Ο ”οίκος” – Του Ντέιβιντ Στόρεϊ – Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος-Διοικητής του ΑΤ Ωραιοκάστρου

Αγαπητοί φίλοι καλησπέρα σας, απόψε πρόκειται να σας παρουσιάσω ένα πραγματικά ενδιαφέρον έργο: τον Οίκο του Ντέιβιντ Στόρεϊ, ενός από τους θαλερότερους συγγραφείς του 20ου αιώνα.

Άγγλος πεζογράφος της γενιάς του Πίντερ, ο Στόρεϊ είναι κατά βάση ρεαλιστικός συγγραφέας. Τη θεματολογία του την αντλεί από τα ατομικά και κοινωνικά προβλήματα του σύγχρονου ανθρώπου. Ο Στόρεϊ έδινε, ως συγγραφέας, συνεχώς νέες πτυχές το θέατρο.

Ο πρωτότυπος τίτλος του έργου είναι Home, που ως όρος ως γνωστό αναφέρεται στην εστία, στην ατομική κατοικία. Η λέξη Home μεταφράζεται και ως άσυλο (με αυτόν τον τίτλο ανέβηκε στην Ελλάδα το 1985 στην Ελλάδα σε σκηνοθεσία Δημήτρη Έξαρχου). Όπως και να ´χει η έννοια του τόπου στο έργο είναι περισσότερο ψυχοπνευματική παρά στενά εδαφική, άρα εύστοχα νομίζω πως επιλέχθηκε ο συγκεκριμένος τίτλος.

Ο Οίκος ανέβηκε για πρώτη φορά στο Λονδίνο το 1970, ενώ στην Ελλάδα έκανε πρεμιέρα το 1985 με τον τίτλο Το Άσυλο, σε σκηνοθεσία όπως προαναφέραμε Δημήτρη Έξαρχου. Το έργο ανήκει στην κατηγορία έργων του θεάτρου του παραλόγου.

Η υπόθεση:

Το έργο εξελίσσεται μέσα στην ατμόσφαιρα μιας βάρβαρης βιομηχανικής πόλης της ιστορικής κομητείας του Γιόρκσάιρ της βόρειας Αγγλίας. Το σκηνικό της παράστασης είναι ένας μουντός κι άχαρος κήπος, πίσω από ένα στεγνό κήπο μέσα σε μία δημόσια νευρολογική κλινική. Αντικείμενα στην σκηνή είναι μόνο ένα στρογγυλό σιδερένιο τραπέζι και μερικές καρέκλες. Η χρήση της αγγλικής σημαίας ως τραπεζομάντιλο στο τραπέζι διευρύνει σημαντικά την έννοια του Ασύλου όπως θα δούμε στη συνέχεια.

Τα πρόσωπα που συμμετέχουν στο έργο είναι πέντε: Δύο μεσήλικες άνδρες, δύο μεσήλικες γυναίκες και ένας τριαντάρης νέος. Ο πυγμάχος Άλφρεντ κάποτε έφαγε μία στο κεφάλι και του αφαίρεσαν ένα κομμάτι από τον εγκέφαλο, έμεινε για καιρό φυτό. Ο Χάρι που έχει μανιοκατάθλιψη. Ο Τζακ που θα μπορούσε να είναι ένας σεβαστός τζέντλεμαν αν δεν έχει τη μονομανία να κυνηγά μικρά κορίτσια. Τα πρόσωπα του έργου συμπληρώνουν δύο γυναίκες, η Κάθλιν που είναι μητρομανής (ώξης) και η Μάρτζορι που πάσχει από φαντασιώσεις σεξουαλικής καταδίωξης. Όλοι τους νοσηλεύονται στον ¨Οίκο¨.

Δεν είναι επικίνδυνα άτομα, δεν είναι παράφρονα τα πρόσωπα αυτά, είναι απλώς άτομα με ταραγμένα νεύρα. Η έλλειψη κατανόησης και επικοινωνίας τους τσάκισε και τους οδήγησε για νοσηλεία στο ίδρυμα. Οι αρρώστιες τους είναι αγιάτρευτες, δε θεραπεύονται. Οι πρωταγωνιστές βρίσκονται σε μια βαθμίδα χαμηλότερα στην κόλαση της απόλυτης μοναξιάς, των εφιαλτικών παραμορφώσεων και του φόβου, είναι εξόριστοι και ξεκομμένοι. Δημιουργούν ζευγάρια ανά δύο, συναντιούνται και ανακατεύονται άλλοτε δύο, άλλοτε τέσσερις και άλλοτε όλοι μαζί.

Οι τρόφιμοι είναι εγκαταλειμμένοι από τους δικούς τους, χωρίς εργασία πλέον, φανερώνουν σιγά σιγά το «μπλοκάρισμα» που τους λύγισε, και επειδή έχουν συνείδηση του γεγονότος ότι το «σπίτι» τους θα είναι πια αυτό το ίδρυμα, έχουν αποδυθεί σε μία ύστατη προσπάθεια που θα αποδειχθεί απελπισμένη, να συνδεθούν μεταξύ τους και να επιτύχουν στο Άσυλο ότι δεν κατάφεραν έξω.

