Καραβάν σαράι

Ω, οι παλιές όμορφες μέρες… Η παλιά καλή εποχή… Τα παλιά αξέχαστα… Λιγότερο κρέας, καλύτερα για όλους _ Αναρωτιέμαι όμως αν για κάποιες από τις παλιές ομορφιές, που τόσο νοσταλγικά επικαλούμαστε και στην πραγματικότητα καλλωπίζουν ξεχασμένες ασκήμιες, υπεύθυνη είναι μόνο η κακή μνήμη. Αυτή που δεν ανακαλεί με ακρίβεια, απλώς ρετουσάρει χαριστικώς και αναστηλώνει σε βάθρο παρωχημένα ερείπια

Πάντως έστω και έτσι, έστω και κακή, καμιά μνήμη δεν θα μπορούσε να ομορφύνει ένα τόσο άσχημο κτήριο. Δεν υπάρχει κανένας που να το θυμάται με νοσταλγία ή κάποια συμπόνια για τις ασέβειες του χρόνου πάνω του, γιατί στην πραγματικότητα δεν ξεχώρισε ποτέ ως ένα από τα αξιοπρόσεχτα παλαιά κτήρια της πόλης μας. Παρά τα ευπρεπή αρχιτεκτονικά σχέδια του 1923 από τον αρχιτέκτονα Μαρίνο Δελλαδέτσιμα(1) η κατασκευή, οι αναβολές επί δεκαετίες, οι προσθήκες, οι αφαιρέσεις, η εγκατάλειψη αργότερα διέψευσαν το αρχικό όραμα των σχεδιαστών. 

Παρ’ όλα αυτά το Καραβάν σαράι θεωρήθηκε και παραμένει ένα κτήριο αναφοράς για τους Θεσσαλονικιούς.  Δεν είναι απλώς κτίσμα, είναι χαρακτηρισμός κακογουστιάς, χάους, αταξίας, αδιαρρύθμιστου χώρου και κατάστασης σύγχυσης.  Καραβάν σαράι!  Γιατί άραγε; Από γεννησιμιού της η πόλη μας φιλόξενα υποδέχεται στην αγκαλιά της ανθρώπινα καραβάνια που την επισκέπτονται περιστασιακά ή συχνότατα για μόνιμη εγκατάσταση. Αρχής γενομένης από εκείνον τον παλαιότατο υποχρεωτικό εποικισμό της κατ’ εντολήν του Κάσσανδρου. Τότε που στους βαλτότοπους του Θερμαίου κόλπου δημιουργήθηκε το πρώτο απέραντο καραβάν σαράι για τους έποικους από τα γύρω.  Στους αιώνες που ακολούθησαν εδώ στάθμευσαν καραβάνια Φράγκων Σταυροφόρων για μερικές δεκαετίες και Σεφαραδιτών Εβραίων μόνιμα μέχρι τις μέρες μας.

Στα τείχη της τσακίστηκαν ασύνταχτα καραβάνια Σλάβων επιδρομέων. Εδώ διανυχτέρευσαν οργανωμένα καραβάνια ταξιδευτών και εμπόρων της Βαλκανικής και της Ασίας. Καραβάνια δυτικών πλιατσικολόγων περιηγητών έμειναν όσο χρειάστηκε για να καταστρώσουν και να υλοποιήσουν σχέδια διάσωσης των αρχαιοτήτων μας. Σήμερα καραβάνια τουριστικών λεωφορείων με επισκέπτες μπλοκάρουν την κυκλοφορία των στενάχωρων δρόμων της Πάνω Πόλης. Καραβάνια πεζοπόρων μεταναστών από εμπόλεμες ζώνες και εξαθλιωμένων οικονομικών προσφύγων κάνουν για λίγο την εμφάνισή τους στην πλατεία Αριστοτέλους, μυρμηγκιάζουν ανήσυχα πέρα δώθε, προτού το μεγάλο στομάχι της πόλης τους καταπιεί πεινασμένους, ανερμάτιστους και απέλπιδες.

