Ο Γιάννης Πάριος σε μια σπάνια συνέντευξή του: «Το μόνο που δεν θα είναι ανάμνηση και θα υπάρχει πανταχού παρόν είναι ο έρωτας!» Α ΜΕΡΟΣ

1059421_parios_new3

11/09/2016

Λέγεται πως ο Δημήτρης Χορν σύστηνε στους μαθητές του να ακούνε τους δίσκους του Γιάννη Πάριου ως το καλύτερο μάθημα ορθοφωνίας και δραματουργικής απόδοσης των στίχων. Κάποιος που συνομιλεί με τον Πάριο καταλαβαίνει αμέσως πόσο δίκιο είχε ο Χορν. Ο Πάριος μπορεί να κάνει κυριολεκτικά τα πάντα με τη φωνή του, είτε τραγουδώντας είτε απλώς μιλώντας. Όσο την ήθελα, άλλο τόσο τη φοβόμουν μια συνέντευξη μαζί του. Δεν ήθελα να καταφύγουμε σε θέματα επικαιρότητας, από την κριτική στην πολιτική κατάσταση μέχρι τα προσωπικά του – για το τελευταίο φρόντισαν, βλέπεις, τα gossip ΜΜΕ των τελευταίων χρόνων. Ο Πάριος, φυσικά, δεν είναι μόνο αυτό, ο Νο 1 ερωτικός Έλληνας τραγουδιστής, χαρακτηρισμός που του προξενεί δυσφορία. Είναι ένας καλλιτέχνης που αγαπήθηκε όσο λίγοι από τους Έλληνες, εντός κι εκτός Ελλάδας, που έχει τη δική του μεγάλη ιστορία στο τραγούδι και που πριν από 30 χρόνια έκανε smash hits τα τραγούδια του Αιγαίου, της «κούνιας» του, όπως λέει κι ο ίδιος. Και κάτι ακόμα: στη φετινή καλοκαιρινή περιοδεία του, στις συναυλίες του, τον ακολούθησαν πολλές χιλιάδες άνθρωποι, δίνοντάς του επάξια τον τίτλο του βασιλιά των live, καθώς μάλιστα η κρίση ολοένα και βαθαίνει. Η τελευταία μεγάλη συναυλία του θα δοθεί στην Αθήνα, στο Θέατρο Πέτρας στην Πετρούπολη, το Σάββατο 17 Σεπτεμβρίου, με χιλιάδες εισιτήρια να έχουν προπωληθεί μέσα σε λίγα 24ωρα από την κοινοποίηση του event. Καλύτερα, όμως, να παρακολουθήσουμε την κουβέντα που κάναμε ένα μεσημέρι στο σπίτι του στην Άνω Γλυφάδα.   — Καλώς σας βρίσκω, κύριε Πάριε. Δεν βγάζεις τα γυαλιά, να βλέπω τα μάτια σου; Σε λίγο θα σου δώσω ακορντεόν και βιολί. (γέλια)   Το μόνο που δεν θα είναι ανάμνηση και θα υπάρχει πανταχού παρόν είναι ο έρωτας!

— Σωστά, με συγχωρείτε. Έχω απέναντί μου, λοιπόν, τον τραγουδιστή με τον δίσκο που έχει τις υψηλότερες πωλήσεις στην Ελλάδα. Μιλάω, φυσικά, για τα «Νησιώτικα». Πιστέψατε εξαρχής στο εγχείρημα αυτό; Τα τραγούδια αυτά ήτανε η κούνια μου, δεν ήτανε το ρεπερτόριό μου. Δεν είχα να ψάξω για τα τραγούδια τα επόμενα. Τα ‘χα βρει ήδη. Ο δίσκος αυτός έγινε σαν υπόσχεση στον πατέρα μου. Τώρα, η τόσο μεγάλη επιτυχία ήταν κάτι που δεν φανταζόμουν και δεν περίμενα. Το καλύτερο απ’ όλα μου το ‘χει πει η Χαρούλα η Αλεξίου: «Ρε συ, απ’ τη στιγμή που τραγουδάνε και χορεύουν νησιώτικα στη Θήβα, η οποία Θήβα όχι μόνο θάλασσα δεν έχει αλλά ούτε και νερό, τι να λέμε τώρα…».   — Ωστόσο, συνήθως πίσω από κάθε επιτυχημένο δίσκο κρύβεται ο ιθύνων νους, που λένε. Σωστά, το λέγαμε για χρόνια αυτό με τον Αχιλλέα τον Θεοφίλου και τον Μάτσα. Τους είχα πει ότι το ‘χα υποσχεθεί στον πατέρα μου να κάνω έναν τέτοιο δίσκο και το μόνο ζήτημα ήταν αν θα έβγαινε μονός ή διπλός. Μονό έλεγε ο Μάτσας, διπλό έλεγε ο Θεοφίλου. Μάλιστα, η γυναίκα του Μάτσα στοιχημάτιζε τότε ότι δεν θα πούλαγε πάνω από 50.000! Να μη σας τα πολυλογώ, την πρώτη εβδομάδα τα «Νησιώτικα» πούλησαν 100.000 δίσκους διπλούς! Ήταν και Πάσχα κι έγινε χαμός. Δεν θεωρώ όμως ότι αυτά ήταν κομμάτια του ρεπερτορίου μου. Το είχα θεωρήσει απλώς τιμή μου! Άλλωστε, τα χρήματα από τα ποσοστά μου δεν τα κράτησα, τα χάρισα στην Πάρο. — Ωραίο είν’ αυτό, δεν το ξέρει ο κόσμος. Δεν πειράζει… Τα ‘δωσα και κάτι φτιάξανε εκεί. Δεν το λέω. — Πείτε το, θα ‘χει ενδιαφέρον. Το γήπεδο φτιάξανε, όπου γυμνάζονται σήμερα τα παιδιά.

