ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ (μέρος 2ο) – Του latsion

ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ (μέρος 2ο) – Του latsion
Την άλλη μέρα από εκείνη που βρήκα τη μάνα μου να θυμιατίζει την τηλεόραση, θα την πήγαινα στο μοναστήρι. Γύρω στις τέσσερις το απόγευμα ήμουν έτοιμος με τα κλειδιά στο χέρι για την επίσκεψη. Γκούγκλαρα και το μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου και είδα ότι είναι κοντά στη Σουρωτή. Εγώ μέχρι τώρα ήξερα μόνο τη Σουρωτή από τη διαφήμιση στο «ναό», από τότε που την αγόρασε ο μεγάλος Ιβάν. Διάβασα ότι εκεί είναι ο τάφος του Άγιου Παίσιου οπότε κατάλαβα το λόγο της επίσκεψης.
Στο αυτοκίνητο του πατέρα μου οδηγός εγώ και συνοδηγός η μάνα μου. «Πρόσεχε αυτόν», «πήγαινε δεξιά», «δεν οδηγάς σωστά», η μάνα δεν έβαζε τη γλώσσα μέσα. Κατάλαβα γιατί ο πατέρας μου που είναι πιο προνοητικός, πάντα τη βάζει στο πίσω κάθισμα, «για περισσότερη ασφάλεια» λέει. Στο δρόμο είδα ότι η μάνα μου ήξερε απέξω τη διαδρομή γιατί με κατεύθυνε η ίδια και δεν άφησε να βάλω GPS. Αφού βγήκαμε στο δρόμο της Χαλκιδικής στρίψαμε για Ρύσιο, μπήκαμε στον επαρχιακό δρόμο και σε ένα στενό που είχε την πινακίδα «Μονή Αγίου Ιωάννη» ανηφορίσαμε προχωρώντας τετρακόσια μέτρα.
Ξαφνικά βλέπω μπροστά μας μια τεράστια αλάνα με χιλιάδες αυτοκίνητα και λεωφορεία. Κόσμος πηγαινοερχόταν τυλιγμένος με κάτι περίεργα ρούχα τα οποία έβγαζε μόλις επέστρεφε στο αυτοκίνητό του. Και κάτι τύποι με στολές και καπέλα να κατευθύνουν τα αυτοκίνητα. Κατάλαβα, παρκαδόροι. Πλησίασε ένας με σηκωμένο το χέρι του. «Αδερφέ, δεν θα μείνουμε σε όλη την παράσταση» τον έκοψα πριν μιλήσει, «ένα πέρασμα της κυρίας και φύγαμε» Με κοίταξε παράξενα. Φαίνεται ότι δεν ήταν απ΄τα τζιμάνια της παραλιακής.
Προχώρησα παρακάτω και παρκάρισα διπλοσειρά. Ξεπροβόδισα τη μάνα μου και γω έμεινα στο αμάξι να την περιμένω. Στο μεταξύ ακούω στην είσοδο, φωνές χαμός. Βγήκα περίεργος έξω. Βλέπω ένα λεωφορείο με ουκρανικές πινακίδες και μια νταβραντισμένη με σπαστά ελληνικά να μαλώνει με μια μικρή καλόγρια. Δεν κατάλαβα, αλλά παραξενεύτηκα βλέποντας την Ουκρανέζα να τραβά το φουστάνι προς τα κάτω. Και καθώς το τραβούσε προς τα κάτω έβγαιναν στη φόρα τα βυζιά της. Τραβούσε το φόρεμα προς τα πάνω φαίνονταν τα μπούτια της. Και δώσ΄του φωνές και κουβέντες που δεν καταλάβαινα. «Αδερφέ, τι γίνεται εκεί κάτω;» ρωτάω τον παρκαδόρο. «Δεν τις αφήνουν να μπουν μέσα γιατί δεν έχουν τα κατάλληλα ρούχα» μου λέει. Να μην τα πολυλογώ η καημένη η καλογριά ήταν κατακόκκινη καθώς την είχαν περικυκλώσει οι Ουκρανέζες πιστές και απαιτούσαν να μπουν μέσα με το ζόρι. Μετά βίας ξεγλίστρησε, μπήκε μέσα και κλείδωσε την πόρτα. Από ένα μεγάφωνο ακούστηκε ότι το μοναστήρι έκλεισε για σήμερα. Τώρα έγινε χαμός και από τους υπόλοιπους που ήξεραν και τηρούσαν το dress code της μονής. Αρπάχτηκαν με τις Ουκρανέζες. Φωνές κακό. Πλάκωσε και ένα περιπολικό.