* * *  Μετά την Άλωση το 1453 από τα πρώτα κτίσματα των Οθωμανών στα χριστιανικά εδάφη ήταν τα καραβάν σαράγια, τα και χάνια ονομαζόμενα. Γιατί όχι. Στη νέα οθωμανική αυτοκρατορία οι εμπορικοί δρόμοι παρέμεναν ανοιχτοί και τα προσφερόμενα εργατικά χέρια περίσσευαν. Εκείνα τα πρώτα εικάζεται πως εξυπηρετούσαν αρχικά θρησκευτικούς σκοπούς. Όπως μας πληροφορεί ο Choiseul Gouffier(2) στην είσοδο τους διάβαζε κανείς αναρτημένες επιγραφές με ψυχωφελείς παραινέσεις προς τους πιστούς. Ο Παράδεισος είναι δι’ εκείνους οι οποίοι διά την αγάπη του θεού, συντηρούσι τους απόρους, τα ορφανά και τους σκλάβους. Στη Θεσσαλονίκη οι ταξιδιώτες κατέλυαν δωρεάν – ποιος πλήρωνε άραγε τα τροφεία; – σε δύο ονομαστά καραβάν σαράγια.

Το Μεγάλο Καραβάν σαράι (Büyük Kervan sarayι), απέναντι από το Χαμζά Μπέη τζαμί (Αλκαζάρ), και το Μικρό Καραβάν σαράι (Κüçük Kervan sarayι) του οποίου η θέση δεν έχει ακόμα ταυτοποιηθεί. Και τα δύο κτίστηκαν μεταξύ του 1498 και 1505 από τον Koca Mustafa, τον μπεηλέρμπεη (έπαρχο) της Ρούμελης.  Αν λάβουμε υπ’ όψη τα αρχιτεκτονικά απομεινάρια και τις φωτογραφίες των οθωμανικών χανιών που έχουν διασωθεί μέχρι τις μέρες μας μπορούμε εύλογα να συμπεράνουμε πως εκείνα τα πρώτα καραβάν σαράγια της πόλης μας θα ήταν μακράν ωραιότερα από τούτο το σημερινό, καταθλιπτικό, νεότερο κτίσμα. Οι παλαιότεροι το θυμούνται με ασοβάντιστους ορόφους για δεκαετίες και χάσκοντα ξεκαφάσωτα παράθυρα σαν φαφούτικο στόμα ξεδοντιασμένης γριάς. Ένα ακόμα καταφύγιο για τις στοιχειωμένες ιστορίες της Θεσσαλονίκης.

Τα κύματα των ανταρτόπληκτων προσφύγων του Εμφύλιου που στεγάστηκαν στους αδιαμόρφωτους χώρους του, κρέμασαν πρόχειρες κουρελούδες και σεντόνια για παραθυρόφυλλα και πόρτες. Ανέμιζαν στο φύσημα των βαρδάρηδων μαζί με τα απλωμένα ρούχα των ενοίκων στα σχοινιά σαν μεσίστιες εθνικού πένθους σημαίες. Στοιβαγμένοι ο ένας πάνω στον άλλον ανάσαιναν την πνιγηρή δυσοσμία τους περιμένοντας ανακούφιση από τα ψίχουλα βοήθειας του σχεδίου Μάρσαλ.  Η ομότιτλη ταινία του Τάσου Ψαρά (1986) ζωγραφίζει μια ρεαλιστική εικόνα για την αθλιότητα της ζωής τους μέσα στο Καραβάν σαράι.  Στα 1958 η δυστυχία στην όψη του κτηρίου μετατρέπεται, ύστερα από πρόχειρες επισκευές, αδιάφορους χρωματισμούς και βιαστικές προσθήκες σε μιζέρια.

