Ο Γιάννης Πάριος σε μια σπάνια συνέντευξή του: «Το μόνο που δεν θα είναι ανάμνηση και θα υπάρχει πανταχού παρόν είναι ο έρωτας!» Β ΜΕΡΟΣ

1059418_parios_new2

13/09/2016

Την ιστορία του τραγουδιού ψάχνω. Ακριβώς αυτό, την ιστορία τη γράφουν τα τραγούδια και μόνο αυτά. Ο Μάνος ήταν μεγάλος τραγουδοποιός, άφησε σπουδαίο έργο. — Θεωρείτε ότι έγινε καπέλωμα κομματικό των Ελλήνων συνθετών; Δεν θεωρώ, έτσι έγινε. Και δεν αναφέρομαι στις «Θαλασσογραφίες». — Το κατάλαβα. Οι «Θαλασσογραφίες» βγήκαν μεσούσης της χούντας. Μιλάω όχι για καπελώματα αλλά για καλουπώματα ολόκληρα στο ελληνικό τραγούδι. Όποιος δεν τα ‘χε καλά με το κόμμα… Τέλος πάντων, ας μη χαλάσουμε τη συνέντευξη. Η κουβέντα εδώ είναι καθαρά ερωτική.   — Περί έρωτος, θέλετε να πείτε. Έστω. Να σου πω και κάτι άλλο; Όλα τα τραγούδια αυτά είναι ανάμνηση. Το μόνο που δεν θα είναι ανάμνηση και θα υπάρχει πανταχού παρόν είναι ο έρωτας! — Πότε θυμόσαστε ερωτευμένο τον εαυτό σας πρώτη φορά; Στα 17 μου στην Πάρο, μαθητής. Τα χρόνια τα στερημένα και τα φτωχά που ζήσαμε εμείς –και δεν το λέω ξανθοπουλίστικα– και εκ των υστέρων μάθαμε ότι ήταν στερημένα. — Δεν το καταλαβαίνατε στη ροή της καθημερινότητας; Όχι, γιατί δεν ξέραμε ότι υπήρχαν και χορτάτοι. Μια ζωή πεινασμένοι εμείς, αυτό γνωρίζαμε μόνο. Κρέας δεν ξέραμε ότι υπάρχει! Από ψάρι; Όσο θες και ό,τι ώρα θες! Και όλο αυτό γιατί λες; Δεν υπήρχε συγκοινωνία να πάνε στον Πειραιά να τα πουλήσουν και παρά να τα πετάξουν τα μοιράζανε. Τότε υπήρχε η καθημερινή επικοινωνία με τους ανθρώπους και η διασκέδαση η κυριακάτικη. Θα σου φανεί περίεργο, αλλά πηγαίναμε στην κυριακάτικη λειτουργία στην εκκλησία και κορδωνόμασταν στην κοπέλα που μπορεί να μην της είχαμε πιάσει ούτε το χέρι. — Ένας ρομαντισμός, λοιπόν, διάχυτος σε όλη την παλιά Ελλάδα, θα λέγαμε. Έτσι. Μπορεί να περνάγαμε έξω απ’ το ζαχαροπλαστείο όπου η κοπέλα έτρωγε μια πάστα, εκείνη να σου ‘λεγε «έλα μέσα» κι εμείς να μην μπαίναμε, γιατί δεν είχαμε φράγκο για την πάστα. Ωραία πράγματα ήταν αυτά, δεν τα βλέπω ως στέρηση. Τα διηγούμαι στα παιδιά μου καμιά φορά. — Μπορεί, άραγε, να τα καταλάβει ένα νέο παιδί; Όχι. Άμα του τα δίνεις όλα εσύ, γιατί να τα καταλάβει; Άμα του τα στερήσεις, ίσως. Αλλά γιατί να στερηθεί το παιδί μου για να με καταλάβει; «Άλλα τα χρόνια εκείνα, ρε μπαμπά», σου λέει κι έχει δίκιο. Δίκιο δεν έχει όταν κάνει το λάθος και σου λέει «δεν φταίω εγώ». — Ο θεσμός της οικογένειας μοιάζει να καθόρισε τη ζωή σας. Εγώ έκανα δυο γάμους και χώρισα. Δεν ξέρω, ως σύζυγος μπορεί να μην ήμουνα καλός – ούτε και αποτυχημένος ήμουν. Ως πατέρας μπαίνω στο Γκίνες όμως! Και ως άνθρωπος επίσης, απέναντι στις συντρόφους μου. Δεν θυμάμαι να έχω τσακωθεί, να έχω βριστεί με γυναίκα. Πάντα υπήρξα άνθρωπος του διαλόγου, άλλη με καταλάβαινε και άλλη όχι. — Μου είχε κάνει τρομερή εντύπωση, κύριε Πάριε, μια τηλεοπτική συνέντευξη της Φλέρυς Νταντωνάκη, στην οποία δήλωνε τη λατρεία της στο πρόσωπό σας. Η Φλέρυ μου, η αγάπη μου! Είχαμε τραγουδήσει κάποτε μαζί στο Φάληρο, σε συναυλία της ΚΝΕ, τραγούδια του Ξαρχάκου. Γίναμε κολλητοί, συναντιόμασταν συχνά. Έφυγε νωρίς το μωρό μου! Τι άγγελος, τι αγγελική φωνή υπήρξε! Δεν πρόλαβε να αφήσει μεγάλο έργο, ο μόνος που της πήρε τον ανθό της σαν τη μέλισσα ήταν ο Μάνος Χατζιδάκις. Τι καλά που έκανε! Η γυναίκα δεν χρειαζόταν να πει κάτι άλλο μετά τον «Μεγάλο Ερωτικό». Έχω και ακούω συχνά εκείνες τις ηχογραφήσεις της με τον Μάνο στο πιάνο, στα ρεμπέτικα. Θεϊκή μες στην απλότητά της!

