Κλιματική Αλλαγή: «Η μεγαλύτερη απειλή για την παγκόσμια ασφάλεια υγείας»

Ορισμένες από τις πιο γνωστές μολύνσεις στον κόσμο – συμπεριλαμβανομένης της νόσου του Lyme, της λύσσας και του Έμπολα, προέρχονται από ζωονοσογόνες ασθένειες. Πρόκειται για ασθένειες που υπάρχουν σε άγρια και εξημερωμένα ζώα και που μπορούν να μεταδοθούν στον άνθρωπο.

Προκαλούνται δηλαδή από παθογόνα βακτήρια, ιούς ή άλλους παρασιτικούς οργανισμούς που μπορούν να περάσουν από ζώα σε ανθρώπους. Αλλά, αν και έχουν τη δυνατότητα να οδηγούν σε σοβαρά προβλήματα υγείας, υπάρχει ένα κενό στις γνώσεις μας σε ό,τι αφορά αυτές τις ασθένειες. Δεν καταλαβαίνουμε ακόμη πλήρως πώς μεταδίδονται τα βακτήρια μεταξύ διαφορετικών ειδών και προκαλούν επιδημίες – και η έρευνα αρχίζει να δείχνει ότι το μεταβαλλόμενο περιβάλλον μπορεί να είναι ένας παράγοντας.

Περίπου το 70% των νόσων που ανακαλύφθηκαν τον τελευταίο αιώνα ήταν ζωονοσογόνα. Ο Έμπολα είναι ένα εξαιρετικό παράδειγμα. Η πανδημία της Δυτικής Αφρικής το 2013-2016 πιστεύεται ότι ξεκίνησε όταν ένα αγόρι ηλικίας ενός έτους ήρθε σε επαφή από μια μολυσμένη από Έμπολα νυχτερίδα στη Γουινέα.   Η ασθένεια εξαπλώθηκε στη μητέρα, την αδελφή και τη γιαγιά του και στη συνέχεια σκότωσε περισσότερους από 11.000 ανθρώπους στη Γουινέα, τη Λιβερία και τη Σιέρα Λεόνε.

Οι ιοί, μεταβαλλόμενοι συνεχώς, μεταδίδονται ταχέως από τα άγρια ζώα στα ζώα εκτροφείων και στη συνέχεια στον άνθρωπο. Μπορούν να εξαπλωθούν με τσιμπούρια, αλλά η ταχύτερη μετάδοση γίνεται μέσω αέρος.

Ο αριθμός των ζωικών ειδών που μολύνονται από  παθογόνα βακτήρια είναι ένας δείκτης της ικανότητάς τους να μεταδίδονται. Οι ιοί λύσσας, για παράδειγμα, είναι φαινομενικά ικανοί να μολύνουν σχεδόν όλα τα είδη θηλαστικών, θέτοντας τους ανθρώπους σε όλο τον κόσμο σε κίνδυνο.

Όπως αναφέρει και το Conversation, oι νέες μελέτες υπογραμμίζουν ότι υπάρχει ένα αυξανόμενο σύνολο αποδεικτικών στοιχείων που δείχνουν ότι η μετάδοση των μολυσματικών ασθενειών είναι αναπόφευκτα συνδεδεμένη με το περιβάλλον. Μελέτες έχουν βρει ότι τα περιβάλλοντα γύρω μας καθώς και οι κλιματικές συνθήκες δημιουργούν νέες προϋποθέσεις και συνθήκες μετάδοσης ασθενειών από την άγρια ​​πανίδα στους ανθρώπους.

 

Άγρια ζωή και εξάπλωση των ασθενειών

Ο αυξανόμενος ανθρώπινος πληθυσμός και ο τρόπος που διαχειριζόμαστε κι επεμβαίνουμε στη φύση, μάς έχει σπρώξει κοντύτερα στην άγρια ζωή. Που σημαίνει απλά ότι δεν υπάρχει πλέον παρθένο περιβάλλον. Έτσι, η προηγουμένως απομονωμένη άγρια ​​πανίδα και τα παθογόνα της έχουν ενσωματωθεί σε ένα παγκόσμιο και συνεχώς μεταβαλλόμενο δίκτυο, όπου μεταξύ άλλων εξαπλώνονται και οι ασθένειες.

Αλλά η απειλή δεν αφορά μόνο τους παθογόνους παράγοντες της άγριας ζωής που μολύνουν τους ανθρώπους. Πολλά παθογόνα έχουν εισαχθεί από εμάς και τα κατοικίδια ζώα μας σε νέες περιοχές. Από τα σχεδόν 400 είδη παρασιτικών σκουληκιών που έχουν καταγραφεί στους ανθρώπους, σχεδόν το 50% έχει βρεθεί σε ένα ευρύ φάσμα ζώων, συμπεριλαμβανομένων των σκύλων, των βοοειδών και της άγριας ζωής, όπως τα πρωτεύοντα, τα τρωκτικά και τα ελάφια. Έρευνες έχουν διαπιστώσει ότι αυτή η μετατόπιση των παρασίτων πιθανότατα έχει εντατικοποιηθεί από την παγκοσμιοποίηση καθώς οι άνθρωποι και τα ζώα συντροφιάς τους κινούνται σε όλο τον κόσμο.