Το χάος παραμένει ατίθασο. Είναι η εποχή που ο δήμος Θεσσαλονίκης μισθώνει το κτίριο για να εγκαταστήσει τις υπηρεσίες του. Μυρμηγκιάζουν πάλι οι όροφοι από πλήθος ανθρώπων που πηγαινοέρχονται. Υπάλληλοι στα γραφεία τους, πίσω από κλειστές πόρτες με ταμπελίτσες Πρωτόκολλο, Αρχείο, Αντιδημαρχία, Έσοδα… και δημότες που διαμαρτύρονται, αιτούνται, πληρώνουν, στήνονται σε ουρές. Στην είσοδο επί της Χαρισίου Βαμβακά(3), πάνω στο πεζοδρόμιο, έστησαν τα τραπεζάκια τους με κόλλες αναφοράς, χαρτόσημα, κονδυλοφόρους με πέννα, μελανοδοχεία και στυπόχαρτα οι γνωστοί γραφιάδες, συνταξιούχοι συνήθως, που συμπλήρωναν αιτήσεις και υπεύθυνες δηλώσεις με ωραία καλλιγραφικά γράμματα για όσους δημότες δεν ήξεραν πώς να το κάνουν οι ίδιοι. Καλλιγραφία παλιομοδίτικη, πλαγιογραφή, άψογες γραμμές, σε ίσες αποστάσεις οι λέξεις.

Δεν σου ‘κανε καρδιά να παραδώσεις το χαρτί στο πρωτόκολλο του δήμου, θα προτιμούσες να το κρατήσεις σπίτι σου για ενθύμιο.  Πέντε δραχμές η σελίδα συν το χαρτόσημο.  Φτηνό το αντίτιμο αν σκεφτείς πως τελείωνε η δουλειά σου χωρίς κίνδυνο λάθους, ορθογραφικού ή συντακτικού, που θα μπορούσε να σου ακυρώσει την αίτηση. Ταυτόχρονα απολάμβανες και τις θεατρικές κινήσεις των έμπειρων διακόνων της γραφειοκρατίας στο τσάκισμα της σελίδας κατά το ένα τρίτο, στην αεράτη συμπλήρωση των ατομικών στοιχείων με τον κονδυλοφόρο και στο ηχηρό κόλλημα του χαρτόσημου στη θέση του με το πλάγιο της γροθιάς, σαλιωμένου ήδη εκ των προτέρων με τη γλώσσα ή σ’ ένα υγρό σφουγγαράκι. 

Παράσταση μετά δημοσίων θεαμάτων. Μια μπουνιά ξεγυρισμένη πάνω στο χαρτόσημο για να κολλήσει καλά, επιτομή της γραφειοκρατίας, ήταν η εκδίκηση των συνταξιούχων για τη μιζέρια της ζωής τους όσον καιρό υπηρετούσαν στην απολιθωμένη δημόσια διοίκηση.  Ο θρίαμβος της ηλεκτρονικής εξυπηρέτησης των πολιτών σήμανε και το τέλος της απαρχαιωμένης γραφειοκρατίας, του χαρτόσημου και της σφραγίδας. Μαζί μ’ αυτά και το τέλος των γραφιάδων που τα υπηρέτησαν.  Σ’ ένα παρόμοιο τραπεζάκι των γραφιάδων θρονιάζει η φαντασία μου ανάμεσά τους και τον Φλορεντίνο Αρίσα, τον αγαπημένο μου μυθιστορηματικό ήρωα του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες. Μόνο που ο Φλορεντίνο δεν συμπληρώνει αιτήσεις. Αυτός είναι ένας ερωτικός γραφιάς, νεότερος απ’ όλους τους πραγματικούς.