Το έργο τελειώνει χωρίς να μάθουμε ποτέ τίποτα για το χαρακτήρα τους, τις αληθινές τους σκέψεις, το παρελθόν και τα αληθινά τους προβλήματά. Σκοτάδι, σιωπή και μουσική Μάλερ ναρκώνουν το θεατή, καθώς οι τόνοι χαμηλώνουν σε βαθμό εκμηδένισης…

Επιπλέον στοιχεία για το έργο

Έχουμε να κάνουμε με μια πολύ δύσκολη παράσταση, ένα όχι και τόσο εύπεπτο έργο που σίγουρα δεν προσφέρεται για αβανταδόρικες παραστάσεις.

Το έργο αποτελεί μια πικρή αναφορά στους ανθρώπους που βρίσκονται στη γνωστή κοινή στέγη για να σώσουν την ύπαρξη τους, αφού εμείς οι λογικοί τους βρίσκουμε ακατάλληλους να μετέχουν στο κοινωνικό σύνολο. Ο Στόρεϊ δε σκοπεύει να δείξει και να αναλύσει περιπτώσεις κλινικών αρρώστων, ούτε τις συνθήκες των εγγλέζικών δημόσιων ψυχιατρείων. Οι «δικοί του» άρρωστοι είναι οι τρόφιμοι του 20ου αιώνα, είναι οι έγκλειστοι του πολυαιθυλενίου και ενός ουρανού που τον δολοφονεί η αυξανομενη παραγωγικότητα.

Δεν έχουμε, λοιπόν, να κάνουμε με βαριές περιπτώσεις, δε βρισκόμαστε στη φωλιά του «Κούκου». Οι ¨έγκλειστοί¨ μας είναι άτομα κατατρεγμένα από την κοινωνία, που τα προβλήματα τους δε βρήκαν ανταπόκριση και προσοχή από το περιβάλλον τους. Η αδυναμία του σύγχρονου ανθρώπου να «δεθεί» και να «επικοινωνήσει» ακόμη και με τα πιο δικά του πρόσωπα ξεδιπλώνεται με μαεστρία στο έργο. Το Άσυλο παίρνει σιγά σιγά την όψη ολάκερης της κοινωνίας. Με τον επιτυχημένο αλλά και αθόρυβο συμβολισμό της βρετανικής – τραπεζομάντιλου ο οίκος ταυτίζεται υποσυνείδητα με τη όλη τη βρετανική κοινωνία.

Το νευρικό σύστημα αυτών των ανθρώπων έχει καταρρεύσει και έτσι άλλοι εθελοντικά και άλλοι υπό την πίεση της οικογένειας τους βρέθηκαν τελικά στο Άσυλο. Το μυαλό του σύγχρονου ανθρώπου αμφιταλαντεύεται όταν κινδυνεύει να χάσει την ισορροπία του. Γεγονός είναι ότι το στοιχείο της τρέλας κυριαρχεί σε όλα τα έργα του Στόρεϊ.

Οι διάλογοι

Σε ολόκληρο το έργο κυριαρχεί ο καθημερινός λόγος (με την αργκό και τους ιδιωματισμούς του), εκ πρώτης όψεως φαίνεται πρόχειρος και επιφανειακός, ενώ στην πραγματικότητα είναι στην εντέλεια μελετημένος και σοφά τοποθετημένος με μια ελλειπτικότητα και μια οξεία αίσθηση του τι ακριβώς λειτουργεί δραματικά και άμεσα στη σκηνή, στοιχείο ακριβώς που συναντάμε στο Άσυλο. Η είσοδος του βίαιου Άλφρεντ, με την οποία κορυφώνεται η ένταση για να καταλαγιάσει πάλι στο τέλος και να σβήσει, έχει ενδιαφέρον γιατί ανατρέπει την ήδη υπάρχουσα κατάσταση. Η δεύτερη ανατροπή γίνεται με την είσοδο των δύο γυναικών. Μιλάνε ασταμάτητα, η αλήθεια είναι ανυπόφορη, δεν έχουν τη δύναμη και την ιδιοσυγκρασία που απαιτείται ώστε να την αντιμετωπίσουν γι´ αυτό και στο έλος δε μαθαίνουμε τίποτα γι´ αυτούς.

Στα χείλη των ηθοποιών ψελλίζονται λέξεις-σύμβολα τρόμου, εγκλεισμού και αποξένωσης. Ο διάλογος είναι πυκνός-κοφτός και διανθισμένος με υπόκωφο και συνάμμα παράδοξο χιούμορ και ειρωνεία, με σιωπές και με μια ελισσόμενη υποβολή. Με μια απλότητα που κρύβει πίσω της μια στερεή ύφανση.

