Οι μεγάλες φωνές της Ελλάδας: ΜΑΡΙΑ ΦΑΡΑΝΤΟΥΡΗ

0619932caaffdfbf075e3c5f79c33fbc-696x464

Επιμέλεια κειμένου: Σοφιάννα Μπονοβόλια

Γεννήθηκε στον απόηχο της Κατοχής και έζησε για να τραγουδήσει όλη τη σύγχρονη ιστορία της μεταπολεμικής Ελλάδας. Έγινε η φωνή της αντίστασης, της ελευθερίας, του δίκιου και του μεγαλείου που δημιούργησαν μεταπολιτευτικά οι έλληνες συνθέτες και στιχουργοί. Ο ίδιος ο τεράστιος Μάνος Χατζηδάκις είχε δηλώσει σε συνέντευξή του «δεν βάζω καμία άλλη τραγουδίστρια πάνω από αυτή».

Και μάλλον είχαν συμφωνήσει μαζί του όλοι οι σπουδαίοι έλληνες δημιουργοί, όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Μάνος Λοΐζος, ο Νίκος Γκάτσος, ο Ιάκωβος Καμπανέλλης, ο Βαγγέλης Παπαθανασίου, ο Διονύσης Σαββόπουλος, ο Θάνος Μικρούτσικος, η Ελένη Καραΐνδρου, οι οποίοι έβλεπαν τα λόγια και τις μουσικές τους να γίνονται ποίηση στα χείλη της, να γίνονται η φωνή εκατομμυρίων Ελλήνων, η φωνή της ελευθερίας που τόσο απλά, αλλά με τόσο μεγαλείο, εκφράζει για παραπάνω από μισό αιώνα η Μαρία Φαραντούρη.

Το συγκεκριμένα αφιέρωμα του altsantiriφαντάζει αρκετά πιο δύσκολο από πολλά άλλα, γιατί όταν άνθρωποι όπως ο Φιντέλ Κάστρο, ο Πάμπλο Νερούδα, ο Φρανσουά Μιτεράν ο Τζον Λένον, έχουν υποκλιθεί στο καλλιτεχνικό και προπάντων στο ανθρώπινο μεγαλείο αυτής της σπουδαίας ερμηνεύτριας, ό,τι και να γράψει κανείς, φαντάζει πολύ φτωχό.

Για αυτό και τα παρακάτω λόγια επιχειρούν να περιγράψουν με όσο το δυνατό μεγαλύτερο σεβασμό τη ζωή, το έργο, τις μάχες και τις κατακτήσεις της Μαρίας Φαραντούρη, μιας ζωής που όχι απλά ακολούθησε παράλληλη πορεία με εκατομμύρια άλλους Έλληνες, αλλά τους στιγμάτισε, τους ενέπνευσε, τους έδωσε δύναμη και λόγο, ειδικά στις πιο δύσκολες περιόδους.

Αντιμέτωπη με την ασθένεια από πολύ νωρίς

Ο ερχομός της στη ζωή (28 Νοεμβρίου 1947) μόνο εύκολος δεν ήταν, καθώς σε μία εποχή σκληρή για την Ελλάδα, όπου οι πληγές του πολέμου και της γερμανικής κατοχής ήταν ακόμη εξαιρετικά νωπές, η ίδια μετρούσε τις δικές της πληγές, χτυπημένη από την επιδημία της εποχής, τηνπολιομυελίτιδα.

Η απομάκρυνση από τους γονείς και ηκαραντίνα -έστω και μαζί με άλλα παιδιά- στο σανατόριο για έξι μήνες ήταν μια επώδυνη διαδικασία για τη μόλις δύο ετών Μαρία, την οποία έπρεπε να δοκιμάσει και πάλι μερικά χρόνια αργότερα.