Φοράει τα γυαλάκια του, τις μαύρες σατέν μανσέτες πάνω από τα μανίκια του πουκάμισου και κείνο το χαμένο ύφος του άντρα που κοντεύει να πεθάνει από έρωτα. Συντάσσει παθιασμένες ερωτικές επιστολές για λογαριασμό των αγράμματων και απελπισμένων ερωτευμένων που σχηματίζουν μπροστά στο τραπεζάκι του ουρά. Στην πραγματικότητα με τις επιστολές αυτές εκφράζει το προσωπικό του πάθος και τα δικά του φυλακισμένα συναισθήματα από τον εμποδισμένο έρωτά του για τη Φερμίνα Δάσα(4).  Τα τραπεζάκια εξαφανίστηκαν πολλά χρόνια προτού ο δήμος μετακομίσει το 2011 από το Καραβάν σαράι στο νεότευκτο δημαρχείο. Ο Φλορεντίνο Αρίσα όμως διατηρεί για πάντα τη θέση του σ’ ένα από τα τραπεζάκια των γραφιάδων περιμένοντας να πεθάνει από έρωτα,  το μόνο λόγο για τον οποίο αξίζει να πεθάνει κανείς. 

* * * Και ο μεν Φλορεντίνο Αρίσα μπορεί να περίμενε πενήντα χρόνια, κάποιους μήνες και λίγες μέρες για να δει τους ερωτικούς του πόθους να πραγματώνονται όμως ο συνδικαλιστής οικοδόμος Γιάννης Καρακασίδης(5), τον οποίο είχα την μεγάλη τιμή να γνωρίσω προσωπικά, είχε την τύχη σε πολύ λιγότερο χρόνο αλλά με προσωπικό αγώνα και αμέτρητες θυσίες να δει κάποια από τα στοιχήματα του εργατικού κινήματος για συλλογικές συμβάσεις με καλύτερα μεροκάματα και εργασιακές συνθήκες να κερδίζονται. Στο κτήριο έγραψε προχουντικά τη δική του ιστορία και το ομώνυμο σωματείο οικοδόμων «Καραβάν σαράι», ένα από τα 115 συνεργαζόμενα κεντροαριστερά σωματεία που είχαν εξαιρεθεί από τη ΓΣΕΕ επί διοίκησης του εργατοπατέρα Φώτιου Μακρή(6).

Στο Εργατικό Κέντρο Θεσσαλονίκης εκείνη την εποχή αντίστοιχος εργατοπατέρας ο Δημήτριος Θεοδώρου(7).  Αντιμέτωποι, λοιπόν, η ΓΣΕΕ και το συνδικαλιστικό κίνημα με τα 115, βιώνουν μια ουσιαστική διάσπαση. Εκτός των τειχών της ΓΣΕΕ ανθεί ένα πραγματικά μαζικό, δυναμικό συνδικαλιστικό κίνημα, που περιλαμβάνει και αντιμετωπίζει ισότιμα, πέρα από συντεχνιακά συμφέροντα, εργάτες και υπαλλήλους, εργαζόμενους και συνταξιούχους, και διεκδικεί την αρχή «ίση αμοιβή για ίση εργασία» σε άνδρες, γυναίκες, νέους και νέες.(8) Τα γραφεία του σωματείου έβλεπαν προς την οδό Ιουστινιανού. Κάτω στο πεζοδρόμιο έκοβαν βόλτες με πολιτικά άντρες του συνδικαλιστικού της Ασφάλειας παρακολουθώντας με άγρυπνο μάτι τις κινήσεις των εισερχομένων. Και των εξερχομένων. Πώς αλλιώς θα προλάβαιναν την έκρηξη της υποκινούμενης κατ’ ευθείαν από τη Μόσχα εργατικής επανάστασης που θα έβαζε δυναμίτη στα θεμέλια της νομιμότητας και του κοινοβουλευτισμού; Άφησαν εποχή οι αγωνιστικές συγκεντρώσεις των οικοδόμων του «Καραβάν σαράι». Πολλοί συμμετείχαν ερχόμενοι κατ’ ευθείαν από το γιαπί. Με τα ρούχα της δουλειάς λερωμένα από ασβέστες και τσιμέντα, μαντίλι στο κεφάλι με τέσσερις κόμπους στις γωνίες για να κάθεται καλά, μολύβι στο αφτί, μέτρο στην κωλοτσέπη.  Όσο και αν σήμερα αυτό μοιάζει με αναπαράσταση σε μνημείο σοσιαλιστικού ρεαλισμού, αποδίδει απολύτως την τοιχογραφία της συγκεκριμένης εποχής με τους εργατικούς αγώνες της.