 Έως και ένα δισ. άνθρωποι θα εκτεθούν σε ασθένειες λόγω της υπερθέρμανσης

Έως και ένα δισεκατομμύριο άνθρωποι θα μπορούσαν να εκτεθούν σε κουνούπια που φέρουν ασθένειες μέχρι το τέλος του αιώνα λόγω της υπερθέρμανσης του πλανήτη, σύμφωνα με νέα μελέτη που εξετάζει τις μηνιαίες μεταβολές της θερμοκρασίας παγκοσμίως.

«Η κλιματική αλλαγή είναι η μεγαλύτερη και πιο εκτεταμένη απειλή για την παγκόσμια ασφάλεια υγείας», δήλωσε ο βιολόγος Κόλιν Κάρλσον, μεταδιδακτορικός συνεργάτης στο Τμήμα Βιολογίας του Πανεπιστημίου του Τζόρτζταουν και συνεπικεφαλής της νέας μελέτης. «Τα κουνούπια είναι μόνο ένα μέρος της πρόκλησης, αλλά μετά την επιδημία Ζίκα στη Βραζιλία το 2015, είμαστε ιδιαίτερα ανήσυχοι για το τι θα ακολουθήσει», πρόσθεσε.

Η ερευνητική ομάδα, με επικεφαλής τον Κάρλσον και της Σέιντι Ράιαν του Πανεπιστημίου της Φλόριντα, εξέτασε τι θα συμβεί στις κινήσεις των δύο πιο συνηθισμένων κουνουπιών που φέρουν μολυσματικές ασθένειες, τα Aedes aegypti και Aedes albopictus, καθώς η θερμοκρασία θα ανέβει τις επόμενες δεκαετίες.

Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, τα κουνούπια είναι από τα πιο θανατηφόρα ζώα στον κόσμο, μεταφέροντας ασθένειες που προκαλούν εκατομμύρια θανάτους κάθε χρόνο. Τόσο το Aedes aegypti όσο και το Aedes albopictus μπορούν να μεταφέρουν το δάγκειο πυρετό, τον ιό Ζίκα, καθώς και δεκάδες άλλες ασθένειες που θα μπορούσαν να αποτελέσουν απειλή τα επόμενα 50 χρόνια.

Με την υπερθέρμανση του πλανήτη, σχεδόν όλος ο παγκόσμιος πληθυσμός θα μπορούσε να εκτεθεί σε αυτά κάποια στιγμή τα επόμενα 50 χρόνια.

«Αυτές οι ασθένειες, τις οποίες θεωρούμε αυστηρά τροπικές, εμφανίζονται ήδη σε περιοχές με κατάλληλα κλίματα, όπως η Φλόριντα, επειδή οι άνθρωποι είναι πολύ ικανοί να μετακινούν τους ιούς τους σε όλο τον κόσμο», εξήγησε η Ράιαν.

Τον κώδωνα του κινδύνου κρούει και η έγκυρη βρετανική ιατρική επιθεώρηση The Lancet. Eκθεσή της, που πραγματοποιήθηκε με τη συμμετοχή ειδικών από όλο τον κόσμο –από 24 πανεπιστήμια–, τονίζει ότι δεν έχουμε να κάνουμε απλώς με μια απειλή για την παγκόσμια υγεία. Η αντίστροφη μέτρηση έχει ήδη ξεκινήσει. Η κλιματική αλλαγή όχι μόνο επιβραδύνει, αλλά δεν αποκλείεται και να «σβήσει» –αν δεν παρθούν άμεσα μέτρα– την πρόοδο που έχει σημειώσει η ιατρική επιστήμη τις τελευταίες δεκαετίες.

Η μεγάλη πρόκληση και στόχος του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας είναι να προετοιμαστούν τα συστήματα υγείας των ευρωπαϊκών χωρών ώστε να μπορούν να αντιμετωπίζουν τις νέες απειλές. Να εντοπίζουν εγκαίρως τα τρωτά σημεία σε τοπικό/εθνικό επίπεδο και να αναπτύσσουν στρατηγικές πρόβλεψης/διαχείρισης κρίσεων. Τα κύματα καύσωνα, οι σφοδρές βροχοπτώσεις, οι καταστροφικές πλημμύρες, η άνοδος της στάθμης της θάλασσας και οι επιδημίες μολυσματικών ασθενειών δεν θα αποτελούν εξαίρεση – αλλά, δυστυχώς, τον κανόνα. Kαι ας μην ξεχνάμε ότι η υγεία και η ευζωία των ανθρώπων δεν εξαρτώνται μόνο από τις μεταβολές στο μοτίβο του καιρού αλλά και από τις κοινωνικές προεκτάσεις τους: το κρίσιμο ερώτημα είναι κατά πόσον οι Ευρωπαίοι θα μπορούν και στο μέλλον να απολαμβάνουν επάρκεια σε τρόφιμα και πόσιμο νερό, να αναπνέουν όσο το δυνατόν πιο καθαρό αέρα και να διαθέτουν ασφαλή στέγη.

Μοίρασε το άρθρο!