Φάκελος Κύπρου: Μεταπολίτευση, Καραμανλής και Αττίλας ΙΙ [Ντοκουμέντα]

Γενεύη 13.8. 1974: Η Τουρκία ζητά το 34% της Κύπρου! – Καραμανλής: “Διεπιστώθη η πλήρης αδυναμία στρατιωτικής επεμβάσεως της Ελλάδας στην Κύπρο” – Κίσιντζερ: “Υπάρχουν πλέον νέες πραγματικότητες στην Κύπρο” – Ο ρόλος των Συμμάχων και της Σοβιετικής Ένωσης – Αποστολή Ελληνικής Μεραρχίας: “Η Κύπρος κείται μακράν”. 

Η σύγχρονη ελληνική Δημοκρατία, γνωστή και ως Μεταπολίτευση, γεννήθηκε μέσα από την εθνική τραγωδία της Κύπρου το καλοκαίρι του 1974. Η Ελλάδα βγήκε, στις 23 Ιουλίου 1974, από τον “γύψο” της Χούντας, η οποία πρόλαβε ωστόσο να βάλει στην “εντατική” την ακρωτηριασμένη Κύπρο. Είχε προηγηθεί το οργανωμένο από τη Χούντα πραξικόπημα κατά του Μακαρίου (15 Ιουλίου 1974), η εισβολή και εγκατάσταση στην Κύπρο των τουρκικών δυνάμεων (Αττίλας Ι, 20-22 Ιουλίου 1974), η πλήρης αποδιοργάνωση της άμυνας στη μεγαλόνησο και η αποτυχημένη Γενική Επιστράτευση στην Ελλάδα. Εγκαταλειμμένη πλέον κι από τους “προστάτες” τους στην Ουάσιγκτον κι αφού τα έκανε κυριολεκτικά μούσκεμα, προκαλώντας τη μεγαλύτερη εθνική τραγωδία στη σύγχρονη ελληνική ιστορία, η στρατιωτική Δικτατορία εγκαταλείπει άρον άρον την εξουσία, την οποία κατέλαβε πραξικοπηματικά στις 21 Απριλίου 1967 καταλύοντας την εύθραυστη  μεταπολεμική ελληνική Δημοκρατία, και παραδίδει την διακυβέρνηση στους πολιτικούς, μέσα σε μια χαοτική και εμπόλεμη κατάσταση.

Το Κυπριακό υπήρξε η “μαμμή” της Μεταπολίτευσης. Στις 23 Ιουλίου 1974, μετά την αποχώρηση του δικτάτορα Ιωαννίδη, οι επιτελείς του Αρχηγείου Ενόπλων Δυνάμεων (ΑΕΔ) υπό τον Γκιζίκη  (ο διορισμένος από τη Χούντα “Πρόεδρος της Δημοκρατίας”), σε κοινή σύσκεψη με τους πολιτικούς Π. Κανελλόπουλο, Γ. Μαύρο, Ε. Αβέρωφ, Γ. Αθανασιάδη-Νόβα, Σπ. Μαρκεζίνη και Ξ. Ζολώτα, κατέληξε να ορκίσει “κυβέρνηση εθνικής ενότητας”. Αφού επέστρεψε εσπευσμένα από το Παρίσι, όπου και ζούσε εξόριστος, με το προσωπικό αεροπλάνο του Γάλλου Προέδρου Βαλερί Ζισκάρ Ντ’ Εσταίν, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ορκίσθηκε στις 4.00 το απόγευμα της 24ης Ιουλίου 1974 ως Πρωθυπουργός και ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας και τους χειρισμούς του Κυπριακού με συνεργάτες του τον Γ. Μαύρο ως αντιπρόεδρο και Υπουργό Εξωτερικών και τον Ε. Αβέρωφ Υπουργό Εθνικής Άμυνας.

Διασκέψεις της Γενεύης (25.7.1974-14.8.1974): Η Τουρκία ζητά το 34% της Κύπρου!