— Προέρχεστε από μουσική οικογένεια; Δεν προέρχομαι από μουσική οικογένεια, αλλά από κάτι τραγουδισταράδες γονείς κι αδέρφια!   — Αυτό εννοούσα κι εγώ. Τα μουσικά μου ακούσματα ήταν μέσα από το σπίτι. Κατά τα άλλα, άκουγα και μουσική μόνος μου. Πήγαινα απέναντι από το καφενείο, καθόμουν κι άκουγα μουσική. — Της εποχής, Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, Πλέσσα; Όλα αυτά. Και Beatles ακόμα. Άκουγα ξένη μουσική, αλλά δεν έχω ιδιαίτερη σχέση. Δεν μου αρέσει ο θόρυβος. — Ο θόρυβος δεν υπάρχει και στο ελληνικό τραγούδι; Υπάρχει. — Δεν αναφέρομαι μόνο στο ροκ, και στο λαϊκό τραγούδι συναντάς θόρυβο. Έλα τώρα! — Όχι; Ε, μα είναι θόρυβος ο Τσιτσάνης και ο Βαμβακάρης; Αφού για λαϊκό μού είπες. Πρέπει να πλένουμε το στόμα μας πριν μιλήσουμε γι’ αυτούς τους αγίους! Εδώ τον Χιώτη τον άκουσε ο Jimi Hendrix και του ‘πε: «Θ’ αλλάξω επάγγελμα». Εκτός κι αν αναφέρεσαι σε κάτι τραγούδια που δεν τα τραγουδάνε αλλά τα μιλάνε: «Κακούργα κοινωνία» (τραγουδάει σε ρυθμούς ραπ). Μα είναι μουσική αυτό;   — Μου θυμίσατε τη Στανίση που κάποτε μου χαρακτήρισε ξεφτίλα μια διασκευή ρέγκε της «Φραγκοσυριανής». Σε πληροφορώ ότι κι εμένα με είχανε πάρει τηλέφωνο, και μάλιστα για τραγούδι που είχα γράψει ο ίδιος, το «Απορώ». «Κύριε Πάριε, να το κάνουμε έτσι κι έτσι;». Λέω: «Μην τ’ ακουμπήσετε, θα σας βάλω φωτιά!».

