίτι του Λυμπέρη. Στο πορτ-παγκάζ του αυτοκινήτου υπήρχαν δύο ζευγάρια χοντρά γάντια και τρία μπιτόνια με βενζίνη. Πάρκαραν σε ένα χωράφι. Ο Λυμπέρης με τον Αγγελόπουλο μπήκαν στο σπίτι και ο Καπρέτσος έμεινε έξω να κρατάει “τσίλιες”. Ακροπατώντας έφτασαν στο σπίτι, προχώρησαν στο εσωτερικό. Κινήθηκαν προς το δωμάτιο της πεθεράς του Λυμπέρη. Ο Αγγελόπουλος έλαβε εντολή να μπει μέσα. Εκεί υπήρχε μια κούνια, όπου κοιμόταν γαλήνια ο μικρός γιος του Λυμπέρη. Στα γρήγορα ο Αγγελόπουλος άδειασε τον κουβά και το περιεχόμενο του ήταν διάσπαρτο σε όλο το δωμάτιο. Το σπίρτο άναψε, η φωτιά ξέσπασε ακαριαία και συνοδεύτηκε από έναν έντονο κρότο. 

Την ίδια στιγμή ο Λυμπέρης έμπαινε στο δωμάτιο της γυναίκας του Βασιλικής. Μαζί της κοιμόταν η κόρη τους. Το “μπαμ” που ακούστηκε από την φωτιά στο δωμάτιο της πεθεράς του, ξύπνησε την σύζυγό του και την μικρή Παναγιώτα που άρχισε να κλαίει. Με τα μάτια μισάνοιχτα η άτυχη Βασιλική είδε τον εν διαστάσει σύζυγό της να σκορπίζει τη βενζίνη στο πάτωμα και να ανάβει ένα σπίρτο. Όρμησε αμέσως επάνω του, ουρλιάζοντας “Τι κάνεις; Είναι και τα παιδιά σου εδώ!”. Εκείνος σάστισε, δεν φανταζόταν πως ήταν και τα παιδιά του μέσα στο σπίτι. 

Κάποιο τζάμι ακούστηκε να διαλύεται, ενώ οι φωνές της πεθεράς του έσπαγαν την σιγαλιά της νύχτας. Έσπρωξε την γυναίκα του στο κρεβάτι, άναψε ένα σπίρτο και το πέταξε πάνω στη βενζίνη. Εκείνες έκαναν μια προσπάθεια να βγουν από το δωμάτιο. Ο Λυμπέρης τις έσπρωξε προς τις φλόγες. Εκείνη προσπάθησε να φτάσει το τηλέφωνο. Τον εξόργισε. Την έριξε κάτω και την πάτησε στο στήθος για να μην μπορεί να κινηθεί. Εκείνη τη στιγμή ο Αγγελόπουλος αντιλήφθηκε ότι ήταν τα παιδιά στο σπίτι. 

Τα ουρλιαχτά και η μυρωδιά της καμένης σάρκας “χτύπησαν κόκκινο” στο ποτισμένο με αλκοόλ μυαλό του. Άρπαξε τον τρίτο κουβά βενζίνης που είχαν μαζί τους και τον έριξε προς τον Λυμπέρη. Εκείνος τραβήχτηκε γρήγορα, με αποτέλεσμα να έχει ελαφρά εγκαύματα στο πρόσωπο. Φεύγοντας κλείδωσαν και την εξώπορτα. Την στιγμή που απομακρύνονταν από την περιοχή, το σπίτι είχε τυλιχτεί στις φλόγες. Τρεις άνθρωποι κείτονταν ήδη νεκροί, αλλά η Βασιλική ανέπνεε ακόμα. Το άλλοθι των δραστών ήταν συμφωνημένο. Έπαιζαν χαρτιά στο δωμάτιο του Λυμπέρη, αυτό θα έλεγαν.

