Το πιο θρυλικό φλιπεράδικο της Θεσσαλονίκης έγινε 40 ετών

Στο μπιλιαρδάδικο

“Ελ Πάσο” στη Θεσσαλονίκη ο χρόνος έχει σταματήσει προ πολλού. Ένα μαγαζί που άνοιξε τη δεκαετία του 70, άλλαξε ιδιοκτήτες και κατέληξε στα χέρια του Χρήστου Παυλίδη, έχει μεγαλώσει γενιές και γενιές.

Έχει κάτι ξεχωριστό αυτό το τεράστιο ημιυπόγειο στην Αγίου Δημητρίου. Κάτι που μόνο αν πας μπορείς να το αντιληφθείς. Μια ατμόσφαιρα που ανάλογα τη δεκαετία που διανύεις, σου δημιουργεί διαφορετικές μνήμες.

Όλοι, είτε τα έχουμε ζήσει από πρώτο χέρι, είτε τα θυμόμαστε μόνο μέσω ταινιών, ή σαν αχνές μνήμες από παιδικά χρόνια με γονείς, έχουμε κάτι που μας δένει με τις προηγούμενες δεκατίες.

Κατεβήκαμε τα πολλά σκαλιά του μαγαζιού και ήπιαμε μια μπίρα με τον κύριο Χρήστο, ανακαλύπτοντας μάλιστα πως εκτός από ιδιοκτήτης του Ελ Πάσο, εμπορεύεται έπιπλα και ήταν από τους πρώτους που στα 80s έφερνε ηλεκτρονικά παιχνίδια στην πόλη και την επαρχία. Γεννημένος στη Γερμανία, ήρθε στην Ελλάδα στα 20 του. Πτυχιούχος τουριστικού μανατζμεντ, γνώστης 3 γλωσσών, σύζυγος, πατέρας, αιώνιος έφηβος!

Το μαγαζί “Ελ Πάσο” ονομάστηκε έτσι, όχι γιατί ο ιδιοκτήτης είχε σχέσεις με το Τέξας, αλλά γιατί, τότε, στα τέλη της δεκαετίας του ’70, αρχές ’80, τα μαγαζιά είχαν τέτοια ονόματα, καουμπόικα, εξωτικά, ξένα. Είναι γνωστά άλλωστε τα στέκια των παλιών στη Θεσσαλονίκη με αντίστοιχα ονόματα – “Αρζεντίνα”, “Σάντα Μόνικα”, “Σαν Σαλβαντόρ” κ.ο.κ. “Εμείς τελικά λέγαμε ότι το Ελ Πάσο λέγεται έτσι γιατί εδώ…γίνονται μονομαχίες!”. Σαν καουμπόυδες λοιπόν παίζουμε μπιλιάρδο, πινγκ πονγκ και τάβλι, ενώ ψάχνουμε να βρούμε τι μας συνδέει με το χτες.

“Το 1976 είχα έρθει στην Ελλάδα για να ψάξω δουλειά ως τουριστικός μάνατζερ. Πήγα στην Πιερία, σε έναν ξενοδόχο ενός πολύ μεγάλου ξενοδοχείου, και του είπα ξέρω πολλές ξένες γλώσσες, έχω πτυχία, ξέρω γραφομηχανή, telex. Πόσα δίνεις; 9.000 δραχμές μου λέει! Μα ήταν λίγα! Στη Γερμανία παίρναμε 1.100 μάρκα, σαν να λέμε 20.000 δραχμές. Και μάλιστα έπρεπε να είμαι εδώ όλη τη σεζόν χωρίς ρεπό και υπεύθυνος των οικονομικών….Τελικά έφυγα και το 1978 απέκτησα το Ελ Πάσο”

“Δεν έγινε ποτέ φασαρία εδώ, ο κόσμος μπορεί να φαντάζεται πως τα μπιλιαρδάδικα είναι σκοτεινά μέρη, αλλά δεν είναι έτσι”.

“Στις αρχές είχαμε τραπέζια πινγκ πονγκ. Όσο περνούσε ο καιρός, ο κόσμος ήθελε μπιλιάρδο! Έτσι κι εμείς φέραμε μπόλικα για να παίζει ο κόσμος. Οι τότε έφηβοι, νυν 40ρηδες, περίμεναν έξω από το μαγαζί για να ανοίξω. Έκαναν κοπάνα από το σχολείο για να έρθουν να παίξουν. Τους έδιωχνα για να πάνε σχολείο, και αυτοί ερχόντουσαν ξανά μετά από 2 ώρες. Παντού είχαμε πεταμένες σχολικές τσάντες!”

Αυτό που βλέπετε είναι ένα ηλεκτρονικό παιχνίδι.Μια πλακέτα! Οθόνη και κουτί, προστίθονταν μαζί με ηλεκτρονικό και κατασκευαστή ξυλουργό.

“Πήγαινα στη Γερμανία και επισκεπτόμουν εκθέσεις ηλεκτρονικών παιχνιδιών. Ό,τι μου φαινόταν πως θα αρέσει στον κόσμο το αγόραζα. Συνήθως έπεφτα μέσα στις επιλογές μου, άλλοτε όχι! Να σκεφτείς όταν είχα δει το Pac Man δεν μου έκανε καμία αίσθηση! Κι όμως ήταν πάντα το νούμερο 1 παιχνίδι”.