«Σκληρές συνθήκες, μακριά από τους γονείς μου, μου φώναζαν από το παράθυρο “Μαιρούλα, Μαιρούλα”, αυτό είναι κάτι που δεν ξεχνώ ποτέ.Όταν βγήκα, δεν μιλούσα. Είχα, όμως, έναν πολύ τρυφερό πατερούλη. Κεφαλλονίτη. Και όταν ερχόταν από τη δουλειά, στο σπίτι μας στη Νέα Ιωνία, με έπαιρνε στα πόδια του, έπινε το κρασάκι του και μου τραγουδούσε. Στο σπίτι, η μουσική μας ήταν μπελ κάντο, καντάδες κ.ο.κ. Αυτή ήταν τελικά και η πρώτη μου λέξη: “Κρασί!”. Στα δέκα μου χρόνια έκανα τη μεγάλη επέμβαση στο Ασκληπιείο της Βούλας. Τραγουδούσα και στο κρεβάτι ακόμη», θυμάται από εκείνη την περίοδο.

Το 1957 στο Ασκληπιείο Βούλας

«Η φωνή μου με βοήθησε παρά πολύ να μην αισθάνομαι μειονεκτικά,ιδιαίτερα στο δημοτικό, που κούτσαινα λίγο. Εγώ ήδη ονειρευόμουν πώς θα κατακτήσω τον κόσμο. Όχι με την έννοια του εγωισμού, αλλά της έκφρασης. Πώς δηλαδή θα κατορθώσω να βγάλω το συναίσθημά μου προς τα έξω», σχολιάζει για τότε.

Μπορεί βέβαια τα πρώτα χρόνια της ζωής της να ήταν δύσκολα, η δημιουργικότητα και η διαρκής αναζήτηση την οδήγησαν στα εφηβικά χρόνια στη χορωδία του Συλλόγου Φίλων της Ελληνικής Μουσικής όπου συνειδητοποίησε την αγάπη της για το τραγούδι, αλλά κυρίως το ταλέντο της σε αυτό.

Η συνάντηση με τον Μίκη: Ήταν σαν να κατέβηκε ο “Θεός”

Η πλούσια κοντράλτο φωνή της την ανέδειξε πολύ γρήγορα, με αποτέλεσμα σε μία εκδήλωση του ΣΦΕΜ, το 1963, ο Μίκης Θεοδωράκηςπου την άκουσε να τραγουδά τον δικό του «Καημό» να της «εξομολογηθεί» στα παρασκήνια, με το πέρας της συναυλίας «το ξέρεις ότι έχεις γεννηθεί για να τραγουδάς τα τραγούδια μου;».

1963. Με τον Θεοδωράκη και τον Λοΐζο σε εκδήλωση του ΣΦΕΜ.

«Δεν ντράπηκα, δεν χασκογέλασα, δεν έκανα το “θηλυκό”. Είχα μια αυτοπεποίθηση φοβερή. Ήμουν έτοιμη. Του απάντησα αυστηρά, του έκανε μάλιστα εντύπωση, “Το ξέρω”», ήταν η αφοπλιστική της απάντηση.

Η πλήρης συνείδηση σχετικά με τις φωνητικές της ικανότητες ήταν πολύ ξεκάθαρη, καθώς όπως διηγείται: Για εμένα η φωνή δεν ήταν κάτι ευκαιριακό, δεν με άκουσε κάποιος μια μέρα και με ανακάλυψε. Από παιδί ακόμη είχα συνείδηση ότι η ζωή μου θα είναι δεμένη με το τραγούδι. Παντού άκουγα: “Μα τι χάρισμα έχει!”. Όταν τσακωνόμουν με τις φιλενάδες μου στο σχολείο, έλεγα: “Όταν μεγαλώσω και τραγουδάω στα θέατρα, δεν θα σε καλέσω!” Αυτό με κράτησε ψυχολογικά».

Αυτό αρκούσε για να ενταχθεί από την «άγουρη» ακόμα ηλικία των 16 χρόνων στον πλούσιο καλλιτεχνικά κόσμο του Μίκη Θεοδωράκη, κόσμο ο οποίος περιελάμβανε προσωπικότητες όπως ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, η Ντόρα Γιαννακοπούλου και η Σούλα Μπιρμπίλη.

«Ο Μίκης σε ξεσήκωνε. Ήθελες να μπεις στο άρμα του και να τον ακολουθήσεις, ένιωθες ότι μπορούσε να σε ανυψώσει σε κάθε επίπεδο, πνευματικά, ψυχικά, αισθητικά. Ήταν σαν να κατέβηκε ο “Θεός”.