— Θα ‘χε ενδιαφέρον να μου πείτε πώς σας «άγγιξε» πρώτη φορά ο «Μεγάλος Ερωτικός» του Χατζιδάκι. Έμενα στο Παγκράτι τότε, θυμάμαι. Τον άκουγα απ’ το πρωί ως το βράδυ! Δεν «υπήρχε» ο δίσκος αυτός! Για μένα ο «Μεγάλος Ερωτικός» μπαίνει άνετα σε μουσείο δίπλα στην Αφροδίτη της Μήλου, για τέτοιο έργο μιλάμε! Απλησίαστης αισθητικής, και καλά έκανε ο Μάνος και δεν το πείραξε ξανά, καθότι μερικά πράγματα δεν επαναλαμβάνονται. — Δεν συνεργαστήκατε, όμως, ποτέ με τον Χατζιδάκι. Γιατί; Όχι, αλλά θα σου πω μια ιστορία που συνέβη την ίδια εποχή που έκανα τα «Νησιώτικα». Είμαι στο αεροδρόμιο και βλέπω τον Χατζιδάκι να ‘ρχεται προς το μέρος μου. Τα χάνω. Έρχεται μπροστά μου και μου λέει: «Κύριε Πάριε, θέλω να σας πω κάτι. Είστε ο μοναδικός καλλιτέχνης που δεν με έχει ενοχλήσει. Και να ξέρατε πόσο θα ‘θελα». Αυτός πήγαινε Ηράκλειο, εγώ Θεσσαλονίκη. Όλη την πτήση την έβγαλα πανευτυχής, κοιτάζοντας την οροφή του αεροσκάφους. Μου είπαν «φτάσαμε», χαμπάρι δεν είχα πάρει. Το ίδιο ένιωσα και στις συνεργασίες μου με τον Θεοδωράκη και τον Ξαρχάκο. Οι άνθρωποι αυτοί είναι πάνω από τον τραγουδιστή, μη σου πω και πάνω απ’ το έργο τους. Όπως και ο Σαββόπουλος, που είμαστε φίλοι, έχουμε συνεργαστεί και είναι ο Βαμβακάρης της δικής μας γενιάς από το «Φορτηγό» και μετά. — Μου αρέσει που κάνετε αναφορές σε έργα-σταθμούς της ελληνικής δισκογραφίας, «Φορτηγό», «Ο Μεγάλος Ερωτικός». Δείχνει σφαιρική γνώση. Παναγία μου! Παιδεία είναι αυτή, έχει να κάνει με το πανεπιστήμιο της μουσικής. Κανείς μας δεν το τελειώνει. — Τόσο δύσκολες είναι οι εξετάσεις; Δεν είναι θέμα εξετάσεων. Η αξιολόγηση είναι υποκειμενική, αλλά υπάρχει μια αντικειμενικότητα σε ορισμένα πράγματα. Υπάρχει η τριάδα Χατζιδάκις – Θεοδωράκης – Ξαρχάκος, αλλά υπάρχουν και πιο πίσω ο Τσιτσάνης, ο Βαμβακάρης και ο Παπαϊωάννου, οι άγιοι καπεταναίοι της μουσικής μας. — Να σας ρωτήσω τώρα κάτι άλλο. Έχει σχέση, πιστεύετε, ο «Μεγάλος Ερωτικός» με το «Μη μ’ αφήνεις, μη», την εξελληνισμένη εκδοχή του «Ne me quitte pas» του Jacques Brel που τραγουδήσατε; Κι ήσασταν ο πρώτος που μετέφερε στα ελληνικά Brel, αν δεν απατώμαι, σε εποχές που έσκιζε το ιταλικό και το γαλλικό τραγούδι. Γιατί δεν μπορεί να έχει; Δεν είναι σπουδαίος ποιητής ο Jacques Brel; Το τραγούδι αυτό ήρθε κατόπιν πρότασης. Οι ελληνικοί στίχοι δεν ήταν δικοί μου αλλά της Σόφης Παππά, μικρό κορίτσι τότε. Με είχε συγκινήσει και το τέλος του Brel, όταν διαγνώστηκε με καρκίνο και αποτραβήχτηκε σε ένα νησί. Ξέρεις ποιος είναι ο στίχος του που γράφτηκε στα γαλλικά έτσι ακριβώς, αλλά στα ελληνικά γελάνε όλοι; Τρομαχτική εικόνα, μεταφορική: «Άσε με να ‘μαι η σκιά του σκύλου σου». — Τον ξέρω τον στίχο και τον βρίσκω συγκλονιστικό. Συγκλονιστικός είναι!

