Η Αρχαία Ελληνική Θρησκεία μέσα από το έργο του Αισχύλου

Η Αρχαία Ελληνική Θρησκεία μέσα από το έργο του Αισχύλο –  Γράφει ο Διοικητής του αστυνομικού τμήματος Ωραιοκάστρου Παύλος Παπαδοπουλος.

Η τραγική ποίηση υπήρξε άρρηκτα συνδεδεμένη με την αρχαία ελληνική θρησκεία. Θα εξετάσουμε τη σχέση του Αισχύλου με τη θεολογία και την σπουδαιότητα που έδινε στην απονομή της θείας δικαιοσύνης. Θα δούμε επιπλέον τη σχέση των ενεργειών των θεών με αυτές των ανθρώπων. Θα μας απασχολήσει επίσης ο βαθμός συμμετοχής του κοινού στις παραστάσεις που λάμβαναν χώρα και η σχέση του έργου του Αισχύλου με το ηρωικό παρελθόν.

Οι τραγωδίες ήταν συνδεδεμένες με την αρχαία ελληνική θρησκεία, καθώς ήταν ενταγμένες μέσα στο πλαίσιο θρησκευτικών εορτών. Άλλωστε η αρχαία δραματική ποίηση προέκυψε από τα θρησκευτικά άσματα του Διόνυσου. Ο Αριστοτέλης στο έργο του Περί ποιητικής, θα σημειώσει «Το να διερευνήσουμε κατά πόσο έχει συγκροτηθεί η τραγωδία πλήρως ή όχι σε είδος (τα συστατικά της μέρη, και να κρίνουμε (το ζήτημα) τόσο καθαυτό όσο και σε σχέση με τα θέατρα, είναι άλλο θέμα. Επειδή λοιπόν και αυτή (η τραγωδία, όπως) και η κωμωδία, ξεκίνησε ως αυτοσχεδιασμός, και (κατάγονται) η πρώτη από τους εξάρχοντες στο διθύραμβο και η δεύτερη από τους (εξάρχοντες) στα φαλλικά τραγούδια». Η τραγωδία θα οριστεί επίσης στην Ποιητική του Αριστοτέλη ως ωδή τράγων, και θα αποτελέσει μία προέκταση της θρησκευτικής λατρείας συσχετιζόμενης με το θεό Διόνυσο.

Σε όλα τα έργα του ο Αισχύλος εμφανίζεται σαν ποιητής θεολόγος, που συνεχώς τον απασχολούν τα αίτια των ενεργειών των θεών στη γη ή στον ουρανό1. Ο ποιητής τόνιζε την παντοδυναμία του Δία πάνω στα έργα του, όπως στους Πέρσες το φάντασμα του Δαρείου θα πει: «Ο Δίας βέβαια τιμωρός των υπερβολικά αλαζονικών στοχασμών αυστηρός κριτής στέκεται από πάνω». Γενικά η αδυναμία του ανθρώπου και η ανεξέλεγκτη δύναμη των θεών θα ασκήσουν μεγάλη επιρροή στη σκέψη του Αισχύλου.

Στην Ορέστεια ο ποιητής κατανοεί την εξουσία του θεού στον κόσμο. Ο ύμνος του Χορού στο Δία, στον Αγαμέμνονα, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο Αισχύλος κατανόησε τη δύναμη του θείου: «το να σε παινεύουν υπερβολικά είναι επικίνδυνο, διότι από του Δία τα μάτια ορμάει κεραυνός». Στις Ικέτιδες δύο τριάδες πλαισιώνουν ένα κεντρικό τμήμα από δύο στροφικά ζεύγη, που με το εγκώμιο της παντοδυναμίας του Δία και την έκφραση της Αισχύλειας θεοσέβειας παραβάλλονται με τον περίφημο ύμνο στο Δία του Αγαμέμνονα.

