Δέκα σκοτεινές ιστορίες πίσω από δέκα θρυλικά τραγούδια

230927-electricguitar11250011

Η τέχνη μιμείται τη ζωή και πολλές φορές η ζωή μιμείται την τέχνη και κατά κάποιους τα κλισέ είναι για να ισχύουν. Και καθώς η ζωή περιέχει στιγμές θλίψης και χαράς, αυτές καταγράφονται από την τέχνη και η μουσική δεν αποτελεί εξαίρεση.

Μερικά τραγικά ακόμη και καταστροφικά γεγονότα κρύβονται λοιπόν πίσω από μερικά από τα πιο θρυλικά τραγούδια που έχουν γραφτεί. Κάποιοι εμπνεύστηκαν από καταστροφές, άλλοι από την ανθρώπινη τρέλα, άλλοι από το θάνατο και άλλοι από την μοίρα. Ακολουθούν δέκα μεγάλα τραγούδια και οι ιστορίες που κρύβουν από πίσω τους, από το Listverse.

Smoke On The Water – Deep Purple 

Τον Δεκέμβριο του 1971, οι Deep Purple έφτασαν στην Ελβετία για να ηχογραφήσουν το πρωτοποριακό τους άλμπουμ Machine Head στο Montreux Casino, χρησιμοποιώντας το κινητό στούντιο των Rolling Stones. Έχοντας παίξει εκεί νωρίτερα την ίδια χρονιά το συγκρότημα λάτρευε το χώρο και είχε καλές σχέσεις με τον ιδιοκτήτη του, Claude Nobs.

Τη νύχτα πριν την ηχογράφηση στο Montreux Casino έγινε μια συναυλία του Frank Zappa και των Mothers of Invention. Λίγο μετά την έναρξή της, η συναυλία διακόπηκε από μια φωτοβολίδα (από αυτές που χρησιμοποιούνται ως σήμα κινδύνου) που έριξε κάποιος από το κοινό στη στέγη, η οποία ήταν φτιαγμένη από μπαμπού. Ξέσπασε αμέσως πυρκαγιά και παρόλο που κανείς δεν τραυματίστηκε σοβαρά η φωτιά εξαπλώθηκε καίγοντας ολόκληρο το συγκρότημα του καζίνο, τον εξοπλισμό του Frank Zappa και τα σχέδια ηχογράφησης των Deep Purple.

Στην συνέχεια το συγκρότημα αναγκάστηκε – μετά από παράπονα των κατοίκων στην αστυνομία για το θόρυβο – να μετακινηθεί από το θέατρο Pavilion στο εκτός εποχής Grand Hotel. Μέσα σε όλο αυτό το χάος, το πρώτο κομμάτι που ηχογραφήθηκε περιλαμβάνει τέσσερις ανάποδες συγχορδίες εμπνευσμένες εν μέρη από την εισαγωγή της Πέμπτης Συμφωνίας του Μπετόβεν. Τον τίτλο Smoke On The Water σκέφτηκε ο μπασίστας του του συγκροτήματος Roger Glover όταν θυμήθηκε τον καπνό που συγκεντρώθηκε πάνω από τη λίμνη της Γενεύης όταν ξέσπασε η φωτιά στο καζίνο.

Ο Glover και ο τραγουδιστής των Deep Purple δεν έχασαν χρόνο και άρχισαν να γράφουν τους στίχους που έλεγαν την ιστορία του χάους γύρω από την ηχογράφηση του κομματιού, δημιουργώντας έτσι ένα από τα πιο αγαπημένα και αξιομνημόνευτα τραγούδια στην ιστορία της Hard Rock. Ο Τζον Λορντ έχει πει για το «Smoke On The Water»: «αν θέλετε να μάθετε την ιστορία δεν έχετε παρά να ακούσετε τους στίχους».

