Το καφενείο του Μπρικα στο Αιγάλεω (1961)- (Μια λαϊκή μικροϊστορία) – Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος

Το καφενείο του Μπρικα στο Αιγάλεω, (1961) (Μια λαϊκή μικροϊστορία). Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος

Με αφορμή το πρώτο θεατρικό έργο που συγγράφω και το οποίο είναι βασισμένο σε ένα παλιό ρεμπέτικο με τίτλο: Τα νέα της Αλεξάνδρας, θεώρησα σκόπιμο να γράψω ένα άρθρο ταξινομώντας τις σημειώσεις που συγκέντρωσα για το συγκεκριμένο καφενείο. Για τις ανάγκες του έργου κάποιες σκηνές θα διαδραματιστούν στο εν λόγω καφενείο.

Το καφενείο του Μπρικα στο Αιγάλεω γύρω στο 1961 ήταν από τα πιο χαρακτηριστικά καφενεία της περιοχής, κυρίως για τους παλιούς Αιγαλεώτες, εργάτες, μικροεπαγγελματίες, αλλά και μερικούς τύπους “λίγο της παρανομίας”. Αν και δεν υπάρχουν πολλές επίσημες καταγραφές για το καφενείο, κυκλοφορούσε ως όνομα μέσα στη λαϊκή μνήμη της περιοχής.

Όσον αφορά το υπό συγγραφή έργο: Στη σκιά των εκλογών της «βίας και νοθείας» επρόκειτο να λάβει χώρα ένα στυγερό έγκλημα και ειδικότερα μια γυναικοκτονία, αυτή της Αλεξάνδρας Μυλωνάκου από το θείο της Γιώργο. Θα να μεταφερθούμε λοιπόν στο μακρινό 1961…

Ο Καφετζής:

Ποιος ήταν ο Αναστάσης Μπρίκας; Το όνομα του ήταν Αναστάσης Μπρίκας ή Γιώργης Μπρίκας και ήταν γεννημένος γύρω στο 1905–1910.

Ο ίδιος ο Μπρικας υπήρξε μάλλον Μικρασιάτης πρόσφυγας ή παιδί προσφύγων, και ηλικιακά το 1961 γύρω στα 50–60. Άντρας “του λαού”, ντόμπρος, υπήρξε αυστηρός αλλά δίκαιος. Ήξερε καλά να κρατάει «τάξη» στο μαγαζί του χωρίς να φωνάζει και μόνο με ένα βλέμμα! Ο ιδιοκτήτης, ο Μπρικας, γνώριμος, ντόμπρος τύπος, ίσως με μουστάκι και ραφτό σακάκι.

Τον αποκαλούσαν “ο Μπρικας”, κάποιοι και “παππού”, ειδικά οι νεότεροι. Κατά πάσα πιθανότητα είχε μπλεξίματα στην Κατοχή ή στα Δεκεμβριανά. Πιθανότατα να ήταν παλιός αγωνιστής του ΕΛΑΣ ή της ΕΠΟΝ κατά την Κατοχή, που έκανε “στροφή” μετά τα Δεκεμβριανά και συμβιβάστηκε.

Που βρισκόταν το καφενείο:

Το καφενείο του Μπρίκα ήταν στην προσφυγική γειτονιά Μπαρουτάδικο στο Αιγάλεω. Λογικά κοντά σε κάποιον από τους βασικούς δρόμους ή πλατείες του Αιγάλεω, ίσως στην περιοχή κοντά στην οδό Θηβών ή στο τέρμα του τρόλεϊ. Μια περιοχή με έντονη εργατική και λαϊκή ταυτότητα. Το συγκεκριμένο καφενείο υπήρξε σημείο αναφοράς για τους ντόπιους, ειδικά κατά τις δεκαετίες του 1950 και 1960. Ήταν στέκι ανθρώπων της εργατιάς, αλλά και χώρος κοινωνικής ζύμωσης με πολιτικές κουβέντες, τάβλι, κονιάκ, ραδιόφωνο, ακόμα και ζωντανές μουσικές.

Το Μπαρουτάδικο τότε δεν είχε μόνο εργατικές πολυκατοικίες και παραπήγματα αλλά και πολλή φτώχεια, παρανομία και αντίσταση κυρίως κατά την Κατοχή και μετά. Το καφενείο του Μπρίκα εντασσόταν πλήρως σε αυτό το κλίμα.

Το εσωτερικό του Καφενείου:

Η πελατεία ήταν κυρίως άντρες, ηλικίας 30–60, εργάτες, συνταξιούχοι, μάστορες, κάποιοι παλιοί φυλακόβιοι ή “παλιοί μάγκες”.

