Ο Φασιανός που αγαπήσαμε – Μια ελεγεία της φωτεινής Ελλάδας

«Ο ήχος της γραμμής του μολυβιού είναι σαν τις φωνές των δελφινιών που δεν τις ακούνε όλοι. Τον ακούτε εσείς;» ΑΦ Χθες έφυγε από τη ζωή ο Αλέκος Φασιανός, από τους πιο δημοφιλείς σύγχρονους Έλληνες ζωγράφους που μας άφησε παρακαταθήκη μέσα από το έργο του, μια Ελλάδα φωτεινή γιομάτη χρώμα, χιούμορ και συναίσθημα και την ταξίδεψε έξω από τα σύνορα της: «όπου κι αν ταξίδεψα ήξεραν ότι αυτό ήταν Ελλάδα» έλεγε.

Ως σημείο εκκίνησης για την είσοδό του στο μαγικό χώρο της ζωγραφικής, θυμόταν τη στιγμή που ο ιερέας παππούς του καθοδηγώντας του το χέρι σχεδίασε μαζί του το προφίλ ενός προσώπου. Τα πρώτα του βήματα στην τέχνη, τα έκανε σχεδιάζοντας μόνος του από την ηλικία των έξι ετών «για να αποτυπώσει, όσα τον περιέβαλλαν» όπως τα προβατάκια στο Λαύριο αλλά και προσωπογραφία μίας γιαγιάς στο σκοτάδι. Από τότε έλεγε ότι τον ενδιέφερε η γεωμετρία του κόσμου και ήδη σε ηλικία 15 ετών ζωγράφισε την πρώτη του ελαιογραφία, στην οποία διάλεξε να ζωγραφίσει το σπίτι που έκανε διακοπές στη Βούλα.

Μέχρι τα 17 ζωγράφιζε μόνος του και γνώριζε τη ζωγραφική μέσα από την αγιογραφία στις εκκλησιές και το θέατρο σκιών. Η φιλόλογος μητέρα του του έμαθε να αγαπά την αρχαία Ελλάδα, τον Όμηρο, τα ειδώλια, τις λευκές ληκύθους, τις αγγειογραφίες γενικότερα και έλεγε «είμαι στο βαθύ παιδικό μου χειμώνα» και στα έργα του, ακόμη κι όταν βρισκόταν στο Παρίσι, φυσούσαν τα μελτέμια του Αιγαίου. Δασκάλους του θεωρούσε τον Θεόφιλο, τον Τσαρούχη, τον Μόραλη, τον Ελύτη, τον Σαχτούρη, τον Εμπειρίκο και τον Νίκο Καρούζο. Μεγάλωσε μέσα στην κατοχή και τον εμφύλιο πόλεμο και μετά την Καλών Τεχνών που έλεγε πως μάχονταν ενάντια στους κανόνες, σπούδασε στο Παρίσι όπου κυριαρχούσε η αφαίρεση, αλλά κι εκεί συνέχισε να ζωγραφίζει παραστατικά ενώ τον κορόιδευαν πως «αυτός ζωγραφίζει ακόμη με πινέλα».

Επέμενε να αποτυπώνει την Ελλάδα που κουβαλούσε μέσα του λέγοντας: «θα επιμένω στα δικά μου και τελικά εάν αποτύχω τουλάχιστον θα είμαι ευχαριστημένος». Στο πλαίσιο της εικονοποιητικής αφηγηματικότητάς του, με την κυρίαρχη ανθρωποκεντρική του θεματολογία έπλαθε με τον χρωστήρα του, τις φιγούρες του μέσα από τη καθημερινή ζωή και τις προσωπικές στιγμές των απλών ανθρώπων, δημιουργώντας μία προσωπική του μυθολογία για αυτούς καθώς του άρεσε να λέει πως «ο μύθος είναι κάτι που έχουμε ανάγκη στην εποχή μας και πως μέσα από τη λαϊκότητα βλέπεις την πραγματικότητα». Αγαπούσε τους απλούς ανθρώπους και τους ευχαριστούσε σε κάθε ευκαιρία, καθώς θεωρούσε πως οι συνήθειες τους αποτελούσαν πηγή έμπνευσης για αυτόν και τα έργα του τα θεωρούσε σαν μία μορφή ανταπόδοσης. Λάτρευε το Αττικό φως και μ’ αυτό σαν πρώτη ύλη έπλαθε ένα χώμα που παλλόταν από ρυθμούς και δονήσεις.