Τα ξημερώματα της 5ης Ιανουαρίου, ο 30χρονος Αντώνης Στρογγυλούδης περνώντας έξω από την μονοκατοικία που έμενε η αδελφή της γυναίκας του, θα δει καπνούς να βγαίνουν από το σπίτι. Μαζί με έναν γείτονα έσπρωξαν την πόρτα. Το θέαμα που αντίκρισαν ήταν φρικτό. Τέσσερα κορμιά κείτονταν στο πάτωμα. Η 55χρονη Αντιγόνη Μάρκου, η 3χρονη Παναγιώτα και ο ενός έτους Γιωργάκης ήταν νεκροί. Όμως η Βασιλική ανέπνεε ακόμα. Η πρώτη εντύπωση που σχηματίσθηκε ήταν πως το σπίτι είχε πιάσει φωτιά και τα τέσσερα θύματα είχαν εγκλωβιστεί στις φλόγες.

Η Βασιλική μεταφέρεται στο νοσοκομείο. Θα αντέξει μόλις είκοσι ώρες. Πριν “φύγει” από τη ζωή θα προλάβει να μιλήσει σε μια θεία της, που ήταν μοναχή. “Αυτός μας έκαψε. Αυτός μας έριξε βενζίνη και ύστερα έβαλε φωτιά. Ο κακούργος το έκανε για να μας εκδικηθή, γιατί δεν θέλαμε να πωλήσουμε τα κτήματά μας και να του δώσουμε τα λεφτά να τα φάει. Αυτός ο κακούργος έκαψε τα παιδιά μας” είπε στη θεία της, σύμφωνα με όσα έγραφε η εφημερίδα “Μακεδονία” την επόμενη ημέρα. Ο Λυμπέρης όταν ερωτήθηκε αρχικά για το συμβάν είπε ότι βρισκόταν στο δωμάτιο του, ενώ για τα εγκαύματά του υποστήριξε ότι έψηνε καφέ και έσκασε το γκαζάκι. 

Μετά τις αποκαλύψεις της γυναίκας του αναγκάστηκε να ομολογήσει. Θα υποστηρίξει ότι ήθελα απλώς να φοβίσει την πεθερά του για να σταματήσει να ανακατεύεται στην ζωή του ζευγαριού. Όμως, η γυναίκα του λίγο πριν ξεψυχήσει θα υποστηρίξει ότι ήθελε τα χρήματά της για να τα “φάει με την φιλενάδα του”. Μάλιστα, θα περιγράψει: “Ξεμυαλίσθηκε και άρχισε να λέγη πως δεν του έφθαναν τα λεφτά. Έλεγε πως χρωστούσε τάχα φόρους στην εφορία. Για να μας κάνη τάχα να τον πιστέψουμε μας έφερε κάποτε και έναν φίλο του εφοριακό και άλλοτε κάτι αποδείξεις παλιές. ¨Ετσι μας τραβούσε χρήματα. Η καημένη η μητέρα μου πλήρωνε. Τι να κάνη; Μα το κακό παράγινε. Πάντα ήταν χρεωμένος”.

img_0890.jpg

Η ιστορία του ζευγαριού

Το ζευγάρι είχε γνωριστεί το Πάσχα του 1967, όταν ο πατέρας του Λυμπέρη, Γιώργος, είχε υποστεί έμφραγμα και είχε εισαχθεί στο Λαϊκό Νοσοκομείο. Στον ίδιο θάλαμο νοσηλευόταν και ο πατέρας της Βασιλικής. Οι δύο νέοι ερωτεύτηκαν και το Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς θα παντρευτούν αφού η Βασιλική ήταν έγκυος.  Εγκαταστάθηκαν στο σπίτι των γονιών της Βασιλικής. Το πρώτο διάστημα η ζωή τους κυλούσε όμορφα, αλλά η απώλεια της δουλειάς του Βασίλη άρχισε να δημιουργεί τα πρώτα σύννεφα. Έπρεπε να στηριχθούν οικονομικά στους γονείς της. Οι προστριβές δεν άργησαν να έρθουν, καθώς -όπως περιέγραφε εκείνος- η πεθερά του ανακατευόταν σε όλα, σε αντίθεση με τον πεθερό του, για τον οποίο ο Λυμπέρης έτρεφε βαθιά εκτίμηση. 