Θυμάμαι, όταν πήγαινα στα Κύθηρα, στην Αγία Μόνη, ήταν όλα συνυφασμένα, η θέα, η φύση, η Παναγιά της Αγίας Μόνης, το πρόσωπο του Μίκη… Ήμουν η κόρη του, ήταν ο πατέρας μου. Και δίπλα του βρέθηκα κοντά στους μεγάλους, ποιητές, στιχουργούς, ζωγράφους, διανοούμενους», θα πει χρόνια μετά, για τον μέντορα και μόνιμο καλλιτεχνικό της συνοδοιπόρο.

 

Το 1960 που ο Θεοδωράκης ετοίμαζε τη μουσική για τις «Φοίνισσες» του Μινωτή, της είπε να πάει τρεις μήνες στο Εθνικό Θέατρο να παρακολουθεί την Έλλη Νικολαΐδη που προετοίμαζε τον Χορό. «Πήγαινα και έβλεπα απίστευτα πράγματα, για παράδειγμα την Κατίνα Παξινού να δίνεται ολόψυχα πάνω στη σκηνή και ύστερα να απομονώνεται στη σκάλα και να πλέκει…», διηγείται.

Η πρώτη ηχογράφηση και η γνωριμία με Γκάτσο και Καμπανέλλη

Το 1965 η Μαρία έκανε την πρώτη της επαγγελματική ηχογράφηση με το τραγούδι των Σπύρου Παπά και Γιάννη Αργύρη «Κάποιος γιορτάζει», όπου τη συνόδευε ο Λάκης Παππάς. Στα 1966, κυκλοφόρησε το soundtrack της ταινίας του Χαρίλαου Παπαδόπουλου «Το νησί της Αφροδίτης», τη μουσική του οποίου υπέγραφε ο Μίκης Θεοδωράκης. Από εκεί και η πρώτη ηχογράφηση της Μαρίας σε τραγούδι του Θεοδωράκη, «το Ματωμένο Φεγγάρι», σε ποίηση Νίκου Γκάτσου.

 

Λίγο νωρίτερα την είχε καλέσει ο συνθέτης στο σπίτι του και της είχε παίξει στο πιάνο το πρώτο έργο που είχε γράψει για τη φωνή της: τηΜπαλάντα του Μαουτχάουζεν, σε ποίηση Ιάκωβου Καμπανέλλη, έργο που ταυτίστηκε όσο κανένα άλλο με τη φωνή της Μαρίας Φαραντούρη, κάνοντας τον γύρο του κόσμου.

Πολύ σύντομα, ο συνθέτης της έγραψε και Έξι Τραγούδια, τα οποία αργότερα ονόμασε Κύκλο Φαραντούρη, τιμώντας την κύρια ερμηνεύτρια του. Σε κανέναν άλλο τραγουδιστή ή τραγουδίστρια δεν αφιέρωσε ονομαστικά ο συνθέτης κύκλο τραγουδιών, παρά το γεγονός, ότι πολλά έργα του τα έγραφε για συγκεκριμένες ανδρικές ή γυναικείες φωνές.

Κι ύστερα ήρθε η Ρωσία ή καλύτερα ΕΣΣΔ

«Όταν πήγαμε το 1966 στη Ρωσία με τη Λαϊκή Ορχήστρα, ο αρχιμουσικός Οδυσσέας Δημητριάδης και ο συνθέτης Αράμ Χατσατουριάν έλεγαν του Μίκη: “Άφησε τη μικρή εδώ, να σπουδάσει, θα γίνει μεγάλη σοπράνο”. Εγώ, όμως, με τίποτα! Ίσως τότε πια μου έβγαιναν οι ανασφάλειες από αυτά που πέρασα ως παιδί. Ένα άλλο παιδί ενδεχομένως να άρπαζε την ευκαιρία. Εγώ ήθελα “οικογένεια”. Έπρεπε να αφήσω τον Μίκη τελείως και αυτό μου ήταν ψυχολογικά αδύνατο. Δεν γνωρίζω σήμερα να σας πω αν αυτό ήταν δύναμη ή αδυναμία. Ήθελα να έχω από πάνω τον άνθρωπο με τα φτερά».

