Κόσμος και Κοσμάκης των Τσιφόρου και Βασιλειάδη, από το Θεατρικό Όμιλο Δικηγόρων Θεσσαλονίκης

Κόσμος και Κοσμάκης των Τσιφόρου και Βασιλειάδη, από το Θεατρικό Όμιλο Δικηγόρων Θεσσαλονίκης, σε σκηνοθεσία Νέλλυς Δελή. Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος.

Το προηγούμενο Σαββατοκύριακο ανέβηκε στο Θέατρο Αυλαία, στην πλατεία Χ.Α.Ν.Θ., η παράσταση «Κόσμος και Κοσμάκης», από το Θεατρικό Όμιλο Δικηγόρων Θεσσαλονίκης, σε σκηνοθεσία Νέλλυς Δελή. Το ανέβασμα της παράστασης στο υπέρ-κατάμεστο από θεατές θέατρο της πόλης χαρακτηρίστηκε απόλυτα επιτυχημένη. Οι ηθοποιοί, υπό την καθοδήγηση της σπουδαίας σκηνοθέτιδας, έφυγαν για ένα δίωρο από τα προβλήματα της καθημερινότητας, απολαμβάνοντας την καλά στημένη παράσταση.

Θα ξεκινήσω την ανάλυση λέγοντας ορισμένα λόγια για το έργο. Πρόκειται για μια κλασσική κωμωδία του παλιού ελληνικού κινηματογράφου. Ένα από τα έργα τα οποία ενδεχομένως έχουμε δει αρκετές φορές και σίγουρα η επανειλημμένη απαίτηση του Γκιωνάκη προς τη Μπεάτα Ασημακοπούλου «άσε μου το πηδάλιο!», να μας έχει μείνει αξέχαστη! Το συγκεκριμένο έργο όμως έχει αρχίσει να φθίνει στη μνήμη μας και να ξεχνιέται εδώ και κάποια χρόνια. Αυτήν την ξεχασμένη κωμωδία ανέλαβε η Δελή να επαναφέρει στα μάτια του κοινού και να την αναδείξει σε μια επιτυχημένη παράσταση, μέσα από τις ερμηνείες της θεατρικής ομάδας των δικηγόρων της Θεσσαλονίκης.

Γιατί όμως επιλέχθηκε το συγκεκριμένο έργο από τους δικηγόρους; Οι δικηγόροι, μας συνηθίζουν να επιλέγουν έργα από το ρεπερτόριο της κωμωδίας του παλιού ελληνικού κινηματογράφου. Κατά την άποψη μου αυτό συμβαίνει επειδή πρόκειται για ανθρώπους των οποίων το επάγγελμά, τους κλείνει μέσα στις αίθουσες των δικαστηρίων όπου διαχειρίζονται ζοφερές υποθέσεις. Έτσι λοιπόν θέλοντας να ξεφύγουν από τη στενάχωρη, εξαιτίας της δουλειάς τους καθημερινότητα, επιλέγουν έργα ευχάριστα με σκοπό να «φύγουν» έστω και για κάποιες ώρες στη δική τους Νεφελοκοκκυγία (ουτοπική πολιτεία του Αριστοφάνη στην κωμωδία Όρνιθες), μακριά από την πίεση της καθημερινότητας. Η Δελή το έχει αντιληφθεί φυσικά αυτό και θέτει κάθε χρόνο ως στόχο της, μαζί με τους δικηγόρους να πάρει και εμάς τους θεατές μαζί της στη Νεφελοκοκκυγία…Ας πούμε όμως λίγα λόγια για την προϊστορία του έργου…

 