Στο επίκεντρο του αισχυλικού κόσμου βρίσκεται η δίκη, η παρθενική κόρη του Δία, η θεά της δικαιοσύνης, από τη μυστηριώδη εξουσία της οποίας δε μπορεί να ξεφύγει κανείς. Ο Αισχύλος θα δώσει έμφαση στη δικαιοσύνη, η οποία θα είναι συνδεδεμένη με την εκδικητική δικαιοσύνη και την αρχαία παράδοση. Όπως θα αναφερθεί παρακάτω ο ποιητής θα προσεγγίσει το δίκαιο σαν θεϊκή δικαιοσύνη.

Ο Αισχύλος, που πολέμησε για την πατρίδα στο Μαραθώνα και τη Σαλαμίνα διαπνέεται από τη βαθιά θρησκευτικότητα της γενιάς του. Η πηγή έμπνευσης του Αισχύλου ήταν ο μύθος. Δεν υπάρχει μύθος μη θεολογικός. Και θα ήταν απλοϊκή αφέλεια αν εξετάζαμε τον Αισχύλο επιφανειακά χωρίς να διακρίνουμε τη θεία επιφάνεια στο έργο2. Οι τραγωδίες επίσης, συμπεριλαμβανομένων φυσικά και αυτών του Αισχύλου. τελείωναν με ένα λατρευτικό δρώμενο. Η αρχαία ελληνική θρησκεία δε βασίζονταν σε ιερά βιβλία ή σε κλειστή τάξη ιερέων αλλά στη συμμετοχή των πολιτών σε θρησκευτικές τελετές και ήταν εκδήλωση πίστης η συμμετοχή σε κάποιο τελετουργικό μέρος. Κάτι τέτοιο συνέβαινε και με τη συμμετοχή στην τραγωδία είτε ως θεατής είτε ως θεατής είτε ως δρών (ηθοποιός ή μέλος χορικού) για τον αθηναίο πολίτη.

Η θρησκεία των αρχαίων Ελλήνων προσπαθούσε περισσότερο να καταλάβει παρά να εξηγήσει τις πράξεις των θεών. Ο τρόπος που δρουν οι Αισχύλειοι θεοί δεν είναι αδιαπέραστος από τον ανθρώπινο νου (όπως βλέπουμε στον Προμηθέα Δεσμώτη). Η αντίληψη του Έλληνα βασίζεται στην ορθολογική σκέψη αφού προϋποθέτει μια τάξη σταθερή που θα γίνει κατανοητή μια μέρα, και έργο ανθρώπου είναι να φέρει στο φως το μυστικό της υπάρχουσας τάξης στον κόσμο. Ένας από τους πρωταρχικούς στόχους του Αισχύλου κατά την ανάπτυξη της συγγραφικής του δραστηριότητας υπήρξε η κατανόηση της θεϊκής βούλησης. Η αποκρυπτογράφηση των διαθέσεων του θείου και η χαρτογράφηση της σχέσης του φυσικού κόσμου και με το μεταφυσικό κόσμο, αποτελεί συχνά δομικό στοιχείο στην πλοκή πολλών σωζόμενων τραγωδιών αλλά και κωμωδιών3.

Η ποίηση και η τέχνη της αρχαίας Ελλάδας ξεχειλίζουν από την πιο μεγάλη ευλάβεια προς τα θεία, οι δεσμοί της κοινής λατρείας διατηρούσαν το ελληνικό έθνος ενωμένο, περισσότερο από κάθε άλλο μεμονωμένο παράγοντα. Κάθε δραστηριότητα των Ελλήνων συνδέονταν με τη λατρεία κάποιου θεού σε τέτοιο βαθμό, ώστε συγκριτικά ο δικός μας πολιτισμός να φαίνεται απογυμνωμένος από θρησκευτικό συναίσθημα4.

