Ο Πολιτικός Ιμπεριαλισμός της εκστρατείας του Αλεξάνδρου στην Ανατολή

Ο Πολιτικός Ιμπεριαλισμός της εκστρατείας του Αλεξάνδρου στην Ανατολή – Γράφει ο Διοικητής του Αστυνομικού Τμήματος Ωραιοκάστρου Παύλος Παπαδόπουλος.

Ο Φίλιππος αισθανόταν τον εαυτό του οργανικό μέρος του ελληνικού κόσμου. Δεν αρκούνταν όμως σ’ αυτό. Ο Μακεδόνας μονάρχης επιθυμούσε περίοπτη θέση στον ελληνικό κόσμο και γενικά στη συνείδηση των Ελλήνων.

Η Μακεδονία μεταμορφώθηκε από το Φίλιππο σε υπολογίσιμη περιφερειακή. Πριν το βασιλιά Φίλιππο, το βασίλειο της Μακεδονίας ήταν μια πολιτικά ενοποιημένη μεγάλη περιοχή, η οποία χαρακτηριζόταν από συγκεντρωτική έκφραση, κοινή γλώσσα, οικονομική και στρατιωτική οργάνωση (κρίκοι σε συμβολιστικό επίπεδο). Συνεπώς υπήρχαν οι προϋποθέσεις ώστε μια ευρεία γεωγραφική βάση να οδηγηθεί σε μια ευρύτερη συμβίωση και αλληλεπίδραση με στόχο τη συνένωση.

Στη Μακεδονία η εντολή της επικυριαρχίας δινόταν πάντα σε ένα αρχηγό, θεωρούμενο αποτελεσματικό και ανανεωνόταν «δια βοής». Μπορούσε να ανακληθεί ή να διαιρεθεί και να μεταβιβαστεί σε άλλα μέλη της βασιλικής οικογένειας, από τη συνέλευση που έμενε θεματοφύλακας της επικυριαρχίας. Οι συνελεύσεις του στρατού διαδραμάτιζαν σημαντικό ρόλο κατά την κατάκτηση. Ο βασιλιάς θα έπρεπε να δικαιολογεί τα σχέδια του στη συνέλευση μπροστά στους στρατιώτες. Οι συνελεύσεις όμως του στρατού μοιάζουν περισσότερο μ’ αυτές της Ιλιάδας, όπου απλά ο στρατός επικύρωνε τις αποφάσεις του αρχηγού. Εδώ έχουμε φυσικά να κάνουμε με ένα οργανωμένο στρατό, με αυλή και αναπτυσσόμενη γραφειοκρατία.

Ο Μακεδόνας μονάρχης είναι επί της ουσίας ένας απόλυτος μονάρχης. Κατά την άσκηση της εξουσίας του δε δίνει λογαριασμό σε κανέναν, υπάρχουν όμως τα φίλτρα που προαναφέραμε. Η μακεδονική μοναρχία διαφέρει όμως από την αντίστοιχη περσική. Η διακυβέρνηση της Περσίας δεν είναι παντελώς άγνωστη στη Μακεδονία, καθώς η Μακεδονία υπήρξε και επαρχία της Περσίας, Η Περσία, ως η πιο ισχυρή αυτοκρατορία, ήταν τότε το αδιαμφισβήτητο πρότυπο της μοναρχίας. Η απολυταρχία έδινε το πλεονέκτημα στη Μακεδονία για λήψη γρήγορων και αποτελεσματικών αποφάσεων, σε αντίθεση με τους Αθηναίους που ενεργούσαν μετά από χρονοβόρες συζητήσεις.