Ο καφενές ήταν γεμάτος συσκευές και αντικείμενα. Ραδιόφωνο με βελόνι και κεραία, που έπαιζε ΕΙΡ ή Ράδιο Κολωνάκι. Έβλεπε κανείς χόβολη με άμμο για τον καφέ, δίπλα σε μεταλλικό καμινέτο, τοίχους με ημερολόγια από τράπεζες ή ποδοσφαιρικές ομάδες, ίσως και καμιά φωτογραφία του Ρίτσου ή του Παπάγου — ανάλογα το πολιτικό κλίμα. Καρέκλες από ψάθα, τραπεζάκια μικρά, σκακιέρες, τάβλι, ραδιόφωνο να παίζει ποδόσφαιρο ή λαϊκά.

Ήταν κοινωνικό κέντρο. Συζητήσεις για πολιτικά (ενίοτε καυγάδες), για το ποιος βγήκε από τη φυλακή, για τα μεροκάματα, για τον Παναθηναϊκό ή τον Ολυμπιακό. Ίσως περνούσαν και υποψήφιοι πολιτευτές να “κεράσουν” λίγο πριν τις εκλογές. Το τσιγάρο, στριφτό, ή άφιλτρο κυριαρχούσε, στάχτες στο πάτωμα, ο καπνός μόνιμος στην ατμόσφαιρα. Ο καφές, ελληνικός στη χόβολη. Και ούζο, κονιάκ, βερμούτ. Το μεσημέρι μπορεί έφερνε και κάποιος λίγο μεζέ.Η καθημερινότητα στο καφενείο:

Τα Πρωινά οι πρώτοι θαμώνες ήταν οι εργάτες πριν τη δουλειά. Έπιναν έναν σκέτο ή μέτριο ελληνικό και διάβαζαν “Ακρόπολι” ή “Ελευθερία”, ενώ άλλοι κουβέντιαζαν για το μεροκάματο, τις απεργίες ή την ακρίβεια.

Το Μεσημέρι μετά τη δουλειά, το καφενείο γέμιζε. Το τρανζίστορ έπαιζε ποδόσφαιρο ή λαϊκά (Καζαντζίδης, Μπιθικώτσης, Μπέλλου). Μερικοί μάλιστα έφερναν και δικό τους μεζέ: ελιές, σαρδέλα, κομμάτι τυρί σε λαδόκολλα. Ο Μπρικας σέρβιρε βερμούτ ή κονιάκ Μetaxa σε ποτηράκι μικρό.Τα απογεύματα και τα βράδια έπαιζαν συνήθως πολύ έντονα τάβλι, πρέφα, καμία 21, και πότε-πότε μυστικά και πόκα. Κάποιοι παρακολουθούσαν ποδόσφαιρο στο ραδιόφωνο, άλλοι τσακώνονταν για πολιτικά (ΕΔΑ, Ένωση Κέντρου, Δεξιά), κι ο Μπρικας ακούγονταν προσπαθώντας να τους ηρεμήσει λέγοντας: “Άσε τα κόμματα ρε Μήτσο, εσύ ούτε το νοίκι δεν πλήρωσες…”

Όσον αφορά την “ψυχολογία του καφενείου” θα τονίζαμε ότι ο Μπρικας λειτουργούσε κάπως σαν κοινωνικός ρυθμιστής. Ήξερε τα πάντα! Ποιος είχε χάσει δουλειά, ποιος πενθούσε, ποιος είχε μπλέξει με δικαστήρια. Καμιά φορά κέρναγε καφέ «στα μουλωχτά» ή άφηνε κάποιον να καθίσει και να “ξεσκάσει”, χωρίς να παραγγείλει. Ήξερε επίσης πότε να προλάβει καβγά, πότε να “κόψει κουβέντα” και πότε να κάνει τον αδιάφορο.