Η κατάσταση ήταν εξαιρετικά κρίσιμη, αν και είχε προηγηθεί (20.7.1974) η υπ’ αριθμόν 353 απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ (στη συνεδρίαση παρέστη και ο Μακάριος) με την οποία καταδικαζόταν, η τουρκική εισβολή στην Κύπρο, ζητούσε την κατάπαυση του πυρός, την έναρξη διαπραγματεύσεων και την αποχώρηση των ξένων στρατευμάτων από την Κύπρο. Τρία πράγματα λοιπόν δέσμευαν τη κυβέρνηση “εθνικής ενότητας” του Καραμανλή: Η εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο (Αττίλας Ι), η απόφαση (353) του Συμβουλίου Ασφαλείας για κατάπαυση του πυρός και η επιβληθείσα συμμετοχή της Ελλάδος στην ειρηνευτική Διάσκεψη της Γενεύης με την Τουρκία και την Μ. Βρετανία, την Ελληνοκυπριακή και την Τουρκοκυπριακή εκπροσώπηση. Στην πρώτη φάση της Διάσκεψη,  που διήρκεσε από τις 25 έως τις 30 Ιουλίου, σημειώθηκε κάποια πρόοδος, που επιβεβαιώθηκε και με το επίσημο κοινό ανακοινωθέντων τριών υπουργών της 30ής Ιουλίου. Η Διάσκεψη, αφού διέκοψε για λίγες μέρες τις εργασίες της, τις επανέλαβε στις 8 Αυγούστου με τη συμμετοχή πλέον και των εκπροσώπων των δύο Κοινοτήτων, του Γλαύκου Κληρίδη και του Ραούφ Ντενκτάς. Ανάμεσα στα άλλα καλούσε όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη να σεβαστούν την κυριαρχία, ανεξαρτησία και εδαφική ακεραιότητα της Κύπρου, καλούσε τα αντιμαχόμενα μέρη να προβούν σε κατάπαυση του πυρός -μεταξύ 22 και 26 Ιουλίου οι Τούρκοι παραβίασαν 55 φορές την εκεχειρία!-, αξίωνε τον άμεσο τερματισμό κάθε ξένης στρατιωτικής επέμβασης στην Κυπριακή Δημοκρατία και την άμεση αποχώρηση από το έδαφος της όλων των ξένων στρατευμάτων που βρίσκονταν παράνομα στην Κύπρο. Επίσης μια σειρά μέτρων απέβλεπαν στην εκτόνωση της έντασης, όπως η δημιουργία “ζώνης ασφαλείας” στην περίμετρο του, υπό τουρκική κατοχή, θύλακα, στην εκκένωση των Τουρκοκυπριακών θυλάκων από τις Ελληνικές και Ελληνοκυπριακές δυνάμεις που τους είχαν καταλάβει και την ανάθεση της προστασίας τους στην Ειρηνευτική Δύναμη ΟΗΕ και στην ανάθεση στην τελευταία της ασφαλείας και αστυνόμευσης των λεγομένων “μικτών χωριών” της Κύπρου. Τέλος δεν επέτρεπε ουδεμία στρατιωτική επέκταση πέραν των γραμμών της 30ης Ιουλίου (10 μ.μ.) και πρότεινε τη βαθμιαία μείωση των στρατιωτικών δυνάμεων στο νησί.

Η δεύτερη Διάσκεψη της Γενεύης έληξε χωρίς αποτέλεσμα στις 3:30 το πρωί της 14ης Αυγούστου 1974 λόγω της τουρκικής αδιαλλαξίας και του μαξιμαλισμού των Τούρκων. Στη διάρκεια αυτής της Διάσκεψης υποβλήθηκαν οι γνωστές τελεσιγραφικές προτάσεις Ντενκτάς-Γκιουνές, που ισοδυναμούσαν με διαμελισμό της Κύπρου. Το σχέδιο Ντενκτάς έκανε λόγο για διζωνική ομοσπονδία δύο κρατών, ενώ το σχέδιο Γκιουνές προέβλεπε σύστημα δύο Ελληνοκυπριακών και έξι τουρκοκυπριακών καντονιών. Εκτός από την περιοχή που κατείχαν τότε τα τουρκικά στρατεύματα, με το σχέδιο Γκιουνές η Τουρκία θα επεξέτεινε τη στρατιωτική και διοικητική της παρουσία στην Καρπασία, τη Λάρνακα, την Πάφο, την Πόλη και τη Λεύκα. Και στα δύο σχέδια η γεωγραφική περιοχή που θα συγκροτούσε την τουρκοκυπριακή “αυτόνομη ζώνη” ανερχόταν στο 34% του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας -το οποίο ζητούν επίμονα οι Τούρκοι από τότε. Η Ελληνική πλευρά απέρριψε, όπως ήταν φυσικό, τις τελεσιγραφικές μαξιμαλιστικές τουρκικές προτάσεις για την διευθέτηση του Κυπριακού κι έτσι η δεύτερη Διάσκεψη της Γενεύης ναυάγησε. Εξηνταπέντε λεπτά αργότερα, στις 4:35 π.μ., ο τουρκικός στρατός εξαπέλυσε σφοδρή επίθεση, γνωστή και ως Αττίλας ΙΙ, σε όλα τα μέτωπα της Κύπρου. Όπως αποδείχθηκε και από τα μετέπειτα γεγονότα η συμμετοχή των Τούρκων στις Διασκέψεις της Γενεύης ήταν απλώς προσχηματικές για να κερδηθεί χρόνος ώστε να αποβιβάσουν στην Κύπρο επιπλέον δυνάμεις και να πετύχουν έτσι τα σχέδια τους με τον Αττίλα II από τις 14 έως τις 16 Αυγούστου 1974.