Το σκεπτικό σε όλο αυτό είναι το πέρασμα στη νέα γενιά. Ποια νέα γενιά, μωρέ; Αφού ο Πάριος το ‘χει τραγουδήσει, έτσι θα το ξέρουν όλοι. Και να σου πω και κάτι; Όσο είναι νέος ο άνθρωπος, δικαιολογείται. Εσύ που ‘σαι μεγαλύτερος και τον εκμεταλλεύεσαι, γιατί το κάνεις; Για να τον «πιάσεις» κοινό; Γιατί δεν του το δίνεις όπως είναι; Κι εγώ τραγούδησα Τσιτσάνη, αλλά τον έκανα παλτό μου. Μέσα στο σώμα μου ήταν ο Τσιτσάνης και κανείς άλλος. — Σας έχω σαν εικόνα να τραγουδάτε «Της Γερακίνας γιος». Άλλη βερσιόν, πραγματικά. Δεν είναι θέμα βερσιόν. Εγώ δανείζω την ερμηνεία μου σε κάθε τραγούδι. Δεν θα τραγουδήσω «Μα εγώ δε ζω γονατιστός» (μιμείται το τραχύ μάγκικο τραγούδισμα των ρεμπετών) σαν να μιμούμαι τον τρόπο που τραγούδαγαν οι άνθρωποι αυτοί. Θα το πω με τη σημερινή άποψη, όπως είπα και τα ερωτικά τραγούδια του Θεοδωράκη, για τα οποία μου είπε ο Μίκης: «Γιάννη μου, είναι σαν να ακούω καινούρια τραγούδια». Ξέρεις πού είναι η διαφορά; Πουθενά, παρά μόνο στην ερμηνεία. Να λες τα λόγια και να τα καταλαβαίνει ο άλλος από κάτω, να ομολογεί «χρόνια άκουγα το συγκεκριμένο τραγούδι και δεν ήξερα ότι εννοούσε αυτό». — Τι ακριβώς είναι για σας το τραγούδι; (σκέφτεται) Εμένα ρωτάς; Η ζωή μου είναι.   — Με το τραγούδι προσφέρεις βιώματα; Και εισπράττεις. Αλλωνών! Κάθε άνθρωπος που βρίσκεται από κάτω έχει δανειστεί τη φωνή σου για να πει κάτι στην κοπέλα του, στη σύντροφό του, στον χωρισμό του, στον εαυτό του τον ίδιο, να το πει, να το πει, να το πει! Σημασία έχει πως όταν ντρέπεται να πει κάτι ο άλλος, δανείζεται τον Πάριο. — Και πώς εισπράττει ένας τραγουδιστής τα βιώματα των ανθρώπων από κάτω; Από το βλέμμα τους, από το χειροκρότημά τους; Η ατμόσφαιρα τα λέει όλα με την πρώτη. Κι επίσης, ακόμα κι αν δεν τα εισπράττεις, η τιμή είναι μεγάλη και μόνο που έρχονται τόσοι άνθρωποι να σε ακούσουν κάθε φορά. Μεγάλη υπόθεση!

— Σας έχουν πει ότι μιλάτε σαν ηθοποιός του παλιού Εθνικού; Έχετε μια δραματουργική χροιά στην εκφορά του λόγου σας. Ναι, μου το ‘χουν πει φίλοι, του ραδιοφώνου κυρίως. Εγώ δεν θα τολμούσα να ισχυριστώ ότι… — Ότι δεν θα γινόσασταν ποτέ ηθοποιός; Κι εμείς οι τραγουδιστές στην ουσία ρόλους υποδυόμαστε. Και με το τραγούδι, ως γνωστόν, αλλάζεις ρόλους συνεχώς, γλιτώνεις απ’ το να ‘σαι μονοσήμαντος. — Σωστό, αφού εμπεριέχει τη θλίψη, τη χαρά και όχι μόνο. Με βάση ποιο στοιχείο προσεγγίζετε αρχικά το τραγούδι; Τη μελωδία ή τον στίχο; Το κάθε τραγούδι είναι μια βάρκα. Χρειάζεται έναν βαρκάρη να τραβήξει το κουπί. Αν την αφήσεις μόνη, στο έλεος του Θεού, θα πάει στα βράχια. — Εν προκειμένω, ο βαρκάρης είναι ο ερμηνευτής ή ο συνθέτης; Εγώ σου το λέω μεταφορικά. Το τραγούδι θέλει και προορισμό και λιμάνι. — Αναρωτιέμαι αν εγκλωβιστήκατε ποτέ στην εικόνα του Νο 1 ερωτικού τραγουδιστή της Ελλάδας. Όχι. Αυτά είναι σαχλαμάρες. Ο Ρουβάς είμαι; Και τον αναφέρω, που ‘ναι και πολύ καλό παιδί, διότι αυτές οι υστερικές αντιδράσεις από τις γυναίκες στις συναυλίες του Σάκη συμβαίνουν. — Μα πώς; Εγώ στο Κατράκειο που σας είδα πέρσι διώχνανε οι σεκιουριτάδες τις γυναίκες απ’ τη σκηνή. Ε, αλίμονο αν δεν αντιδρά ο κόσμος, θα το ‘χεις χάσει το παιχνίδι. Θεωρείς παιδιά σου τον κόσμο που σε θαυμάζει. Υπάρχει περίπτωση να σου πει το παιδί σου «σ’ αγαπώ, μπαμπά» και να μη συγκινηθείς; Το παν κάνουμε για να τους φέρουμε όλους κοντά μας, να μας ακούνε και να μας αγαπάνε. Μπορεί να σε ενοχλεί όλο αυτό; Δεν γίνεται… Όλα πάνε καλά. Εγώ πάντα λέω ότι δεν έχω κανένα παράπονο, ποτέ, ούτε από το τραγούδι, ούτε από τον έρωτα, ούτε από την ίδια μου τη ζωή. Αν έχω κάποιο παράπονο, είναι μόνο απέναντι στον εαυτό μου.

