Άνω Πόλη: Η πιο απόκοσμη περιοχή της Θεσσαλονίκης με το έντονο οθωμανικό της χρώμα

Στα τέλη του 19ου αιώνα, μετά το γκρέμισμα του παραθαλάσσιου τείχους, η οθωμανική Θεσσαλονίκη είχε μια μοντέρνα πρόσοψη που τη σχημάτιζαν τα παρατεταγμένα στην παραλία «ευρωπαϊκά» πολυώροφα οικήματα και ο γεμάτος κίνηση παραλιακός δρόμος που τον διέσχιζε το τραμ. Πίσω όμως από αυτό το ευρωπαϊκό της «πουδράρισμα» η Θεσσαλονίκη παρέμενε στην ουσία μια ανατολίτικη πόλη, στεφανωμένη με μιναρέδες, κυπαρίσσια, τζαμιά, συναγωγές και εκκλησίες, χαμάμ και παζάρια, σοκάκια και χαμόσπιτα.
 
Η ποιητική ατμόσφαιρα της Άνω Πόλης

Σήμερα, που η Θεσσαλονίκη έχει μετατραπεί πλέον σε μια σύγχρονη ευρωπαϊκή μεγαλούπολη με έναν συνεχώς αυξανόμενο πληθυσμό που έχει προ πολλού ξεπεράσει το ένα εκατομμύριο κατοίκους, η μοναδική περιοχή που θυμίζει κάπως το ανατολίτικο παρελθόν της είναι η Άνω Πόλη, ο παλιός τούρκικος μαχαλάς: ένα δαιδαλώδες δίκτυο από σοκάκια και καλντερίμια, που σκαρφαλώνουν νωχελικά ανάμεσα σε ετοιμόρροπες προσόψεις παλιών οθωμανικών σπιτιών, τα οποία διασώθηκαν από την καταστροφική πυρκαγιά του 1917, που έπληξε κυρίως το κέντρο της πόλης αλλά άφησε σχεδόν ανέπαφη την πάνω πόλη.

Η Άνω Πόλη κερδίζει την καρδιά των επισκεπτών της με την πρώτη επίσκεψη. Είναι η αγαπημένη περιοχή των ποιητών, των διανοουμένων και των μποέμ της Θεσσαλονίκης, καθώς υπερέχει αισθητικώς από την υπόλοιπη «μοντέρνα» πόλη των γκρίζων πολυώροφων οικοδομών και των θορυβωδών δρόμων, των εμπορικών καταστημάτων και των φραπεδοπωλείων. Είναι μια περιοχή με άλλον «αέρα», με πιο αργούς ρυθμούς και μια ενεργειακή ατμόσφαιρα που πάλλεται συνεχώς παρασύροντας συχνά τον επισκέπτη σε «επικίνδυνες σκέψεις»…

Καθόλου παράξενο λοιπόν που σε μια πλατεία της, στο γνωστό Κουλέ-Καφέ, στις αρχές του 20ου αιώνα μια παρέα καφενόβιων ντονμέδων (εξισλαμισθέντων Εβραίων), μορφωμένων αγάδων και μπέηδων, είχε την «φαεινή» ιδέα να δημιουργήσει το νεοτουρκικό σύνταγμα και τον τουρκικό εθνικισμό, που και άλλαξε τον ρου της ιστορίας της περιοχής. Ανάμεσα τους και κάποιος, που θα ονομαστεί αργότερα Ατατούρκ…
 