* * * Στις περισσότερες πόλεις του κόσμου τα δημαρχεία ακτινοβολούν. Ακτινοβολούν απ’ το πορτοκαλί φως προβολέων που φωτίζουν μνημεία και δημόσια κτίρια. Ακτινοβολούν κύρος και μεγαλείο μέσα στα περικαλλή ιστορικά τους κτίρια. Αναφέρονται στους τουριστικούς οδηγούς. Περιλαμβάνονται στα προγράμματα των τοπικών ξεναγών, φωτογραφίες τους πωλούνται σε καρτ ποστάλ. Φωτογραφίζονται. Μπροστά τους απλώνονται ευρύχωρες πλατείες με περίτεχνα σιντριβάνια και θεόρατα δένδρα, συνήθως φλαμουριές, ιτιές κλαίουσες, ωχρές σημύδες.  Αν ισχύει το λεχθέν πως η ομορφιά σώζει, τότε αυτός είναι ένας τρόπος για να αναδειχθεί αισθητικά ένα κομμάτι της ιστορίας κάθε τόπου και η συνέχειά της, ενώ παράλληλα προβάλλεται συμβολικά το οιστρήλατο όραμα των εκάστοτε δημοτικών αρχών για το πώς αυτό μπορεί να επιτευχθεί στο μέλλον.

Αντίθετα το δικό μας Καραβάν σαράι ποτέ δεν φωταγωγήθηκε ως κέντρο της κοινωνικής μας ζωής. Παρέμεινε μαραμένο από κτίσεώς του, αφώτιστο και ασυντήρητο. Γεροντοκόρη θυγατέρα που την κρύβουν απ’ όλους τους χορούς των debutante. Η παρουσία του μυρίζει μούχλα, γραφειοκρατία, δημοτικά τέλη, ανείσπραχτες κλήσεις, πύργους από χοντρά ντοσιέ με έγγραφα και λαμογιές στην οικονομική διαχείριση. Ακόμα και το αδιάφορο ρολόι, καρφωμένο στον εξωτερικό τοίχο, ρυθμίζει χρόνο παρωχημένου αιώνα.  Κανείς δεν γυρίζει το βλέμμα να το συμβουλευτεί. Στη Θεσσαλονίκη οι δημοτικές αρχές στρίμωξαν μέσα σ’ αυτό το μίζερο, ασφυκτικό, ανέμπνευστα δομημένο χάλι επί πενήντα τρία ολόκληρα χρόνια και τα ανάλογα οράματά τους για το μέλλον της πόλης.

* * * Δεν θα μου περνούσε από το μυαλό να μιλήσω για το έτσι κι αλλιώς αχαρτογράφητο στα μνημεία της πόλης Μικρό Καραβάν σαράι, αν η αναστοχαστική μου περιδιάβαση δεν με έφερνε κάποιο απόγευμα, μετά τις βόλτες μου στο Μπιτ Παζάρ, στη γωνία Φιλίππου με Σιατίστης.  Τετραώροφο το κτήριο. Στα μπαλκόνια απλωμένες μπουγάδες, στο στενάχωρο πεζοδρόμιο καθισμένοι νέοι άντρες, μανούλες με μωρά στην αγκαλιά. Ανάμεσα στα παρκαρισμένα αυτοκίνητα παίζουν παιδάκια.  Πρόχειρο κουρείο αλληλοεξυπηρέτησης στο πεζοδρόμιο. Κουρέματα για νεολαίους κατά την τελευταία λέξη της μόδας.  «Φιλοξενείο Προσφύγων και Μεταναστών».  Σημαντική η συμβολή της Αντιρατσιστικής Πρωτοβουλίας Θεσσαλονίκης στη λειτουργία του ξενώνα.

