Γιατί οι γυναίκες στην Ινδία αυτοκτονούν;

Η Nyana Sabharwal ήταν 13 ετών όταν η μητέρα της αυτοκτόνησε. Ήταν για πολλά χρόνια αλκοολική και από ότι καταλαβαίνει σήμερα η Sabharwal έπασχε από κάποια ψυχική ασθένεια που δεν είχε διαγνωστεί. Η μητέρα της κρεμάστηκε στο σπίτι όταν όλοι οι υπόλοιποι κοιμούνταν, ενώ είχε εκφράσει πολλές φορές την επιθυμία να αυτοκτονήσει. «Μεγαλώνοντας ήξερα ότι η μητέρα μου σκεφτόταν την αυτοκτονία, απλά δεν ήξερα τι έπρεπε να κάνω γι΄ αυτήν ως παιδί», αναφέρει στο aljazeera.

H Sabharwal ήταν αυτή που φρόντιζε την μαμά της από μικρή ηλικία. «Ως παιδί, δεν γνωρίζεις τι είναι ο πόνος επειδή οι γονείς σου υποτίθεται ότι είναι για σένα τέλειοι». Τα περισσότερα βράδια, η Sabharwal παρακολουθούσε τη μητέρα της να τριγυρνάει στο σπίτι και πρόσεχε ώστε να μην πιει πολύ και να μην αυτοτραυματιστεί, μέχρι να κοιμηθεί. Μετά έπρεπε να τελειώσει τις σχολικές εργασίες, ενώ το επόμενο πρωί γυρνούσε σπίτι αμέσως μετά το σχολείο, ανησυχώντας ανησυχώντας για το τι μπορεί να αντικρίσει κατά την επιστροφή της.

«Κάθε μέρα, γυρνώντας από το σχολείο, αναρωτιόμουν αν η μαμά μου θα ήταν εκεί και αν θα ήταν νηφάλια ή όχι. Νομίζω ότι η παιδική μου ηλικία ήταν μια εξαιρετικά δύσκολη περίοδος της ζωής μου», ανέφερε χαρακτηριστικά. Μετά το θάνατο της μητέρας της, η Sabharwal προσπάθησε να αυτοκτονήσει δύο φορές. «Μόνο ως ενήλικας μπόρεσα να καταλαβαίνω τι πέρασε, ως παιδί μου ήταν αδύνατο», πρόσθεσε.

Τον Ιανουάριο του 2018, η Sabharwal και μια φίλη της, της οποίας ο πατέρας είχε επίσης αυτοκτονήσει, δημιούργησαν μια υποστηρικτική ομάδα με το όνομα «We We Hear You». «Όταν αρχίσαμε να μιλάμε, συνειδητοποιήσαμε πόσο εύκολο ήταν να κάνεις κουβέντα για κάποιον που έχει βιώσει την απώλεια. Ήταν πιο εύκολο να καταλάβεις τον πόνο και τις εμπειρίες που έχει περάσει ο καθένας, όπως και τα συναισθήματα και τη διαχείριση τους». Η ομάδα αποτελείται πλέον από 20 μέλη, που συναντιούνται την πρώτη Τρίτη κάθε μήνα για να υποστηρίξει ο ένας τον άλλον μέσω των προσωπικών θεραπευτικών εμπειριών τους.

Το 37% των γυναικών που αυτοκτονούν παγκοσμίως ζουν στην Ινδία

Η μητέρα της Sabharwal είναι μία από τις χιλιάδες γυναίκες που αυτοκτονούν κάθε χρόνο στην Ινδία. Το 2018, σύμφωνα με έρευνα που δημοσιεύτηκε στο τεύχος του Lancet Public Health τον Οκτώβριο, σχεδόν το 37% των γυναικών που αυτοκτονούν σε όλο τον κόσμο κατάγονται από την Ινδία.

Αν και αριθμός των αυτοκτονιών έχει μειωθεί από το 1990, το ποσοστό συνεχίζει να είναι πολύ μεγάλο. Μάλιστα, το 2016 η αυτοκτονία ήταν η ένατη κύρια αιτία θανάτου στην Ινδία. Σε πολλές περιπτώσεις, τα θύματα είχαν σπουδάσει, είχαν επιτυχημένες σταδιοδρομίες και ανήκαν στη μεσαία τάξη.

«Η παγκοσμιοποίηση και η επακόλουθη έκρηξη των μέσων μαζικής ενημέρωσης έχουν αυξήσει τις προσδοκίες των γυναικών, ενώ η κοινωνία γενικά δεν κατάφερε να ανταποκριθεί στις αλλαγές της, έτσι υπάρχει μια σαφής αντίφαση μεταξύ φιλοδοξιών και πραγματικότητας», δήλωσε ο Johnson Thomas, διευθυντής της Aasra, στην Βομβάη.