Το έργο, το 1964, αποτέλεσε ελληνική κωμική ταινία, μια παραγωγή της ΑΦΟΙ Ρουσσόπουλοι σε σκηνοθεσία Ορέστη Λάσκου και σενάριο Γιώργου Λαζαρίδη, Τα γυρίσματα της ταινίας είχαν γίνει στον Πόρο. Η ταινία προβλήθηκε στις κινηματογραφικές αίθουσες τη σεζόν 1964-1965 κόβοντας 225.725 εισιτήρια, ενώ κατατάχθηκε 20η ανάμεσα σε 93 ταινίες της ίδιας σεζόν. Την 25.04.2005 κυκλοφόρησε σε DVD διατηρώντας το ασπρόμαυρο φιλμιακό χρώμα και το μονό ήχο. Η διασκευή που επιχείρησε ο Δημήτρης Πάλλας, αποτελεί την πρώτη θεατρική διασκευή της κινηματογραφική ταινίας.Η υπόθεση του έργου:
Ο απατεωνίσκος Μάκης Καρίνης (Δημήτρης Πάλλας) και η μνηστή του, Ντόλα (Ελένη Πέτσιου), πλευρίζουν ένα νεόπλουτο επιχειρηματία σιδηρικών, τον Αντώνη Καρτελή (Παντελής Τσιβελεκίδης), για να τον “μαδήσουν”. Ενώ η σύζυγος του Καρτελή, Γαρουφαλιά ή Βιολέτα (Μάγδα Τζίκου) παριστάνει την αριστοκράτισσα, ο ίδιος ο επιχειρηματίας δεν έχει λησμονήσει την ταπεινή του καταγωγή, παρόλο που έχει αποκτήσει περιουσία. Ο Μάκης, λοιπόν, αποφασίζει να προσποιηθεί και ο ίδιος ότι έχει αριστοκρατική καταγωγή με σκοπό να εξαπατήσει την οικογένεια. Ο Καρτελής, όμως, δεν είναι εύκολο θύμα. Ως άνθρωπος της πιάτσας, μυρίζεται τα σχέδιά τους και, μαζί με την κόρη του, σκαρώνει ένα κόλπο για να τους βάλει στη θέση τους. Όσο για την επιπόλαιη σύζυγο που θέλει για γαμπρό της έναν αριστοκράτη, σύντομα αλλάζει γνώμη.Ας δούμε όμως τι έκανε η Δελή:

Για μια σκηνοθέτιδα σαν την κυρία Δελή το θέατρο δεν είναι απλά μια παράσταση. Πρόκειται για μια βαθιά παιδευτική διαδικασία που αγγίζει την Αρχέτυπη ανάγκη του Ανθρώπου για Δράση, Έκφραση, Επικοινωνία και Συν-κίνηση, όπως εύστοχα μας τονίζει στο σκηνοθετικό σημείωμα η ίδια.

Είναι δύσκολο και επίπονο να παραλάβεις μια ομάδα ανθρώπων, οι οποίοι ασχολούνται ερασιτεχνικά με την υποκριτική τέχνη, και να καταφέρεις ένα αποτέλεσμα σαν αυτό που είδαμε στο Θέατρο Αυλαία την προηγούμενη εβδομάδα. Αυτό προϋποθέτει φυσικά αυτοπειθαρχία από τη σκηνοθέτιδα προκειμένου να καταφέρει να εμφυσήσει στους δρώντες επί σκηνής τις επιδιώξεις της. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις ο σκηνοθέτης πρέπει να γίνει ουκ ολίγες φορές αυστηρός με τους ηθοποιούς, ώστε να τους διδάξει τη γνήσια θεατρική τέχνη. Σίγουρα η ακούραστη σκηνοθέτιδα, κατά τη διανομή των ρόλων, στηρίχθηκε στον κορμό των παλιών ηθοποιών της ομάδας, ενέταξε όμως με επιτυχία και τα καινούρια μέλη. Η δουλεία που είδαμε ήταν αποτέλεσμα σκληρής προετοιμασίας η οποία διήρκησε όλο το χειμώνα.