Κατά τον αθηναίο ποιητή η παντοδυναμία των θεών δεν καθορίζει την ανθρώπινη βούληση. Στον Αισχύλο, όπως θα φανεί, οι θεοί και ιδιαίτερα ο Ζευς, παρουσιάζονται παντοδύναμοι παντοδύναμοι, όμως η παντοδυναμία τους δεν καταργεί την ανθρώπινη βούληση ούτε την επικαθορίζει5. Έτσι λοιπόν οι ενέργειες των θεών κατά τον Αισχύλο, δε θα είναι ανεξάρτητες από τις πράξεις των ανθρώπων, αυτό θα το διευκρινίσει στους Επτά επί Θήβας: «Λοιπόν αυτά και στους θεούς συμφέρουν, πως όταν μία πόλη κουρσευτεί, χάνονται και οι θεοί της6». Συνδέοντας την άλωση της Θήβας με τη μοίρα των θεών της. Στη σκηνή του θεάτρου, ακόμη, θα αναπτυχθούν οι συγκρούσεις των ανθρώπων και των θεών και μπορούν να συμβούν οι πιο αποτρόπαιες ανθρώπινες πράξεις και να ακουστούν τα πιο φοβερά λόγια από στόμα θεών7.

Σε αντίθεση με τη σημερινή ιδιωτικού χαρακτήρα διασκέδαση του θεάτρου τότε ο Αθηναίος συμμετείχε στη διερεύνηση θεμάτων κοινωνικού, πολιτικού και θρησκευτικού χαρακτήρα, η τραγωδία ήταν κάτι σαν θρησκευτική τελετουργία, όπου συμμετείχε όλη η κοινωνία. Οι θεατές έχουν κοινή μυθική παράδοση και πολιτισμική εμπειρία, πρόκειται για έμπειρο κοινό. Ακόμη και το γεγονός ότι πολλοί απ’ αυτούς, είχαν υπάρξει χορευτές σε προηγούμενα δράματα και τραγουδιστές των διθυράμβων τους έδινε αισθητήριο να έχουν αναπτύξει ευαίσθητο αισθητήριο στο χώρο του τραγικού θεάτρου8. Με αυτό το κοινό ο Αισχύλος μοιράζεται τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις.

Το θρησκευτικό πνεύμα που προέκρινε ο Αισχύλος στα έργα του δεν ήταν αντίθετο με τις θρησκευτικές ροπές την συμπολιτών της εποχής του. Για τους σύγχρονους του Αισχύλου, όμως, πρόκειται ουσιαστικά για την «επίσημη λατρεία της πόλης», η οποία δεν είχε οργανώσει σε σύστημα καμία θρησκευτική αντίληψη, και το σημαντικότερο πράγμα, για τη θρησκεία αυτή δεν ήταν το να πιστεύεις, αλλά το να τηρούνται οι κανόνες της λατρείας, οι οποίοι αρθρώνονταν από την πόλη, και γι’ αυτό η όποια ασέβεια κατά της θρησκείας ήταν δείγμα έλλειψης αφοσίωσης και το αντίστροφο9. Η αρχαία ελληνική θρησκεία πλάθονταν στα χέρια των πολιτών και σ’ αυτό ο Αισχύλος δεν προέβαλλε αμφισβήτηση.

Ο ηρωικός κόσμος δεν άφηνε, όπως γίνεται αντιληπτό, τον πατέρα της τραγωδίας ανεπηρέαστο. Και οι μύθοι νομίζονταν πως αφηγούνταν μια μακρινή και ηρωική ιστορία αληθινή. Έτσι η διαφορά δεν είναι ριζική. Πάντως τα πρόσωπα ανήκουν σε ένα ηρωοποιημένο παρελθόν και είναι περικυκλωμένοι με κάποιο μεγαλείο10. Οι δαίμονες, επίσης βασικό στοιχείο της αρχαίας ελληνικής θρησκείας, δεν απουσιάζουν από το θρησκευτικό πνεύμα του Αισχύλου. Οι δαίμονες μεταφράζονται μέσα στα αρχαία κείμενα σαν θεότητες που εγκαθίστανται μέσα στον άνθρωπο11.