— Θα ήθελα να επεκταθείτε. Δεν με αγάπησα όσο θα ‘πρεπε, όσο θα ‘θελα ίσως, όσο μου αξίζει. — Σηκώνει κουβέντα αυτό. Κοίτα, δεν υπάρχει καμία σοβαρή κουβέντα στον κόσμο που να μη σηκώνει περαιτέρω συζήτηση. Και μόνο που λες κάτι που ‘χει ενδιαφέρον, σηκώνει κουβέντα. Σε θέματα, όμως, που εγώ πιστεύω ότι δεν σηκώνουν κουβέντα κλείνω. Ερμητικά, ξέρεις. — Καλά, δεν σας βάζω και το μαχαίρι στον λαιμό. Ξέρεις γιατί σου μίλησα γι’ αυτό; Για πράγματα στα οποία αδίκησα τον Γιάννη; Ε, επιλογή μου ήτανε, δεν μετανιώνω. (παύση)   — Το να λες δεν μετανιώνω είναι και η απόλυτη πληρότητα πολλές φορές. Όχι, δεν μετανιώνω, γιατί η ζωή εξακολουθεί να ‘ναι καλή μαζί μου και την ευχαριστώ.   — Με όλο το θάρρος, εγώ πιστεύω πως μπορεί να ‘χετε παράπονο για το ότι στερηθήκατε ένα ευρύ ρεπερτόριο, αντάξιο της φωνής σας. Ας πάμε, όμως, πολύ πίσω, στο 1970, στον Μάνο Λοΐζο και τις «Θαλασσογραφίες». Στενόχωρη κουβέντα αυτή. Είχα αρχίσει να λέω τραγούδια και στο τέλος έμεινε ένα, το «Γέρικο καράβι», χωρίς να με ρωτήσουν κιόλας. Ήτανε και εποχές που οι δισκογραφικές παίρνανε εντολές από τα κόμματα. Εγώ δεν ανήκα ποτέ σε κανένα κόμμα. Τι τα ψάχνεις τώρα…