Η Δελή ανέλαβε να μεταφέρει τη δράση του έργου στη Θεσσαλονίκη, κάνοντας το έτσι πιο οικείο στο θεατή. Σ’ αυτό συνέδραμε και η εξαιρετική διασκευή, η οποία έγινε από τον Δημήτρη Πάλλα, τον οποίο απολαύσαμε και στον πρωταγωνιστικό ρόλο του απατεωνίσκου Μάκη. Λέξεις και ατάκες που μπήκαν στο κείμενο από τον Πάλλα, χρησιμοποιήθηκαν από τους ηθοποιούς, με μέριμνα της Δελή, μετέτρεψαν ένα αθηναϊκό έργο σε θεσσαλονικιώτικο.

Όσον αφορά τα σκηνικά της παράστασης. αυτά τοποθετήθηκαν άψογα από τη Δελή στη σκηνή του ιστορικού θεάτρου της πόλης. Το σαλόνι των νεόπλουτων ήταν αντιπροσωπευτικό και φώτισε, όπως και η παράσταση συνολικά, όπως σωστά επισήμανε η Δελή, τις ρίζες της ξενομανίας, της μεγαλομανίας και τις παθογένειες της φυλής μας με ξεκαρδιστικό τρόπο. Κλασικός ρυθμός στα έπιπλα, με σκαλιστό καναπέ και καρέκλες, πολυτελή τηλέφωνο με μύλο, ωραίος πίνακας με άνθη, ακριβά μαξιλάρια στο δάπεδο κλπ. Όλα έζεχναν γρήγορα αποκτηθέντα πλούτο καθώς και απότομη κοινωνική άνοδο. Η βλαχιά των ιδιοκτητών όμως παρά την επιλογή του κλασσικού ρυθμού και πανάκριβων επίπλων δεν μπορεί να κρυφτεί. Η σκηνοθέτιδα με την τοποθέτηση μιας μεγάλης φωτογραφίας καρφωμένης με κορνίζα στον τοίχο (!), του ιδιοκτήτη Αντώνη Καρτέλη, μας υπενθυμίζει αδιάκοπα τις καταβολές των οικοδεσποτών!!

Η επιλογή της ένδυσης των ηθοποιών ήταν η αναμενόμενη. Κοστούμια και φορέματα, στα οποία οι ηθοποιοί-δικηγόροι κινήθηκαν άνετα, εξαιτίας της μεγάλης οικειότητας που έχουν με το συγκεκριμένο Dress-Code στην καθημερινή εργασία τους. Επιπλέον η Δελή προσάρμοσε άριστα και τα κοσμήματα που φόρεσαν οι υποκριτές με την ένδυση τους. Δε δίστασε επίσης να νεωτερίσει βάζοντας το Μάκη (Δημήτρη Πάλλα) να φορέσει αθλητικά παπούτσια με το κοστούμι του.

Η έμπειρη σκηνοθέτιδα επέλεξε το Δημήτρη Πάλλα να ερμηνεύσει το ρόλο του Μάκη Καρίνη. Υποδύθηκε με επιτυχία το ρόλο του τυχοδιώκτη-απατεώνα με μεταπτυχιακό στην Αριστοκρατία και τη Μπουρζουαζία στο Παρίσι, που περπατάει μπροστά και οι ανόητοι ακολουθούν. Στην πραγματικότητα ο Μάκης είναι ένας αλήτης που εκβιάζει και ξεφραγκιάζει όποιον μυρίζεται ότι διαθέτει παράδες. Η επιλογή του Πάλλα για την ερμηνεία του Μάκη ήταν πιστεύω άκρως πετυχημένη, και θα τολμούσα να συμπληρώσω ότι ήταν περισσότερο εύστοχη από την επιλογή του Γκιωνάκη στην κλασσική ελληνική ταινία που σκηνοθέτησε ο Λιάσκος. Το παρουσιαστικό του Πάλλα έπειθε περισσότερο για αριστοκράτης από εκείνο του σπουδαίου ηθοποιού. Ψηλός, εμφανίσιμος, με ντύσιμο στην πένα, με μια χωρίστρα κόκκαλο και με τα «γκιωνακίστικα» γαλλικά του να τους κοροϊδεύει όλους με χαρακτηριστική άνεση!

