Οι εργαζόμενοι που παίρνουν το επίδομα αναστολής, 534 ευρώ, περνούν δύσκολα Χριστούγεννα. Όχι μόνο επειδή μπορεί ο εργοδότης τους να απαιτεί το μισό με την απειλή της απόλυσης όταν ο νόμος του το επιτρέψει ούτε γιατί ίσως εργάζονται ενώ, τυπικά, έχουν βγει σε αναστολή για να απαλλαγεί το αφεντικό από την καταβολή του μισθού τους.
Ο λόγος της αβάσταχτης αγωνίας τους είναι ότι δεν ξέρουν τι τους περιμένει μετά. Πόσο θα διαρκέσει η αναστολή; Και όταν τελειώσει το lockdown πόσο θα μειωθεί η κίνηση στο κατάστημα, στο ψιλικατζίδικο, στο εστιατόριο, στην καφετέρια κοκ;
Με το δώρο Χριστουγέννων υπήρξε όργιο αυθαιρεσίας. Οι καταγγελίες που έχουν γίνει από συνδικαλιστές είναι φοβερές. Άλλοι δεν το έδωσαν καθόλου και άλλοι εκβίασαν τους εργαζόμενους να τους το επιστρέψουν εν όλω ή εν μέρει.
Η γενική εικόνα δείχνει ότι δεν γίνονται έλεγχοι για την προστασία των εργασιακών δικαιωμάτων και οι απασχολούμενοι στον ιδιωτικό τομέα βρίσκονται στο έλεος της εργοδοτικής ιδιοτέλειας η οποία επιτείνεται λόγω της αντικειμενικά δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας.
Η απουσία ελέγχων δεν οφείλεται σε κάποια γραφειοκρατική αγκύλωση ή στο χάος των συναρμοδιοτήτων. Είναι κεντρική πολιτική επιλογή. Η πανδημία ευνοεί τη μεγάλη ανατροπή στα εργασιακά ώστε η εργοδοσία να απελευθερωθεί από ιστορικούς καταναγκασμούς που για την κυβέρνηση Μητσοτάκη αποτελούν αναχρονισμούς.
Έδειξαν νομοθετώντας ότι θέλουν απλήρωτες υπερωρίες, μειωμένες αποζημιώσεις, κατάργηση αργιών, μείωση της συνδικαλιστικής επιρροής και μεγαλύτερη «ευελιξία», δηλαδή ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων. Και προχωράνε.
Η ύφεση φέρνει ανεργία και καθιστά ακόμη πιο ευάλωτο τον κόσμο της εργασίας που, όταν τελειώσει ο εφιάλτης της πανδημίας, θα βρεθεί στη ζούγκλα αντιμετωπίζοντας νέους εφιάλτες. Και έχοντας μόλις αφήσει πίσω του την υγειονομική κρίση, μετά από δέκα χρόνια στα μνημόνια, μπορεί να μην έχει πια κουράγιο.
”ΜΙΑ ΑΠΟΨΗ”