Castles Made Of Sand – The Jimi Hendrix Experience

Το δεύτερο κομμάτι, της δεύτερης πλευράς, του δεύτερου άλμπουμ του μεγάλου Τζίμι Hendrix είναι ένα μελαγχολικό και έξυπνο οδοιπορικό στον προσωρινό χαρακτήρα της ύπαρξης. Ο πρώτος στίχος μιλά για μια ρομαντική σχέση που καταρρέει μετά από ένα μεθυσμένο καβγά και θεωρείται πως αναμφισβήτητα αναφέρεται στη θυελλώδη αγάπη μεταξύ του Hendrix και της Kathleen Mary Etchingham, η οποία ενέπνευσε επίσης το «The Wind Cries Mary».

Ο δεύτερος στίχος αναφέρεται σε έναν γενναίο Ινδό που τον σκότωσαν στον ύπνο του με μια ύπουλη επίθεση την παραμονή της πρώτης του μάχης και σε ένα ανάπηρο κορίτσι που βρίσκει παρηγοριά αποφασίζοντας να βάλει τέλος στην ερειπωμένη και πικρή ζωή της. Παρόλα αυτά πολλοί θεωρούν το τραγούδι του Hendrix ως μια αλληγορία για τη δική του εσωτερικότητα. Γεννήθηκε σε μια φτωχή και περιπλανώμενη οικογένεια, τα αδέλφια του δόθηκαν σε ανάδοχη οικογένεια και η μητέρα του πέθανε το 1958 μετά από χρόνια χρήση αλκοόλ όταν ο Hendrix ήταν μόλις 16 ετών.

Τελικά ο δεύτερος στίχος για τον γενναίο Ινδό, του οποίου το όνειρο να γίνει πολεμιστής διακόπηκε από μια «ξαφνική επίθεση που τον σκότωσε στον ύπνο του» αποδείχτηκε προφητικός. Το πρωί της 18ης Σεπτεμβρίου του 1970, ο Hendrix, πήρε εννέα χάπια για να κοιμηθεί μετά από ένα ολονύχτιο πάρτι. Ήταν πιο δυνατά από ότι έπρεπε. Δεν ξύπνησε ποτέ. Ήταν 27 ετών.

Highway To Hell – AC/DC

Το 1979 οι AC/DC θα κυκλοφορούσαν το άλμπουμ «Highway To Hell» (Ο δρόμος για την Κόλαση). Ένας τίτλος που σόκαρε τη δισκογραφική τους εταιρεία. «Φρίκαραν με τον τίτλο», είπε ο Malcolm Young. Παρόλα αυτά το συγκρότημα δεν άκουγε τίποτα. Τον κράτησε. Παρά τις κατηγορίες περί σατανισμού που ανησυχούσαν τη δισκογραφική εταιρεία και τους εχθρούς που απέκτησε το συγκρότημα στους κόλπους των πιστών και τον φονταμενταλιστών, το τραγούδι δεν είχε καμία σχέση με τη λατρεία του διαβόλου αλλά με τη δυσκολία του να είσαι συνεχώς στο δρόμο. «Όταν υπάρχουν πέντε από εσάς που κοιμούνται σε ένα φορτηγό», είπε ο Angus σε μια συνέντευξη «και η βρόμικη κάλτσα του τραγουδιστή είναι δυο ίντσες μακριά από τη μύτη σου, αυτό είναι πολύ κοντά στην κόλαση». «Αν ήσασταν μαζί μας στο δρόμο όλα αυτά τα χρόνια θα καταλαβαίνατε για τι ακριβώς μιλάμε» είπε ο ντράμερ Phillip Rudd. Πράγματι η κούραση φάνηκε στους στίχους του Scott. Σε συνέντευξή του λίγο πριν πεθάνει είπε: «Δουλεύουμε ασταμάτητα από τότε που ξεκίνησε η μπάντα. Απλά κάνουμε ένα διάλειμμα».

Τελικά το άλμπουμ ήταν το τελευταίο του Bon Scott με τους AC/DC και το «Highway To Hell» και το τελευταίο που τραγούδησε με το συγκρότημα στις 9 Φεβρουαρίου το 1980 σε ένα ισπανικό τηλεοπτικό πρόγραμμα. Στο τέλος του τραγουδιού, την ώρα που το κοινό χειροκροτά στο στούντιο ένα καρέ δείχνει όλα τα μέλη των AC/DC εκτός από τον Bon Scott.  Στις 18 Φεβρουαρίου του 1980, ο Bon Scott βγήκε για ποτά στο Λονδίνο. Κατά τη διάρκεια της νύχτας υπέστη δηλητηρίαση από το αλκοόλ και πέθανε στον ύπνο του από ασφυξία. Ήταν 33 ετών.

