Έξοδος, το ημερολόγιο της κατοχής-Παρουσίαση: Παύλος Παπαδόπουλος

Φίλες και φίλοι, με αφορμή την επέτειο της Εθνικής εορτής, θα σας παρουσιάσω το έργο του Ηλία Βενέζη: Έξοδος, το ημερολόγιο της κατοχής. Ένα έργο που δημοσιεύθηκε το 1950.

Είχα χρόνια να ασχοληθώ με το έργο του Βενέζη. Τον προηγούμενο Χειμώνα έτυχε να δανειστώ από τη βιβλιοθήκη του Ωραιοκάστρου το συγκεκριμένο βιβλίο. Να πω την αλήθεια την Έξοδο τη γνώριζα μόνο ως τίτλο ούτε είχα έως τότε διαβάσει κάτι για το συγκεκριμένο έργο. Ενώ λοιπόν, συνήθως, κάποιος το παίρνει στα χέρια του χωρίς να γνωρίζει κάτι γι αυτό, εντούτοις το διαβάζει μονομιάς!

Ο Ηλίας Βενέζης (ψευδώνυμο του Ηλία Μέλλου), έγραψε ένα από τα πιο όμορφα και δυνατά μυθιστορήματα που πραγματεύονται την κατοχή. Ο συγγραφέας εγκλιματίστηκε στο χώρο της γενιάς του ΄30. Μαζί με άλλους συγγραφείς όπως ο Μυριβήλης, ο Θεοτοκάς, ο Τερζάκης και ο Λουντέμης, εμπνεύστηκε από τις ποικίλες περιπέτειες του πολέμου.

Ο Μανώλης Ρούκουνας σημειώνει πως η Έξοδος παρουσιάζει την πορεία ενός πλήθους ανθρώπων κυνηγημένων από τη μοίρα, και τονίζει πως στο βιβλίο υπάρχουν επικολυρικές σελίδες γεμάτες ύφος και πρόσωπα με ταπεινό ηρωισμό (σ. 12). Ωστόσο, επισημαίνει και την παρουσία σχολαστικών περιλήψεων προηγούμενων γεγονότων καθώς και αδικαιολόγητους πλατειασμούς.

Η υπόθεση μέσα από την κριτική του Βάσου Βαρίκα:

Ο Βάσος Βαρίκας σημειώνει ότι ο Ηλίας Βενέζης πραγματεύεται το είδος του χρονικού, ένα είδος που δεν «ταιριάζει» με τα λογοτεχνικά του χαρίσματα· ενώ το χρονικό προβάλλει την αντικειμενική εικόνα του εξωτερικού γεγονότος, «το λυρικό κλίμα της πεζογραφίας του συγγραφέα της “Αιολικής Γης” δεν φαίνεται να ευνοεί την πιστή αναπαράσταση του πραγματικού». Ο Ηλίας Βενέζης ξεπερνάει αυτόν το σκόπελο με την επιλογή να μη δώσει ένα καθαυτό χρονικό, αλλά «ακολούθησε το μέσο δρόμο», δίνοντας μας στην Έξοδο το πρώτο μέρος μιας ευρύτερης σύνθεσης που πρόκειται να ακολουθήσει. Εδώ «σκοπός του συγγραφέα είναι να μας εισαγάγει απλώς στο δράμα το οποίο θα φθάσει στην αποκορύφωσή του στη συνέχεια του βιβλίου». Αντί λοιπόν, της αντικειμενικής παρουσίασης της σκοτεινής περιόδου της Κατοχής, ο Ηλίας Βενέζης στέκεται σε στοιχεία που γνωρίζει καλύτερα: την αποτύπωση της ψυχολογίας του θύματος, όχι του θύτη, τη δύναμη της υποβολής, την εμβάθυνση στο καθαρά ανθρώπινο δράμα, την ανάδειξη της ανθρωπιάς, τη θέαση και προβολή του «καλού», έναντι του «κακού». Έτσι: «η “ακρίβεια” του χρονικού θα μειωθεί βέβαια κατά πολύ, εις αντάλλαγμα όμως η νεοελληνική πεζογραφία θα πλουτισθεί με ένα εξαιρετικό, ίσως έργο».

Η φυγή.

Το έργο κινείται στα πλαίσια του ντοκουμέντου με σχέσεις και επιδράσεις από την ανθρωπιστική ιδεολογία του συγγραφέα.