Οι διάφοροι τύποι που σύχναζαν εκεί:

Σήμερα φυσικά θα αποτελούσαν καρικατούρες:

Ο “Δάσκαλος”: Ίσως παλιός αριστερός ή κάποιος που είχε κάνει φυλακή για πολιτικούς λόγους. Διάβαζε εφημερίδες και τον άκουγαν με σεβασμό. Ο “Μάγκας”: Σφιχτό σακάκι, μπριγιαντίνη, παπούτσι γυαλιστερό. Μιλούσε λίγο, κάπνιζε στριφτό και ήξερε πότε να μιλήσει. Ο “Πόντιος” ή “Καραφλός”: Γνωστός τύπος της γειτονιάς, που έλεγε ανέκδοτα ή ήξερε να βρίσκει ούζο με 3 δραχμές. Ο “Χαρτοπαίχτης”: Έμπαινε αργά, έπαιζε σιωπηλά, και δεν του άρεσε να τον ρωτούν για την οικογένειά του. Ίσως είχε ιστορία πίσω του…

Το καφενείο σαν “παρατηρητήριο γειτονιάς”:

Το καφενείο του Μπρίκα ήταν ο τόπος απ’ όπου μαθεύονταν όλα: ποια παντρεύεται, ποιος μπήκε φυλακή, ποιος πούλησε το σπίτι, ποια χήρα νοικιάζει το πάνω δωμάτιο. Περνούσε και κανένας αστυνομικός με πολιτικά να ρίξει «μια ματιά» να δείξει παρουσία. Κάποιες φορές, μέσα από την ανοιχτή πόρτα περνούσε και το τραγούδι του παγωτατζή ή η φωνή του μανάβη με το κάρο: «Ντομάτες φρεσκοκομμένες, ένα πενηντάρι το κιλό!»

Η πολιτική ατμόσφαιρα:
Το 1961 ήταν έτος έντασης. Οι εκλογές εκείνης της χρονιάς (Οκτώβριος) χαρακτηρίστηκαν από νοθεία και τρομοκρατία (“εκλογές της βίας και νοθείας”). Το Αιγάλεω είχε έντονο προσφυγικό και εργατικό στοιχείο και έκλινε προς την Αριστερά ή το Κέντρο, παρά την ισχυρή παρουσία της Δεξιάς με την ΕΡΕ του Καραμανλή.
Στο καφενείο λοιπόν: Ο ένας τραπέζι φώναζε «ΕΔΑ και ξερό ψωμί!», άλλος: «Ο Καραμανλής είναι η μόνη σταθερότητα!» Ο Μπρικας ως ισορροπιστής: «Μες στο μαγαζί μου, τέρμα η πολιτική όταν παίζουμε τάβλι!»

Η γυναικεία παρουσία;

Ήταν οπωσδήποτε σπάνια. Τα καφενεία τότε ήταν αμιγώς αντρικά στέκια. Καμιά φορά έμπαινε μια νεαρή να φωνάξει τον πατέρα της: «Μπαμπά, σε φωνάζει η μάνα!» ή περνούσε κάποια γυναίκα απ’ έξω και όλοι γύριζαν το κεφάλι. Ένας πελάτης ίσως σχολίαζε σιγανά, «η χήρα του Πάνου…», και ξεκινούσε ατελείωτη κουβέντα.

Οι “μυστικές” δραστηριότητες

Μερικές φορές, πίσω απ’ τον πάγκο ή στο «πατάρι», γίνονταν: παράνομο χαρτοπαίγνιο, μικρές συναλλαγές ή “δουλειές”, ραντεβού για να κανονιστεί κάποια “βρώμικη” δουλειά, διακίνηση μικροποσότητας μαύρης αγοράς (καπνός, βενζίνη, ακόμα και “παλτά δεύτερο χέρι” Ο Μπρικας μπορεί να μην συμμετείχε σ’ αυτά, αλλά γνώριζε και είχε το νου του προσέχοντας μη γίνει καμιά φασαρία.

Θα κλείσουμε την αναφορά μας στο Μπρίκα και το καφενείο του λέγοντας ότι δεν υπάρχουν επίσημες ή τεκμηριωμένες πηγές για το καφενείο του Μπρίκα στο Αιγάλεω γύρω στο 1961 (τουλάχιστον όχι σε δημόσια ή ιστορικά αρχεία), ο Αναστάσης Μπρίκας ήταν σε γενικές γραμμές ένας παλιός καφετζής με κύρος και ιστορία…

Ο Παύλος Παπαδόπουλος γεννήθηκε το 1978 στη Δράμα, μεγάλωσε στις Σέρρες και έζησε στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Από το 1996 εργάζεται στο δημόσιο σε διάφορες διοικητικές θέσεις. Είναι απόφοιτος της Σχολής Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας, της Σχολής Αστυφυλάκων της Αστυνομικής Ακαδημίας, της Σχολής Επιμόρφωσης και μετεκπαίδευσης ΕΛ.ΑΣ., και της Σχολής Ελληνικού Πολιτισμού, του Τμήματος Ανθρωπιστικών. Σπουδών του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. Μιλάει Αγγλικά και Γερμανικά.

Μοίρασε το άρθρο!