Η πολύχρωμη Οθωμανική Θεσσαλονίκη: Τζαμιά, Τεκέδες και Δερβίσηδες

Αυτό που κάνει ξεχωριστή την Άνω Πόλη σε σχέση με την υπόλοιπη Θεσσαλονίκη είναι η εξαιρετική της θέα –από εκεί ψηλά βλέπεις ολόκληρη την πόλη, τον Θερμαϊκό κόλπο, ακόμη και τον Όλυμπο!– και η μυστηριώδης ανατολίτικη ατμόσφαιρά της, που οφείλεται στο γεγονός ότι κατά την περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας υπήρξε ο κύριος τόπος κατοικίας των μουσουλμάνων της πόλης. Μετά την κατάκτηση από τους Οθωμανούς του σουλτάνου Μουράτ του Β’, το 1430, η Θεσσαλονίκη απώλεσε μεγάλο μέρος του χριστιανικού της πληθυσμού κι άρχισε να εποικίζεται από μουσουλμάνους και λίγο αργότερα (μετά το 1492) κι από Ισπανοεβραίους  (Σεφαρντιμ). Σε όλη τη διάρκεια της οθωμανικής κατοχής (1430-1912) το χριστιανικό στοιχείο της Θεσσαλονίκης παρέμεινε γύρω στο 25% του συνόλου, ενώ οι μουσουλμάνοι, πολλοί εκ των οποίων ήταν εξισλαμισμένοι χριστιανοί και Εβραίοι (Ντονμέδες), αποτελούσαν το 25-30% του πληθυσμού. Οι υπόλοιποι, δηλαδή σχεδόν ο μισός πληθυσμός της πόλης, ήταν Εβραίοι, γι’ αυτό και η Θεσσαλονίκη (η Σελανίκ των Τούρκων και η Σαλόνικο των Ισπανοεβραίων) ονομάζονταν και «Μητέρα του Ισραήλ».

Αμέσως μετά την οθωμανική κατάκτηση οι περισσότερες φημισμένες ορθόδοξες εκκλησίες της Θεσσαλονίκης μετατράπηκαν σε τεμένη (τζαμιά) και δίπλα τους κατασκευάστηκαν ψηλοί μιναρέδες για να θυμίζουν, συν τοις άλλοις, στους «άπιστους» υπόδουλους χριστιανούς Έλληνες την μουσουλμανική υπεροχή. Ανάμεσα στις εκκλησίες που έγιναν τζαμιά συγκαταλέγονται σε πρώτη φάση η Μονή του Προδρόμου, η Αχειροποίητος (Eski Cuma), ο Προφήτης Ηλίας (Seray Atik Camii) και ο ναός των Ταξιαρχών (Iki Serife). Κατόπιν ακολούθησαν το 1488 ο Άγιος Δημήτριος (Kasimiye), οι Άγιοι Απόστολοι γύρω στο 1520 (Cezeri Kasim Pasa), η Αγία Σοφία το 1585 (Aya Sofya) και η Ροτόντα το 1591 (Hortac Efendi).

Για περισσότερα από 300 χρόνια στη Θεσσαλονίκη, όπως και σε άλλες πόλεις της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, επικρατούσαν οικοδομικοί περιορισμοί: οι ραγιάδες Έλληνες (από το «ράγια», που σημαίνει στα τούρκικα «κοπάδι») μπορούσαν να κτίσουν σπίτια μόνον έως 5,76 μέτρα ύψος, ενώ οι Οθωμανοί κυρίαρχοι μέχρι τα 7,68 μέτρα. Έτσι οι Μουσουλμάνοι, που διακρίνονταν φορώντας κίτρινα τουρμπάνια (ένδειξη «ανωτερότητας»), έμεναν συνήθως σε ψηλά πετρόκτιστα σπίτια, ενώ οι ραγιάδες σε ξύλινα χαμόσπιτα. Επίσης οι Οθωμανοί μπορούσαν να βάφουν τα σπίτια τους με κόκκινο χρώμα, που απαγορεύονταν σε όλους τους υπόλοιπους.