Η διάκριση της πολιτικής και στρατιωτικής εξουσίας δεν υπήρξε στην εποχή του Φιλίππου. Αυτό συνέβαινε επειδή η στρατιωτική και η πολιτική εξουσία ήταν συγκεντρωμένη στα χέρια του βασιλιά, σε αντίθεση με την παρακμάζουσα κατάσταση των υπολοίπων ελληνικών πόλεων που στρατολογούσαν μισθοφόρους, καθώς οι πολίτες στρατολογούνταν ολοένα και λιγότερο. Κατά τη στρατολόγηση στη Μακεδονία μαζεύονταν στρατιώτες από κάθε περιφέρεια.

Ο διαχωρισμός ανάμεσα σε Κύριους και Δούλους.

Η Ελλάδα, κατά τους διανοητές της αρχαιότητας, βρίσκεται στο μέσο Ασίας και Ευρώπης και έχει τις αρετές και των δύο, δηλαδή ψυχική ορμή και ευφυΐα. Η Ευρώπη είναι ψυχρή, έχει δυνατή ψυχική ορμή και χαμηλή ευφυΐα, ενώ η Ασία είναι θερμή, έχοντας χαμηλή ψυχική ορμή και υψηλή ευφυΐα. Εδώ θα σημειώσουμε ότι το εύκρατο κλίμα οδηγεί στην πολιτική ελευθερία, καθώς σύμφωνα με την αρχή της μεσότητας του Αριστοτέλη το ¨μέσον¨ ήταν η Ελλάς. Ομοιότητες ως προς το προηγούμενο βρίσκουμε και στο ιπποκρατικό κείμενο του 5ου αιώνα ¨Περί αερίων και υδάτων¨.

Σύμφωνα με τη ¨Θουκιδίδεια¨ προσέγγιση, ο Φίλιππος είχε πειστεί για τη στρατιωτική ανωτερότητα των Μακεδόνων έναντι των Περσών. Αυτή η πεποίθηση του είχε σχηματιστεί εξαιτίας της μαλθακότητας και της δειλίας που είχαν επιδείξει οι Πέρσες έναντι των Μυρίων (Κάθοδος των Μυρίων). Ο Αλέξανδρος απέναντι στους εχθρούς του, τους οποίους ουδέποτε περιφρόνησε, θα ήταν σκληρός. Με την καταστροφή της Θήβας θα έστελνε μήνυμα ενώ με την Αθήνα θα έδειχνε αξιοσημείωτη αυτοσυγκράτηση, δεδομένου του θερμού ταμπεραμέντου του και της ενοχής της Αθήνας. Σε γενικές γραμμές δεν ήθελε απλά να κερδίσει τον αντίπαλο αλλά κάθε φορά να κάνει ένα μεγάλο κατόρθωμα, φανταστικό, και την επόμενη φορά να το ξεπεράσει.

Ο Αριστοτέλης τώρα, όπως γνωρίζουμε, χώρισε τις φυλές σε Κυρίων και Δούλων. Με βάση το διαχωρισμό τους οι Έλληνες ήταν οι ¨Κύριοι¨ και όλοι οι άλλοι οι δούλοι. Έτσι λοιπόν ο Σταγειρίτης ταύτισε τους βαρβάρους με φυσικούς δούλους. Ο φιλόσοφος προτρέπει τους Έλληνες να κυριαρχήσουν στους βαρβάρους συνενωμένοι σε μία πολιτική, επειδή οι Έλληνες είναι φύσει ελεύθεροι ενώ οι βάρβαροι δουλικοί, επομένως είναι φυσικό να κυριαρχούν οι Έλληνες πάνω τους. Για τους Πέρσες αλλά και για όλους τους άλλους, η ¨Δουλεία¨ αποτελεί μια φυσιολογική κατάσταση. Μοναδική μορφή διακυβέρνησης γι’ αυτούς είναι η τυραννική εξουσία, η οποία για τους Έλληνες είναι απαράδεκτη γιατί αυτοί κυβερνιούνται με παραδόσεις και νόμους. Ο πόλεμος εναντίων των βαρβάρων ήταν ουσιωδώς δίκαιος. Η πλεονεκτική γεωγραφική θέση της Ελλάδας, οι ιδιότητες της ελληνικής ιδιοσυγκρασίας, η τέχνη του «να υποτάσσει και να εξουσιάζει», δίνουν στους Έλληνες το δικαίωμα να κυριαρχούν στους άλλους. Το συμπέρασμα του Αριστοτέλη είναι ότι οι Έλληνες θα μπορούσαν να κυβερνήσουν τον κόσμο αν ήταν ενωμένοι (Τσιμπουκίδης). Ο φιλόσοφος προέκρινε για τη λύση του προβλήματος της ¨κρίσης της πόλης¨, δηλαδή τη διέξοδο από τα προβλήματα των ελληνικών πόλεων, την ένωση των Ελλήνων για τον καθορισμό της ηγεμονίας στον κόσμο. Και αυτός κοιτούσε ανατολικά…