Shine On, You Crazy Diamond – Pink Floyd

Στις 6 Ιανουαρίου 1975, οι Pink Floyd επέστρεψαν στο στούντιο για να ηχογραφήσουν το άλμπουμ τους You Were Here. Ένα άλμπουμ που άγγιξε θέματα, όπως η απουσία, η διαφθορά της μουσικής βιομηχανίας και η πνευματική κατάρρευση που προκαλείται από τα ναρκωτικά, όπως στην περίπτωση του ιδρυτή τους Roger Keith Barrett – Syd. Το θρυλικό «Shine On, You Crazy Diamond», με το οποίο αρχίζει και τελειώνει το άλμπουμ είναι αναμφισβήτητα ένα αφιέρωμα στον Syd.

Συμπτωματικά την ημέρα που ξεκίνησαν οι ηχογραφήσεις ήταν και τα 29 γενέθλια του Syd. Ενώ τα φωνητικά για το τραγούδι ολοκληρώνονταν τα μέλη του συγκροτήματος παρατήρησαν βαρύ άντρα με ξυρισμένο κεφάλι και φρύδια να περιπλανιέται στο στούντιο. Αργότερα ο Nick Mason είπε ότι δεν φαινόταν «ασταθής κι όχι εντελώς λογικός».

«Ο Roger καθόταν στο γραφείο και μπαίνοντας είδα τον άντρα να κάθεται πίσω του, τεράστιος, ογκώδης και φαλακρός», είπε ο Richard Wright σε μια συνέντευξή του το 1984. «Σκέφτηκα ότι φαίνεται λίγο περίεργος. Τελοσπάντων, με τον Roger καθίσαμε μαζί στο γραφείο και δουλέψαμε για περίπου δέκα λεπτά και αυτός ο τύπος σηκωνόταν βούρτσιζε τα δόντια του και μετά ξανακαθόταν. Έκανε πραγματικά περίεργα πράγματα αλλά ήταν ήρεμος και ήσυχος. Ρώτησα τον Roger: «Ποιος είναι αυτός;» και ο Roger είπε «δεν ξέρω». Εγώ είπα πως «υπέθεσα ότι είναι φίλος σου». Ο Ρότζερ είπε: «Όχι, δεν ξέρω ποιος είναι». Μου πήρε πολύ χρόνο αλλά ξαφνικά συνειδητοποίησαν ότι ήταν ο Syd. Ίσως μετά από 45 λεπτά».

Όταν οι υπόλοιποι συνειδητοποίησαν ότι αυτός ο άνθρωπος ήταν ο πρώην ηγέτης του γκρουπ, τώρα πια μια σκιά του εαυτού του, τρομοκρατήθηκαν. Ο Waters έβαλε τα κλάματα. Ο Syd τους είπε ότι θα ήταν χαρούμενος να προσφέρει τις υπηρεσίες του στη μπάντα αλλά ήταν σαφές στους υπόλοιπους ότι δεν θα μπορούσε. Είχε σταματήσει να ηχογραφεί μουσική και να παίζει την προηγούμενη χρονιά μετά από μια αποτυχημένη προσπάθεια για ένα σόλο. Μετά από αυτή τη συνάντηση τα μέλη των Pink Floyd δεν είδαν ξανά τον Syd καθώς εκείνος επέστρεψε μόνιμα στην ιδιαίτερη πατρίδα του, το Cambridge της Αγγλίας, όπου πέθανε το 2006 από επιπλοκές διαβήτη σε ηλικία των 60 ετών.

Buried Alive In The Blues – Janis Joplin και The Full Tilt Boogie Band

Την 1η Οκτωβρίου 1970, η Τζάνις Τζόπλιν πήγε στο στούντιο για να ηχογραφήσει το τραγούδι «Mercedes Benz». Αυτή έμελε να είναι και η τελευταία της ηχογράφηση. Δυο ημέρες μετά η Τζόπλιν ξαναπήγε στο στούντιο για να ακούσει το οργανικό μέρος του «Buried Alive in the Blues», ένα τραγούδι που της έδωσε ο Nick Gravenites. Ικανοποιημένη με αυτό που άκουσε ανακοίνωσε στον παραγωγό της Paul Rothchild ότι θα έκανε τα φωνητικά την επόμενη ημέρα. Στην συνέχεια πήγε στο ξενοδοχείο της.