Περνάω μέσα στο κτήριο και αμέσως γεύομαι στα χείλια μουχλιασμένο αέρα. Στα ζοφερά σκαλοπάτια των ορόφων άνθρωποι σκοτώνουν το χρόνο τους. Δίπλα τους καραβάνια μυρμηγκιών περπατούν πάνω στο σκονισμένο δάπεδο. Κάποιες κατσαρίδες με σβέλτες κινήσεις προσπαθούν να κρυφτούν. Κηλίδες υγρασίας στους τοίχους φαίνονται από τις ανοιχτές πόρτες των διαμερισμάτων. Στο διάδρομο ξεχύνονται ο ζεστός και πηχτός αχνός τους. Κάθε δωμάτιο και μία οικογένεια. Πρόχειρα κουζινάκια στημένα στους κοινόχρηστους διαδρόμους αναδίδουν μυρωδιές από εθνικές μαγειρικές. Μια πολύχρωμη βαβούρα το  ανθρώπινο μελίσσι που πηγαινοέρχεται αναστατωμένο γιατί δεν ξέρει ακόμα πού θα κάνει την κυψέλη του.  Σε σύγκριση με τους ανταρτόπληκτους ένοικους του Μεγάλου Καραβάν σαράι τούτοι εδώ στάθηκαν λίγο πιο τυχεροί. Τα παράθυρα του ξενώνα έχουν και κουφώματα και τζάμια. Ο Φάραχ είναι πολιτικός πρόσφυγας από το Μογκαντίσου της Σομαλίας.

Περπατάει ξυπόλυτος στο δωμάτιο, μουσουλμάνος γαρ, όπου επικρατεί μια αίσθηση ατημέλητης σπιτικής θαλπωρής, ακριβώς επειδή ξέρουν καλά πως είναι προσωρινή η διαμονή τους. Τον συναντώ χαρούμενο, απ’ όσο μπορώ να καταλάβω με τα ελάχιστα ελληνικά, τα λίγα σπασμένα αγγλικά του και το άψογο ολόλευκο χαμόγελο. Μόλις βρήκε δουλειά σε εταιρεία μεταφορών. Χαμαλίκια. Χωρίς ένσημο. Υπερωρίες δεν πληρώνονται. Σάματι πληρώνονται στο Μογκαντίσου για να συγκρίνει ο Φάραχ και να ‘χει παράπονο; Είναι χαρούμενος επίσης γιατί πρόσφατα παντρεύτηκε μια όμορφη, λυγερή συμπατριώτισσά του που θα μοιραστεί μαζί του τα όνειρα για καινούργια ζωή. Ποια άραγε και πού; Περνάνε το μήνα του μέλιτος. Γαμήλιο ταξίδι σε δωμάτιο προσφυγικού ξενώνα, με θέα στην πρασιά, τρίτος όροφος χωρίς ασανσέρ, γωνία Φιλίππου με Σιατίστης, στο Μικρό Καραβάν σαράι. Έμεινε ανοιχτό και φιλόξενο για αρκετά χρόνια. Κάποιες φορές αυτοδιαχειριζόμενο από τους ίδιους τους πρόσφυγες. Όταν ο λογαριασμός από τη χρήση του ηλεκτρικού έγραψε μερικές χιλιάδες ευρώ και η ΔΕΗ το Νοέμβριο του 2014 έκοψε το ρεύμα, το καραβάνι των 70 ταλαίπωρων που στεγάζονταν εκεί σκόρπισε στους πέντε ανέμους να ψάξει αλλού για καραβάν σαράγια. 