Ο Βενέζης δίνει μια ακόμη μαρτυρία για μια άλλη έξοδο από εκείνη του 1922, η οποία είναι πάντα στο μυαλό του και στη σκέψη του. Αναφέρεται στη φυγή των Ελλήνων της Μακεδονίας και της Θράκης όταν οι Βούλγαροι ζητούν να υποτάξουν αυτές τις περιοχές, με μια βαναυσότητα και αγριότητα που μόνο με αυτή των Τούρκων της Μικράς Ασίας μπορεί να συγκριθεί. Βλέπει τους κυνηγημένους Έλληνες, να κατεβαίνουν πάλι κοπάδια-κοπάδια από τη βόρεια Ελλάδα.

Οι φυγάδες περνούν από τόπους και θρύλους ελληνικούς: Δελφοί, Θήβα Κιθαιρώνας, Αντιγόνη, Οιδίπους κλπ. Ο συγγραφέας σημαδεύει στην ενότητα και τη συνέχεια του έθνους. Αυτό χωρίς φυσικά να παρασύρεται σε άκαιρους πατριωτισμούς.

Στη βιβλιοκρισία η Έξοδος χαρακτηρίζεται ως «βιβλίο μοναδικής ποιότητας, που ασκεί επάνω μας μια έλξη μαγνητική». Ο Γιάννης Χατζίνης θεωρεί ότι το έργο διατηρεί το κύριο χαρακτηριστικό της τέχνης του Ηλία Βενέζη, που είναι «να συλλαμβάνει το τραγικό βάθος της ζωής μ’ ευαίσθητα δάχτυλα που μπορούν να το μεταπλάσουν, να το μετουσιώσουν σε όνειρο. Ένα όνειρο, που εδώ, στην “Έξοδο”, από την πρώτη στιγμή, γίνεται αληθινός βραχνάς» (σ. 132).

Η Έξοδος πρέπει να πούμε ότι ήταν το προτελευταίο μυθιστόρημα του συγγραφέα.

Οι λεπτές ισορροπίες ανάμεσα στο ένστικτο της επιβίωσης και στο πρέπον και το ηθικό εντοπίζονται σε πλήρη ανάπτυξη. Περιγράφεται με ολοκληρωτικό τρόπο ο θάνατος και η προσπάθεια του ανθρώπου να διατηρηθεί στη ζωή. Η εικόνα των ηρώων να βοσκάνε το χορτάρι από την πείνα χαράσσεται βαθιά στην ψυχή του αναγνώστη.

Οι ήρωες κατευθύνονται στην Αθήνα για να σωθούν από τους κατακτητές και τον τρελό υλοτόμο του Κιθαιρώνα. Φτάνοντας κοντά στην Αθήνα κοιτάζουν εκστασιασμένοι την πόλη από το κάστρο της Φυλής. Πρόκειται για τρομακτικά ζωντανές, ολοκληρωμένες και πειστικές προσωπικότητες. Δίνεται το απόλυτο δράμα της ψυχής τους.

Οι Βούλγαροι.

Οι Βούλγαροι παρουσιάζονται ως εξαιρετικά βίαιοι, καθώς επιδίδονται σε σφαγές και βιασμούς. Το αίμα κυριαρχεί και χωρίς μάλιστα να διακρίνεται ότι έχουν κάποιες δικαιολογίες για τις πράξεις τους. Ο Βενέζης παρουσιάζεται απόλυτα αρνητικός απέναντι τους. Οι ελληνοτουρκικές συγκρούσεις παρουσιάζονται στο έργο του συγγραφέα ως συγκρούσεις ίσων. Δεν ισχύει το ίδιο και με τους Βούλγαρους. Παρόλαυτα στο τελευταίο μέρος ο Βενέζης παρουσιάζει τους εχθρούς, αφού έχει επέλθει ο θάνατος να συμφιλιώνονται μεταξύ του, με αναφορές σε Πέρσες, Φράγκους, Τούρκους, Αρβανίτες και Έλληνες, εκπέμποντας ένα μήνυμα ανθρωπιστικό.

Ο Μπάμπης Κλάρας θεωρεί ότι ο Ηλίας Βενέζης αποτυπώνει «μ’ ένα τρόπο συγκλονιστικά υποβλητικό» το χρονικό της Κατοχής, παρουσιάζοντας μεμονωμένα περιστατικά, που αν και ο συγγραφέας δεν τα έζησε και δεν τα μετέφερε ρεαλιστικά, εντούτοις, χρησιμοποιώντας την φαντασία του, κατόρθωσε ώστε αυτά να «έχουν καθολικότητα, που ίσως δεν θα την είχαν αν αντιπροσώπευαν πραγματικά περιστατικά». Μόνη ένσταση του κριτικού είναι πως στο έργο «με δογματική επιμονή κηρύσσεται ότι και η παραμικρότερη ενέργεια του ανθρώπου είναι προκαθορισμένη από μια μοίρα, που δεν επιτρέπει ούτε την ελάχιστη διαφυγή».