Στο έργο Ικέτιδες μάλιστα, η αθηναϊκή πολιτική μεταφέρεται στον ηρωικό κόσμο. Στις Ικέτιδες το νέο στοιχείο που προβάλει (στιχ. 395,398) είναι ότι μόνο με βάση την απόφαση του λαού θα μπορούσε να ενεργήσει. Αυτή η προβολή της διαμορφωμένης δημοκρατίας μέσα στον κόσμο των ηρώων υποδηλώνει ίσως την ιδεολογία του ποιητή12. Ο Αισχύλος βάζει το βασιλιά να λέει: «Είπα πρωτύτερα πως χωρίς τη γνώμη του λαού δεν μπορώ να το κάνω αυτό, όσο και αν εξουσιάζω13». Η μετάβαση των Δαναϊδών στο Άργος αποτελεί τη μίμηση ενός γεγονότος του ηρωικού παρελθόντος, προκειμένου οι κόρες να ξεφύγουν από το γάμο με τα μισητά ξαδέρφια τους.

Συνοψίζοντας θα λέγαμε ότι οι τραγωδίες ήταν συνδεδεμένες με τη θρησκεία των αρχαίων Ελλήνων άρρηκτα. Ο σπουδαίος αθηναίος ποιητής θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως θεολόγος σε σχέση με τη θρησκεία. Ο Αισχύλος έδινε ιδιαίτερη έμφαση στη δικαιοσύνη των θεών, ενώ ταυτόχρονα έθετε τις ενέργειες των θεών σε επίπεδο ανεξάρτητο από αυτό των πράξεων των ανθρώπων. Το αθηναϊκό κοινό, επίσης, συμμετείχε στις τραγωδίες, έχοντας την αίσθηση ότι συμμετέχει σε θρησκευτικές τελετές. Στο έργο επίσης του Αισχύλου δεν παρατηρούμε μόνο σύνδεση με το ηρωικό παρελθόν αλλά και προσπάθεια μεταφοράς της αθηναϊκής πολιτικής στον κόσμο των ηρώων.

Πηγές:
BONNARD A., Ο αρχαίος Ελληνικός Πολιτισμός. 1. Από την Ιλιάδα στον Παρθενώνα, μτφρ. Δ. Θοϊβιδόπουλος, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1991
FLACELIERE R., Ιστορία της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας, μετάφρ. Γ. Βανδώρου-Ε. Κάζου, εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 1988.
LESKY A., Η τραγική ποίηση των αρχαίων Ελλήνων τ.1, από τη γέννηση του είδους μέχρι το Σοφοκλή, μετάφρ. Ν. Χουρμουζιάδη, εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 1987
WILKEN U., Αρχαία ελληνική ιστορία, μετάφρ. Ι. Τουλουμάκος, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 2010.

Αισχύλος, Αγαμέμνων, μετάφρ. Γ. Μαυρόπουλος, εκδ. Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2007.
Αισχύλος, Πέρσες, μετάφρ. Γ. Μαυρόπουλος, εκδ. Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2007.

-Ο Παύλος Παπαδόπουλος γεννήθηκε το 1978 στη Δράμα, μεγάλωσε στις Σέρρες και έζησε στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Από το 1996 εργάζεται στο δημόσιο σε διάφορες διοικητικές θέσεις. Είναι απόφοιτος της Σχολής Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας, της Σχολής Αστυφυλάκων της Αστυνομικής Ακαδημίας, της Σχολής Επιμόρφωσης και μετεκπαίδευσης ΕΛ.ΑΣ., και της Σχολής Ελληνικού Πολιτισμού, του Τμήματος Ανθρωπιστικών. Σπουδών του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. Μιλάει Αγγλικά και Γερμανικά.

 

Μοίρασε το άρθρο!