— Είστε αγχώδης άνθρωπος; Είμαι ευσυγκίνητος και κάθε ευσυγκίνητος άνθρωπος δεν είναι απλώς αγχώδης, αλλά αρχίζει να διυλίζει τον κώνωπα. Είμαι αγχώδης, αλλά και αγχωτικός απέναντι στους άλλους, μόνο που ξέρω να ζητάω συγγνώμη, να πάρω μια αγκαλιά τον άλλο. Και οι άλλοι που με γνωρίζουν ξέρουν ότι κατά βάθος είμαι αρνάκι. — Ένας καλλιτέχνης προτιμά την παρέα άλλων καλλιτεχνών ή «κανονικών» ανθρώπων; Αυτό εξαρτάται από τον άνθρωπο-καλλιτέχνη και όχι από τον καλλιτέχνη-άνθρωπο. Όλα είναι παιδεία και μνήμη. Να μην ξεχνάς από πού ήρθες, από πού κατάγεσαι. Να μην ξεχνάς ότι μυρίζει ακόμα η πείνα σου. Να μην πιάνεις πέντε δεκάρες κι επειδή μετακομίζεις στα βόρεια προάστια να νομίζεις ότι είσαι κάτι. Ψευτοδιλήμματα είναι αυτά, ψέματα. Σαν να σου λέω εγώ ότι έχω δικό μου ελικόπτερο! Πώς, βρε μαλάκα, αφού φοβάσαι τα αεροπλάνα, μπαίνεις μέσα και με το πρώτο τράνταγμα δεν ξέρεις πού να κρυφτείς. Εγώ θέλω να μπαίνω στο βαπόρι και να πηγαίνω στην Πάρο, παρόλο που έχει και αεροπλάνο. Με ρωτάς πώς θα μπω εγώ στο αεροπλάνο, που τρέμει η ψυχή μου; — Ανέκαθεν σας συνέβαινε αυτό; Δεν φαντάζεσαι! — Ο Ευγένιος Αρανίτσης είχε γράψει πως είναι λογικός ο φόβος των ανθρώπων για το αεροπλάνο. Ενώ για τα πλοία όχι, εφόσον σε νερό μέσα σχηματίζεται η ύπαρξή μας. Κι εγώ αρχίζω να το φιλοσοφώ μες στο αεροπλάνο, όποτε δεν κοιτάζω το πιλοτήριο ή δεν ζαλίζω τις αεροσυνοδούς στο στιλ «σαν πολύ δεν κουνάει»; Σωστός, λοιπόν, ο Αρανίτσης! Άμα δεν ξέρεις και από φυσική κιόλας, είναι ανεξήγητο το μυστήριο να ‘σαι ιπτάμενος. — Είχατε έφεση στις θετικές επιστήμες ως μαθητής; Πιστεύω ότι ήμουν καλός μαθητής, αλλά έφεση είχα στα φιλολογικά. — Γράφετε γενικά; Και δεν εννοώ τραγούδια. Γράφω. Σκέψεις. Όχι με σκοπό να γίνουν τραγούδια. Ας τις βρουν αργότερα οι γιοι μου.