Από τον ΑΝΤΩΝΗ ΜΠΟΣΚΟΪΤΗ Πηγή: www.lifo.gr

Την ιστορία του τραγουδιού ψάχνω. Ακριβώς αυτό, την ιστορία τη γράφουν τα τραγούδια και μόνο αυτά. Ο Μάνος ήταν μεγάλος τραγουδοποιός, άφησε σπουδαίο έργο. — Θεωρείτε ότι έγινε καπέλωμα κομματικό των Ελλήνων συνθετών; Δεν θεωρώ, έτσι έγινε. Και δεν αναφέρομαι στις «Θαλασσογραφίες». — Το κατάλαβα. Οι «Θαλασσογραφίες» βγήκαν μεσούσης της χούντας. Μιλάω όχι για καπελώματα αλλά για καλουπώματα ολόκληρα στο ελληνικό τραγούδι. Όποιος δεν τα ‘χε καλά με το κόμμα… Τέλος πάντων, ας μη χαλάσουμε τη συνέντευξη. Η κουβέντα εδώ είναι καθαρά ερωτική.   — Περί έρωτος, θέλετε να πείτε. Έστω. Να σου πω και κάτι άλλο; Όλα τα τραγούδια αυτά είναι ανάμνηση. Το μόνο που δεν θα είναι ανάμνηση και θα υπάρχει πανταχού παρόν είναι ο έρωτας! — Πότε θυμόσαστε ερωτευμένο τον εαυτό σας πρώτη φορά; Στα 17 μου στην Πάρο, μαθητής. Τα χρόνια τα στερημένα και τα φτωχά που ζήσαμε εμείς –και δεν το λέω ξανθοπουλίστικα– και εκ των υστέρων μάθαμε ότι ήταν στερημένα. — Δεν το καταλαβαίνατε στη ροή της καθημερινότητας; Όχι, γιατί δεν ξέραμε ότι υπήρχαν και χορτάτοι. Μια ζωή πεινασμένοι εμείς, αυτό γνωρίζαμε μόνο. Κρέας δεν ξέραμε ότι υπάρχει! Από ψάρι; Όσο θες και ό,τι ώρα θες! Και όλο αυτό γιατί λες; Δεν υπήρχε συγκοινωνία να πάνε στον Πειραιά να τα πουλήσουν και παρά να τα πετάξουν τα μοιράζανε. Τότε υπήρχε η καθημερινή επικοινωνία με τους ανθρώπους και η διασκέδαση η κυριακάτικη. Θα σου φανεί περίεργο, αλλά πηγαίναμε στην κυριακάτικη λειτουργία στην εκκλησία και κορδωνόμασταν στην κοπέλα που μπορεί να μην της είχαμε πιάσει ούτε το χέρι. — Ένας ρομαντισμός, λοιπόν, διάχυτος σε όλη την παλιά Ελλάδα, θα λέγαμε. Έτσι. Μπορεί να περνάγαμε έξω απ’ το ζαχαροπλαστείο όπου η κοπέλα έτρωγε μια πάστα, εκείνη να σου ‘λεγε «έλα μέσα» κι εμείς να μην μπαίναμε, γιατί δεν είχαμε φράγκο για την πάστα. Ωραία πράγματα ήταν αυτά, δεν τα βλέπω ως στέρηση. Τα διηγούμαι στα παιδιά μου καμιά φορά. — Μπορεί, άραγε, να τα καταλάβει ένα νέο παιδί; Όχι. Άμα του τα δίνεις όλα εσύ, γιατί να τα καταλάβει; Άμα του τα στερήσεις, ίσως. Αλλά γιατί να στερηθεί το παιδί μου για να με καταλάβει; «Άλλα τα χρόνια εκείνα, ρε μπαμπά», σου λέει κι έχει δίκιο. Δίκιο δεν έχει όταν κάνει το λάθος και σου λέει «δεν φταίω εγώ». — Ο θεσμός της οικογένειας μοιάζει να καθόρισε τη ζωή σας. Εγώ έκανα δυο γάμους και χώρισα. Δεν ξέρω, ως σύζυγος μπορεί να μην ήμουνα καλός – ούτε και αποτυχημένος ήμουν. Ως πατέρας μπαίνω στο Γκίνες όμως! Και ως άνθρωπος επίσης, απέναντι στις συντρόφους μου. Δεν θυμάμαι να έχω τσακωθεί, να έχω βριστεί με γυναίκα. Πάντα υπήρξα άνθρωπος του διαλόγου, άλλη με καταλάβαινε και άλλη όχι. — Μου είχε κάνει τρομερή εντύπωση, κύριε Πάριε, μια τηλεοπτική συνέντευξη της Φλέρυς Νταντωνάκη, στην οποία δήλωνε τη λατρεία της στο πρόσωπό σας. Η Φλέρυ μου, η αγάπη μου! Είχαμε τραγουδήσει κάποτε μαζί στο Φάληρο, σε συναυλία της ΚΝΕ, τραγούδια του Ξαρχάκου. Γίναμε κολλητοί, συναντιόμασταν συχνά. Έφυγε νωρίς το μωρό μου! Τι άγγελος, τι αγγελική φωνή υπήρξε! Δεν πρόλαβε να αφήσει μεγάλο έργο, ο μόνος που της πήρε τον ανθό της σαν τη μέλισσα ήταν ο Μάνος Χατζιδάκις. Τι καλά που έκανε! Η γυναίκα δεν χρειαζόταν να πει κάτι άλλο μετά τον «Μεγάλο Ερωτικό». Έχω και ακούω συχνά εκείνες τις ηχογραφήσεις της με τον Μάνο στο πιάνο, στα ρεμπέτικα. Θεϊκή μες στην απλότητά της!