Οι μουσουλμάνοι διάλεξαν από την αρχή ακόμη για κατοικία τους την Άνω Πόλη, γιατί είχε καθαρότερο αέρα και νερό –σημαντικό στοιχείο για πρώην νομάδες– αλλά και για να βρίσκονται πλησιέστερα στην Ακρόπολη (Γεντί Κουλέ), όπου και έδρευε η φρουρά των Γενίτσαρων. Από τους άλλους, οι μεν Έλληνες κατοικούσαν γύρω από το Ιπποδρόμιο και οι Εβραίοι στο κέντρο και στα δυτικά (Βαρδάρης), κοντά πάντα στο λιμάνι.
Η πόλη, που παρέμενε έως τον 19ο αιώνα περιορισμένη εντός των παλιών βυζαντινών τειχών, έδινε την εντύπωση μιας ζωηρής αλλά πάντα ανατολίτικης πόλης, όπου παράλληλα με 48 τζαμιά υπήρχαν 36 συναγωγές και περίπου 30 χριστιανικές εκκλησίες. Υπήρχαν επίσης μέσα στην πόλη δεκάδες χαμάμ, χάνια και μεντρεσέδες (ιεροσπουδαστήρια), ενώ φημιζόταν για τα Σαράγια και την περίφημη αιγυπτιακή αγορά (Μισίρ Τσαρσί) με τα 500 καταστήματα της!
 
Το τάγμα των Μεβλεβήδων δερβίσηδων της Θεσσαλονίκης

Στην οθωμανική Θεσσαλονίκη υπήρχαν διάφορα ισλαμικά τάγματα και κυρίως εκείνο που είναι γνωστό στους μελετητές ως Σούφι και στον πολύ κόσμο ως δερβίσηδες (υπήρχαν επίσης και τάγματα των Μπεκτασήδων, των Χαλβετιγέ, των Μελαμήδων, των Ναξμπατήδων και των Σαντήδων). Οι δερβίσηδες, ειδικά οι Μεβλεβήδες, ήταν οι περισσότεροι πρώην χριστιανοί των Βαλκανίων που εξισλαμίστηκαν και γι’ αυτό μπόλιασαν την ισλαμική τους πίστη με τον ορθόδοξο μυστικισμό, ενώ είναι γνωστό πως τιμούσαν και τους αγίους του χριστιανισμού. Στη Θεσσαλονίκη το τάγμα των Μεβλεβήδων είχε μεγάλο κύρος και έλεγχε τα περισσότερα χριστιανικά προσκυνήματα της πόλης, όπως τον τάφο του Αγίου Δημητρίου.

Στην οθωμανική Θεσσαλονίκη οι Μεβλεβήδες έλεγχαν την πρόσβαση στον τάφο του Αγίου Δημητρίου και σε πολλά άλλα χριστιανικά προσκυνήματα της πόλης, και διατηρούσαν στενούς δεσμούς με τους Χριστιανούς, κάνοντας συχνά συντροφιά με τους Ρωμιούς καλόγερους. Ειδικά το τάγμα των Μπεκτασήδων είχε μοναστικά ιδρύματα (τεκέδες) παντού στα Βαλκάνια. Οι Μπεκτασήδες ήταν συνηθισμένο να θέτουν υπό τον έλεγχο τους τους ιερούς τόπους, τάφους αγίων και παλιές χριστιανικές εκκλησίες, για να τις προστατεύσουν. “Χρησιμοποιούσαν ψωμί και κρασί στις ιεροπραξίες τους, έδιναν έμφαση στους 12 Ιμάμηδες (σαν τους 12 Αποστόλους) και πολλά χαρακτηριστικά των τελετουργιών τους έμοιαζαν πολύ με τις συνήθειες των Χριστιανών. Σύμφωνα με τον Χάσλακ, στη νότιο Αλβανία ο θρύλος έλεγε πως ο Χατζή Μπεκτάς ήταν από χριστιανική οικογένεια και πως είχε προσχωρήσει στο Ισλάμ προτού αναγνωρίσει την ανωτερότητα της πρώτης του πίστης, οπότε επινόησε τον Μπεκτασιμό ως μια γέφυρα ανάμεσα στα δύο”, (Mark Mazower, Θεσσαλονίκη: Πόλη των Φαντασμάτων, Αλεξάνδρεια, 2006, σελ. 114).

