
Ο σάλος που ξέσπασε με το αλαλούμ στην επιστροφή ενοικίου είναι άλλη μια απόδειξη ότι το οξύ στεγαστικό πρόβλημα στην Ελλάδα δεν λύνεται με ημίμετρα και επιδόματα «ψίχουλα».
Το θέμα της προσιτής κατοικίας έχει μπει στην ατζέντα της Κομισιόν, έστω με καθυστέρηση. Εν όψει της επίσημης παρουσίασης του «Αffordable Housing Plan» στις 16 Δεκεμβρίου, έχουν πυκνώσει οι δηλώσεις, οι ημερίδες και οι έρευνες για το στεγαστικό ζήτημα.
Σε αυτο το κλίμα, η νέα αναθεωρημένη διαδραστική έκδοση «Ηοusing in Europe 2025» της Eurostat ήρθε να μας θυμίσει – για πολλοστή φορά – τη δεινή θέση της Ελλάδας.
ΓΡΑΦΕΙ Η ΦΩΤΕΙΝΗ ΤΖΙΑΝΤΖΗ
Η χώρα μας καταγράφει για ακόμη μία χρονιά τις χειρότερες επιδόσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση στην υπερβολική στεγαστική επιβάρυνση, την ενεργειακή φτώχεια (αδυναμία για επαρκή θέρμανση τον χειμώνα), το κόστος στέγασης σε σχέση με το εισόδημα. Όπως ήταν επίσης αναμενόμενο, έμειναν ασχολίαστα από την κυβέρνηση, η οποία ήταν απασχολημένη στο να «συμμαζέψει» το φιάσκο με την επιστροφή ενοικίου.
Το στεγαστικό πρόβλημα στην Ελλάδα οφείλεται σε έναν συνδυασμό παραγόντων, που έχουν στον πυρήνα τους τη μετατροπή της από ανθρώπινο δικαίωμα σε προϊόν κερδοσκοπίας.
Χαρακτηριστική είναι η τεράστια αναντιστοιχία της αύξησης των τιμών ακινήτων και των ενοικίων σε σύγκριση με το εισόδημα, γεγονός που έχει αναδείξει μεταξύ άλλων και η Τράπεζα της Ελλάδας. Ένα άλλο ζήτημα, που φωτίζει η έκθεση της Εurostat, είναι ότι η κατασκευή νέων κατοικιών στη χώρα μας παραμένει ανεπαρκής, με τις επενδύσεις στη στέγαση να είναι από τις χαμηλότερες στην ΕΕ.

Το γράφημα απεικονίζει τα ποσοστά νοικοκυριών με ληξιπρόθεσμες οφειλές, σε Ελλάδα (43%) και ΕΕ (9%). – πηγή: Eurostat
Ληξιπρόθεσμες οφειλές
Το πλέον ανησυχητικό καμπανάκι για την έκταση της στεγαστικής κρίσης στην Ελλάδα, είναι τα εξαιρετικά υψηλά ποσοστά νοικοκυριών με ληξιπρόθεσμες οφειλές σε στεγαστικά δάνεια, ενοίκια και πάγιους λογαριασμούς (ρεύμα, νερό, κοινόχρηστα κλπ). Το 43% του πληθυσμού στη χώρα μας ζει σε νοικοκυριά που αιμορραγούν οικονομικά για να έχουν «ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι τους» και δεν καταφέρνουν να εξοφλήσουν εγκαίρως τα βασικά στεγαστικά έξοδα. Το αντίστοιχο ποσοστό στην ΕΕ είναι μόλις 9%.
Η ψαλίδα που μας χωρίζει από τον μέσο όρο της ΕΕ αυξάνεται και σε ό,τι αφορά το βάρος των χρεών για το στεγαστικό. Ενώ σε ευρωπαϊκό επίπεδο τα νοικοκυριά με ληξιπρόθεσμες οφειλές για στεγαστικά έξοδα έχουν μειωθεί σημαντικά σε σύγκριση με την περίοδο της οικονομικής κρίσης, στην Ελλάδα η κατάσταση είναι ίδια και χειρότερη.
Μεταξύ 2021 και 2023, την περίοδο της ακραίας όξυνσης του πληθωρισμού, τα νοικοκυριά με ληξιπρόθεσμα χρέη στην Ελλάδα αυξήθηκαν πάνω από 10 ποσοστιαίες μονάδες (στο 47,3% από 36,4%).