Η επιρροή που είχε ο Μίκης σαν άνθρωπος αρχικά και έπειτα σαν καλλιτέχνης, φαίνεται και από τα λεγόμενα της Φαραντούρη αναφορά με τιςιδεολογικές της καταβολές και πιστεύω. Μπορεί να τραγούδησε όσο λίγοι και λίγες τους αγώνες της Αριστεράς, η ίδια όμως το αναφέρει ξεκάθαρα:

«Δεν ήταν αριστεροί οι γονείς μου, συντηρητικοί κεντρώοι ήταν. Ο Μίκης με πήρε παιδί και από ανεπεξέργαστο υλικό που ήμουν μου έδωσε σχήμα, έπλασε την ηθική μου, την ιδεολογία μου… Γι’ αυτό λέω πάντα ότι ήμουν πολύ τυχερή. Οπωσδήποτε είχα και εγώ την πρώτη ύλη, είχα ανοιχτές τις σελίδες να γράψω το βιβλίο μαζί του. Κοντά στον Μίκη άνοιξαν οι ορίζοντές μου… Ένα μεγάλο κομμάτι μου ταυτίστηκε με την Ιστορία του, η οποία ήταν συνυφασμένη με πολιτικά γεγονότα, με ανατροπές, πολιτικές, κοινωνικές, καλλιτεχνικές… Ο τόπος έβραζε τότε σαν καζάνι επάνω στα ερείπια της Κατοχής και του Εμφυλίου… Ο Μίκης έπαιρνε από τους αριστερούς αγώνες και έφτιαχνε το οικουμενικό τραγούδι του».

Ο Μάνος και το… βιολοντσέλο

Πέρα από τον Θεοδωράκη όμως, η Μαρία Φαραντούρη αποτέλεσε μούσα και για το αντίπαλο δέος του Μίκη, τον Μάνο Χατζηδάκι, ο οποίος συνέθετε τότε την «Εποχή της Μελισσάνθης», ένα έργο βιωματικό για τον ίδιο, που αναφερόταν στους χαλεπούς καιρούς της δικής του νιότης, στα ανοιχτά τραύματα που είχε αφήσει η γερμανική κατοχή και που αναζωπυρώνονταν, υποδαυλισμένα από τα νέα πλήγματα που κατάφερε στην Ελλάδα το στρατιωτικό καθεστώς.

 

Κεντρικό ρόλο σ’ αυτό το έργο ο Μάνος Χατζιδάκις επιφύλαξε για τη Μαρία, εξ ου και έδωσε τον υπότιτλο «Μια μουσική ιστορία με τη Μαρία Φαραντούρη». Το έργο θα ολοκληρωνόταν χρόνια αργότερα, αλλά η μουσική σχέση της Μαρίας με τον Μάνο είχε ήδη αρχίσει να διαγράφει μια δημιουργική πορεία.

Όταν λοιπόν ρωτήθηκε σχετικά με το πώς ισορροπούσε τη σχέση της ανάμεσα στα δύο μεγαθήρια αυτά της ελληνικής μουσικής και αν η πληθωρικότητα του Μίκη την «έπνιγε» ενίοτε, απάντησε: «Αυτό συμβαίνει πάντα με τις τόσο μεγάλες προσωπικότητες. Είχε αυτή την κτητική τάση με τους τραγουδιστές του. Όμως, όταν ο Μάνος Χατζιδάκις τού έλεγε “Θέλω το βιολοντσέλο”, έτσι με αποκαλούσε, μπορεί να μην του άρεσε κατά βάθος, αλλά πάντα του έλεγε “Ναι”. Ήταν πολύ δεμένοι, και ας τους παρουσίαζαν Ολυμπιακός – Παναθηναϊκός. Εγώ, πάλι, είχα το δικό μου τείχος, ήξερα μέχρι πού μπορούσα να πάρω και να δώσω… Είχα και την ικανότητα να δραπετεύω. Πήγαινα, για παράδειγμα, και έκανα Μπρεχτ, Χατζιδάκι, Λιβανελί… Υπήρχε μια ανάγκη να ξεφύγω και να μετρήσω τον εαυτό μου. Όμως επέστρεφα πάντοτε! Ήξερα πάντα ότι εκεί ανήκω».

