Αναζητώντας λύση στα ερείπια του Μερκελισμού

Η εποχή της Μέρκελ χαρακτηρίστηκε από μια βαθιά λαχτάρα για σταθερότητα. Ωστόσο, η θητεία της οδήγησε στη σημερινή περίοδο αστάθειας της Γερμανίας. Ήρθε η στιγμή της μετα-Μέρκελ εποχής;

Το Spiegel παρομοιάζει τους πολιτικούς αυτήν την περίοδο στη Γερμανία με τα πουλιά που πετούν περίεργα πριν από φυσικές καταστροφές. Βλέποντας το τέλος της εποχής Μέρκελ συμπεριφέρονται  διαφορετικά από το συνηθισμένο, αδιαφορώντας ακόμη και για το απόλυτο αφροδισιακό γι’ αυτούς, την εξουσία.

Η Γερμανία σε γενικές γραμμές κέρδισε από την Μέρκελ. Η χώρα πέτυχε μέσα από την παγκόσμια οικονομική κρίση και η οικονομία ήταν σε ευημερία. Παρόλα αυτά, η δημοκρατία εξασθένησε, καθώς η διαμάχη και ο ανταγωνισμός μεταξύ διαφορετικών θέσεων είναι στην πραγματικότητα αυτό που την τρέφει. Το πιο «σκοτεινό» σύμπτωμα αυτού του τύπου διακυβέρνησης ήταν η επιθυμία για χαμηλή προσέλευση ψηφοφόρων, επειδή το κόμμα της Μέρκελ, οι συντηρητικοί Χριστιανοδημοκράτες (CDU), θεωρήθηκε ότι επωφελούνται από αυτό. Τώρα, όμως η Μέρκελ βρίσκεται σε κατάσταση κρίσης, διότι δεν πληρούνται πλέον δύο σημαντικές προϋποθέσεις. Η ευρεία συναίνεση και η δύναμη της.

Ο δύσκολος δρόμος της Μέρκελ για έναν συνασπισμό

Τρεις μήνες μετά τις εκλογές, και η Γερμανία είναι ακόμη πολύ μακριά από έναν κυβερνητικό συνασπισμό. Ο μεταβατικός υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας Πέτερ Αλτμάιερ, αρέσκεται να παρουσιάζεται ως ο κοσμοπολίτης ευρωπαίος διπλωμάτης στις επισκέψεις του στις Βρυξέλλες. Αλλά μόλις οι πόρτες και τα μικρόφωνα κλείσουν, οι ομόλογοί του αρχίζουν να τον ρωτούν αυτό που είναι κυρίως στο μυαλό τους. Ο Αλτμάιερ δεν έχει άλλη επιλογή παρά να τους πει την αλήθεια: Πως η κατάσταση στη Γερμανία είναι περίπλοκη.

Προς το παρόν, η ζημιά δεν είναι συντριπτική. Το μεταβατικό υπουργικό συμβούλιο που ασκεί καθήκοντα, από τον Οκτώβριο διατηρεί τις ισορροπίες για το σύστημα, όσο περισσότερο όμως το κενό συνεχίζεται, τόσο πιο προφανή θα είναι τα προβλήματα. Οι σημαντικές αποφάσεις καθυστερούν, η εικόνα της Γερμανίας στην Ευρώπη και στον κόσμο υπονομεύεται και, το σημαντικότερο, αναπτύσσεται η τάση στο Βερολίνο της λαϊκιστικής κριτικής του κοινοβουλευτικού συστήματος και οι ισχυρισμοί ότι η πολιτική ελίτ νοιάζεται μόνο για τα κόμματά της και όχι για το καλό της χώρας στο σύνολό της.

Εξάλλου υπάρχουν ορισμένα ζητήματα για τα οποία πρέπει να ληφθούν άμεσα αποφάσεις. Ενδεικτικά: το πρόβλημα του ντίζελ. Στα τέλη Φεβρουαρίου, το Ομοσπονδιακό Διοικητικό Δικαστήριο θα κρίνει αν τα οχήματα που κινούνται με πετρέλαιο ντίζελ μπορούν να απαγορευτούν από τα κέντρα ορισμένων πόλεων. Σε μια προσπάθεια να ικανοποιήσει τις ανησυχίες του δικαστηρίου, η Μέρκελ είχε δεσμευτεί να χορηγήσει άμεση βοήθεια ύψους 1 δισεκατομμυρίου ευρώ για προγράμματα, για να τροποποιηθούν τα γερασμένα λεωφορεία ντίζελ. Αλλά η χρηματοδότηση δεν μπορεί να γίνει οικονομικά, χωρίς προϋπολογισμό.