— Θα ‘χε ενδιαφέρον να μου πείτε πώς σας «άγγιξε» πρώτη φορά ο «Μεγάλος Ερωτικός» του Χατζιδάκι. Έμενα στο Παγκράτι τότε, θυμάμαι. Τον άκουγα απ’ το πρωί ως το βράδυ! Δεν «υπήρχε» ο δίσκος αυτός! Για μένα ο «Μεγάλος Ερωτικός» μπαίνει άνετα σε μουσείο δίπλα στην Αφροδίτη της Μήλου, για τέτοιο έργο μιλάμε! Απλησίαστης αισθητικής, και καλά έκανε ο Μάνος και δεν το πείραξε ξανά, καθότι μερικά πράγματα δεν επαναλαμβάνονται. — Δεν συνεργαστήκατε, όμως, ποτέ με τον Χατζιδάκι. Γιατί; Όχι, αλλά θα σου πω μια ιστορία που συνέβη την ίδια εποχή που έκανα τα «Νησιώτικα». Είμαι στο αεροδρόμιο και βλέπω τον Χατζιδάκι να ‘ρχεται προς το μέρος μου. Τα χάνω. Έρχεται μπροστά μου και μου λέει: «Κύριε Πάριε, θέλω να σας πω κάτι. Είστε ο μοναδικός καλλιτέχνης που δεν με έχει ενοχλήσει. Και να ξέρατε πόσο θα ‘θελα». Αυτός πήγαινε Ηράκλειο, εγώ Θεσσαλονίκη. Όλη την πτήση την έβγαλα πανευτυχής, κοιτάζοντας την οροφή του αεροσκάφους. Μου είπαν «φτάσαμε», χαμπάρι δεν είχα πάρει. Το ίδιο ένιωσα και στις συνεργασίες μου με τον Θεοδωράκη και τον Ξαρχάκο. Οι άνθρωποι αυτοί είναι πάνω από τον τραγουδιστή, μη σου πω και πάνω απ’ το έργο τους. Όπως και ο Σαββόπουλος, που είμαστε φίλοι, έχουμε συνεργαστεί και είναι ο Βαμβακάρης της δικής μας γενιάς από το «Φορτηγό» και μετά. — Μου αρέσει που κάνετε αναφορές σε έργα-σταθμούς της ελληνικής δισκογραφίας, «Φορτηγό», «Ο Μεγάλος Ερωτικός». Δείχνει σφαιρική γνώση. Παναγία μου! Παιδεία είναι αυτή, έχει να κάνει με το πανεπιστήμιο της μουσικής. Κανείς μας δεν το τελειώνει. — Τόσο δύσκολες είναι οι εξετάσεις; Δεν είναι θέμα εξετάσεων. Η αξιολόγηση είναι υποκειμενική, αλλά υπάρχει μια αντικειμενικότητα σε ορισμένα πράγματα. Υπάρχει η τριάδα Χατζιδάκις – Θεοδωράκης – Ξαρχάκος, αλλά υπάρχουν και πιο πίσω ο Τσιτσάνης, ο Βαμβακάρης και ο Παπαϊωάννου, οι άγιοι καπεταναίοι της μουσικής μας. — Να σας ρωτήσω τώρα κάτι άλλο. Έχει σχέση, πιστεύετε, ο «Μεγάλος Ερωτικός» με το «Μη μ’ αφήνεις, μη», την εξελληνισμένη εκδοχή του «Ne me quitte pas» του Jacques Brel που τραγουδήσατε; Κι ήσασταν ο πρώτος που μετέφερε στα ελληνικά Brel, αν δεν απατώμαι, σε εποχές που έσκιζε το ιταλικό και το γαλλικό τραγούδι. Γιατί δεν μπορεί να έχει; Δεν είναι σπουδαίος ποιητής ο Jacques Brel; Το τραγούδι αυτό ήρθε κατόπιν πρότασης. Οι ελληνικοί στίχοι δεν ήταν δικοί μου αλλά της Σόφης Παππά, μικρό κορίτσι τότε. Με είχε συγκινήσει και το τέλος του Brel, όταν διαγνώστηκε με καρκίνο και αποτραβήχτηκε σε ένα νησί. Ξέρεις ποιος είναι ο στίχος του που γράφτηκε στα γαλλικά έτσι ακριβώς, αλλά στα ελληνικά γελάνε όλοι; Τρομαχτική εικόνα, μεταφορική: «Άσε με να ‘μαι η σκιά του σκύλου σου». — Τον ξέρω τον στίχο και τον βρίσκω συγκλονιστικό. Συγκλονιστικός είναι!