Κ. Καραμανλής: “Διεπιστώθη η πλήρης αδυναμία στρατιωτικής επεμβάσεως της Ελλάδας στην Κύπρο”

Από την ορκωμοσία της (24 Ιουλίου 1974) μέχρι και τη δεύτερη φάση της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο (Αττίλας ΙΙ, 14 Αυγούστου 1974), η κυβέρνηση “εθνικής ενότητας” του Κ. Καραμανλή δεν έμεινε εντελώς άπρακτη, αν και αποδείχθηκε κατώτερη των περιστάσεων. Εξάλλου, σύμφωνα με το πόρισμα της Ελληνικής Βουλής για τον Φάκελο Κύπρου: “Οι επιχειρήσεις του ΑΤΤΙΛΑ ΙΙ δεν αποτελούν μεμονωμένο (αρχικό) γεγονός, αλλά συνέχεια του ΑΤΤΙΛΑ Ι και των γεγονότων που μεσολάβησαν από την πρώτη εισβολή μέχρι την ολοκλήρωση των στρατιωτικών επιχειρήσεων του ΑΤΤΙΛΑ ΙΙ. Είναι βεβαιωμένο απόλυτα, ότι κατά τη διάρκεια των πολεμικών επιχειρήσεων του ΑΤΤΙΛΑ ΙΙ δεν έχουμε ΑΠΟΒΑΤΙΚΗ ενέργεια κλίμακος από μέρους της Τουρκίας. Όλες οι στρατιωτικές δυνάμεις της Τουρκίας που διεξήγαγαν τις στρατιωτικές επιχειρήσεις του ΑΤΤΙΛΑ ΙΙ είχαν εγκατασταθεί στην ΚΥΠΡΟ πριν την έναρξη των εχθροπραξιών αυτής της περιόδου. Ήτοι κατά την εισβολή (ΑΤΤΙΛΑΣ Ι) και το διάστημα της εκεχειρίας”.

Ωστόσο η στρατιωτική αδυναμία της Ελλαδικής και Ελληνοκυπριακής πλευράς, εξαιτίας του χάους και της αποδιοργάνωσης που προκάλεσε η Χούντα και το πραξικόπημά της κατά του Μακαρίου, ήταν ολοφάνερη και δεν άφηνε πολλά περιθώρια αμυντικής δράσης, όπως έγινε φανερό και στις σχετικές συσκέψεις που έλαβαν χώρα στην Αθήνα κατά την κρίσιμη αυτή περίοδο. Αναφέρει ο κ. Κ. Καραμανλής επί λέξει: “Στις 3, 13 και 14 Αυγούστου συνεκάλεσα συσκέψεις με τη στρατιωτική ηγεσία και τους αρμόδιους υπουργούς. Κατά τις συσκέψεις αυτές διεπιστώθη η πλήρης αδυναμία στρατιωτικής επεμβάσεως στην Κύπρο, καθώς και ευρύτερης πολεμικής αναμετρήσεως με την Τουρκία. Και τούτο όχι μόνο διότι η τελευταία αυτή διέθετε μεγάλη αριθμητική υπεροχή απέναντί μας εις όλα τα μέτωπα –ένα σχεδόν προς τρία– όχι μόνο διέθετε αποφασιστικά γεωγραφικά πλεονεκτήματα, αλλά κυρίως διότι εις μεν την Κύπρο η Εθνοφρουρά είχε πλήρως αποσυντεθεί, εις δε την Ελλάδα οι Ένοπλες Δυνάμεις ήσαν αποδιοργανωμένες και άοπλες, όπως απέδειξε η κωμικοτραγική επιστράτευση της 21ης Ιουλίου”.