Υπάρχουν όμως και τα μεγάλα ευρωπαϊκά ζητήματα. Το Βερολίνο παραμένει περιθωριοποιημένο όσον αφορά τη μεταρρύθμιση της ΕΕ, η οποία αναμένεται να είναι το σημαντικότερο πολιτικό ζήτημα που του επόμενου διαστήματος. Η τελευταία ουσιαστική πρόταση που προήλθε από το Βερολίνο ήταν από τον τότε υπουργό Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Δεδομένου του παραδοσιακού ρόλου της Γερμανίας ως της ισχυρότερης φωνής όσον αφορά την κατεύθυνση της ΕΕ, η καθυστέρηση γίνεται πρόβλημα. Πολλοί ήλπιζαν να υπάρξει μια συμφωνία σχετικά με τη μελλοντική πορεία μέχρι τα μέσα του επόμενου έτους. Αλλά χάρη στην καθυστέρηση σχηματισμού κυβέρνησης στο Βερολίνο, το χρονοδιάγραμμα αυτό αρχίζει να φαίνεται μη ρεαλιστικό. Και καθώς οι ευρωπαϊκές εκλογές θα γίνουν το 2019, η καθυστέρηση θα μπορούσε να παραταθεί ακόμη περισσότερο.

Τι είναι το «ΚοΚο»;

Οι Χριστιανοδημοκράτες και η Μέρκελ θέλουν να προχωρήσει γρήγορα η διαδικασία σχηματισμού νέας κυβέρνησης, ίσως γιατί βλέπουν ότι η συνέχιση της αβεβαιότητας επηρεάζει και την εικόνα της καγκελαρίου και τελικά και την ισχύ της χώρας στο εξωτερικό. Οι Σοσιαλδημοκράτες δεν ξέρουν ακόμα αν θέλουν, αλλά όλα δείχνουν ότι τελικά θα υποκύψουν στον «πειρασμό» υπό το φόβο μιας νέας κατρακύλας στην περίπτωση νέων εκλογών.

Βασική προϋπόθεση βέβαια είναι ο Μάρτιν Σουλτς ή να σταματήσει να «ρίχνει» στο τραπέζι νέες ιδέες ή το συντηρητικό στρατόπεδο να σταματήσει να τις απορρίπτει. Ήταν πρώτα η πρόταση του για τις «Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης», που κανείς στην αντίπερα πολιτική όχθη δεν έδειξε να παίρνει σοβαρά ως γερμανική απάντηση στα σχέδια Μακρόν. Ακολούθησε η ιδέα για ένα «συνεργατικό συνασπισμό» (Kooperations-Koalition, «KoKo») αντί του «μεγάλου συνασπισμού». Συνεργασία, δηλαδή, σε κάποιους βασικούς άξονες και ανοικτές συζητήσεις στο Κοινοβούλιο εκεί που δεν μπορεί να βρεθεί κοινός τόπος. Τα αρχικά «ΚοΚο» αυτής της νέας ιδέας του σοσιαλδημοκράτη πολιτικού για μια «ανοικτού τύπου» σχέση των δύο κυβερνητικών εταίρων αποτέλεσαν τροφή για ειρωνείες και σχόλια στα παραδοσιακά ΜΜΕ, αλλά και στα social media.

Στη βάση του σκεπτικού που ανέλυσε ο Σουλτς, με το «ΚοΚο» θα υπάρχουν μεγαλύτερα περιθώρια προβολής στην κοινή γνώμη των πραγματικών θέσεων κάθε κόμματος, αφού κατά την προηγούμενη τετραετία, ενώ πολλές από τις θέσεις του SPD υιοθετήθηκαν και έγιναν κυβερνητική πολιτική, οι πολίτες δεν κατάλαβαν τίνος ιδέα ή ευθύνη αποτελούσαν. Ως παράδειγμα έρχεται η εισαγωγή του κατώτατου μισθού, η οποία αποτελούσε πάγια διεκδίκηση των Σοσιαλδημοκρατών και η οποία τελικά νομοθετήθηκε, αλλά πιστώθηκε μάλλον περισσότερο στην Άγκελα Μέρκελ. Αντίστοιχα, ως παράδειγμα λειτουργίας του προτεινόμενου μοντέλου αναφέρθηκε ο γάμος των ομοφυλοφίλων, η νομοθεσία για τον οποίο κατατέθηκε στην Βουλή και εκεί αναζητήθηκε η απαιτούμενη πλειοψηφία. Από το περιβάλλον της Μέρκελ η απάντηση ήταν ότι η Γερμανία χρειάζεται «σταθερή κυβέρνηση» και όχι περίεργα πειράματα.