— Είστε αγχώδης άνθρωπος; Είμαι ευσυγκίνητος και κάθε ευσυγκίνητος άνθρωπος δεν είναι απλώς αγχώδης, αλλά αρχίζει να διυλίζει τον κώνωπα. Είμαι αγχώδης, αλλά και αγχωτικός απέναντι στους άλλους, μόνο που ξέρω να ζητάω συγγνώμη, να πάρω μια αγκαλιά τον άλλο. Και οι άλλοι που με γνωρίζουν ξέρουν ότι κατά βάθος είμαι αρνάκι. — Ένας καλλιτέχνης προτιμά την παρέα άλλων καλλιτεχνών ή «κανονικών» ανθρώπων; Αυτό εξαρτάται από τον άνθρωπο-καλλιτέχνη και όχι από τον καλλιτέχνη-άνθρωπο. Όλα είναι παιδεία και μνήμη. Να μην ξεχνάς από πού ήρθες, από πού κατάγεσαι. Να μην ξεχνάς ότι μυρίζει ακόμα η πείνα σου. Να μην πιάνεις πέντε δεκάρες κι επειδή μετακομίζεις στα βόρεια προάστια να νομίζεις ότι είσαι κάτι. Ψευτοδιλήμματα είναι αυτά, ψέματα. Σαν να σου λέω εγώ ότι έχω δικό μου ελικόπτερο! Πώς, βρε μαλάκα, αφού φοβάσαι τα αεροπλάνα, μπαίνεις μέσα και με το πρώτο τράνταγμα δεν ξέρεις πού να κρυφτείς. Εγώ θέλω να μπαίνω στο βαπόρι και να πηγαίνω στην Πάρο, παρόλο που έχει και αεροπλάνο. Με ρωτάς πώς θα μπω εγώ στο αεροπλάνο, που τρέμει η ψυχή μου; — Ανέκαθεν σας συνέβαινε αυτό; Δεν φαντάζεσαι! — Ο Ευγένιος Αρανίτσης είχε γράψει πως είναι λογικός ο φόβος των ανθρώπων για το αεροπλάνο. Ενώ για τα πλοία όχι, εφόσον σε νερό μέσα σχηματίζεται η ύπαρξή μας. Κι εγώ αρχίζω να το φιλοσοφώ μες στο αεροπλάνο, όποτε δεν κοιτάζω το πιλοτήριο ή δεν ζαλίζω τις αεροσυνοδούς στο στιλ «σαν πολύ δεν κουνάει»; Σωστός, λοιπόν, ο Αρανίτσης! Άμα δεν ξέρεις και από φυσική κιόλας, είναι ανεξήγητο το μυστήριο να ‘σαι ιπτάμενος. — Είχατε έφεση στις θετικές επιστήμες ως μαθητής; Πιστεύω ότι ήμουν καλός μαθητής, αλλά έφεση είχα στα φιλολογικά. — Γράφετε γενικά; Και δεν εννοώ τραγούδια. Γράφω. Σκέψεις. Όχι με σκοπό να γίνουν τραγούδια. Ας τις βρουν αργότερα οι γιοι μου.

Τις έχετε ως επτασφράγιστο μυστικό; Όχι, όχι. Απλώς, επειδή ζω μόνος μου, δεν είναι εύκολη η πρόσβαση σ’ αυτές. — Ζείτε μόνος, αλλά περιστοιχισμένος από ανθρώπους. Όχι, μόνος, το εννοώ. Δεν μου αρέσουν οι αυλές, είμαι αλλεργικός σ’ αυτά. — Καταλαβαίνετε κάποιον που σας προσεγγίζει ως αυλικός; Ναι! Το προσωπείο φαίνεται κατευθείαν. Γιατί, ρε φίλε, έχεις άλλη αντιμετώπιση σ’ εμένα και άλλη σ’ αυτόν; Επειδή εγώ τραγουδάω καλύτερα; Και λοιπόν; Τέλος πάντων, οι άνθρωποι συμπαραστέκονται ή κάνουν φίλους ανθρώπους που τους έχουν ανάγκη οι ίδιοι. — Ίσως με την ίδια λογική που δεν θέλατε αυλές να μην κάνατε κι εσείς τηλεφωνήματα σε συνθέτες. Ποτέ. Τα ίδια και με τον Σπανουδάκη. Φίλος μου. Δεν έχεις ιδέα τι παιδί είναι, ένα μωρό είναι. Πρωτογνωριστήκαμε τότε που τραγούδαγα στο REX με τον Σαββόπουλο κι είχα πει το «Η ζωή περνά και χάνεται», το «Σήμερα». Πήγα νύχτα στο στούντιό του μαζί με τη Βιτάλη –να ‘ναι καλά κι αυτή–, άρχισα να τραγουδώ το κομμάτι, του άρεσε, πάτησε τα κουμπιά κι έφυγε! Τέτοια τρέλα έχει ο Σταμάτης! — Σας ενόχλησε η επανεκτέλεση του τραγουδιού από την Άντζελα Δημητρίου; Όχι, μωρέ, γιατί; Δεν ήταν δική μου πρωτοβουλία ή επιλογή, αλλά το ‘θελε ο Σταμάτης. Κουβαρντάς άνθρωπος, πάρε να ‘χεις!   — Και με τα ΜΜΕ έχετε καλές σχέσεις, κύριε Πάριε. Επειδή ίσχυε ό,τι και με τους συνθέτες, δεν σήκωσα ποτέ τηλέφωνο για να ενοχλήσω κάποιον. Πρέπει να καταλάβουν οι καλλιτέχνες ότι εμείς έχουμε ανάγκη την προβολή και τους δημοσιογράφους, όχι αυτοί εμάς. — Τα τελευταία χρόνια, όμως, ασχολήθηκαν υπέρ το δέον με την ιδιωτική σας ζωή. Σ’ αυτό το θέμα σημασία έχει η σκόνη. Να καταλαγιάσει ο όποιος κουρνιαχτός, να μην αντιδράσεις και μετά να σ’ αφήσουν ήσυχο. Πέρασε η σκόνη, έφυγε, χωρίς να σκονιστείς. — Σας έβλεπα τις προάλλες σ’ εκείνο το παλιό ασπρόμαυρο φιλμάκι να τραγουδάτε με τον γιο σας, τον Χάρη. Σκεφτόμουν πως κάνατε το πρώτο ντουέτο μπαμπά-γιου στο ελληνικό τραγούδι. Ο Χάρης ήταν 10 ετών στα 11 τότε. Είχε γράψει αυτός τη μελωδία κι εγώ τους στίχους. Το τραγούδησα και αμέσως έφυγα για περιοδεία στην Αμερική. Πήρε ο Θεοφίλου τον μικρό, τον έβαλε στο στούντιο και τραγούδησε το δικό του μέρος. Κοίταξε, δεν ήταν απλώς ότι ο Χάρης μεγάλωσε ως γιος μου, αλλά και ότι σπούδασε μουσική στο Μπέρκλεϊ. Σύνθεση. Μάλιστα είχε δώσει εξετάσεις με ένα οργανικό κομμάτι που έγινε τραγούδι. Του έβαλα εγώ στίχους κι έτσι έγινε το «Έρωτας είναι θαρρώ».