Το στρατιωτικό πραξικόπημα της 21ης Απριλίου και η χάρη του Χατζιδάκι

Στο πλευρό του Θεοδωράκη, που μεταμόρφωσε ριζικά τη σύγχρονη ελληνική μουσική και ιδιαίτερα το τραγούδι, η Μαρία Φαραντούρη έκανε γνωστούς στο ελληνικό κοινό τους νομπελίστες Γιώργο Σεφέρη και Οδυσσέα Ελύτη και τους άλλους μείζονες ποιητές.

 

Αυτό το μουσικό – πολιτιστικό κίνημα αναπτύχθηκε μέχρι το στρατιωτικό πραξικόπημα του ’67. Με την εγκαθίδρυση της δικτατορίας η μουσική του Θεοδωράκη απαγορεύθηκε και ο ίδιος, μετά από τέσσερις μήνες καταδίωξης, συνελήφθη. Νωρίτερα, σ’ ένα χαρτάκι από μαστίχα, είχε προλάβει να στείλει κρυφά στη Μαρία ένα σύντομο μήνυμα, με το οποίο τη συμβούλευε να φύγει για το εξωτερικό.

 

Ήταν μόλις 20 ετών, όταν εγκατέλειψε την Αθήνα για το Παρίσι, και έκανε αυτό που θεωρούσε αυτονόητο: τραγουδούσε αφιλοκερδώς σε πλήθος συναυλιών, τα έσοδα των οποίων διοχετεύονταν στην αντιδικτατορική δράση. Έγινε σύμβολο αντίστασης και ελπίδας, και σε όλη τη διάρκεια της καλλιτεχνικής της πορείας, ευαισθητοποιημένη στα κοινωνικά προβλήματα, συμπαρίστατο εμπράκτως στο γυναικείο κίνημα, στις οικολογικές κινητοποιήσεις και στον αγώνα κατά των ναρκωτικών.

Ο διεθνής Τύπος την ονόμασε Μαρία Κάλλας του λαού (The Daily Telegraph), Joan Baez της Μεσογείου (Le Monde), ενώ χαρακτήρισε τηφωνή της Δώρο των Θεών του Ολύμπου (The Guardian), αφιερώνοντάς της εκτενείς διθυραμβικές κριτικές, που εξήραν όχι μόνο τα φωνητικά προσόντα και τη σεμνή σκηνική της παρουσία, αλλά, επίσης, το ήθος και την κοινωνική δραστηριοποίησή της. Τουλάχιστον για τα ελληνικά δεδομένα, η Μαρία υπήρξε μια εντελώς νέα μορφή τραγουδίστριας – αγωνίστριας και συνειδητοποιημένης γυναίκας.

Χάρη στην παρέμβαση του Μάνου Χατζιδάκι, το 1972, κατέστη δυνατόν να έλθει στην Ελλάδα για τον ύστατο αποχαιρετισμό στον πατέρα της, που έφυγε στα χρόνια της δικτατορίας. Η άδεια που της παραχωρήθηκε ήταν48ωρη. Τότε, ωστόσο, άρκεσαν και χώρεσαν και μια επίσκεψή της αστραπή στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου, εκεί όπου ο παλμός των αρχαίων προγόνων χτυπούσε πάντα ελεύθερος – μια ανάσα ελεύθερης Ελλάδας και επιστροφή στην αυτοεξορία.

 

Παράλληλα με τις συναυλίες της, η Μαρία ηχογραφούσε δίσκους που έφθαναν κρυφά στην Ελλάδα -μέσα σε διαφορετικά εξώφυλλα- για να δώσουν θάρρος και ευψυχία στους αγωνιστές. Έτσι, εν κρυπτώ και παραβύστω, μεταφέρθηκαν εκτός Ελλάδος και οι ταινίες με το ηχητικό υλικό της «Μεγάλης Αγρυπνίας», του πρωτόλειου έργου της νεοεμφανιζόμενης -τότε- συνθέτριας Ελένης Καραΐνδρου, σε ποίηση Κώστα Γεωργουσόπουλου.