Χένρι Κίσιντζερ: “Υπάρχουν πλέον νέες πραγματικότητες στην Κύπρο”

Στο μεταξύ ο Χένρι Κίσιντζερ, που είχε αναδειχθεί εκείνη την περίοδο σε βασικό καθοδηγητή της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ, έστειλε επιστολή (13.8.74) προς Καραμανλή, γράφοντας μεταξύ άλλων πως “είμαι πεπεισμένος ότι η λύση του Κυπριακού προβλήματος πρέπει να βρεθεί μέσα στα πλαίσια της διαπραγματεύσεως στη Γενεύη […] μόνο μέσω της συναινέσεως των μερών θα ανακύψει μια ρύθμιση που όλοι οι ενδιαφερόμενοι να τη θεωρούν ότι προστατεύει τα νόμιμα συμφέροντά τους. Υπάρχουν, βέβαια, νέες πραγματικότητες στην Κύπρο που προκλήθηκαν εν μέρει από την προηγούμενη Ελληνική Κυβέρνηση (σ.σ. τη Χούντα) […] Όσο γρηγορότερα αφήσουμε πίσω μας το Κυπριακό πρόβλημα τόσο καλλίτερα θα μπορέσει να προχωρήσει η Κυβέρνησή σας σχετικά με άλλα σημαντικά ζητήματα”. Με άλλα λόγια ο Κίσιντζερ συνιστούσε αυτοσυγκράτηση της ελληνικής πλευράς για αποφυγή ελληνο-τουρκικού πολέμου, συνέχιση των διαπραγματεύσεων και αναγνώριση πως η Τουρκία “ήρθε για να μείνει” στην Κύπρο, επιβεβαιώνοντας έτσι τις ελληνικές υποψίες πως οι ΗΠΑ (αλλά και η Μ. Βρετανία) όχι μόνον υπέθαλψαν αλλά και υποστήριζαν τη στρατιωτική επέμβαση και εισβολή της Τουρκίας στη μεγαλόνησο.
Απαντώντας στον Κίσιντζερ ο Καραμανλής επεσήμανε πως ”το πρόβλημα δεν ευρίσκετο πλέον εις τας Αθήνας ή εις την Κύπρον. Ευρίσκεται εις την Άγκυραν. Και συνίσταται εις το γεγονός ότι η Τουρκία κατέχεται από τον πειρασμόν να εκμεταλλευθή την βλακείαν της Ελληνικής Χούντας, κατά τρόπον απαράδεκτον δια την σημερινήν Κυβέρνησιν. η Ελλάς δεν προκαλεί, αλλά αν ευρεθή προ του διλήμματος: Πόλεμος ή ταπείνωσις, κατ’ ανάγκην θα προτιμήσωμεν τον πόλεμον, όπως θα έκαμε οιαδήποτε χώρα, μικρά ή μεγάλη. Όσον αφορά εμέ προσωπικώς θα αντιμετωπίσω το δίλημμα ή να αποδεχθώ τον πόλεμον ή να παραιτηθώ”.

Η νέα ελληνική κυβέρνηση, που βρέθηκε ξαφνικά στην δυσάρεστη θέση μετά τις 24.7.1974 να διαχειριστεί την Κυπριακή τραγωδία που προκάλεσε η Χούντα, συνειδητοποίησε πόσο εξαιρετικά στριμωγμένη ήταν εξαιτίας της στρατιωτικής ανισορροπίας στην Κύπρο, της ουδέτερης και απαθούς στάσης της Μ. Βρετανίας και της φιλοτουρκικής στάσης του Κίσιντζερ, που ήταν απρόθυμος να ασκήσει πίεση στην Τουρκία προκειμένου να παρεμποδίσει την προέλαση των στρατευμάτων της στην Κύπρο. Η Ελλάδα και η Κύπρος, αφού προδόθηκαν βάναυσα από τη Χούντα των Συνταγματαρχών, προδόθηκαν επίσης κι από την “προστάτιδα, φίλη και σύμμαχο” Αμερική, τη Μ. Βρετανία, η οποία ήταν και εγγυήτρια δύναμη της Κυπριακής Δημοκρατίας, αλλά και από τη ΝΑΤΟϊκή Συμμαχία γενικότερα η οποία, κατά τη διάρκεια των τουρκικών επιχειρήσεων Αττίλας Ι και ΙΙ, τήρησε όχι μόνον μια ουδέτερη στάση, αλλά και φιλικά προσκείμενη προς την τουρκική επιθετική πολιτική.