— Δεν μιλήσαμε για τη δική σας ενασχόληση με τη σύνθεση. Έχετε γράψει μεγάλες επιτυχίες. Ποτέ δεν λέω ότι τώρα θα κάτσω και θα γράψω κάτι. Εάν μου ‘ρθει κάτι, θα το γράψω ψιθυρίζοντας τη μελωδία, όπως κάνεις εσύ τώρα με το μαγνητοφωνάκι σου. Αργότερα την τελειοποιώ, βέβαια, τη μελωδία. — Φέτος δώσατε μια σειρά συναυλιών στην επαρχία με σαρωτική απήχηση. Δεν έχετε «καεί» εσείς καλλιτεχνικά από περιοδείες. Όχι, δεν βγαίνω, αυτή είναι η δεύτερη ή η τρίτη φορά που το κάνω στα 50 χρόνια της πορείας μου. Εγώ λέω ότι οι συνάδελφοι που κάνουν συναυλίες το καλοκαίρι πρέπει να τραγουδάνε στα διαλείμματα, στο ημίχρονο. Το ματς δίνεται τον χειμώνα στους χώρους.   — Θα σας δούμε εσάς τον χειμώνα κάπου; Θα με δείτε, αλλά δεν θέλω να πω λεπτομέρειες. Θα τραγουδήσω μαζί με μια γυναίκα. — Έχετε πάθη; Πάθη με «η» ή με «ει»; — Με «η». Αν θεωρείται πάθος η αγάπη για τα παιδιά μου, ναι, έχω. Άλλα όχι, ούτε αλκοόλ, ούτε τσιγάρο, αν και παλιότερα κάπνιζα πολύ. — Έχετε πάθει; Με «ει» τώρα. Πώς δεν έχω πάθει; Τρεις γαστρορραγίες έχω πάθει. — Ψυχοσωματικό θα ‘ναι… Ναι, είναι ψυχοσωματικό. Από 18 ετών είχα θέμα με το στομάχι μου. — Πώς θα παρουσιάζατε τον εαυτό σας σε κάποιον που δεν σας ξέρει ούτε ως τραγουδιστή; Ο νοτιάς είμαι εγώ. Σαν τον γαρμπή που έχει τα φουσκώματά του από κάτω και όχι από πάνω. Που δείχνει ήρεμος, αλλά μόλις τον πλησιάσεις μπορεί να σε πετάξει στη θάλασσα. — Πού να γινόσασταν και ναυτικός… Με τίποτα! Με τίποτα! Δεν έχω υπομονή. Εγώ θέλω να πατάω τη στεριά. — Τη λατρεύετε, όμως, τη θάλασσα. Τη σέβομαι. — Τελικά, κύριε Πάριε, είναι πιο καλή η μοναξιά; «Από σένα που δεν φτάνω», ναι. Ως εκεί όμως!

Από τον ΑΝΤΩΝΗ ΜΠΟΣΚΟΪΤΗ Πηγή: www.lifo.gr

Μοίρασε το άρθρο!