Μέσα από ένα ιδιότυπο και ιδιαίτερα τρυφερό ιδίωμα ζωγράφιζε με τα μάτια της ψυχής τις «Μυθολογίες του Καθημερινού» (τίτλος της αναδρομικής του έκθεσης το 2004) καρπουζάδες, εργάτες, ψαράδες, ερωτευμένα ζευγάρια, βιαστικούς πεζοπόρους, «φευγαλέους» ποδηλάτες, καβαλάρηδες, φτερωτούς θεούς, σκηνές από τις λαϊκές γειτονιές της Αθήνας. Παλλόμενες μονοχρωμίες, χρώματα γεμάτα λαμπρότητα και ένταση, ελεγείες του κόκκινου, του μπλε και του κίτρινου, χαρακτικές αξίες, λεκτικός σχολιασμός του θέματος, αγάπη αφήγησης, μεγάλη έλξη για την ποίηση, μορφική καθαρότητα αποτελούν τα τεκτονικά στοιχεία του εκφραστικού του ιδιώματος. Υπέβαλε τις πληθωρικές του μορφές, σύμβολα της ιστορίας της ελληνικής μικροαστικής μεταπολεμικής κοινωνίας της Αθήνας, σε μία ιδιότυπη παραμόρφωση, πολλές φορές με τον καπνό μπροστά και τα μαλλιά προς τα πίσω, με απλότητα, αμεσότητα και αυθορμητισμό.

Έλεγε πολλές φορές ότι είχε καταστρέψει ένα πίνακα αν ένιωθε πως ήταν αποτυχία και πως η λέξη καταστροφή ενέχει μέσα της τη λέξη στροφή, αφού ακόμη και η καταστροφή θεωρούσε πως είναι μια μορφή δημιουργίας. Με τη δημιουργική ορμή του υπερβαίνοντας συμβατικούς περιορισμούς και δεσμεύσεις, με μία αφαιρετική σχεδίαση, στέρεη δομή, στηριζόμενος στη γνησιότητα και πηγαιότητα της εκφραστικής του γλώσσας, με αμεσότητα και ζωγραφικό δυναμισμό, μνημειοποιεί και αναγάγει τις μορφές του σε οικουμενικές ανθρώπινες φιγούρες. Μια οικουμενικότητα που εδράζει στην κατάφαση για ζωή και την αγάπη του Φασιανού για την ανθρώπινη συνθήκη και αποτυπώνεται στο έργο του ως δοξαστική εποποιία του καθημερινού βίου των απλών ανθρώπων.

Ο παππούς μου ήταν παπάς. Γεννήθηκα το 1935 δίπλα ακριβώς στην εκκλησία που λειτουργούσε ο ίδιος. Είχαμε ένα μικρό σπίτι με δειλινά στους Αγίους Αποστόλους κάτω από την Ακρόπολη. Από πολύ μικρός και εξ αιτίας του παππού μου, τριγύρναγα στις μισοσκότεινες μεταβυζαντινές εκκλησίες και τον βοηθούσα άλλοτε φέρνοντας του το θυμιατό και άλλοτε διαβάζοντας τον Απόστολο. Πιο πολύ όμως και από το θρησκευτικό μέρος με είλκυαν οι εικόνες οι βυζαντινές η οι λαϊκές.