 Ο ρόλος των Συμμάχων και της Σοβιετικής Ένωσης

Οι υποψίες της ελληνικής πλευράς για φιλοτουρκική στάση των “Συμμάχων”, δηλαδή της Μ. Βρετανίας και των ΗΠΑ, που υπέθαλπε την επιθετικότητα της Τουρκίας, κατά τη διάρκεια της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο δεν ήταν καθόλου αβάσιμες. Σύμφωνα με τον πόρισμα της Ελληνικής Βουλής: “Κατά τας 18, 19 και 20 Ιουλίου 1974, παρετηρήθη ηυξημένη αεροπορική δραστηριότης της Βρετανικής Αεροπορίας, επί άξονος κειμένου μεταξύ Κρήτης‐Ρόδου‐ Κύπρου”. Επίσης “διεπιστώθησαν συνεχείς περιπολίαι αμερικανικών αεροσκαφών του 6ου Στόλου μεταξύ Καστελόριζου και Σητείας πιθανώς προς παρεμπόδισιν τυχόν ημετέρας αεροπορικής επιθετικής ενέργειας προς ΚΥΠΡΟΝ”. Κατά τη διάρκεια μάλιστα του Αττίλα Ι “την 20.7.74 ημέτερον ζεύγος αεροσκαφών F‐5 ενεπλάκη μετά ζεύγους F‐4 του 6ου Στόλου ιπτάμενα εις περιοχήν ΜΗΛΟΥ”. Ήταν ολοφάνερο πως η αεροναυτική δραστηριότητα ΗΠΑ και Μ. Βρετανίας μεταξύ Κρήτης και Κύπρου δεν είχαν σκοπό να εμποδίσουν την τουρκική απόβαση, αλλά περισσότερο να την “προστατεύσουν” από τυχόν αεροναυτική επέμβαση της Ελλάδας. Ίσως αυτό να ήταν προσχεδιασμένο, όπως αφήνει να εννοηθεί ο “Φάκελος Κύπρου”, αλλά το πιθανότερο είναι πως οι “Σύμμαχοί” ήθελαν να αποτρέψουν μια ελληνική στρατιωτική εμπλοκή, ανησυχώντας πως αυτή θα οδηγούσε πιθανώς σε γενικευμένο ελληνο-τουρκικό πόλεμο και σε κατάρρευση της ΝΑ πτέρυγας του ΝΑΤΟ. Όταν μάλιστα την επομένη μέρα του Αττίλα ΙΙ ο Καραμανλής ήθελε να στείλει μέσω θαλάσσης στρατιωτικές ενισχύσεις στην Κύπρο και ζήτησε από την αγγλική κυβέρνηση, υπό την ιδιότητά της ως Εγγυήτριας Δύναμης, να προσφέρει αεροπορική κάλυψη σ’ αυτή την αποστολή, εκείνη “όχι μόνο αρνήθηκε τη συνδρομή της, αλλά και χαρακτήρισε τη σχεδιαζόμενη επιχείρηση αναποτελεσματική και πολλαπλώς επικίνδυνη”. Την ίδια ώρα οι “Σύμμαχοι” άφηναν να εννοηθεί πως υπήρχε εχθρική κινητοποίηση (αεροσκάφη και τεθωρακισμένα) και στα βόρεια σύνορά μας, υπονοώντας πως σε περίπτωση ελληνο-τουρκικής σύρραξης υπήρχε ο κίνδυνος στρατιωτικής επέμβασης της Βουλγαρίας και μέσω αυτής και του “Συμφώνου της Βαρσοβίας”, άρα γενικευμένος πόλεμος.

Πρέπει να σημειωθεί επίσης πως για την Σοβιετική Ένωση η ελληνο-τουρκική σύγκρουση στην Κύπρο το καλοκαίρι του 1974 ήταν ένα ανέλπιστο δώρο καθώς αποδυνάμωνε σε βαθμό διάλυσης τη Νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ κι αυτό ήταν προς το συμφέρον της Μόσχας και του “Συμφώνου της Βαρσοβίας”. Γι’ αυτό και η Μόσχα δεν είχε λόγους να πιέζει για την επαναφορά του προηγούμενου Status Quo.
Διαμαρτυρόμενη για την αδράνεια του ΝΑΤΟ στην Κυπριακή κρίση, τελικά η κυβέρνηση Καραμανλή ανακοίνωσε την αποχώρηση της Ελλάδος από το στρατιωτικό σκέλος του NATO με σκοπό από τη μία να προβάλει εντονότερα στη διεθνή κοινή γνώμη το δράμα της Κύπρου, κι από την άλλη ν’ ασκήσει πίεση στους Συμμάχους να επέμβουν ενεργά στο Κυπριακό. Αλλά και αυτό δεν είχε το επιθυμητό αποτέλεσμα, όπως άλλωστε και το εμπάργκο πώλησης αμερικανικών όπλων στην Τουρκία, που τελικά “ήρθη τον Ιούλιο του 1978 κάτω από τις εκβιάσεις, αλλά και τις δόλιες διαβεβαιώσεις της Τουρκίας ότι η άρση του ΕΜΠΑΡΓΚΟ θα διευκόλυνε τη λύση του Κυπριακού”.