Τις έχετε ως επτασφράγιστο μυστικό; Όχι, όχι. Απλώς, επειδή ζω μόνος μου, δεν είναι εύκολη η πρόσβαση σ’ αυτές. — Ζείτε μόνος, αλλά περιστοιχισμένος από ανθρώπους. Όχι, μόνος, το εννοώ. Δεν μου αρέσουν οι αυλές, είμαι αλλεργικός σ’ αυτά. — Καταλαβαίνετε κάποιον που σας προσεγγίζει ως αυλικός; Ναι! Το προσωπείο φαίνεται κατευθείαν. Γιατί, ρε φίλε, έχεις άλλη αντιμετώπιση σ’ εμένα και άλλη σ’ αυτόν; Επειδή εγώ τραγουδάω καλύτερα; Και λοιπόν; Τέλος πάντων, οι άνθρωποι συμπαραστέκονται ή κάνουν φίλους ανθρώπους που τους έχουν ανάγκη οι ίδιοι. — Ίσως με την ίδια λογική που δεν θέλατε αυλές να μην κάνατε κι εσείς τηλεφωνήματα σε συνθέτες. Ποτέ. Τα ίδια και με τον Σπανουδάκη. Φίλος μου. Δεν έχεις ιδέα τι παιδί είναι, ένα μωρό είναι. Πρωτογνωριστήκαμε τότε που τραγούδαγα στο REX με τον Σαββόπουλο κι είχα πει το «Η ζωή περνά και χάνεται», το «Σήμερα». Πήγα νύχτα στο στούντιό του μαζί με τη Βιτάλη –να ‘ναι καλά κι αυτή–, άρχισα να τραγουδώ το κομμάτι, του άρεσε, πάτησε τα κουμπιά κι έφυγε! Τέτοια τρέλα έχει ο Σταμάτης! — Σας ενόχλησε η επανεκτέλεση του τραγουδιού από την Άντζελα Δημητρίου; Όχι, μωρέ, γιατί; Δεν ήταν δική μου πρωτοβουλία ή επιλογή, αλλά το ‘θελε ο Σταμάτης. Κουβαρντάς άνθρωπος, πάρε να ‘χεις!   — Και με τα ΜΜΕ έχετε καλές σχέσεις, κύριε Πάριε. Επειδή ίσχυε ό,τι και με τους συνθέτες, δεν σήκωσα ποτέ τηλέφωνο για να ενοχλήσω κάποιον. Πρέπει να καταλάβουν οι καλλιτέχνες ότι εμείς έχουμε ανάγκη την προβολή και τους δημοσιογράφους, όχι αυτοί εμάς. — Τα τελευταία χρόνια, όμως, ασχολήθηκαν υπέρ το δέον με την ιδιωτική σας ζωή. Σ’ αυτό το θέμα σημασία έχει η σκόνη. Να καταλαγιάσει ο όποιος κουρνιαχτός, να μην αντιδράσεις και μετά να σ’ αφήσουν ήσυχο. Πέρασε η σκόνη, έφυγε, χωρίς να σκονιστείς. — Σας έβλεπα τις προάλλες σ’ εκείνο το παλιό ασπρόμαυρο φιλμάκι να τραγουδάτε με τον γιο σας, τον Χάρη. Σκεφτόμουν πως κάνατε το πρώτο ντουέτο μπαμπά-γιου στο ελληνικό τραγούδι. Ο Χάρης ήταν 10 ετών στα 11 τότε. Είχε γράψει αυτός τη μελωδία κι εγώ τους στίχους. Το τραγούδησα και αμέσως έφυγα για περιοδεία στην Αμερική. Πήρε ο Θεοφίλου τον μικρό, τον έβαλε στο στούντιο και τραγούδησε το δικό του μέρος. Κοίταξε, δεν ήταν απλώς ότι ο Χάρης μεγάλωσε ως γιος μου, αλλά και ότι σπούδασε μουσική στο Μπέρκλεϊ. Σύνθεση. Μάλιστα είχε δώσει εξετάσεις με ένα οργανικό κομμάτι που έγινε τραγούδι. Του έβαλα εγώ στίχους κι έτσι έγινε το «Έρωτας είναι θαρρώ».