* * * Πίνω το ποτό μου, ένα διπλό δροσιστικό μοχίτο, στο μπαρ του «The Caravan B&B» πίσω από το Αλκαζάρ, ενός μικρού μπουτίκ ξενοδοχείου που αναβάθμισε την περιοχή με την κομψή του παρουσία. Γωνία Βαμβακά και Ρέμπελου. Παραδίπλα το νεανικό στέκι «Στέρεο» και πιο εκεί, στη γωνία της Βενιζέλου, το «Καφωδείο», με πολλές όμορφες μουσικές στιγμές και στο πατάρι του βιβλιοπαρουσιάσεις εδώ και χρόνια. Αναρωτιέμαι, η λέξη Ρέμπελου τί να σημαίνει, άραγε. Ο μικρός κάθετος δρόμος που συνδέει την Ιουστινιανού με την Βαμβακά είναι εδώ κι έναν αιώνα γνωστός ως πιάτσα σφραγιδοποιών, βιβλιοδετών και επιγραφοποιών.

Ωστόσο ποτέ δεν θυμόμουνα πως είχε κάποιο όνομα αυτός ο δρόμος. Ίσως γιατί η λέξη Ρέμπελου δίπλα στο οδός από μόνη της δεν λέει και πολλά. Ποιος να ήταν άραγε αυτός ο Ρέμπελος που αξιώθηκε τέτοιας, έστω και μικράς οδού, τιμής; Ένας ανέμελος μπον βιβέρ; Ένας θυμόσοφος, καλοπερασάκιας σουλατσαδόρος κατά την τρέχουσα σημασία της λέξης; Ίσως ένας αργόσχολος, σουρτούκης, χασομέρης; Ή ένας επαναστάτης κατά την κυριολεξία της;  Ενδιαφέρθηκα ιδιαίτερα για την ονοματοδοσία αυτού του δρομίσκου. Πρόκειται, λοιπόν, για προσωνύμιο ηρωικού μακεδονομάχου, του Καπετάν Ρέμπελου ή κατά κόσμον Χρίστου Τσολακόπουλου, εθελοντή παλιολλαδίτη αγωνιστή με πλούσιο βιογραφικό αγώνων(9).  Ποιος ξέρει ποια στενοκεφαλιά, μικροψυχία ή απλώς άγνοια των δημοτικών αρχών παρέλειψε από την ταμπέλα της οδοσήμανσης κάθε τι το διευκρινιστικό και άφησε τη λέξη Ρέμπελου μόνη της να αποτιμά με ασάφεια την αξιοσύνη και τον πατριωτισμό του ευπατρίδη στρατιωτικού. Πόσος κόπος ήταν, βρε παιδιά, να το γράφατε ολόκληρο, Καπετάν Ρέμπελος; Χωρίς το καπετανιλίκι του τον καθαιρέσατε κανονικά. Του ξηλώσατε τα γαλόνια και από αξιωματικό τον υποβιβάσατε στις τάξεις των απλών φαντάρων. 

* * * Από τα τόσα ωραία παραθαλάσσια στέκια της πόλης εδώ βρήκα να πιω το βραδινό ποτό μου! Ζέστη πολύ… Μπροστά μου βαρύς ο όγκος του παλιού δημαρχείου, το «Μέγαρον Χρήστου Δήμου» όπως βαρύγδουπα διατυμπανίζει η εντοιχισμένη μαρμάρινη ταμπέλα πάνω από την κεντρική είσοδο, κόβει την ελάχιστη δροσιά που θα μπορούσε να κατηφορίσει από τους κάθετους δρόμους της Πάνω Πόλης. Στέκει σαν γερογκρινιάρης μουτρωμένος και δύσθυμος, μετά την εγκατάλειψή του από τη δημοτική αρχή που μετακόμισε στο καινούργιο εντυπωσιακό μέγαρο του στρατοπέδου Τσιρογιάννη. Το Καραβάν σαράι το άφησαν άδειο, μόνο του, με τα φαντάσματά του να παίζουν κρυφτό, κυνηγητό μέσα στους έρημους διαδρόμους του αίθριου. 