Αποστολή Ελληνικής Μεραρχίας: “Η Κύπρος κείται μακράν”

Από την κατάπαυση του πυρός στις 22 Ιουλίου μέχρι και την έναρξη του Αττίλα ΙΙ στις 14 Αυγούστου 1974, η Τουρκία εκμεταλλεύτηκε την προσωρινή “νηνεμία” συμπληρώνοντας την αποβίβαση της 39ης Μεραρχίας κι αποβιβάζοντας μέρος της 5ης Ταξιαρχίας Αρμάτων καθώς καθώς και ολόκληρη την 28η Μεραρχία και τμήματα της 23ης Ταξιαρχίας Χωροφυλακής -δηλαδή καταπατώντας από κάθε άποψη τη συμφωνηθείσα εκεχειρία. Η Ελλάδα στο ίδιο χρονικό διάστημα δεν έκανε καμία απολύτως αποστολή στρατιωτικών δυνάμεων στην Κύπρο. Συνολικά στην Κύπρο, στις παραμονές του Αττίλα ΙΙ, υπήρχαν 40.000 περίπου Τούρκοι στρατιώτες και 160‐200 άρματα, κι επίσης 11.000-13.500 ένοπλοι Τουρκοκύπριοι και δυνάμεις της ΤΟΥΡΔΥΚ, που προϋπήρχαν στη μεγαλόνησο. Από την άλλη πλευρά οι Ελληνοκυπριακές δυνάμεις (Εθνική Φρουρά) μαζί με την ΕΛΔΥΚ ανέρχονταν σε 11.500 άνδρες, δηλαδή μια αναλογία 1 προς 5 υπέρ των Τούρκων. Ήταν φανερό πως κάτι έπρεπε να γίνει άμεσα για να αμβλυνθεί αυτή η μεγάλη στρατιωτική ανισορροπία, εκτός από την αποστολή πυρομαχικών και ανεφοδιασμού.

Στη σύσκεψη που είχε γίνει στις 3 Αυγούστου ο Καραμανλής έδωσε εντολή να ετοιμάσουν το ταχύτερο δυνατόν μίαν πλήρη μεραρχία (σαν κι αυτή που υπήρχε στην Κύπρο μέχρι τον Δεκέμβριο του 1967 και την οποία ανακάλεσαν οι Χουντικοί), εφοδιασμένη και με άρματα μάχης, και να μεταφερθεί στη Ρόδον και στην ανατολική Κρήτη, ή όπου έκριναν σκοπιμότερο, ώστε να είναι έτοιμη για ταχεία μεταφορά στην Κύπρο. Οι Αρχηγοί των Ενόπλων Δυνάμεων απάντησαν τότε ότι “θα χρειασθούν τουλάχιστον 6‐7 ημέραι ίσως περισσότεραι, διότι η Μεραρχία θα εσχηματίζετο από διάφορα τμήματα, (και από την Ήπειρον ακόμη), η δε συγκέντρωσις των τμημάτων πλησίον λιμένων, η επιβίβασις και η μεταφορά των, απαιτεί χρόνον”. Σε περίπτωση που η Μεραρχία αυτή δεν θα μπορούσε να μεταφερθεί στην Κύπρο θα παρέμενε στο νοτιοανατολικό Αιγαίο ως εφεδρεία δια την ασφάλειαν των νήσων. Το γεγονός αυτό προκάλεσε το έντονο ενδιαφέρον των Αμερικανών, καθώς το είχαν πληροφορηθεί ιδίως λόγω της επιτάξεως εμπορικών πλοίων και αρκετών μεγάλων οχηματαγωγών. Ήταν φανερό πως δεν ήθελαν αυτή η Μεραρχία να φθάσει στην Κύπρο. Άλλωστε υπήρχαν και πολλοί από την ελληνική πλευρά, ακόμη και μέσα στο Επιτελείο, που θεωρούσαν κάτι τέτοιο “χαμένη υπόθεση”. Ακόμη κι αν η Μεραρχία αυτή προλάβαινε να οργανωθεί και να σταλεί στην Κύπρο με σχετική ασφάλεια, θα δεχόταν εκεί επίθεση από τις πολύ υπέρτερες δυνάμεις των Τούρκων, που διέθεταν και αεροπορική κάλυψη. Ακόμη και σε αυτή την περίπτωση η κυβέρνηση υποστήριζε πως η Μεραρχία “θα πολεμούσε ηρωικά και θα εφονεύετο επί τόπου και ο τελευταίος άνδρας της δια ν’ αντιληφθή ο κόσμος ολόκληρος και ιδίως η Δύσις το μέγεθος της αδίκου τραγωδίας”.