“Έκαναν ουρές για να παίξουν ηλεκτρονικά, Pac Man, ποδόσφαιρο, βόλλευ, όλα τα παιχνίδια τα είχαμε εδώ. Στα μπιλιάρδα έπαιζαν όλοι ‘χάνει – πληρώνει’. Έβαζαν διαρκώς στοιχήματα!”

“Τότε έπιναν πολλές μπίρες και τη σπεσιαλιτέ μου…στη Γερμανία πίναμε κονιάκ – κόλα και το έφερα σαν μόδα εδώ. Ένα long drink που τους άρεσε πολύ!”

“Θυμάσαι τότε με το νόμο Παπαθεμελή που έπρεπε να κλείνουν νωρίς τα μαγαζιά; Θυμάμαι, τα μαγαζιά τότε έψαχναν να βρουν τρόπο να λειτουργούν π.χ τα πατσατζίδικα έβαζαν τις κατσαρόλες στο πετρογκάζ και κεράκια στα τραπέζια. Έτσι έλεγε ο νόμος….εξοικονόμηση ενέργειας! Τότε είχαμε και τις άδειες τεχνικών παιχνιδιών που έπρεπε ακόμη και για το μπιλιάρδο να παίρνεις κάθε χρόνο ειδική άδεια!”

“Όταν έφερα τα ηλεκτρονικά, την πρώτη φορά που χάλασε ένα από αυτά, ήρθε ένας ηλεκτρονικός να το φτιάξει και κοιτώντας τον…έμαθα κι εγώ. Έφερνα τις ηλεκτρονικές πλάκες και φτιάχναμε μαζί με έναν φίλο όλο το μηχάνημα – οθόνη, κουτί κ.λ.π. Τα κρατούσα στο μαγαζί όσο τραβούσαν τον κόσμο. Δεν τραβούσε πια; Το φόρτωνα στο αυτοκίνητο και το πήγαινα επαρχία, το άφηνα για κάμποσο καιρό και μετά με τον ιδιοκτήτη μοιραζόμασταν τα κέρδη! Μακρύγιαλλος, Μεθώνη, Κατερίνη, Γιαννιτσά, παντού! Εντάξει με κλέβανε και λίγο αλλά έτσι είναι αυτά”.

Στέκι των ποδηλατών της πόλης εδώ και πολλά χρόνια!

Εδώ και δέκα χρόνια γίνονται καλτ πάρτι. Φοιτητές, ομάδες πόλης, κάνουν εδώ τα πάρτι τους. Προβολές στον προτζέκτορα, φτηνές μπίρες και καλοπέραση!

“Εμείς πάντα είμασταν πέρασμα. Είχαμε πάντα φτηνά ποτά, έχουμε τις μπίρες 2 ευρώ! Όσο κρυώνει ο καιρός, τόσο μαζεύεται ο κόσμος! Έρχονται για τις μπίρες τους, το μπιλιάρδο τους. Από τις 9 και έπειτα το χειμώνα με περιμένουν απ΄έξω για το καθιερωμένο τους παιχνιδάκι”.

Θα γυρνούσε ο κύριος Χρήστος στη Γερμανία; “Nα σου πω, έλεγα ότι θα μπορούσα. Πρόσφατα όμως επισκέφτηκα τους φίλους του Γυμνασίου μου στη Γερμανία και μαζευτήκαμε να φάμε. Περνούσαμε πολύ ωραία, γελούσαμε, διασκεδάζαμε. Στις 9 η ώρα όμως τους βλέπω έναν έναν να αποχωρούν γιατί λένε την άλλη μέρα δούλευαν! Μα τους λέω έχω να σας δω τόσο καιρό! Εν τέλει με άφησαν και έφυγαν. Μπαίνω στο αμάξι και σκέφτηκα, μέχρι να φτάσω στο σπίτι του αδερφού μου θα περνούσα από τρία χωριά. Είπα θα σταματήσω να πιω μια ακόμη μπίρα όπου βρω ανοιχτά. Όλα κλειστά. Φτάνω σε ένα σημείο σκοτεινό, βρίσκω έναν άνθρωπο ξύπνιο σε ένα μπαράκι. Σταματάω, μπαίνω μέσα και τελικά τι να δω; Έλληνας ιδιοκτήτης!”

Το τζουκ μποξ κάποτε περίμενε τη δραχμή σου για να παίξει!

Ποδοσφαιράκι κανείς;

H θέση του dj είχε και την ταμπέλα της, όταν αντικατέστησε τη μουσική του τζουκ μποξ

Αφίσες που ανανεώνονται, παλιά ηλεκτρονικά που φωτίζουν όταν μπουν στη πρίζα και φωτογραφίες από αυτοκίνητα

Παντού ηλεκτρονικά!

Η θέα που βλέπει κανείς κατεβαίνοντας τις σκάλες. Οτιδήποτε ήρθε εδώ σε αντικείμενο, δεν έφυγε ποτέ. Στοιχεία από περασμένα πάρτι, χριστουγεννιάτικα γλέντια, αποκριάτικες μάσκες και γιρλάντες, μένουν εκεί όλο το χρόνο!

Μοίρασε το άρθρο!