Ο Μάριος Μαρίνος Χαραλάμπους(10) με το λευκό κουστούμι και την μπέρτα του, ο μέγας γητευτής και ιεροφάντης των σκιών, των φαντασμάτων και των θεσσαλονικιώτικων μυστηρίων, αυτός ο ιδιόρρυθμος εραστής της πόλης και ποιητής της μαγικής της γοητείας, μόνος του ρυθμίζει την κυκλοφορία τους με σφυρίχτρα.  Αρχιτέκτονας που ανάμεσα στα άλλα σχεδίασε το επιβλητικό κτήριο της XANΘ, καθώς και το ξενοδοχείο Méditerranée, διάσημο για το νεομαυριτανικό του στιλ και τη θέα του προς τη θάλασσα. Γάλλος ιστορικός, φιλόσοφος και χαράκτης (γεννήθηκε στο Παρίσι το 1752) που περιηγήθηκε τα παράλια της τουρκοκρατούμενης Ελλάδας και της Μικράς Ασίας, αποτύπωσε αρχαιολογικούς χώρους, εκπόνησε χάρτες. Κοζάνη, 1872 – Θεσσαλονίκη, 1952. Βενιζελικός πολιτικός που διετέλεσε Δήμαρχος Θεσσαλονίκης από το 1931 ως το 1933. Με τους ορθούς διπλωματικούς του χειρισμούς συνετέλεσε ώστε με τη συνθήκη των Σεβρών να παραδοθεί η Δυτική Θράκη στην Ελλάδα.  Αναφερόμαστε στον Φλορεντίνο Αρίσα, ήρωα στο μυθιστόρημα του Μάρκες «Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας». Ανεκτίμητη υπήρξε η πλούσια προσφορά στο συνδικαλιστικό κίνημα του Γιάννη Καρακασίδη, ο οποίος  αναδείχτηκε, παρά τη νεαρή του ηλικία,  σε ηγετικό συνδικαλιστικό στέλεχος όχι μόνο των οικοδόμων, αλλά και της ξεχωριστής συλλογικότητας των 115 προοδευτικών σωματείων, του Δημοκρατικού Συνδικαλιστικού Κινήματος, καθώς και αργότερα, στα δύσκολα χρόνια της δικτατορίας της χούντας, του ΑΕΜ, (Αντιδικτατορικό Εργατικό Μέτωπο).

Συνδικαλιστής και πολιτικός. Διατέλεσε γενικός γραμματέας της ΓΣΕΕ για συνολικά 21 χρόνια (1945-46, 1948-65, 1966-69) και αποτέλεσε τον άνθρωπο – κλειδί για τον έλεγχο του εργατικού κινήματος από το μετεμφυλιακό ελληνικό κράτος. Υπηρέτησε όλες τις πολιτικές καταστάσεις από τη δεκαετία του ’30, τη μεταξική δικτατορία, τη γερμανική κατοχή, μέχρι τη δικτατορία του 1967. Αποσπάσματα από έρευνες τόσο της «Εφημερίδας των Συντακτών» όσο και του Σπύρου Κουζινόπουλου. Μια από  τις  θρυλικές  μορφές  του  Μακεδονικού αγώνα, και  όχι  μόνο,  υπήρξε  ο  καπετάν  Ρέμπελος, όπως  έμεινε  στην  Ιστορία, ο  αξιωματικός  του  Ελληνικού Στρατού, Χρήστος  Τσολακόπουλος (1868-1923. Η ζωή του ολόκληρη πόλεμοι και ηρωισμοί. Οδοντίατρος, ποιητής και πεζογράφος από παλαιά θεσσαλονικιώτικη οικογένεια. Έγραψε βιβλία και μελέτες για τα μυστήρια και τα μυστικά της Θεσσαλονίκης. *Κεφάλαιο από το υπό έκδοση βιβλίο «Θεσσαλονίκη, πόλις χαλκέων»

Λέξεις: Λένα Καλαϊτζή – Οφλίδη / Σίμος Οφλίδης *

Μοίρασε το άρθρο!