Την επόμενη ημέρα δεν πήγε στο στούντιο προκαλώντας την ανησυχία του Rothchild. Ο John Cooke, εκ των μάνατζερ των The Full Tilt Boogie Band, πήγε στο Landmark Motor Hotel για να ελέγξει. Στο πάρκινγκ είδε την ψυχεδελικά βαμμένη Porsche της Τζόπλιν. Όταν μπήκε στο δωμάτιο 150 βρήκε την Τζόπλιν νεκρή στο πάτωμα. Είχε ένα τσιγάρο που το φίλτρο του είχε καεί στο ένα χέρι και τέσσερα δολάρια στο άλλο. Πέφτοντας είχε χτυπήσει το πρόσωπό της. Ήταν 27 χρονών και η επίσημη αιτιολογία θανάτου ήταν υπερβολική χρήση ναρκωτικών και αλκοόλ. Η ηχογράφηση του άλμπουμ σταμάτησε και το «Buried Alive in the Blues» παρέμεινε οργανικό. Παρά το γεγονός ότι το Pearl ήταν ημιτελές έγινε το πιο επιτυχημένο άλμπουμ της.

The Needle And The Damage Done – Neil Young

Το υπέροχο «The Needle And The Damage Done» του Neil Young αναφέρεται στην τραγική ιστορία του φίλου και συναδέλφου του Young από τη μπάντα Crazy Horse, Daniel Ray Whitten, που ήταν εξαρτημένος από την ηρωίνη. Ηχογραφημένη ζωντανά σε συναυλία στο UCLA’s Royce Hall στο 1971 και συμπεριλαμβανόμενη στο άλμπουμ Harvest του 1972 αυτή η σύνθεση ήταν χαρακτηριστικά προσωπική και ιδιαίτερα ο στίχος «πήγα στην πόλη κι έχασα τη μπάντα μου».

Πρόκειται για μια αναφορά στην απόφαση του Young να εγκαταλείψει το συγκρότημα και να μην το συμπεριλάβει στις ηχογραφήσεις για το άλμπουμ του 1970 «After The Gold Rush» πιθανώς λόγω της εξάρτησης του Whitten. Δυστυχώς ο Whitten δεν κατάφερε ποτέ να ξεφύγει από τους δαίμονες του. Παρόλο που το 1972 συμφωνήθηκε να παίξει κιθάρα στην περιοδεία για το άλμπουμ «Harvest», στις πρόβες ήταν σε πολύ κακή κατάσταση και δεν ήταν σε θέση να ακολουθήσει τους υπόλοιπους.

Στις 18 Νοεμβρίου, ένας εκνευρισμένος Neil Young τον απέλυσε για ακόμη μια φορά δίνοντας του 50 δολάρια κι ένα αεροπορικό εισιτήριο για να γυρίσει στο Λος Άντζελες. Αργότερα εκείνο το βράδυ, ο Whitten πέθανε από ένα θανατηφόρο μείγμα από βάλιουμ και αλκοόλ, το οποίο χρησιμοποιούσε για να καταπολεμά τα συμπτώματα αποστέρησης της ηρωίνης. Ο Neil Young αισθανόταν μεγάλη ευθύνη για χρόνια. Στις σημειώσεις της τριπλής του συλλογής «Decade», είπε για το τραγούδι «δεν είμαι ιεροκήρυκας, αλλά τα ναρκωτικά σκότωσαν πολλούς σπουδαίους άνδρες».