Έπειτα από την πώληση ενός οικοπέδου της Βασιλικής, ο Λυμπέρης ανοίγει ένα κατάστημα με μπαταρίες. Δεν τα καταφέρνει και έπειτα από λίγο καιρό αναγκάζεται να βάλει “λουκέτο”. Αυτή η εξέλιξη σε συνδυασμό με τον θάνατο του πεθερού του δημιουργεί περισσότερα προβλήματα στο ζευγάρι. Ο Λυμπέρης θα αρχίσει να κάνει μεροκάματα, όπου μπορεί, αλλά δεν είναι λίγες οι φορές που αναγκάζονται να δανειστούν χρήματα για να ζήσουν. Η Βασιλική θέλει να βοηθήσει αλλά είναι και πάλι έγκυος. 

Ο Λυμπέρης έπειτα από πιέσεις πείθει την πεθερά του να πουλήσει ένα ακόμη οικόπεδο, μέρος των χρημάτων του οποίου, φρόντισε να επενδύσει σε… νεό αυτοκίνητο. Μετά τη γέννηση και του δεύτερου παιδιού, η ρήξη στις σχέσεις του ζευγαριού έγινε οριστική, αφού ο Λυμπέρης ερωτεύτηκε την Μαρία Γκίκα. Η Βασιλική το έμαθε τυχαία από ένα τηλεφώνημα και εκείνος δεν το αρνήθηκε, λέγοντας πως θέλει να την παντρευτεί. “Μετά από λίγες ημέρες, όμως, ήρθε πάλι και μου ζήτησε να τον συγχωρέσω. Μου είπε επίσης ότι στο εξής θα ήταν καλός” έγραφε η Βασιλική στο ημερολόγιό της. Την παραμονή των Χριστουγέννων του 1971, Λυμπέρης αγόρασε μερικά δώρα και πήγε στο σπίτι για να επισκεφθεί τη γυναίκα και τα παιδιά του. Όμως δεν του επέτρεψαν να μπει, με αποτέλεσμα να τα δει για λίγες ώρες μέσα στο αυτοκίνητο. Στις 18 Ιανουαρίου είχαν δικαστήριο για το διαζύγιο. Η ιδέα της εκδίκησης είχε πλέον φωλιάσει στο μυαλό του. 

img_0891.jpg

Η δίκη

Η δίκη για την υπόθεση, πραγματοποιήθηκε στο Κακουργιοδικείο στις στις αρχές Μαΐου του 1972. Οι Βασίλης Λυμπέρης και Παύλος Αγγελόπουλος κατηγορούνταν για τέσσερις δολοφονίες εκ προθέσεως ιδιαζόντως ειδεχθείς και διακεκριμένη φθορά δια πυρός, ο Θεόδωρος Καπρέτσος για απλή συνέργεια και στις δύο πράξεις των δύο προηγουμένων, ενώ ο Θανάσης Σταμάτης, ο άνθρωπος στον οποίο έδωσαν τα ρούχα τους μετά τη φωτιά, για υπόθαλψη εγκληματία. 

“Ο εγκληματικός χαρακτήρας του Λυμπέρη που προϋπήρχε, τελειοποιήθηκε με την εγκατάστασή του στην πανσιόν της οδού Σωνιέρου και με τον έρωτά του προς τη Μαρία Γκίκα. Δύο, συνεπώς, είναι τα ελατήρια του Λυμπέρη: να κληρονομήσει τη σύζυγό του και να παντρευτεί τη Μαρία. Το έγκλημα διαπράχθηκε εν γνώσει του Λυμπέρη ότι, όλοι βρισκόντουσαν μέσα στο σπίτι. Για πρώτη φορά στα εγκληματικά χρονικά της χώρας μας, εμφανίζεται έγκλημα τέτοιων διαστάσεων. Και δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί απεχθές” είπε ο εισαγγελέας στην αγόρευσή του. Μια 45λεπτη διάσκεψη του δικαστηρίου το πρωινό της 7ης Μαϊού ήταν αρκετή για την ετυμηγορία. “Τετράκις εις θάνατον” είναι ποινή για τους Λυμπέρη και Αγγελόπουλο, ενώ σε τέσσερις φορές ισόβια κάθειρξη καταδικάστηκε ο Καπρέτσος και σε τρια έτη ο Σταμάτης για απόκρυψη της εγκληματικής δράσης των άλλων τριών.