Οι αρνητικές κριτικές.

Υπήρξαν όμως και αρνητικές (υπερβολικές κατά τη γνώμη μου) κριτικές:

Αρνητική (έως υβριστική) βιβλιοκρισία. Ο Ρένος Αποστολίδης θεωρεί την Έξοδο κακό βιβλίο, και αφού παρουσιάζει την υπόθεση του έργου, κατηγορεί τον Ηλία Βενέζη για λογοκλοπή. Καταλογίζει στο έργο φτώχεια μύθου, απουσία σύνθεσης, μιζέρια κατασκευής, καθώς και «το σαθρό και επισφαλές της σκελέτωσης, το άφτερο και ολότελα εξωτερικό συγκόλλημα πραγμάτων και στοιχείων ετερογενών, που καμιά οργανική συνάφεια δεν τα συνδέει» (σ. 109). Επίσης, σημειώνει απουσία συγκίνησης, έλλειψη ύφους, ενώ επικρίνει τον Ηλία Βενέζη πως, από μεγαλομανία θέλησε να δώσει ένα χρονικό της Κατοχής, χωρίς όμως ο ίδιος να την έχει βιώσει, καθώς την έζησε μέσα «απ’ το σπίτι του, πίσω απ’ τα τζάμια της λογοτεχνικής του “επιτυχίας”»· επίσης, τον επιτιμεί και για το ότι δεν έδωσε εικόνες ενεργητικής, βίαιης αντίστασης, λόγω επικινδυνότητας του θέματος (σ. 110). Τέλος, ενδεικτική του πολεμικού ύφους της κριτικής, είναι η παράκληση του Ρένου Αποστολίδη, με την οποία κλείνει το άρθρο του: «Να μη μας καταφέρει ο κ. Βενέζης κανέναν 2ο τόμο της “Εξόδου” του. Γιατί έτσι απειλεί: “Τέλος του πρώτου βιβλίου”. Προς Θεού! Έλεος!» (σ. 110).

Αρνητική, κατά βάση, και η κριτική του Σπανδωνίδη. Ο Πέτρος Σπανδωνίδης σημειώνει πως το έργο είναι μελετημένο, σωστά δομημένο και με πλοκή «φυσική και προσδοκώμενη». Ωστόσο, θεωρεί πως «υποτάσσεται σε μια συνολική σκοπιμότητα που είναι σκοπιμότητα λυρική» (σ. 225). Επίσης, υπογραμμίζει πως «δεν έχει τίποτε το αυθόρμητο στη σύλληψη, στη σύνθεση, στην έκφραση», τα πρόσωπά του είναι «όλα κοινού γένους», ενώ η φιλοσοφία του είναι «πεσιμιστική». Κλείνοντας, αναφέρει πως «η πεζογραφία αυτή η λυρική, η δραματική, η απαισιόδοξη δεν προσφέρεται καθόλου στον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου, του οποίου η ζωή παρουσιάζεται εδώ εξωτερικά, θεατρικά» (σ. 226).

Ο Απόστολος Σαχίνης αντικρούει τις αρνητικές κριτικές. Μελέτη σε δύο μέρη για την Έξοδο. Στο πρώτο μέρος (14.5.1951), ο Απόστολος Σαχίνης αντικρούει την κατηγορία, πως ο Ηλίας Βενέζης, είναι ένας χρονικογράφος που αντλεί τα θέματά του από την προσωπική εμπειρία, την οποία απλώς μεταφέρει στα έργα του. Επισημαίνει ότι, αν και αποτυπώνει ζητήματα της εποχής του και προσωπικά βιώματα (όπως όλοι σχεδόν οι μυθιστοριογράφοι), το πράττει αναπλάθοντάς τα δημιουργικά, με ιδιαίτερους και αναντικατάστατους εκφραστικούς και καλλιτεχνικούς τρόπους. Στο δεύτερο μέρος της μελέτης (29.5.1951) ο Απόστολος Σαχίνης υπογραμμίζει πως και στην Έξοδο «το άμεσο βίωμα […] προεκτείνεται σ’ ένα δεύτερο πλάνο, γεμάτο νύξεις και υπομνήσεις που υπηρετούν την υποβολή, γίνεται παραμύθι, γίνεται μύθος, γίνεται θρύλος», κατορθώνοντας έτσι ο συγγραφέας να συνταιριάσει «τα τρομακτικά γεγονότα του πολέμου και της κατοχής, με την ατμόσφαιρα, τον τόνο και το ύφος του παραμυθιού».