 

Η Μαρία πρόσθεσε τη φωνή της σε ένα λονδρέζικο στούντιο,τοποθετώντας τη σφραγίδα της στον μοναδικό κύκλο τραγουδιών της Καραΐνδρου, καταξιωμένης -σήμερα- συνθέτριας κινηματογραφικής μουσικής. Έτσι άρχισε και η φιλία τους. Λίγο αργότερα, σε μια περιοδεία της στην Αμερική, γνώρισε στη Νέα Υόρκη τη Φλέρυ Νταντωνάκη, με την οποία συνδέθηκε με βαθιά φιλία.

Η πτώση της Χούντας και η επιστροφή στην Ελλάδα

Με την πτώση της χούντας ο Μίκης Θεοδωράκης και η Μαρία Φαραντούρη επέστρεψαν στην Ελλάδα, όπου έδωσαν στιγμές έντονης συγκίνησης στο ελληνικό κοινό, μετά από επτά χρόνια βίας και ψυχαναγκασμού. Εκατόν είκοσι πέντε χιλιάδες ήταν μόνον όσοι παρακολούθησαν το Canto General του Θεοδωράκη στο Στάδιο Καραϊσκάκη.

 

 

Ένα έργο που η Μαρία με τον εξέχοντα συνάδελφό της Πέτρο Πανδήσφράγισαν με την ερμηνεία τους και που είχαν την ευκαιρία μερικά χρόνια νωρίτερα, όταν το συνέθετε ο Θεοδωράκης στο Παρίσι, να κάνουν τις δοκιμές παρουσία του δημιουργού του, ποιητή Πάμπλο Νερούδα.

Εν μέσω μίας τεταμένης περιόδου, στις ούτως ή άλλως χρόνια τεταμένες ελληνοτουρκικές σχέσεις, η Μαρία Φαραντούρη συνεργάζεται τη δεκαετία του ’80 με τον τούρκο συνθέτη, συγγραφέα και διανοούμενο, Ζουλφί Λιβανελί. Κάτι τέτοιο φάνηκε και από το θερμό «αγκάλιασμα» της σύμπραξής τους από το ελληνικό κοινό, το οποίο έδειξε την σαφή του κόπωση από τη χρόνια ελληνοτουρκική διαμάχη.

 

 

Ο άνδρας της ζωής της, Τηλέμαχος Χυτήρης

Κάποια χρόνια νωρίτερα, στην ηλικία των 20 γνωρίζει τον 22χρονο τότε,Τηλέμαχο Χυτήρη για τον οποίο αργότερα θα πει «Ίσως κάποιες στιγμές τότε να αισθάνθηκε κάπως άβολα από τη στενή σχέση μου με τον Θεοδωράκη, αλλά όταν κατάλαβε ότι εγώ γεννήθηκα για το τραγούδι…Αυτό που επικράτησε είναι ότι ο Τηλέμαχος κατανόησε την προσωπική ελευθερία μου και το δόσιμό μου. Ο ίδιος διέθετε άλλωστε και την ποιητική ευαισθησία, μπορούσε να καταλάβει. Και έτσι μοιραστήκαμε τη ζωή μας. Με αγάπη. Υστερα κάναμε το παιδί μας.

Όπως όλοι, έχουμε περάσει και δύσκολες στιγμές στις σχέσεις μας, αλλά δεν είναι εκεί το θέμα.Η αγάπη είναι που δένει τους ανθρώπους. Και εγώ σεβάστηκα την ελευθερία του, τις επιλογές του. Γι’ αυτό κρατήθηκε όλο αυτό. Ποτέ δεν πίεσε ο ένας τον άλλον: “Αχ! πού πήγες;”, “Τιέκανες;”. Τίποτα. Ξέρετε τι λέγαμε από μικροί; “Μια ζωή την έχουμε”. Δεν θα πρέπει να αισθανθούμε φυλακισμένοι στον γάμο μας. Δεν πρέπει να εγκλωβίζουν τους ανθρώπους οι σχέσεις και η αγάπη τους. Λέγαμε ο ένας στον άλλον και τις πιο μύχιες σκέψεις μας. Έτσι το κερδίσαμε το παιχνίδι. Δεν ήταν εύκολο, βέβαια».