Η εντολή ωστόσο του Καραμανλή που πρωτοδόθηκε στις 3 Αυγούστου ουσιαστικά αγνοήθηκε και δεν εκτελέστηκε. “Το ΑΕΔ όμως (μόνο του;) μετέτρεψε τη διαταγή και συγκρότησε επιτροπή η οποία ‘ΠΡΟΕΒΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΟΣ οργανώσεως Μεραρχίας Ειδικής Συνθέσεως προς αποστολήν εκτός Χώρας’ όπως ακριβώς αναφέρει το πρακτικό. Και όταν ξαναδόθηκε στις 14 Αυγούστου η ίδια εντολή, αφού είχε ξεκινήσει και ο Αττίλας ΙΙ, ήταν πλέον αργά, διότι χάθηκε πολύτιμος χρόνος. Ο Καραμανλής ωστόσο επέμενε στην συγκρότηση και αποστολή της μεραρχίας λέγοντας πως “δια την ασφάλειάν της θα επιβαίναμεν των πλοίων, εκείνος και εγώ (ο πρόεδρος και ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης), και μόλις η νηοπομπή απέπλεε θα ανακοινώναμε τούτο διεθνώς, πράγμα που θα ημπόδιζε τους Τούρκους να την βομβαρδίσουν”. Ο Καραμανλής ωστόσο κάποια στιγμή θα επέστρεφε στην Ελλάδα, ενώ η Μεραρχία θα παρέμεινε στην Κύπρο και “αν αι σαφώς υπέρτεραι εν Κύπρω Τουρκικαί δυνάμεις επετίθεντο κατά της Μεραρχίας, θα έπρεπενα θεωρήται βέβαιον, ότι μετά μίαν ηρωϊκήν αντίστασιν αρκετών ημερών θα την συνέτριβαν. Η ήττα όμως και συντριβή μιας οργανωμένης Ελληνικής Μεραρχίας θα είχεν εντελώς άλλην σημασίαν από την υποχώρησιν της Κυπριακής Εθνοφρουράς”. Θα θεωρούνταν καθαρή ήττα της Ελλάδας.

Βέβαια τα επιχειρήματα του Αβέρωφ ήταν εξόχως σοβαρά: “Στο χώρο των επιχειρήσεων (Κύπρο), όπου θα δρούσε η Μεραρχία, δεν έχουμε κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι είχαν προπαρασκευάσει χώρους υποδοχής και συγκεκριμένα σχέδιο στρατιωτικών επιχειρήσεων που θα αναλάμβανε […] Η μεταφορά της Μεραρχίας στη διάρκεια των εχθροπραξιών στην Κύπρο θα ήταν μία πολύ παρακινδυνευμένη και αμφιβόλων αποτελεσμάτων επιχείρηση […] Ο δυνάμεις της θα ήταν υποχρεωμένες να πραγματοποιήσουν ένα είδος ‘απόβασης’ σε ένα επιτηρούμενο χώρο από τις αεροναυτικές αλλά και τις ευρισκόμενες στην Κύπρο Τουρκικές δυνάμεις αφού ήδη είχαν αρχίσει οι στρατιωτικές επιχειρήσεις του ΑΤΤΙΛΑ II”. Ο ίδιος υποστήριζε πως η Μεραρχία αυτή θα προσέφερε μόνον αν βρισκόταν στην Κύπρο “ΠΡΟ ΤΗΣ ΕΝΑΡΞΗΣ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΟΥ ΑΤΤΙΛΑ II”. Από την πλευρά του ο Καραμανλής επεδίωκε να χρησιμοποιήσει τη Μεραρχία αυτή σαν μοχλό πίεσης προς κάθε κατεύθυνση και κύρια προς Αμερική- Αγγλία-NATO για παρέμβαση ουσιαστική και εξεύρεση με διπλωματικούς κυρίως χειρισμούς, κάποιας συμφωνίας για την αποτροπή επέκτασης της τουρκικής κατοχής στο νησί. “Μία έστω 48ωρος ισχυρά άμυνα, με διατήρησιν περίπου επί των θέσεων μας, θα ήτο χρήσιμος δια διαφόρους λόγους και διά την τιμήν των όπλων”, υποστήριζε ο Καραμανλής που τελικά όμως μεταπείστηκε από τα επιχειρήματα του Αβέρωφ και από τον κίνδυνο πρόκλησης γενικευμένου ελληνο-τουρκικού πολέμου που, ανάμεσα στα άλλα, πιθανότατα θα οδηγούσε και στην κατάληψη ολόκληρης της Κύπρου από την Τουρκία.