Θα κλείσουμε με μια αναφορά σε οικολογικά θέματα. Η φύση παρουσιάζεται, στο έργο, κυρίως με την αλλαγή εποχών και φαινόμενα που περιγράφονται όπως η βροχή.

Πηγές:

1) Απ. Σαχίνης, «Χρονικά της Κατοχής» [σε δύο συνέχειες], εφ. Το Έθνος, 14.5.1951 και 29.5.1951.

2) Βάσος Βαρίκας, «Βιβλία και συγγραφείς», εφ. Τα Νέα, 26.1.1951 (= «Ηλίας Βενέζης. “Έξοδος”. Στο βιβλίο του: Συγγραφείς και κείμενα. 1945-1956, 1960, εισαγωγή-επιμέλεια Αλέξης Ζήρας, «Ερμής», Αθήνα 12001, σ. 237-239).

3) Γιάννης Χατζίνης, «Ηλία Βενέζη: “Έξοδος”, Χρονικό της Κατοχής», περ. Νέα Εστία, τχ. 565 (15 Ιαν. 1951) 132-133 (= «Η ανθρωπιά του Ηλία Βενέζη. ΙII. “Έξοδος”». Στο βιβλίο του: Πρόσωπα και έργα. Ελληνικά κείμενα, εκδόσεις Π. Οικονόμου, Αθήνα [31969], σ. 133-135).

4) ΕΛΕΝΗ Α. ΗΛΙΑ, ΜΙΑ ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΗΛΙΑ ΒΕΝΕΖΗ, Το άρθρο έχει δημοσιευτεί στο περιοδικό Επιθεώρηση Παιδικής Λογοτεχνίας, τ. 12, Αθήνα 1997, σελ. 84-95

5) Μανώλης Ρούκουνας, «Το νεοελληνικό βιβλίο κι εμείς. Ηλία Βενέζη: “Έξοδος”, Χρονικό της Κατοχής (Αθήνα, Νοέμβριος 1950)», περ. Μαθητική Μούσα, Αλεξάνδρεια, (1950) 12-13.

6) Μπάμπης Κλάρας, «“Έξοδος” του Ηλία Βενέζη», εφ. Η Βραδυνή, 12.2.1951.

7) Πέτρος Σ. Σπανδωνίδης, «Ηλία Βενέζη: “Έξοδος”. Χρονικό της Κατοχής. Εκδόσεις Άλφα. Ι. Μ. Σκαζίκη. Αθήνα», περ. Κυπριακά Γράμματα, τχ. 193 (Ιούλ. 1951) 224-226.

8) Ρένος Ηρ. Αποστολίδης, «Ηλία Βενέζη: Η “Έξοδος”», περ. Ο Αιώνας μας, τμ. 5, τχ. 4/5 (Απρ.-Μάιος 1951) 107-110 (= «”Έξοδος”». Στο βιβλίο του: Κριτική του μεταπολέμου, χ.ό.έ., Αθήνα 11962, σ. 147-156).

9) Anderson, Imagined Communities (1983).

10) Breuilly, Nationalism and the State (1982).

11) Gellner, Nations and Nationalism (1983).

12) Greenfeld, Nationalism, Five Roads to Modernity(1992).\

13) Hobsbawm, Nations and Nationalism since 1780 (1990);

14) Kellas, The Politics of Nationalism and Ethnicity (1991);

15) Seton-Watson, Nations and States (11977);

16) Smith, The Ethnic Origin of Nations (1986);

17) https://epi-logou.gr/ηλιασ-βενεζησ-του-πέτρου-χάρη

-Ο Παύλος Παπαδόπουλος γεννήθηκε το 1978 στη Δράμα, μεγάλωσε στις Σέρρες και έζησε στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Από το 1996 εργάζεται στο δημόσιο σε διάφορες διοικητικές θέσεις. Είναι απόφοιτος της Σχολής Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας, της Σχολής Αστυφυλάκων της Αστυνομικής Ακαδημίας, της Σχολής Επιμόρφωσης και μετεκπαίδευσης ΕΛ.ΑΣ., και της Σχολής Ελληνικού Πολιτισμού, του Τμήματος Ανθρωπιστικών. Σπουδών του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. Μιλάει Αγγλικά και Γερμανικά.

 

Μοίρασε το άρθρο!