Η πεποίθηση ότι οι Πέρσες ήταν στο σύνολο τους δούλοι ενώ οι Έλληνες ελεύθεροι εκφράστηκε και από τον Ισοκράτη. Ο ζήλος της μάχης, από πλευράς των Περσών κατά την εξέλιξη των επιχειρήσεων, σύμφωνα με τον Ισοκράτη δεν θα υπήρχε, εφόσον ήταν στο σύνολο τους προορισμένοι για δούλοι. Η εκτίμηση του Ισοκράτη είχε αληθοφάνεια, αλλά δε θα εκτιμούσε απόλυτα την περσική πραγματικότητα. Αυτό που θα έκρινε όμως τον πόλεμο δεν ήταν τα όποια πλεονεκτήματα της Μακεδονίας και της αδυναμίας των Περσών, αλλά η στρατιωτική, αλλά η στρατιωτική ευφυΐα του Αλέξανδρου και τα ολέθρια λάθη των Περσών σατραπών. Σε κάθε περίπτωση ο Ισοκράτης πίστευε στην ενότητα όλων των Ελλήνων και στον πόλεμο κατά των Περσών. Οι Έλληνες έπρεπε να ομονοήσουν, συνειδητοποιώντας την κοινή πολιτισμική και εθνική ταυτότητα και να θέσουν σκοπό την κατάκτηση των ελληνικών πόλεων της Μικράς Ασίας, για να εγκατασταθεί ο πλεονάζον πληθυσμός της Ελλάδας. Ο Ισοκράτης κατέληγε στην ανάδειξη μιας «ισχυρής προσωπικότητας που θα ένωνε τους Έλληνες και θα ηγούνταν της Πανελλήνιας Ιδέας». Πρότεινε τότε να κυριαρχήσει εν Ελλάδι ο Φίλιππος έστω και με χρήση βίας. Η ιδέα της ενότητας μετά τα Ελληνοπερσικά είχε κατακτήσει έδαφος στους αρχαίους διανοητές.
Εκτός από τον Ισοκράτη τα ίδια με τον Αριστοτέλη έλεγαν και ο Πλάτωνας με τον Ευριπίδη: «Οι βάρβαροι μπορούσαν να εξοντώνονται ή να εξορίζονται». Ο Ευριπίδης στην Ιφιγένεια εν Αυλίδι λέει: «Είναι φυσικό να κυβερνούν οι Έλληνες τους Βαρβάρους και όχι οι Βάρβαροι τους Έλληνες, γιατί οι μεν είναι δούλοι και οι δε ελεύθεροι!» Στο σημείο αυτό πρέπει να πούμε ότι η ιστορική αδράνεια είχε κρατήσει τους λαούς της περσικής αυτοκρατορίας στο πιο καθυστερημένο πολίτευμα, καθιστώντας τους πλήρως υποταγμένους στους δυνάστες τους.
Ταυτόχρονα σχηματίστηκε και η ιδέα της Οικουμενικότητας. Για πρώτη φορά στην ιστορία, ίσως και μοναδική ο συνεκτικός δεσμός της Οικουμενικότητας δε θα ήταν η βία, αλλά ο αμοιβαίος σεβασμός και η ειρηνική συμβίωση μέσα σε μια ισοτιμία και παγκόσμια ειρήνη. Ο αμοιβαίος σεβασμός και η ειρηνική συμβίωση μέσα σε μια ποικιλομορφία και ανάπτυξη όλων των εθνών, της οποίας θα άρχει ένας ανώτερος απελευθερωτικός πολιτισμός: Ο ελληνικός. Αυτό έγινε στην πράξη.