Το 1985 ήταν για τη Μαρία η αρχή ενός νέου κεφαλαίου στη ζωή της. Η γέννηση του γιου της Στέφανου, ανήμερα της εθνικής εορτής της 28ης Οκτωβρίου, εγκαινίασε μια περίοδο σχετικής απόσυρσης από τα καλλιτεχνικά δρώμενα. Με πνευματώδη διάθεση ο Μάνος Χατζιδάκιςσχολίαζε το ευτυχές γεγονός της γέννησης του Στέφανου στο περιοδικό Τέταρτο ως εξής: «Εθνική εορτή (συνήθης ετησία). Έκλειψη ολική Σελήνης (ασυνήθης). Γεννήθηκε ο γιος της Μαρίας της Φαραντούρη και του Τηλέμαχου Χυτήρη. Το μόνο πρωτογενές γεγονός της ημέρας. Να τους ζήσει. Μ’ όλες μας τις ευχές. Μ’ όλη μας την καρδιά. Μ’ όλη μας την αγάπη». 

Οι ανάγκες της μητρότητας την ώθησαν σε λίγες αλλά εκλεκτές συνεργασίες στα αμέσως επόμενα χρόνια. Η πιο σημαντική ήταν η συνεργασία της με τον κορυφαίο μαέστρο Zubin Mehta και τη Φιλαρμονική Ορχήστρα του Ισραήλ, στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού, για την ερμηνεία του κλασικού -πλέον- έργου Η Μπαλάντα του Μαουτχάουζεν.

Στο μέλλον θα βρισκόταν και πάλι κάτω από την μπαγκέτα του διάσημου αρχιμουσικού, λίγο πριν από το γύρισμα της χιλιετίας, στο Παρίσι, για τον εορτασμό του Millennium από την Unesco. Το 1987, έζησε συγκινητικές στιγμές, όταν ερμήνευσε το Romancero Gitano μέσα στο σπίτι που γεννήθηκε ο Λόρκα στο Fuente Vaqueros, παρουσία της αδελφής του ποιητή Isabel G. Lorca και του φίλου του, ζωγράφου, Jose Caballero. Το 1988, και πάλι στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού, συμμετείχε μαζί με τον νορβηγό σαξοφωνίστα Jan Garbarek στη συναυλία της Ελένης Καραΐνδρου με μουσικά θέματα και τραγούδια από κινηματογραφικές ταινίες.

Και ξαφνικά… βουλευτίνα – Η αντίδραση του Μίκη

Η πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα ήταν ασταθής το 1989, καθώς βαλλόταν το πρόσωπο του Πρωθυπουργού, Ανδρέα Παπανδρέου, ενώ δύο αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις δεν είχαν αναδείξει σταθερή κυβέρνηση.

Θεωρώντας ότι έπρεπε να συμπαρασταθεί στον ηγέτη του ΠΑΣΟΚ, η Μαρία ανταποκρίθηκε στο κάλεσμά του και ετέθη σε εκλόγιμη θέση στο ψηφοδέλτιο επικρατείας. Από τα έδρανα της αντιπολίτευσης, στάθηκε για μια βουλευτική περίοδο στο πλευρό του Ανδρέα Παπανδρέου, συμβάλλοντας από κοινού με τη Μελίνα Μερκούρη και τον Σταύρο Μπένο στις προτάσεις επί πολιτιστικών θεμάτων.