Η εγκατάλειψη της Αμμοχώστου

Αφού τελικά εγκαταλείφθηκε το σχέδιο αποστολής νέας Μεραρχίας στην Κύπρο, καθώς και τα σχέδια για βομβαρδισμούς τουρκικών θέσεων με αεροσκάφη F-84 Φάντομ από την Κρήτη (τα μισά εκ των οποίων θα έπρεπε ή να εγκαταλειφθούν από τους πιλότους ή να προσγειωθούν στις βρετανικές βάσεις της Κύπρου ή στη Βηρυτό), αλλά και η αποστολή υποβρυχίων Τύπου 209 για τορπιλισμό των τουρκικών πλοίων, επιλέχθηκε ως η πλέον “εθνικά συμφέρουσα στάση”, εκείνη της αποστολής μικρών δυνάμεων (Καταδρομείς), της στατικής αντίστασης και της υποχώρησης των στρατιωτικών δυνάμεων νοτίως της γραμμής Μόρφου-Λευκωσία-Αμμόχωστος για να μην υπάρξει εγκλωβισμός δυνάμεων και άσκοπη αιματοχυσία.

Ειδικά η άμυνα προς την κατεύθυνση της Αμμοχώστου, όπου υπήρχε πεδιάδα και οι αμυνόμενοι χωρίς αεροπορική κάλυψη, θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο να διεξαχθεί καθώς με ελαφρά όπλα οι Έλληνες θα δυσκολεύονταν να αμυνθούν κατά 100 έως 200 τουρκικών αρμάτων μάχης και ισχυρών δυνάμεων πεζικού. Έτσι εγκαταλείφθηκε σχεδόν αμαχητί μια ολόκληρη παραθαλάσσια πόλη, η Αμμόχωστος, στο αστικό περιβάλλον της οποίας θα μπορούσε να οργανωθεί άμυνα και καθυστέρηση της προέλασης των Τούρκων. Στην ουσία η Αμμόχωστος παραδόθηκε αμαχητί στους Τούρκους και παραμένει ως τις μέρες μια στοιχειωμένη πόλη-φάντασμα (τα Βαρόσια).

“Στοιχειωμένο” παραμένει εδώ και 44 χρόνια και το Κυπριακό Πρόβλημα, το οποίο συνίσταται  στην κατοχή του 38% του Κυπριακού εδάφους από τις τουρκικές δυνάμεις της εισβολής, στο διαμελισμό της ανεξάρτητης Κυπριακής Δημοκρατίας, στο δράμα των προσφύγων και των αγνοουμένων, στη μεταβολή του συσχετισμού των δυνάμεων στην ευρύτερη περιοχή και στην επιδείνωση των από πριν τεταμένων σχέσεων Ελλάδας-Τουρκίας. Ο “Φάκελος Κύπρου” κρύβει πολλά ακόμη μυστικά που μένει να αποκαλυφθούν και προσφέρει πολλά διδάγματα, με κυριότερο ίσως εκείνο που είχε πει κάποτε ο Γάλλος πρωθυπουργός Ζορζ Κλεμανσό (1841-1929): “Ο Πόλεμος παρά είναι σοβαρό πράγμα για να το εμπιστευτείς στους στρατιωτικούς”.

* Ο Γιώργος Στάμκος είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. 

Μοίρασε το άρθρο!