Ο αποτρεπτικός πόλεμος.

Το γεγονός ότι οι Μακεδόνες χαρακτηρίζονταν από τους Νότιους, πολλές φορές ως βάρβαροι (Δημοσθένης: Κατά Φιλίππου), δε θα πρέπει να σχετίζεται με την καταγωγή και το αίμα τους. Σε περίπτωση που θα είχαν εξελληνιστεί κάτι τέτοιο θα ήταν εντυπωσιακό, καθώς δε θα είχε συμβεί ξανά στην παγκόσμια ιστορία! Ο Πλάτων στο διάλογο Γοργίας, βάζει τον Πώλο να ρωτάει το Σωκράτη ή οποιοδήποτε Αθηναίο «εάν θα επιθυμούσε να ήταν στη θέση του Αρχέλαου (Μακεδόνας μονάρχης)», ο οποίος ήταν σύμφωνα μ’ αυτόν για διάφορους λόγους, άδικος βασιλιάς. Μ’ αυτόν τον τρόπο συνδέει εθνοτικά τους Μακεδόνες με τους Αθηναίους. Ο Αλέξανδρος είχε μεγαλώσει, όπως όλα τα ελληνόπουλα της εποχής του, διαβάζοντας Όμηρο. Δάσκαλος του ήταν ο Αριστοτέλης. Αυτοθεωρούνταν ως απόγονος του Ηρακλή από το Φίλιππο, αλλά και από τον Αχιλλέα από την πλευρά της μητέρας του. Έτσι θεωρούσαν τον Αλέξανδρο και τα άλλα αρχοντόπουλα της Μακεδονίας…

Η πλήρης εξάλειψη του περσικού κινδύνου ήταν ως σκέψη κυρίαρχη στο μυαλό του Φιλίππου. Οι Πέρσες επηρέαζαν τις ελληνικές πόλεις και ο Φίλιππος είχε κατανοήσει ότι ο υπ’ αριθμόν 1 κίνδυνος για το μακεδονικό βασίλειο ήταν οι Πέρσες. Αυτός ο κίνδυνος έπρεπε να εξαλειφθεί. Κάτι τέτοιο θα επιτυγχανόταν πλήρως με αμυντική και αποτρεπτική πολιτική. Η επιθετική αυτή πρωτοβουλία και καταστροφή του αντιπάλου, όπως και η δημιουργία αναχώματος μεταξύ Περσίας και Μακεδονίας με την κατοχή της Μικράς Ασίας, κρίθηκε από το Φίλιππο επιβεβλημένη. (Ίσως αυτό θα έπρεπε να κάνουμε, όπως επιχειρήθηκε το 1919, και σήμερα με την Τουρκία;) Έπρεπε λοιπόν να απελευθερωθούν όλες οι ελληνικές πόλεις της Μικράς Ασίας, οι οποίες είχαν υποδουλωθεί πάλι μετά τη διάλυση της Β΄ Αθηναϊκής Συμμαχίας. Η ήττα των Περσών θα σήμανε την οριστική απελευθέρωση της των ελληνικών πόλεων στην Ανατολή.