Αυτό αποτέλεσε και πηγή προσωρινής ρήξης με τον Μίκη Θεοδωράκη, αφού έχει πει πως «ήταν και η δική μου σχέση με τον Ανδρέα Παπανδρέου και η είσοδός μου στην πολιτική και αυτό δεν το ήθελε με τίποτα. Δεν ήθελε να πάω ούτε με τη Δεξιά, ούτε με το ΠΑΣΟΚ, με κανέναν. Μόνο μ’ εκείνον! Αυτά μου έλεγε όταν με συναντούσε στη Βουλή… Σαν συζυγική σχέση… Το τι έγραφαν τότε, το τι έλεγαν τα ραδιόφωνα (σ.σ.: γελάει). “Η πατροκτόνος Μαρία!”. Απέφευγα τις συνεντεύξεις γιατί επεδίωκαν να με βάλουν να μιλήσω εναντίον του! Αλλά δεν αντέξαμε για πολύ μακριά, ούτε εκείνος ούτε εγώ. Ώσπου με κάλεσε στο σπίτι της πιανίστριας Ντόρας Μπακοπούλου και μου έδωσε τη “Βεατρίκη στην Οδό Μηδέν”».

«Mε το τραγούδι έκανα πολύ πιο έντονη πολιτική απ’ ό,τι μέσα στη Βουλή»

Αναφορικά μάλιστα με το πώς αισθάνθηκε και τότε αλλά και σαν στάση ζωής, η ίδια εξηγεί: «Είμαι ταυτισμένη με μια Αριστερά της ουτοπίας, γιατί πρέπει να πιστεύουμε στις ουτοπίες. Σίγουρα με μια Αριστερά που δεν ήταν ποτέ κομματική. Ήταν σημαντικό για μένα να την ασπαστώ, όπως εγώ την πίστευα, όπως εγώ θέλω να την εκφράσω. Σαν μια προωθητική δύναμη, που σου δίνει ένα όραμα να πιστέψεις…

 

Με αυτή τη λογική, εγώ ήμουν πάντα ευρύτερα αριστερή. Και με αυτή τη λογική μπήκα πολύ αργότερα ως βουλευτής Επικρατείας στο ΠΑΣΟΚ. Ποτέ δεν έγινα μέλος του ΠΑΣΟΚ. Δεν ήθελα τους κομματικούς καταναγκασμούς. Κρατούσα πάντα αυτά που είχα ανάγκη εγώ για να τραφώ. Άλλωστε, με το τραγούδι μου έκανα πολύ πιο έντονη πολιτική από ό,τι μέσα στη Βουλή, που πρέπει να παίξεις έναν ρόλο».

Σε έναν απολογισμό της ζωής της για την επιτυχία με την οποία συνδύασε την επαγγελματική καταξίωση με την προσωπική ευτυχία, απάντησε με τη μεγαλύτερη απλότητα που θα μπορούσε κανείς: «Ήμουν πολύ τυχερή και σε αυτό. Γιατί δεν οδηγήθηκα σε πάθη. Το πάθος μου εκτονωνόταν στη μουσική, δεν υπήρχε κάποιο κενό να καλύψω. Υπήρχε αναμφίβολα η ανάγκη μιας αγάπης σταθερής. Τη βρήκα στον Τηλέμαχο».

«Ήταν τύχη ότι σήκωσα όλο αυτό το φορτίο και το έβαλα στις αποσκευές μου. Δεν έπεσα ποτέ σε χάπια, σε ποτά, για να το αντέξω. Είχα, σας είπα, προετοιμαστεί από παιδί ότι η σχέση μου με το μεγάλο θα είναι δεδομένη.Δεν ξέρω αν είναι κάτι συμπαντικό αυτό που σας λέω. Αν ήταν η μοίρα μου που με έφερε κοντά στον Μίκη ή αν ήταν προδιαγεγραμμένο από τότε που γεννήθηκα. Ήξερα λοιπόν και δεν εντυπωσιαζόμουν. Σίγουρα έπαιρνα πολλά, σίγουρα καταβρόχθιζα με ορθάνοιχτα μάτια, όπως για παράδειγμα εκείνο το σαρωτικό πέρασμα του Μίκη της σκλαβωμένης Ελλάδας από τη Λατινική Αμερική…».

 

Πληροφορίες από: farantouri.gr, wikipedia, ogdoo.gr, Το Βήμα

Μοίρασε το άρθρο!