Η εκτέλεση 

Πρώτος σταθμός του Λυμπέρη ήταν οι φυλακές της Αίγινας. Θα τον κρατήσουν στα πειθαρχία γιατί δεχόταν απειλές για τη ζωή του από άλλους κρατούμενους. Λίγο καιρό αργότερα, θα βρεθεί στις φυλακές Αλικαρνασσού. Θα τεθεί σε απομόνωση, ενώ μπορούσε να βγαίνει μόλις για μισή ώρα την ημέρα από το κελί του, όταν οι υπόλοιποι κρατούμενοι είχαν επιστρέψει στα δικά τους. 

Στις 24 Αυγούστου θα ενημερωθεί πως η αίτηση χάριτος απορρίφθηκε. Θα συντάξει ένα γράμμα προς τη μητέρα του. “Σε πίκρανα και σε γέμισα πόνο και θλίψη, καθώς και τον πατέρα, τα αδέλφια μου, τον Γιάννη, τη Σοφία, το Φλωράκι και τη νονά” θα γράψει ζητώντας συγχώρεση για τον πόνο που της προκάλεσε. Στις λίγες αράδες που έγραψε δεν υπήρξε καμία αναφορά για την οικογένειά του, ούτε καν για τα δύο παιδιά του, που έφυγαν από τα δικά του χέρια. Άφησε το γράμμα στο κρεβάτι του και παρακάλεσε να έλθει ο ιερέας της ενορίας για να τον κοινωνήσει.

Τα ξημερώματα της 25ης Αυγούστου θα επιβιβαστεί στο όχημα που τον μετέφερε στον τόπο της εκτέλεσης, το πεδίο βολής της Σχολής Εφέδρων Αξιωματικών Πεζικού. Η θανατική ποινή δια τυφεκισμού προϋποθέτει εθελοντές. Έτσι, το προηγούμενο απόγευμα ο διοικητής της ΣΕΑΠ απευθύνθηκε στους στρατιώτες και αφού περιέγραψε γλαφυρά το έγκλημα του Λυμπέρη, αναζήτησε τους πρόθυμους. Τριάντα στρατιώτες βγήκαν μπροστά και επελέγησαν δώδεκα.

Η διαδικασία βάση του νόμου, απαιτούσε ένα στρατιωτικό απόσπασμα αποτελούμενο από 12 άνδρες, αλλά μόνο τα έξι τουφέκια θα έπρεπε να έχουν κανονικές σφαίρες προκειμένου κανείς να μην γνωρίζει με σιγουριά ποιοι σκότωσαν. Η ώρα της εκτελέσης ήταν η στιγμή που χαράζει, για να μπορέσει ο μελλοθάνατος να αντικρίσει για τελευταία φορά τον ήλιο. Ο Λυμπέρης λίγα λεπτά πριν ξημερώσει ζήτησε να του δέσουν τα μάτια. 

Το παράγγελμα «πυρ» ακολούθησαν πυροβολισμοί, που γάζωσαν το σώμα του Βασίλη Λυμπέρη. Ήταν η σειρά του επικεφαλής υπολοχαγού να εκτελέσει τη χαριστική βολή. Ήταν όμως πολύ ταραγμένος. Ζήτησε από έναν επιλοχία να αναλάβει. Ούτε εκείνος ήταν σε καλύτερη κατάσταση. Άφησε το περίστροφο και πήρε ένα αυτόματο όπλο. Απέστρεψε το βλέμμα του και αντί για μια σφαίρα, από την κάννη του όπλου έφυγαν περισσότερες παραμορφώνοντας το πρόσωπο του νεκρού. Ο συγκεκριμένος επιλοχίας θα απαλλαγεί των καθηκόντων του έξι μήνες αργότερα. Δεν μπόρεσε ποτέ να διαχειριστεί αυτό που κλήθηκε να κάνει. 

Ο Βασίλης Λυμπέρης ήταν ο τελευταίος θανατοποινίτης που εκτελέστηκε στην Ελλάδα. 

Μοίρασε το άρθρο!