Ο Αλέξανδρος είχε όπως και ο Φίλιππος πολιτική σκέψη. Η σκέψη του ήταν αναλυτική όπως και αυτή του πατέρα του. Κάτι τέτοιο τον βοηθούσε να προλάβει τα γεγονότα και να αποτρέπει καταστάσεις υπέρ του πριν ακόμη αυτές εξελιχθούν. Κύριο μέλημα του υπήρξε η γεωπολιτική επέκταση της Μακεδονίας. Η Μακεδονία είχε πετύχει αυτό που επιζητούσε: Ήταν πλέον κυρίαρχη του ελληνικού εδάφους. Η νίκη του Φιλίππου στη Χαιρώνεια του είχε εξασφαλίσει δύο ψήφους στην Αμφικτιονία, που ήταν η δύναμη που θα ένωνε τους Έλληνες.

Ο νέος βασιλιάς ολοκλήρωσε το έργο του Φιλίππου και έγινε ρυθμιστής των πραγμάτων στη νότια Ελλάδα. Οι Αθηναίοι και οι Σπαρτιάτες είχαν νικήσει τους Πέρσες, ο Αλέξανδρος δεν αρκέστηκε με τη νίκη στη Χαιρώνεια και τη διατήρηση των κεκτημένων του πατέρα του, να γίνει δηλαδή απόλυτος ρυθμιστής της περιοχής ανάμεσα στη Θράκη και τη Θήβα ή στη διατήρηση των δύο ψήφων στην Αμφικτιονία. Στοχοθέτησε τη νίκη κατά των Περσών και την απελευθέρωση των ελληνικών πόλεων, Την απόφαση για την εκστρατεία την πήρε ο Φίλιππος, την επικύρωσαν οι Σύνοδοι των ελληνικού έθνους πολλές φορές με ομοψυχία, αλλά την υλοποίησε ο Αλέξανδρος. Έτσι θα επιβεβαίωνε την ηγετική του θέση και θα περνούσε στο μύθο.

Οι λόγοι της εκστρατείας ήταν αμυντικοί. Οι Πέρσες είχαν επιτεθεί πρώτοι τον 6ο αιώνα στις ελληνικές πόλεις της Μικράς Ασίας, στις αρχές του 5ου αιώνα στην Ελλάδα, ενώ στις αρχές του 4ου αιώνα είχαν επιβάλλει πάλι την κυριαρχία τους στις ελληνικές πόλεις της Ιωνίας. Στην εξέλιξη των γεγονότων ο Αλέξανδρος έδωσε στους Έλληνες της Ανατολής ορισμένη ελευθερία, παρά το γεγονός ότι ανακήρυξε πλήρη ελευθερία. Σκοπός του ήταν η εγκαθίδρυση ηγεμονίας. Η απελευθέρωση θα έπρεπε να συνδυάσει την εμπέδωση της κυριαρχίας στις δύο ακτές του Αιγαίου. Κάτι τέτοιο ήταν μονόδρομος. Οι ελληνικές πόλεις έπρεπε να βρίσκονται όχι μόνο στη σφαίρα αλλά και στην ουσιαστική κυριαρχία της Μακεδονίας, έστω και αν τυπικά ήταν ελεύθερες. Μόνο έτσι το εγχείρημα θα είχε επιτυχία και θα εξαλείφονταν ο βαρβαρικός κίνδυνος, σε διαφορετική περίπτωση μελλοντικά θα κινδύνευαν πάλι από τους Πέρσες. Έπρεπε δηλαδή μετά την απελευθέρωση με κάποιον τρόπο να τεθούν εγγυήσεις για την ελευθερία τους.