Όλα δείχνουν λοιπόν ότι η Γερμανία θα παραμείνει για μήνες σε μια φάση ουσιαστικά στασιμότητας, την οποία δεν θα μπορεί να συνεχίσει να προβάλει η Μέρκελ και οι πιστοί της ως σταθερότητα. Οι εκκρεμότητες εντός και εκτός συνόρων είναι πολλές και όσο κυλούν οι μήνες θα αρχίσουν να προστίθενται και άλλες. Το θυμωμένο ύφος της γερμανίδας καγκελαρίου μετά τη συζήτηση για το προσφυγικό στις Βρυξέλλες, μαρτυρά ότι ίσως έχει αρχίσει να το συνειδητοποιεί.

Μια νέα γερμανική πολιτική, μια άλλη Ευρώπη

H νεότερη εξέλιξη είναι πως οι Σοσιαλδημοκράτες φαίνονται έτοιμοι να διεκδικήσουν το υπουργείο Οικονομικών στις διαπραγματεύσεις με τους Χριστιανοδημοκράτες / Χριστιανοκοινωνιστές (CDU/CSU) για το σχηματισμό κυβέρνησης, οι οποίες αναμένεται να ξεκινήσουν στις αρχές του επόμενου χρόνου. Αυτό τουλάχιστον φέρεται να είπε ο πρόεδρος του κόμματος Μάρτιν Σουλτς σε κλειστή συνάντηση με βουλευτές της περιφέρειας του Ρουρ, όπως αποκαλύπτει η Handelsblatt.

«Το υπουργείο Οικονομικών είναι ο στόχος», φέρεται να τόνισε ο Μ. Σουλτς χωρίς να αφήσει περιθώρια παρερμηνειών για τις προθέσεις του στις επικείμενες διαπραγματεύσεις. Σύμφωνα με τον ίδιο τα τελευταία τέσσερα χρόνια κατέδειξαν πόσο σημαντικό είναι το υπουργείο Οικονομικών. Και αυτό, όπως σχολιάζει η εφημερίδα, διότι ο αρμόδιος υπουργός μπορεί όχι μόνον να συγκαθορίζει δαπάνες άλλων υπουργείων ή να δρομολογεί επενδυτικές πρωτοβουλίες και μειώσεις της φορολογίας, αλλά είναι αρμόδιος και για την ευρωπαϊκή πολιτική, όπου ως γνωστόν, το SPD ζητά αλλαγή ρότας.