Η Γαρουφαλιά παρά το φιλότιμο μιμητισμό της δε μπορεί και εκείνη να κρύψει τη βλαχιά της. Αλλάζει το όνομα της σε Βιολέτα. Η Μάγδα Τζίκου ενστερνίστηκε το ρόλο και θύμισε σε πολλά σημεία στο παίξιμο τη Νέλλυ Δελή. Η Καίτη Αναγνώστου (Κάθριν Παραλή) κινήθηκε στα ίδια επίπεδα. Η Τζούλια (Ελένη Μοσκοφοπούλου) κινείται άνετα επί σκηνής (κυρίως σε δεύτερο πλάνο) σχηματίζοντας εξαιρετικό δίδυμο με το Ντιντή (Γιάννη Παπακυριακόπουλο) και αποτυπώνοντας το ρόλο του ψώνιου. Ο Παπακυριακόπουλος άγγιξε τον Παράβα στα νιάτα του, κινούμενος συνεχώς, μας δημιούργησε ευχάριστα συναισθήματα. Ο Γιάννης Μανομενίδης και ο Μάκης Ναϊσίδης παρεμβλήθηκαν στην παράσταση υποδυόμενοι τους Ζωγράφους. Αμφότεροι άρεσαν στο κοινό, ιδιαίτερα ο μοντερνισμός του δεύτερου ζωγράφου (Ναϊσίδη) τσάκισε κόκκαλα. Ο Στάθης Μαυρίδης και η Έλενα Γκουντάκου έπαιξαν τον Άγγελο και τη Μαίρη Κατέλη. Οι συμπαθητικές τους φυσιογνωμίες και η κατανόηση αλλά και αποδοχή στην πράξη του ρόλου τους, βοήθησε τη Δελή να πάρει αυτό που ήθελε: Την αντίφαση προς τη μεγαλομανία και τη συνδρομή τους στον πατέρα τους, για την αποκάλυψη του απατεώνα. Η Ντόλα (Ελένη Πέτσιου) υποδύθηκε επίσης με επιτυχία το ρόλο της αγαπητικιάς του απατεώνα, παρασύροντας σε έξυπνες παγίδες τους δύο νεόπλουτους (Παντελή και Αντώνη) χρησιμοποιώντας ως βασικό όπλο τα πλούσια προσόντα της.

Η Δελή, άριστη γνώστης στο παιχνίδι της γκριμάτσας και του μορφασμού, εμφυσεί στον Παντελή Τσιβελεκίδη καλά τον τύπο του ταλαίπωρου αλλά έξυπνου πατέρα (Αντώνη Κουρτέλη). Με μούτρα συνέχεια έκπληκτα. αντιδρά κάθε φορά στις τρέλες της γυναίκας του. Παρά το ότι πέφτει στις παγίδες του Μάκη, δύσκολα του τρως λεφτά. Οι γκριμάτσες που κάνει ο Τσιβελεκίδης όταν του ζητούν λεφτά θα μας μείνουν αλησμόνητες! Η σκηνοθέτιδα όμως δίδαξε άριστα και το ρόλο του έτερου θύματος Παντελή Τουβλάρα (Απόστολος Αγγελόπουλος) βάζοντας τον να παίξει με μάγκικο καπέλο και κομπολόι το χασάπη, που προορίζεται να εισέλθει στους κύκλους της αριστοκρατίας!

Ας σταθούμε όμως στο ρόλο της υπηρέτριας. Η Ασημίνα (Λένα Κοκκαλά), επιβάλλεται στη σκηνή ως φωνή της λογικής. Κάνει συνέχεια γκριμάτσες όταν μιλάει το αφεντικό. Η Δελή με όλη την ευφυΐα της τη βάζει να κινείται σε δεύτερο πλάνο στη σκηνή. Είναι επαρχιώτισσα φυσικά και αρκετές φορές κινεί τα νήματα στην παράσταση. Τέλος, η Κοκκαλά, τραγουδάει όμορφα το «Λαός και Κολωνάκι».