Άρχισα να βαριέμαι. Σκουντάω τον παρκαδόρο που στεκόταν κι αυτός κοντά μου και κοιτούσε. Του λέω: Αδερφέ, μήπως ξέρεις τί κωδικό WiFi έχουν εδώ;». Με κοιτάζει ο παρκαδόρος έκπληκτος και απαντά: «Για όνομα του Θεού». «Με κεφαλαία ή με μικρά;» τον ξαναρωτάω. Έφυγε χωρίς να μου απαντήσει. Νάσου και η μάνα μου. «Πάμε να φύγουμε» μου λέει συγχυσμένη, «θα έρθουμε άλλη μέρα».
Στο δρόμο της επιστροφής της λέω: «Ξέρεις μάνα τι έγινε, όταν πέθαινε ο κυρΓιάννης ο θεολόγος που είχαμε στο Λύκειο;». «Όχι» απαντά η μάνα μου, αλλά πρόσεξε τι θα πεις. «Ήρθε πάνω από το κρεβάτι του ο παπάς να τον μεταλάβει. Του λέει λοιπόν ο παπάς: -Αποτάξω τον σατανά. Τον κοιτάζει ο κυρΓιάννης που ήταν μεν θεοσεβούμενος αλλά και χωρατατζής και του λέει: -Παπά, μιας που ήρθε η ώρα μου και δεν ξέρω αν θα καταλήξω στην Κόλαση ή στο Παράδεισο, δε νομίζεις ότι αυτή τη στιγμή δεν πρέπει να κάνω νέους εχθρούς;».
Δεν μίλησε καθόλου. Δύο τινά πρέπει να συμβαίνουν. Ή δεν το κατάλαβε ή το κατάλαβε και σιωπά. 
Την άλλη μέρα από εκείνη που βρήκα τη μάνα μου να θυμιατίζει την τηλεόραση, θα την πήγαινα στο μοναστήρι. Γύρω στις τέσσερις το απόγευμα ήμουν έτοιμος με τα κλειδιά στο χέρι για την επίσκεψη. Γκούγκλαρα και το μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου και είδα ότι είναι κοντά στη Σουρωτή. Εγώ μέχρι τώρα ήξερα μόνο τη Σουρωτή από τη διαφήμιση στο «ναό», από τότε που την αγόρασε ο μεγάλος Ιβάν. Διάβασα ότι εκεί είναι ο τάφος του Άγιου Παίσιου οπότε κατάλαβα το λόγο της επίσκεψης.
Στο αυτοκίνητο του πατέρα μου οδηγός εγώ και συνοδηγός η μάνα μου. «Πρόσεχε αυτόν», «πήγαινε δεξιά», «δεν οδηγάς σωστά», η μάνα δεν έβαζε τη γλώσσα μέσα. Κατάλαβα γιατί ο πατέρας μου που είναι πιο προνοητικός, πάντα τη βάζει στο πίσω κάθισμα, «για περισσότερη ασφάλεια» λέει. Στο δρόμο είδα ότι η μάνα μου ήξερε απέξω τη διαδρομή γιατί με κατεύθυνε η ίδια και δεν άφησε να βάλω GPS. Αφού βγήκαμε στο δρόμο της Χαλκιδικής στρίψαμε για Ρύσιο, μπήκαμε στον επαρχιακό δρόμο και σε ένα στενό που είχε την πινακίδα «Μονή Αγίου Ιωάννη» ανηφορίσαμε προχωρώντας τετρακόσια μέτρα.