Ο διάλογος των δύο ανδρών μ´ όλη την αναπόφευκτη μονοτονία του έχει μια ακρίβεια στη εξέλιξη της που κερδίζει από την αρχή τη συμπάθεια του θεατή. Οι γυναίκες από την άλλη είναι περισσότερο γήινες, η είσοδος τους όμως στη σκηνή θα δώσει μια άλλη διάσταση και θα ανατρέψει τη ισορροπία. Χτίζουν σιγά σιγά τον κόσμο που θα πρέπει να ζήσουν αυτοί οι άνθρωποι, και οι τέσσερις αναζητούν συντροφιά τον άλλο άνθρωπο, όπου θα στηριχθούν και θα γίνει δέκτης της ιδιοτυπίας τους. ΟΙ γυναίκες είναι περισσότερο γήινες, η είσοδος τους στη σκηνή θα δώσει μια άλλη διάσταση και θα ανατρέψει την ισορροπία.

Οι λέξεις ορθώνονται σαν δύσχρηστο απειλητικό υλικό, χίλια θέματα ανοίγονται και μετά εγκαταλείπονται. Μία φράση διακόπτεται συχνά στη μέση σαν αμηχανία, σαν ο ομιλητής να ξέχασε τι ήθελε να πει. Μιλάνε με τη σιωπή τους, τα πάμπολα κενά στην κουβέντα που είναι πιο εύγλωττα τελικά για τη μοναξιά και τις σχέσεις αυτών των ανθρώπων από τα λόγια που λέγονται. Λόγος και σιωπή είναι οι πρωταγωνιστές σ΄αυτό το ακίνητο έργο. Διάλογοι συμβατικοί που ποτέ δε σπάνε το κέλυφος της ευγενι9κής κουβέντας. Μέσα σ΄αυτές τις κουβέντες κρύβεται η δίψα για επικοινωνία. Αναδύεται ακόμη η δίψα των Άγγλων για απλή καθημερινή κουβέντα, πράγμα ακατανόητο για μας τους Έλληνες!

Οι μακρόσυρτοι διέξοδοι διάλογοι που κινδυνεύουν να θεωρηθούν πληκτικοί, απαιτούν ερμηνευτές μεγάλης κλάσης όπως οι Τζων Γκίλγκουντ και Ραλφ Ρίτσαρσον, που ερμήνευσαν την πρώτη εμφάνιση του έργου το 1970. Ασυνείδητα και ασήμαντα λόγια και καταστάσεις επεκτείνονται έτσι σε σύνθεση.

Ένας ψυχικά άρρωστος προκαλεί άλλοτε συμπάθεια και άλλοτε ρίγος, άλλοτε και τα δύο μαζί σε ένα υγιή. Η παράσταση ωστόσο εκπέμπει ποιητικότητα και αδιόρατη τρυφεράδα, σε κάνει να δεις γνώριμα πράγματα με νέο μάτι.

Η φυσιολογική κατάσταση που συνήθως βρίσκονται τα πρόσωπα και οι αιφνίδιες εξάρσεις τους αποδίδονται με αριστοτεχνικό τρόπο. Σύμφωνα με το σκηνοθέτη της παράστασης που ανέβηκε στην Ελλάδα το 198 Δημήτρη Έξαρχο ¨έχουμε να κάνουμε με ένα στατικό έργο ερμηνειών και ηθοποιών¨. Απο τους ηθοποιούς απαιτείται εσωτερικό παίξιμο, πραγματικά οι ηθοποιοί βγαίνουν ταραγμένοι από την πρόβα, σα να έρχονται από άλλο κόσμο¨.

Ο Στόρεϊ ας μην ξεχνάμε, ότι είναι νατουραλιστής, εμφανίζει τους ψυχικά αρρώστους χωρίς προεκτάσεις και συμβιβασμούς,σε όλο το συγγραφικό έργο του κυριαρχεί το στοιχείο της τρέλας.Το κείμενο πάντως είναι ελκυστικό και ασκεί μια μακάβρια γοητεία.

Τέλος αξίζει να προσθέσουμε ότι ο συγγραφέας στήνει την πλοκή με τρόπο που μας αναγκάζει να διαβάσουμε πίσω από τις γραμμές, πίσω από τις μάσκες των πρωταγωνιστών και να ακούσουμε πέρα από τις αποπνικτικές σιωπές τους…

-Το υλικό για το άρθρο αντλήθηκε από την αρθρογραφία που αναπτύχθηκε για την παράσταση που ανέβηκε στην Ελλάδα το 1985, με τίτλο Το Άσυλο, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Έξαρχου, από εφημερίδες της εποχής, και βρίσκεται στον ιστότοπο των αρχείων του Εθνικού Θεάτρου (www.nt-archive.gr) για το εν λόγω έργο.

Παύλος Παπαδόπουλος, Αξιωματικός της Ελληνικής Αστυνομίας, πτυχιούχος Ανθρωπιστικών Σπουδών

 

 

Μοίρασε το άρθρο!