«Έπειτα από δέκα χρόνια διαρκούς κρίσης και αναγέννησης του εθνικισμού η Ευρώπη οδεύει τώρα προς μια χρονιά αποφάσεων: συνεχίζουμε όπως μέχρι σήμερα ή (αποφασίζουμε) περαιτέρω εμβάθυνση; Αυτό είναι το κεντρικό ερώτημα της γερμανικής ευρωπαϊκής πολιτικής», επισήμανε στην εφημερίδα ο υπεύθυνος επί ευρωπαϊκών θεμάτων, αντιπρόεδρος της Κ.Ο. του SPD Άχιμ Ποστ.  Το Βερολίνο, σύμφωνα με τον ίδιο, «θα πρέπει επιτέλους να πει εάν οι υπόλοιποι μπορούν να βασιστούν σε εμάς, για τη μεταρρύθμιση της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης, για συγκεκριμένα βήματα προς μια κοινωνική Ευρώπη και για τις μεγάλες επενδύσεις του μέλλοντος». Όπως επισημαίνει η εφημερίδα, το SPD δεν φοβάται τίποτα περισσότερο από τη συνέχιση της πολιτικής των περασμένων ετών. Γι΄ αυτό και ζητά -πέρα από τον επαναπροσανατολισμό της ευρωπαϊκής πολιτικής- τη λεγόμενη «ασφάλιση πολιτών» όπως και τη χαλάρωση του πλαισίου για την επανένωση προσφυγικών οικογενειών.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι γνωστές αυτές κόκκινες γραμμές του SPD σε συνάρτηση με την αξίωση για τη στελέχωση του υπουργείου Οικονομικών δημιουργούν ένα εκρηκτικό μείγμα ενόψει των επαφών που αναμένεται να ξεκινήσουν τον Ιανουάριο. Είναι όμως γεγονός ότι οι Σοσιαλδημοκράτες βρίσκονται στην παρούσα φάση σε μάλλον πλεονεκτική διαπραγματευτική θέση αφού η κύρια ευθύνη για το ό,τι δεν έχει συγκροτηθεί ακόμη κυβέρνηση βαραίνει πρωτίστως την Άγκελα Μέρκελ. Σε αυτά τα συμφραζόμενα, και το σενάριο των πρόωρων εκλογών φαίνεται να τρομάζει περισσότερο το συντηρητικό στρατόπεδο καθώς υπάρχουν φόβοι ακόμη μεγαλύτερων απωλειών προς το εθνολαϊκιστικό AfD. Θα πρέπει να θεωρείται λοιπόν αρκετά πιθανό να ενδώσουν τελικά οι Χριστιανοδημοκράτες σε αρκετές αξιώσεις του SPD. Όσον αφορά δε το υπουργείο Οικονομικών είναι γεγονός ότι μετά τη μετακίνηση του Β. Σόιμπλε στην προεδρία της Βουλής δεν είναι πλέον τόσο δύσκολο για την CDU να αποχωριστεί το σημαντικό αυτό χαρτοφυλάκιο.

Αξίζει να σημειωθεί από πλευράς του SPD, ότι επί της τελικής κυβερνητικής συμφωνίας θα κληθούν να αποφασίσουν και τα 440.000 μέλη του SPD. Καλώς εχόντων των πραγμάτων λοιπόν ο σχηματισμός της νέας κυβέρνησης δεν θα πρέπει να αναμένεται πριν τον ερχόμενο Μάρτιο.

Στην Ευρώπη υπάρχει αγωνία για τις διαβουλεύσεις μεταξύ Μέρκελ και Σουλτς για τον σχηματισμό κυβέρνησης στο Βερολίνο. Όσοι -τουλάχιστον- κατανοούν το διακύβευμα, αγωνιούν. Και αγωνιούν διότι το διακύβευμα δεν είναι η επίλυση του γερμανικού κυβερνητικού προβλήματος, αλλά τα άλματα που χρειάζεται η Ε.Ε. για την ολοκλήρωσή της. Διότι για πρώτη φορά η Γαλλία με τον Μακρόν βγαίνει μπροστά και καταθέτει σειρά τολμηρών προτάσεων στην κατεύθυνση της ολοκλήρωσης της ΕΕ. Και η ολοκλήρωση αφορά σε πρώτη φάση την οικονομική ενοποίηση και σε δεύτερη φάση και την πολιτική.

Αν δεν ήταν αυτά τα επίδικα, θα ήταν εύκολο για τη Μέρκελ να σχηματίσει την κυβέρνηση της «Τζαμάικα» έτσι όπως την ήθελαν οι Φιλελεύθεροι, δηλαδή πάνω – κάτω στη γραμμή Σόιμπλε, που πρότασσε τα συμφέροντα της Γερμανίας. Για τον λόγο αυτό οι διαβουλεύσεις για την «Τζαμάικα» δεν καρποφόρησαν. Διότι οι γερμανικές ελίτ είχαν λάβει το μήνυμα. Και ποιο ήταν το μήνυμα; Το μήνυμα ήταν ότι αν η Γερμανία συνεχίσει να πορεύεται στα ζητήματα της Ένωσης προτάσσοντας μόνο τα δικά της συμφέροντα, η Ένωση θα κινδυνεύσει με διάλυση. «Ο κόσμος περιμένει ότι μπορούμε να λειτουργήσουμε», δήλωσε η Μέρκελ πριν λίγες μέρες. Το ερώτημα όμως είναι αν μπορούν πλέον να λειτουργήσουν υπό την ηγεσία της, πράγμα πολύ δύσκολο.  Η εποχή Μέρκελ γράφει τον επίλογό της.

Μοίρασε το άρθρο!