Τα ιεροσπουδαστήρια τους (μεντρεσέδες) και οι τεκέδες τους βρίσκονταν κυρίως στην Άνω Πόλη, και οι Ευρωπαίοι περιηγητές δεν έχαναν την ευκαιρία να περιγράψουν τους μυστηριώδεις αυτούς χώρους, καθώς και τις απόκοσμες φιγούρες που σύχναζαν εκεί, βγάζοντας τελετουργικές κραυγές και χορεύοντας το γνωστό περιστροφικό χορό τους (περιστρεφόμενοι δερβίσηδες).
 

Τα φαντάσματα των Μουσουλμάνων

Οι Ευρωπαίοι περιηγητές που επισκέπτονταν τη Θεσσαλονίκη, ειδικά μετά τα μέσα του 19ου αιώνα όταν τα ατμοκίνητα πλοία και ο σιδηρόδρομος συνέδεσε την πόλη με την Ευρώπη, έμεναν εντυπωσιασμένοι και γοητευμένοι τόσο από τη φυσική ομορφιά και γραφικότητα της πόλης, τα αρχαία και μεσαιωνικά της μνημεία, αλλά επίσης κι από την ανατολίτικη ατμόσφαιρα της για την οποία γράφτηκαν πολλά π.χ. στα βιβλία του Πιερ Λοτί. Για τους Ευρωπαίους περιηγητές της εποχής εκείνης η ανατολίτικη Θεσσαλονίκη ήταν κάτι μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας, γεμάτη με τα μυστήρια της Ανατολής αλλά και τη ζωτική δύναμη της Δύσης, που εκφράζονταν μέσα από την δυναμικά ανερχόμενη και ευρωπαϊζουσα αστική τάξη της και τις πανέμορφες βίλες που έκτιζε στη «Λεωφόρο των Εξοχών» (σημερινή Βασιλίσσης Όλγας).

Από τη στιγμή που η Αθήνα και το Βελιγράδι φρόντισαν από νωρίς (ως το 1840) να εξαλείψουν σχεδόν κάθε ίχνος της οθωμανικής περιόδου (π.χ. το τζαμί στην Ακρόπολη καταστράφηκε ολοσχερώς, όπως επίσης κι εκείνο στο φρούριο Καλεμεγκτάν του Βελιγραδίου), η Θεσσαλονίκη διατηρούσε ακόμη την ανατολίτικη φυσιογνωμία της, πράγμα που την καθιστούσε ακόμη πιο θελκτική στα βλέμματά τους. Όχι όμως για πολύ ακόμη καθώς, τόσο το άστρο της οθωμανικής αυτοκρατορίας, όσο και η παρουσία των μουσουλμάνων, έδυαν σ’ αυτό το κομβικό λιμάνι των Βαλκανίων.

Τα ίχνη της μουσουλμανικής παρουσίας στη Θεσσαλονίκη σβήστηκαν επιμελώς στα πλαίσια της διαδικασίας του εξελληνισμού της πόλης, που ξεκίνησε το 1912 και ολοκληρώθηκε το 1923 με την ανταλλαγή των πληθυσμών και τον εκτοπισμό των μουσουλμάνων της πόλης στην Τουρκία, και συγκεκριμένα στην Κωνσταντινούπολη και στη Σμύρνη, όπου και βοήθησαν στο να εκτουρκιστούν αυτές οι δύο πολυεθνικές πόλεις, κατοικημένες σε μεγάλο ποσοστό από Έλληνες (ειδικά η Σμύρνη). Το 1924 οι περισσότεροι μουσουλμάνοι της Θεσσαλονίκης είχαν αναχωρήσει για την Τουρκία. Τον Γενάρη του 1925 ο Έλληνας αρχηγός της αστυνομίας της πόλης είχε στον κατάλογο του μόνο 97 μουσουλμάνους και οι 78 από αυτούς ήταν όχι «Τούρκοι» αλλά ξένοι υπήκοοι (Αλβανοί, Σέρβοι κ.α.).