Η προώθηση μέχρι τον Άλυ ποταμό, σε πρώτη φάση, θα δημιουργούσε μια κατάσταση άνεσης για τις ελληνικές πόλεις της δυτικής Μικράς Ασίας. Οι πόλεις θα είχαν απευθείας σχέσεις με τον Αλέξανδρο, ο οποίος θα διατηρούσε το σύστημα της Σατραπείας που εφάρμοζαν και οι Πέρσες, καθώς ήταν οικείος στους λαούς. Θα επερχόταν επίσης διοικητική σταθερότητα μ τον έλεγχο του εσωτερικού τον πόλεων. Αμφίβολο είναι εάν οι πόλεις μπήκαν μετέπειτα στο Κοινό των Ελλήνων. Ο Αλέξανδρος διατήρησε τις σατραπείες αλλά απάλλαξε τις πόλεις από το φόρο, τον οποίο μετέτρεψε σε σύνταξις, που ήταν η εισφορά στον αγώνα σε άνδρες και χρήμα.

Καθώς το εθνικό φρόνημα των κυρίως Ελλήνων είχε και μεταφέρονταν η βάση του από την Αθήνα, τη Σπάρτη και τη Θήβα στη Μακεδονία, η δίψα για εκδίκηση εναντίων των Περσών κυριαρχούσε. Ο νέος βασιλιάς πάτησε στα πόδια του, κυριάρχησε στην Ευρώπη και την Ελλάδα και στη συνέχεια στράφηκε ανατολικά. Έλεγξε ολόκληρη τη Θράκη όχι με ελεύθερες αποικίες όπως έκαναν οι υπόλοιποι Έλληνες αλλά με στιβαρούς στρατιωτικούς σταθμούς (Φιλιππούπολη, Καλύβη, Βέροια, Αλεξανδρούπολη κλπ), ταυτόχρονα συνέδεσε εκεί τις ελληνικές πόλεις με συμμαχίες κε τη Μακεδονία.

Η εκδίκηση.

Ας επιστρέψουμε όμως πάλι στο χαρακτηρισμό του εκδικητικού πολέμου. Ο πανελλήνιος χαρακτήρας θα ήταν η αντεκδίκηση στα όσα είχαν κάνει οι Πέρσες τον προηγούμενο αιώνα. Το υπόβαθρο προϋπήρχε, καθώς εκτός από τους φιλοσόφους, ο Φίλιππος διαλαλούσε αυτή τη δικαιολογία προβάλλοντας ως ηγεμόνας των Ελλήνων. Στην πορεία ο πόθος για εκδίκηση εκτοπίστηκε από την ασφάλεια και σύμφωνα με τον Φούλερ «ο Αλέξανδρος παρασύρθηκε ανατολικά. Πλήρης ασφάλεια παρείχε μόνο η κατάληψη ολόκληρης της περσικής αυτοκρατορίας». Η επέκταση του πανελλήνιου πολιτισμού στην Ασία επισκίασε τελικά το εκδικητικό πνεύμα και συνεπώς, ο Αλέξανδρος δεν κατέστρεψε την περσική αυτοκρατορία αλλά αγωνίστηκε να την κρατήσει για ιδίον όφελος, και παρά τον εκδικητικό χαρακτήρα του αγώνα να δημιουργήσει ανάμεικτο πολιτισμό.

Θα κλείσουμε παραθέτοντας το στίχο του Ομήρου για τον σπουδαιότερο άνθρωπο που περπάτησε στη γη, και τον οποίον ο ίδιος είχε κάνει νόμο για τον εαυτό του: «Μαζί ενάρετος βασιλιάς και γενναίος πολεμιστής…»

-Ο Παύλος Παπαδόπουλος γεννήθηκε το 1978 στη Δράμα, μεγάλωσε στις Σέρρες και έζησε στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Από το 1996 εργάζεται στο δημόσιο σε διάφορες διοικητικές θέσεις. Είναι απόφοιτος της Σχολής Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας, της Σχολής Αστυφυλάκων της Αστυνομικής Ακαδημίας, της Σχολής Επιμόρφωσης και μετεκπαίδευσης ΕΛ.ΑΣ., και της Σχολής Ελληνικού Πολιτισμού, του Τμήματος Ανθρωπιστικών. Σπουδών του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. Μιλάει Αγγλικά και Γερμανικά.

Μοίρασε το άρθρο!