«Η αλλαγή στην οικογένεια έχει αυξήσει την πίεση στις γυναίκες ώστε να έχουν επαγγελματική σταδιοδρομία και να ασχολούνται και με τα οικιακά», προσθέτει.  Η υποστήριξη από τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας δεν είναι δεδομένη, με αποτέλεσμα οι γυναίκες να φορτώνονται με διπλές ευθύνες.

Αλλά η Anna Chandy, πρόεδρος του Ιδρύματος Live Love Laugh, μια φιλανθρωπική οργάνωση επικεντρωμένη στην ευαισθητοποίηση για την ψυχική υγεία και τη μείωση του στιγματισμού, υποστηρίζει ότι η αυτοκτονία δεν είναι αναγκαστικά πιο συχνή μεταξύ των μορφωμένων γυναικών.

Σημειώνεται, ότι μέχρι το 2017 η αυτοκτονία ήταν ποινικό αδίκημα στην Ινδία και η απόπειρα προέβλεπε να ασκηθεί ποινή φυλάκισης ενός έτους ή πρόστιμο ή και τα δύο. Εκείνη την χρονιά η αυτοκτονία και απόπειρα αυτοκτονίας αποποινικοποιήθηκαν. Σύμφωνα με τον νόμο περί Ψυχικής Υγείας του 2017, οι άνθρωποι που προσπαθούν να αυτοκτονήσουν θα θεωρείται ότι έχουν σοβαρά θέματα άγχους και δεν θα πρέπει να δικάζονται και να τιμωρούνται.

Η κυβέρνηση έχει τώρα εντολή να παρέχει φροντίδα στα θύματα. Αλλά οι αναλυτές λένε ότι η αποποινικοποίηση, αν και σημαντική, δεν αρκεί. Η εφαρμογή του νέου νομοσχεδίου δεν ήταν πλήρης. Ορισμένα νοσοκομεία, ιατρικές κλινικές και αστυνομικά τμήματα δεν έχουν ενημερωθεί για το νέο νομοσχέδιο, πράγμα που σημαίνει ότι στην πράξη τα πράγματα παραμένουν σχετικά τα ίδια.

«Αν και το νομοσχέδιο εγκρίθηκε, δεν έχει ακόμα τεθεί σε ισχύ σε όλες τις περιοχές της χώρας» λέει ο Thomas. Παράλληλα, εξακολουθεί να υπάρχει κάποια αμφισημία σχετικά με τη διατύπωση του νομοσχεδίου, που αναφέρει ότι υπάρχει ένα απαραίτητο επίπεδο άγχους που απαιτείται για να μην αποτελεί η πράξη έγκλημα.

«Αυτός είναι ένας πολύ αόριστος και αμφιλεγόμενος τρόπος να διαμορφώσουμε το αν πρόκειται για εγκληματική πράξη ή όχι», λέει η Sabharwal.

Το κοινωνικό στίγμα

Το κοινωνικό στίγμα σχετικά με την αυτοκτονία συνεχίζει να είναι έντονο. Οι συγγενείς των θυμάτων πολλές φορές κρύβουν την αιτία θανάτου, αναφέροντάς την ως αποτέλεσμα ατυχήματος, πνιγμού ή πτώσης.

Η Sabharwal βλέπει αρκετά συχνά μια απροθυμία να μιλήσει κανείς ανοιχτά για την ψυχική υγεία, ειδικά στους φίλους και την οικογένειά. Αυτό πιθανότατα συμβαίνει γιατί οι ανώνυμες ανοιχτές γραμμές υποστήριξης της αυτοκτονίας έχουν γίνει πολύ δημοφιλείς.

«Νομίζω ότι υπάρχει φόβος ότι θα κριθούν και θα στιγματιστούν. Κανένας άνθρωπος δεν θα ήθελε να γνωρίζει ο περίγυρος του πόσο αδύναμος είναι ή ότι πάσχει από κάποια ψυχική ασθένεια», υποστηρίζει η Sunitha Ramachandram,που εργάζεται στο Samaritans Mumbai, μια τηλεφωνική γραμμή υποστήριξης για την αυτοκτονία.

Το να ξεπεράσει κανείς αυτόν τον φόβο δεν είναι ούτε απλό ούτε εύκολο. «Δεν υπάρχει μαγική φόρμουλα. Χρειάζεται προσπάθεια που αναπτύσσεται με την πάροδο του χρόνου για να μπορέσει ένα άτομο να ξεπεράσει τις δυσκολίες», λέει ο Thomas.

Η εκπαίδευση και η κατάρτιση στην επίλυση προβλημάτων, η ανάπτυξη πνευματικής δύναμης και η συναισθηματική ευημερία σίγουρα θα βοηθήσουν. Αλλά χωρίς μια σημαντική μετατόπιση των στάσεων, η πραγματική αλλαγή θα είναι αργή. «Θα χρειαστούν χρόνια συνειδητοποίησης, ευαισθητοποίησης και εκπαίδευσης σε θέματα ψυχικής υγείας μέχρι να ενσωματωθεί στο DNA του πολιτισμού μας», κατέληξε η Chandy.

Μοίρασε το άρθρο!