— Δεν μιλήσαμε για τη δική σας ενασχόληση με τη σύνθεση. Έχετε γράψει μεγάλες επιτυχίες. Ποτέ δεν λέω ότι τώρα θα κάτσω και θα γράψω κάτι. Εάν μου ‘ρθει κάτι, θα το γράψω ψιθυρίζοντας τη μελωδία, όπως κάνεις εσύ τώρα με το μαγνητοφωνάκι σου. Αργότερα την τελειοποιώ, βέβαια, τη μελωδία. — Φέτος δώσατε μια σειρά συναυλιών στην επαρχία με σαρωτική απήχηση. Δεν έχετε «καεί» εσείς καλλιτεχνικά από περιοδείες. Όχι, δεν βγαίνω, αυτή είναι η δεύτερη ή η τρίτη φορά που το κάνω στα 50 χρόνια της πορείας μου. Εγώ λέω ότι οι συνάδελφοι που κάνουν συναυλίες το καλοκαίρι πρέπει να τραγουδάνε στα διαλείμματα, στο ημίχρονο. Το ματς δίνεται τον χειμώνα στους χώρους.   — Θα σας δούμε εσάς τον χειμώνα κάπου; Θα με δείτε, αλλά δεν θέλω να πω λεπτομέρειες. Θα τραγουδήσω μαζί με μια γυναίκα. — Έχετε πάθη; Πάθη με «η» ή με «ει»; — Με «η». Αν θεωρείται πάθος η αγάπη για τα παιδιά μου, ναι, έχω. Άλλα όχι, ούτε αλκοόλ, ούτε τσιγάρο, αν και παλιότερα κάπνιζα πολύ. — Έχετε πάθει; Με «ει» τώρα. Πώς δεν έχω πάθει; Τρεις γαστρορραγίες έχω πάθει. — Ψυχοσωματικό θα ‘ναι… Ναι, είναι ψυχοσωματικό. Από 18 ετών είχα θέμα με το στομάχι μου. — Πώς θα παρουσιάζατε τον εαυτό σας σε κάποιον που δεν σας ξέρει ούτε ως τραγουδιστή; Ο νοτιάς είμαι εγώ. Σαν τον γαρμπή που έχει τα φουσκώματά του από κάτω και όχι από πάνω. Που δείχνει ήρεμος, αλλά μόλις τον πλησιάσεις μπορεί να σε πετάξει στη θάλασσα. — Πού να γινόσασταν και ναυτικός… Με τίποτα! Με τίποτα! Δεν έχω υπομονή. Εγώ θέλω να πατάω τη στεριά. — Τη λατρεύετε, όμως, τη θάλασσα. Τη σέβομαι. — Τελικά, κύριε Πάριε, είναι πιο καλή η μοναξιά; «Από σένα που δεν φτάνω», ναι. Ως εκεί όμως!

Από τον ΑΝΤΩΝΗ ΜΠΟΣΚΟΪΤΗ Πηγή: www.lifo.gr

 

Μοίρασε το άρθρο!