Ξαφνικά βλέπω μπροστά μας μια τεράστια αλάνα με χιλιάδες αυτοκίνητα και λεωφορεία. Κόσμος πηγαινοερχόταν τυλιγμένος με κάτι περίεργα ρούχα τα οποία έβγαζε μόλις επέστρεφε στο αυτοκίνητό του. Και κάτι τύποι με στολές και καπέλα να κατευθύνουν τα αυτοκίνητα. Κατάλαβα, παρκαδόροι. Πλησίασε ένας με σηκωμένο το χέρι του. «Αδερφέ, δεν θα μείνουμε σε όλη την παράσταση» τον έκοψα πριν μιλήσει, «ένα πέρασμα της κυρίας και φύγαμε» Με κοίταξε παράξενα. Φαίνεται ότι δεν ήταν απ΄τα τζιμάνια της παραλιακής.
Προχώρησα παρακάτω και παρκάρισα διπλοσειρά. Ξεπροβόδισα τη μάνα μου και γω έμεινα στο αμάξι να την περιμένω. Στο μεταξύ ακούω στην είσοδο, φωνές χαμός. Βγήκα περίεργος έξω. Βλέπω ένα λεωφορείο με ουκρανικές πινακίδες και μια νταβραντισμένη με σπαστά ελληνικά να μαλώνει με μια μικρή καλόγρια. Δεν κατάλαβα, αλλά παραξενεύτηκα βλέποντας την Ουκρανέζα να τραβά το φουστάνι προς τα κάτω. Και καθώς το τραβούσε προς τα κάτω έβγαιναν στη φόρα τα βυζιά της. Τραβούσε το φόρεμα προς τα πάνω φαίνονταν τα μπούτια της. Και δώσ΄του φωνές και κουβέντες που δεν καταλάβαινα. «Αδερφέ, τι γίνεται εκεί κάτω;» ρωτάω τον παρκαδόρο. «Δεν τις αφήνουν να μπουν μέσα γιατί δεν έχουν τα κατάλληλα ρούχα» μου λέει. Να μην τα πολυλογώ η καημένη η καλογριά ήταν κατακόκκινη καθώς την είχαν περικυκλώσει οι Ουκρανέζες πιστές και απαιτούσαν να μπουν μέσα με το ζόρι. Μετά βίας ξεγλίστρησε, μπήκε μέσα και κλείδωσε την πόρτα. Από ένα μεγάφωνο ακούστηκε ότι το μοναστήρι έκλεισε για σήμερα. Τώρα έγινε χαμός και από τους υπόλοιπους που ήξεραν και τηρούσαν το dress code της μονής. Αρπάχτηκαν με τις Ουκρανέζες. Φωνές κακό. Πλάκωσε και ένα περιπολικό.
Άρχισα να βαριέμαι. Σκουντάω τον παρκαδόρο που στεκόταν κι αυτός κοντά μου και κοιτούσε. Του λέω: Αδερφέ, μήπως ξέρεις τί κωδικό WiFi έχουν εδώ;». Με κοιτάζει ο παρκαδόρος έκπληκτος και απαντά: «Για όνομα του Θεού». «Με κεφαλαία ή με μικρά;» τον ξαναρωτάω. Έφυγε χωρίς να μου απαντήσει. Νάσου και η μάνα μου. «Πάμε να φύγουμε» μου λέει συγχυσμένη, «θα έρθουμε άλλη μέρα».
Στο δρόμο της επιστροφής της λέω: «Ξέρεις μάνα τι έγινε, όταν πέθαινε ο κυρΓιάννης ο θεολόγος που είχαμε στο Λύκειο;». «Όχι» απαντά η μάνα μου, αλλά πρόσεξε τι θα πεις. «Ήρθε πάνω από το κρεβάτι του ο παπάς να τον μεταλάβει. Του λέει λοιπόν ο παπάς: -Αποτάξω τον σατανά. Τον κοιτάζει ο κυρΓιάννης που ήταν μεν θεοσεβούμενος αλλά και χωρατατζής και του λέει: -Παπά, μιας που ήρθε η ώρα μου και δεν ξέρω αν θα καταλήξω στην Κόλαση ή στο Παράδεισο, δε νομίζεις ότι αυτή τη στιγμή δεν πρέπει να κάνω νέους εχθρούς;».
Δεν μίλησε καθόλου. Δύο τινά πρέπει να συμβαίνουν. Ή δεν το κατάλαβε ή το κατάλαβε και σιωπά.

Μοίρασε το άρθρο!