Fruit Tree – Nick Drake

Εξαιρετικό ταλέντο στην κιθάρα από μικρός, το 1968, ο Nick Drake υπέγραψε συμβόλαιο με την Island Records κι άρχισε να δουλεύει το ντεμπούτο άλμπουμ του «Five Leaves Left.» Ο τίτλος προήλθε από το προειδοποιητικό μήνυμα στα χαρτάκια καπνού «απομένουν πέντε φύλλα», καθώς ο Drake κάπνιζε τόσο καπνό, όσο και κάνναβη. Τον Σεπτέμβρη του 1969 το άλμπουμ κυκλοφόρησε και χαρακτηρίστηκε τόσο «ποιητικό», όσο και «ενδιαφέρον» από το βρετανικό μουσικό περιοδικό «Melody Maker». Ο Drake που ήταν ντροπαλός στη δημόσια έκθεση ήταν δυσαρεστημένος με την κυκλοφορία του άλμπουμ. Οι χαμηλές πωλήσεις και οι ασταθείς εμφανίσεις του τον έριξαν σε κατάθλιψη που συνέχισε να τον ταλαιπωρεί για το υπόλοιπο της σύντομης ζωής του.

Αν και το «Five Leaves Left» είναι μια εξαιρετική συλλογή τραγουδιών, το κομμάτι που ξεχωρίζει λυρικά είναι το «Fruit Tree». «Η φήμη δεν είναι παρά ένα δέντρο με φρούτα, τόσο σαθρή/ δεν μπορεί ποτέ να ανθίσει έως ότου ο κορμός της να είναι στο έδαφος/ Έτσι οι άνθρωποι της φήμης δεν μπορούν ποτέ να βρουν έναν τρόπο/ Μέχρι ο χρόνος να πετάξει μακριά από την ημέρα του θανάτου τους/ Ξεχασμένοι όσο είναι εδώ, στη μνήμη για λίγο/ Ένα σύγχρονο ερείπιο από ένα πολύ ξεπερασμένο στιλ».

Οι στίχοι αυτοί είναι σα να προδιαγράφουν τον θάνατο του Drake από υπερβολική δόση αντικαταθλιπτικών πέντε χρόνια αργότερα το 1974. Ο ίδιος φαίνεται ότι είχε αρχίσει να κουράζεται από τη ζωή ήδη από τα φοιτητικά του χρόνια και έδειχνε σα να έχει έντονη επίγνωση του πεπρωμένου του. Αν και τα άλμπουμ που κυκλοφόρησε κατά τη διάρκεια της ζωής του προσέλκυσαν λίγο ή και καθόλου ενδιαφέρον, μετά το θάνατό του είχαν σημαντική επιρροή σε καλλιτέχνες όπως ο Robyn Hitchcock των Soft Boys, ο Michael Stipe των REM και ο Robert Smith των «The Cure», ο οποίος ισχυρίστηκε ότι ονόμασε τη μπάντα του από έναν στίχο του «Time Has Told Me» του Drake.

I Wish It Would Rain – The Temptations

Αν και οι «The Temptations» δεν έγραψαν κανένα από τα χιτ που ξεχώρισαν κατά τη διάρκεια της ακμής τους (1964 – 1968), το συγκρότημα είχε τραγουδιστές που είχαν την ικανότητα να ερμηνεύουν τα τραγούδια που τους δίνοντας κάνοντας μεγάλη αίσθηση. Ένας από αυτούς ήταν ο David Ruffin, που έδωσε την φωνή του στο κλασικό «I Wish It Would Rain», το 1967. Μια μπαλάντα για έναν θλιμμένο άνθρωπο που περιφρονείται από τη σύζυγό του και εύχεται να ανοίξουν τα σύννεφα και οι σταγόνες της βροχής να κρύψουν τα δάκρυά του για την χαμένη του αγάπη. Αποδείχτηκε ένα τραγούδι που ξεχείλιζε από γνήσιο και δεινό συναίσθημα. Τους στίχους έγραψε ο Roger Penzabene, λίγο μετά αφού ανακάλυψε ότι η γυναίκα του ήταν άπιστη. Βαθιά απογοητευμένος αυτοκτόνησε στις 31 Δεκεμβρίου του 1967, μόλις δέκα ημέρες αφού το «I Wish It Would Rain» κυκλοφόρησε ως single. Ήταν 23 ετών.