Τα ποσοστά υπερβολικής στεγαστικής επιβάρυνσης στην Ελλάδα είναι μακράν τα υψηλότερα στην ΕΕ – πηγή: Eurostat
Το μισό μου εισόδημα για ένα τριάρι
Όπως αναφέρεται στην έκθεση της Eurostat, με την αύξηση στις τιμές των κατοικιών και των ενοικίων, το βάρος του κόστους στέγασης μπορεί να γίνει ασήκωτο.
Αυτό μπορεί να μετρηθεί με το ποσοστό υπερβολικού κόστους στέγασης (housing cost overburden rate), δηλαδή με το μερίδιο του πληθυσμού που κατοικεί σε νοικοκυριά όπου το συνολικό κόστος στέγασης αντιπροσωπεύει περισσότερο από το 40% του οικογενειακού εισοδήματος.
Στην ΕΕ το 2024, σχεδόν το 10% του πληθυσμού των πόλεων ζούσε σε τέτοια νοικοκυριά, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τις αγροτικές περιοχές ήταν 6 %.
Τα υψηλότερα ποσοστά υπερβολικού κόστους στέγασης στις πόλεις παρατηρήθηκαν στην Ελλάδα (29 %) και τη Δανία (23 %), και τα χαμηλότερα στην Κύπρο και την Κροατία (και στις δύο χώρες 3 %). Στις αγροτικές περιοχές, τα υψηλότερα ποσοστά παρατηρήθηκαν στην Ελλάδα (28 %) και στη Γερμανία (11 %), ενώ τα χαμηλότερα στην Κύπρο (1 %).
Το υψηλότερο στεγαστικό κόστος στην ΕΕ
Ακόμα και όσοι δεν θεωρούνται τυπικά «υπερβολικά επιβαρυμένοι» από το κόστος στέγασης, δεν παύουν να πιέζονται Κατά μέσο όρο οι Έλληνες ξοδεύουν το 35,5% του διαθέσιμου εισοδήματός στη στέγαση, ποσοστό μακράν υψηλότερο από όλες τις άλλες χώρες. Κατά μέσο όρο τα στεγαστικά έξοδα απορροφούν το 19,2% του εισοδήματος των ευρωπαίων πολιτών.
Ο πλέον διαδεδομένος κανόνας παγκοσμίως για το κόστος στέγασης είναι ότι δεν πρέπει να ξεπερνάει το 28% με 30% του διαθέσιμου εισοδήματος για να είναι ανεκτό. Από εκεί και πέρα ξεκινάνε τα ζόρια.
Αυτό σημαίνει ότι το μέσο νοικοκυριό στη χώρα μας, ζει στα «κόκκινα», γεγονός που εξηγεί και τα πολύ υψηλά ποοσοστά υποκειμενικής φτώχειας.

Ο γρίφος των ενοικίων
Στους πίνακες της Eurostat η Ελλάδα εμφανίζεται ως η μοναδική χώρα της ΕΕ όπου τα ενοίκια είναι συνολικά χαμηλότερα από τα επίπεδα του 2010, κατά -16%, ενώ πανευρωπαϊκά έχουν αυξηθεί κατά 25%.
Αυτή όμως είναι η μισή αλήθεια. Καταρχάς, σύμφωνα με τη Εurostat, το μέσο ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα σε πραγματικές τιμές στην Ελλάδα μειώθηκε κατά 28% μεταξύ 2010 και 2023, καθιστώντας τα ενοίκια πολύ πιο δυσπρόσιτα.
Δεύτερον, αν η σύγκριση γίνει σε βάθος εξαετίας, θα δούμε ότι οι τιμές έχουν αυξηθεί κατά μέσο όρο σχεδόν 40% στην Αττική, ενώ σε περιοχές με υψηλή ζήτηση οι αυξήσεις ξεπερνάνε το 50%. Κατά μέσο όρο πανελλαδικά, τα ενοίκια έχουν αυξηθεί 24% σε σύγκριση με το 2019, δηλαδή τέσσερις φορές περισσότερο από ό,τι το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα.
Μειώνεται η ιδιοκατοίκηση
Παράλληλα, τα ποσοστά ιδιοκατοίκησης στην Ελλάδα μειώνονται, και έχουν πέσει κάτω από 70% κατά μέσο όρο σε όλη την επικράτεια – πολύ κοντά στον μέσο όρο της ΕΕ (68,4%). Στις πόλεις τα ποσοστά ιδιοκατοίκησης είναι ακόμα πιο χαμηλά. Για παράδειγμα στην Αθήνα, πάνω από ένας στους τρεις ζει στο ενοίκιο, αφού τα ποσοστά ιδιοκατοίκησης έχουν πέσει στο 64% – όπως αναφέρουν στελέχη της ΤτΕ.
Αναιμικές επενδύσεις στη στέγαση
Ενώ η στεγαστική κρίση στην Ελλάδα εκδηλώνεται με τον πλέον οξύ τρόπο, οι επενδύσεις στη στέγαση είναι από τις πλέον χαμηλές στην Ευρώπη. Ενώ κατά μέσο όρο οι χώρες της ΕΕ επενδύουν το 5,3% του ΑΕΠ στη στέγαση, η Ελλάδα δεν επενδύει ούτε τα μισά, μόλις το 2,6% του ΑΕΠ. Πρόκειται για το τρίτο χαμηλότερο ποσοστό στην Ευρώπη, μετά τη Λετονία και την Πολωνία. Με τη διαφορά ότι σε αυτές τις δύο χώρες το κόστος στέγασης είναι το μισό από ό,τι στην Ελλάδα (16,7%).
Τέλος, η οικοδομική δραστηριότητα στη χώρα μας παραμένει αναντίστοιχη των εκρηκτικών αναγκών, αν όχι υποτονική. Η ακαθάριστη προστιθέμενη αξία του κατασκευαστικού τομέα στην Ελλάδα αντιστοιχεί μόλις στο 2,2% της συνολικής ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας που παράγεται στη χώρα μας. Πρόκειται επίσης για το χαμηλότερο ποσοστό στην Ευρώπη, όπου κατά μέσο όρο ο κατασκευαστικός κλάδος αποτελεί το 5,5% της συνολικής Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας.