Ενδιαφέρον στοιχείο της παράστασης υπήρξε και η αλλαγή φωτισμού, σε σκηνές οι οποίες ήταν καθοριστικές. Έτσι λοιπόν, όταν στη σκηνή εισβάλει η σέξι κυρία της εκκλησιαστικής επιτροπής (κατά τη γνώμη μου η καλύτερη σκηνή της παράστασης), ο φωτισμός χαμηλώνει και δημιουργείται ατμόσφαιρα καμπαρέ. Η αθεόφοβη θεούσα (Κατερίνα Νικολινάκου) που κολάζει, παίρνει αυτό που θέλει και όταν μπαίνουν στη σκηνή οι υπόλοιποι χύνεται άπλετο φως και η κυρία ξαναγίνεται χαμηλοβλεπούσα. Η έμπειρη σκηνοθέτιδα κάνει το ίδιο όταν μένουν στη σκηνή η Ντόλα και ο Αντώνης, με το φως να επανέρχεται όταν εισβάλει στο σαλόνι η κυρία Γαρουφαλιά και επίκειται σοβαρός κίνδυνος να τους πιάσει στα «πράσα»!

Τα χορευτικά και η μουσική που επιμελήθηκαν ο Γιώργος Τομπάζης και η Σοφία Χατζίδου αποδείχτηκαν αντάξια των προσδοκιών. Οι χορεύτριες με τα ψηλά τακούνια έδωσαν μια αρκετά έδωσαν χρώμα στην παράσταση. Ενώ η μουσική του Sostakovich και το υπέροχο Walz 2 που χόρεψε το ντουέτο των χορευτών, καθήλωσε τους θεατές στη Νεφελοκοκκυγία…

Η Δελή σίγουρα επεξεργάστηκε αρκετά το κείμενο δραματουργικά. Το μετέτρεψε σε εικόνα και η δράση έλαβε μορφή. Διένειμε κατά τη γνώμη μου ορθά τους ρόλους σύμφωνα με τα φυσικά προσόντα των ηθοποιών, στους οποίους έδωσε τις απαιτούμενες κατευθυντήριες γραμμές ώστε να κατανοήσουν την ψυχοσύνθεση των ηρώων. Τους καθοδήγησε άριστα ώστε να θέσουν σε κίνηση τα εκφραστικά τους μέσα και τις τεχνικές που τους έμαθε με αποτέλεσμα να υποδυθούν τους ρόλους πειστικά. Στο τέλος το κοινό αποθέωσε τη σπουδαία κυρία του θεάτρου, αναγνωρίζοντας την προσφορά της στο χώρο του θεάτρου…

Συμπερασματικά πιστεύω ότι ο στόχος της Νέλλυς, μέσα από το «Κόσμος και Κοσμάκης», υπήρξε διττός: Αφενός να ευχαριστηθούν οι ηθοποιοί τη συμμετοχή τους στη θεατρική εμπειρία και αφ’ εταίρου να απομακρυνθούν οι θεατές από τη δύσκολη καθημερινότητα τους έστω για δύο ώρες μέσα από τη θέαση της παράστασης. Και στα δύο νομίζω ότι πέτυχε!

-Ο Παύλος Παπαδόπουλος γεννήθηκε το 1978 στη Δράμα, μεγάλωσε στις Σέρρες και έζησε στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Από το 1996 εργάζεται στο δημόσιο σε διάφορες διοικητικές θέσεις. Είναι απόφοιτος της Σχολής Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας, της Σχολής Αστυφυλάκων της Αστυνομικής Ακαδημίας, της Σχολής Επιμόρφωσης και μετεκπαίδευσης ΕΛ.ΑΣ., και της Σχολής Ελληνικού Πολιτισμού, του Τμήματος Ανθρωπιστικών. Σπουδών του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. Μιλάει Αγγλικά και Γερμανικά.

Μοίρασε το άρθρο!