People Who Died – The Jim Carroll Band

Παρά το γεγονός ότι ο ρυθμός μπορεί να ακούγεται ανεβαστικός, οι στίχοι είναι τόσο αληθινοί και άμεσοι, όσο και πένθιμοι. Ο Jim Carroll αναφέρεται στους πολυάριθμους φίλους του, αυτούς με τους οποίους μεγάλωσε μαζί στην υποβαθμισμένη ανατολική πλευρά της Νέας Υόρκης και τους έχασε από αυτοκτονίες, ασθένειες, ναρκωτικά, πόλεμο και δολοφονίες. Ο ίδιος υπήρξε εθισμένος στην ηρωίνη από την ηλικία των μόλις 13 ετών.

Δυο από τους ανθρώπους που αναφέρονται στο «People Who Died», ο Τέντι, ο οποίος σκοτώθηκε πέφτοντας από την ταράτσα μετά από εισπνοή κόλλας και ο Έντι που μαχαιρώθηκε στο λαιμό αναφέρονται επίσης στα λογοτεχνικά έργα του Jim Carroll «The Basketball Diaries» – το οποίο έγινε και ταινία με τον Λεονάρντο Ντι Κάπριο να παίζει τον Κάρολ σε νεαρή ηλικία – και «The Book of Nods». Το 1982, το «People Who Died», χρησιμοποιήθηκε από τον σκηνοθέτη Στίβεν Σπίλμπεργκ στην ταινία «ET». Ο Jim Carroll έφυγε από τη ζωή στις 11 Σεπτεμβρίου 2009. Πέθανε από καρδιακή ανεπάρκεια σε ηλικία 60 ετών.

Gimme Shelter – The Rolling Stones 

Ο Keith Richards άρχισε να γράφει τη μουσική για το «Gimme Shelter» κατά το χρόνο που ο Mick Jagger, δούλευε στην εκκεντρική βρετανική γκανγκστερική ταινία «Performance». Όταν επέστρεψε ο Jagger πρόσθεσε τους τρομακτικούς στίχους στην μουσική του Richards. Το τραγούδι ήταν εμπνευσμένο από την επικρατούσα κατάσταση στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και κυρίως τον πόλεμο του Βιετνάμ. Μετά από πρόταση του παραγωγού Jimmy Miller, η τραγουδίστρια της soul Merry Clayton κλήθηκε για να το τραγουδήσει ντουέτο με τον Jagger. Η ανατριχιαστική σοπράνο φωνή της έκανε το τραγούδι να ξεχωρίζει ανάμεσα στα κλασικά κομμάτια των Rolling Stones.

Το τραγούδι έγινε συνώνυμο με την επικείμενη καταστροφή. Ο σκηνοθέτης Martin Scorsese το χρησιμοποίησε με μεγάλη επιτυχία κατά τη διάρκεια σκηνών στις ταινίες του «Goodfellas», «Casino», and «The Departed». Κατά τη διάρκεια της περιοδείας για το άλμπουμ χύθηκε πραγματικά αίμα. Στις 6 Δεκέμβρη του 1969, στη συναυλία στο Altamont Free Concert, ένας έφηβος που λεγόταν Meredith Curley Hunter, ντυμένος με ένα ανοιχτό πράσινο κοστούμι και υπό την επήρεια μεθαμφεταμίνης, άρχισε να κραδαίνει ένα περίστροφο κοντά στη σκηνή την ώρα που οι Stones τραγουδούσαν. Γρήγορα περικυκλώθηκε από μέλη του Hell’s Angels Motorcycle Club που κλήθηκαν από τους διοργανωτές να προσφέρουν υπηρεσίες ασφαλείας στην συναυλία αντί της αστυνομίας. Μαχαίρωσαν τον Hunter θανάσιμα ενώ οι κάμερες τραβούσαν. Σαν να μην έφτανε αυτό, η Clayton, που βρισκόταν σε προχωρημένη εγκυμοσύνη κατά την ηχογράφηση, απέβαλε όταν επέστρεψε στη Νέα Ορλεάνη από το Λονδίνο και κατηγόρησε την μεγάλη καταπόνηση που υπέστη κατά την ηχογράφηση του έντονου ντουέτου της με τον Jagger για αυτή την αποβολή.

Μοίρασε το άρθρο!