Μου έκαναν εντύπωση οι άγιοι καβαλάρηδες με τα φωτοστέφανα και τα σπαθιά τους που έβγαζαν φλόγες και σκότωναν θηρία. Τα ξερά βυζαντινά βουνά στο βάθος, τα περίεργα δέντρα και τα φυτά και οι χρυσοί ουρανοί. Προσπαθούσα να αντιγράψω τις εικόνες. Όμως ήθελα να κάνω και δικές μου, να εκφράσω και τον δικό μου κόσμο, όπως κι όλας είχε διαπλαστεί από όλα όσα έβλεπα. Η μητέρα μου ήταν φιλόλογος και είχε μανία με τον αρχαίο ελληνικό κόσμο. Αυτή με πήγαινε συγχρόνως στα Μουσεία η την Ακρόπολη και παντού όπου μπορούσε να συναντήσει αρχαία πράγματα. Μου άρεσαν πολύ τα εικονογραφημένα αρχαία βάζα, ιδίως οι λευκές λήκυθοι, που εικόνιζαν νεκρικές παραστάσεις. Πιο πολύ όμως με συγκινούσαν τα κυκλαδικά ειδώλια με στυλιζαρισμένα χέρια, τα μονοκόμματα σώματα που μοιάζανε με παιχνίδια. Ο πατέρας μου ήταν μουσικός και έτσι έμαθα να παίζω βιολί.

Δεν νομίζω ότι αυτό με επηρέασε καθόλου. Γιατί ήθελα να ζωγραφίζω από μικρό παιδί. Μέχρι τα δεκαεφτά μου χρόνια ζωγράφιζα μόνος μου και είχα όλο τον μαγικό κόσμο των εικόνων, στις εκκλησίες, και από την άλλη μεριά την αγαλματολατρεία των αρχαίων Ελλήνων. Ύστερα πήγα και σπούδασα στην Σχολή Καλών Τεχνών. Για πέντε χρόνια ασχολήθηκα με το σχέδιο αρχαίων κεφαλών και γυμνών μοντέλων. Δεν μπορώ να πω ότι δεν έμαθα τίποτε. Το αντίθετο.  Ο δάσκαλος μας ο Μόραλης είχε μια επιρροή επάνω μας τόσο σαν καλλιτέχνης, όσο και σαν άνθρωπος. Μάθαμε να βλέπουμε τις επιδράσεις του σκότους επί του φωτός και τανάπαλιν καθώς και τις αλλοιώσεις των σχημάτων των αντικειμένων εξ αιτίας του φωτός. Μάθαμε να συγκρίνουμε και τα πράγματα.

Όμως πάντα σκεφτόμουνα τους αγίους με τα φωτοστέφανα, τα κοντάρια τους, τα σπαθιά τους, τις πολυποίκιλες στολές τους και τα κόκκινα η άσπρα άλογα που πηδούσαν πάνω από φλεγόμενους δράκοντες. Λιγότερο τώρα σκεφτόμουνα τα κυκλαδικά.Μου άρεσε επίσης και η γιαπωνέζικη τέχνη και η ινδική ζωγραφική-Ταντρική. Όμως δεν είχα την μυστικοπάθεια. Άρχισα να ζωγραφίζω πάλι ανθρώπους με στολή και παράσημα μέσα σε κήπους. Δεν είχαν καμία κίνηση.

Ήταν ανέκφραστοι και κρατάγανε λουλούδια. Αργότερα οι μικρές αυτές φιγούρες των ανθρώπων με τις στολές που έκανα άρχισαν να διαλύονται, να γίνονται τα όντα τα χρωματιστά με τα λουλούδια γύρω γύρω, άλλοτε καλά, άλλοτε τρομερά. Και τώρα αυτά που ζωγραφίζω κρατούν φλεγόμενα σπαθιά όπως οι βυζαντινοί άγιοι. Είναι όμως πλάσματα απόκοσμα, της δικιάς μου φαντασίας, όπως προήλθαν μέσα από τις σκοτεινές εκκλησίες. Μου αρέσει η κόκκινη μάζα η η μπλέ, όχι όμως αφηρημένη. Θέλω όμως να συμβολίζει κάτι το χρώμα η οι γραμμές. Για αυτό πάντα οι φιγούρες που ζωγραφίζω είναι διαλυμένες και ζουν στα λουλούδια. Ίσως είναι πεθαμένες”

– Αλέκος Φασιανός Αθήνα 1964 *Η Μαρία Κενανίδου είναι Ιστορικός Τέχνης, Αρχαιολόγος, Επιμελήτρια Εκθέσεων Τέχνης/Κριτικός Τέχνης.

Μοίρασε το άρθρο!