Η εξαφάνιση των μουσουλμανικών μνημείων

Δεν σιώπησαν μόνον οι «ενοχλητικές» φωνές των μουεζίνων που καλούσαν τους πιστούς για προσευχή. Οι μιναρέδες, που το επιβλητικό τους ύψος φόβιζε τους χριστιανούς και τους θύμιζε ένα δυσάρεστο παρελθόν το οποίο θα ήθελαν ευχαρίστως να ξεχάσουν, κατεδαφίστηκαν. Τα μουσουλμανικά νεκροταφεία ξεθάφτηκαν, οι ταφόπλακες τους καταστράφηκαν, πουλήθηκαν ως οικοδομικό υλικό, κι εξαφανίστηκαν από το χάρτη. Ο χώρος τους δόθηκε στους πρόσφυγες ως «ανταλλάξιμη γη». Όσα τζαμιά ήταν προηγουμένως εκκλησίες και «κηλιδώθηκαν» από τους μουσουλμάνους, επεστράφησαν στη χριστιανική λατρεία. Τα υπόλοιπα καταστράφηκαν, μέσα σ’ ένα είδος αντιτουρκικού παροξυσμού, εγκαταλείφθηκαν κι έγιναν «πολιτιστικοί χώροι».

Τα περίφημα οθωμανικά λουτρά παράκμασαν και σταδιακά έκλεισαν. Τα κλειστά παζάρια της πόλης, τα «μπεζεστένια», άλλαξαν χρήσεις και ιδιοκτήτες. Τα αρχοντικά των πλούσιων μουσουλμάνων, με τα χαρακτηριστικά προεξέχοντα σαχνίσια στον όροφο τους, έγιναν αντικείμενο αγοροπωλησίας και πλιάτσικου. Το μόνο που απέμεινε είναι η Άνω Πόλη και συγκεκριμένα τα φιδογυριστά σοκάκια της και τα διατηρητέα σπίτια της, που θυμίζουν το ανατολίτικο, οθωμανικό παρελθόν της πόλης. Μέχρι τη δεκαετία του 1970 τα σπίτια στην Άνω Πόλη διατηρούσαν το οθωμανικό τους στυλ με τις προσόψεις τους βαμμένες γαλάζιες (ένα αποτροπαϊκό χρώμα για τους μουσουλμάνους). Πλέον απέμειναν λίγα (324 διατηρητέα), αλλά ευτυχώς τα νεόκτιστα σπίτια της περιοχής φροντίζουν να διατηρούν τον παραδοσιακό χαρακτήρα της Άνω Πόλης και γι’ αυτό δημιουργούν, ακόμη και σήμερα, την αίσθηση ενός ακαθόριστου «ανατολίτικου παρελθόντος».

Μπορεί οι μουσουλμάνοι της Θεσσαλονίκης να έφυγαν ως το 1924 αλλά τα φαντάσματά τους συνέχισαν να υπάρχουν και να «ενοχλούν» τους Μικρασιάτες πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στα σπίτια και στις συνοικίες που εγκατέλειψαν. Για αρκετό διάστημα πρόσφυγες συνέχιζαν να βλέπουν “φαντάσματα” δερβίσηδων και μουσουλμάνων αγίων, που συνήθιζαν να συγκεντρώνονται γύρω από παλιούς τεκέδες και παλιές βρύσες. Γι’ αυτό και πριν μπουν σ’ ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι οι πρόσφυγες συνήθιζαν πάντα να καλούν κάποιον παπά ή εξορκιστή για να διώξει τα… “μουσουλμανικά” φαντάσματα!
 
*Ο Γιώργος Στάμκος είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος.

Μοίρασε το άρθρο!