Τα παλαιοπωλεία σιγά- σιγά κλείνουν και η Τοσίτσα ερημώνει

Αγαπώ τα παλαιοπωλεία. Κρύβουν αναμνήσεις μιας άλλης εποχής και μας θυμίζουν όσα ήμασταν και όσα ήταν οι δικοί μας άνθρωποι. Μπορεί να μην έζησα την περίοδο που πρωτοεμφανίστηκαν, αλλά κάθε φορά που περνάω από δρόμους, που ακόμα υπάρχουν, το βήμα μου γίνεται πιο αργό και έχω την ανάγκη να χαζέψω αυτή την απίστευτη ομορφιά.  Πρόσφατα περνώντας τυχαία από την οδό Τοσίτσα, κάνοντας την βόλτα μου παρατήρησα λίγο παραπάνω το ρετρό και vintage vibe, που εκπέμπει ο δρόμος. Πρόσεξα τους ανθρώπους που δουλεύουν στα μαγαζιά αυτά, τους λάτρεις του “παλιού”, αλλά και την εγκατάλειψη που υπάρχει.

ΓΡΑΦΕΙ Ο ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΓΙΑΣ

Στον δρόμο αυτό θα βρεις ανθρώπους μεγαλύτερης ηλικίας, που ακόμα τα καταφέρνουν και συνεχίζουν ακάθεκτοι να εργάζονται, αλλά μπορεί να συναντήσεις και τα παιδιά τους, που πλέουν έχουν αναλάβει τις επιχειρήσεις.  Όπως μας αναφέρουν καταστηματάρχες τις προηγούμενες δεκαετίες σχηματίζονταν ουρές από κόσμο στα μαγαζιά τους και όπως χαρακτηριστικά μας περιγράφουν δεν προλάβαιναν να πιούν ούτε τον καφέ τους. Εικόνες που οι πιο νέοι δεν πρόλαβαν να ζήσουν, καθώς η τωρινή κατάσταση είναι αρκετά διαφορετική και δεν θυμίζει σε τίποτα εκείνων των εποχών.

Οι παλαιοπώλες επί της Τοσίτσα τονίζουν πως οι πωλήσεις έχουν πέσει δραματικά. Ο Πρόεδρος του Σωματείο Παλαιοπωλών Καταστηματαρχών Μπιτ Παζάρ, κ. Παναγιώτης Κοτίδης αναφέρει πως διατηρεί το μαγαζί του από το 1994 και πως από τότε υπάρχουν πολλές αλλαγές. «Ήταν πιο πολλά τα παλαιοπωλεία και τα αντικείμενα, κάθε μέρα είχαμε νέα – οπότε και ο κόσμος είχε ένα ενδιαφέρον, τώρα έρχεται και βλέπει συνέχεια τα ίδια. Είχαμε πιο πολλούς πελάτες. Υπήρχε περισσότερη δουλειά και γι’ αυτό ήταν ανοιχτά πιο πολλά μαγαζιά», δηλώνει, ενώ συμπληρώνει πως «υπάρχουν οι τακτικοί που δεν έχουν τι να κάνουν και έρχονται για να περάσει η ώρα τους, αλλά υπάρχουν και εκείνοι που έρχονται και ψάχνουν κάτι συγκεκριμένο. Ή κάποιοι που ανοίγουν μαγαζιά και θέλουν να τα διακοσμήσουν. Όμως, έχουν χαθεί οι συλλέκτες»

Μάλιστα, όπως επισημαίνει τα μαγαζιά είναι κλειστά, ενώ παλιά ήταν όλα ανοιχτά παλαιοπωλεία. Φυσικά τα lockdown ήταν ένα μεγάλο χτύπησα για όλη την αγορά, πόσω μάλλον για αυτούς τους ανθρώπους, που δεν είχαν ούτε eshop, καθώς οι περισσότεροι είναι μεγάλοι σε ηλικία και άσχετοι με το διαδίκτυο. Όπως τονίζει ο κ. Κοτίδης: «Γενικώς δεν έχει δουλειά. Οι τιμές έχουν κατέβει, δεν γίνεται και αλλιώς γιατί δεν θα πουλήσουμε τίποτα»

Ο κ. Θάνος Αβραμίδης, επίσης ιδιοκτήτης παλαιοπωλείου στη Τοσίτσα αναφέρει πως δεν υπάρχει ιδιαίτερη κίνηση και ο κόσμος δεν επισκέπτεται όχι μόνο αυτό τον δρόμο, αλλά γενικά το κέντρο. «Το κέντρο γενικότερα είναι δύσκολα προσβάσιμο για τους ανθρώπους λόγω των λεωφορείων που δεν υπάρχουν και της αυξημένης κίνησης. Το lockdown επηρέασε πάρα πολύ – δύο χρόνια τώρα είναι σαν κλειστά αυτά τα μαγαζιά. Κάποιοι έχουν eshop, μερικοί φτιάχνουν τώρα.

Ο κόσμος που έρχεται αγοράζει ό,τι φαντάζεσαι, δεν υπάρχει κάτι συγκεκριμένο. Ούτε ηλικίες συγκεκριμένες υπάρχουν, από 15 χρονών που μπορεί να πάρουν ένα χαρτονόμισμα, μέχρι γυναίκες κάθε ηλικίας που μπορεί να πάρουν ένα κάδρο, ένα χαλί, μία λάμπα. Στις τιμές των προϊόντων υπάρχει μόνο πτώση. Το δικό μας το είδος είναι τελευταίας ανάγκης, οπότε μόνο με μείωση μπορείς να φέρεις κόσμος. Είναι το τελευταίο έξοδο που θα κάνει κάποιος»

Φυσικά την εικόνα αυτή συμπληρώνουν και οι δεκάδες άστεγοι που κυκλοφορούν στη περιοχή. Μάλιστα αρκετοί έχουν “κατασκηνώσει” στη γωνία Ολύμπου με Τοσίτσα, σε βαθμό που δεν μπορείς να περάσεις από το σημείο – ειδικά αν έχει νυχτώσει. Όμως, ο δρόμος από το απόγευμα και μετά αλλάζει μορφή. Σαν να έχει δύο πρόσωπα. Η ησυχία που επικρατεί τα πρωινά χάνεται και γεμίζει με τα γέλια και τις φωνές φοιτητών που επισκέπτονται τις ταβέρνες του Μπιτ Παζάρ. Το φθηνό φαγητό και τα μικρά κουτούκια, που υπάρχουν εκεί δίνουν έναν άλλο αέρα στον δρόμο, δίνοντας του έναν άλλο διαφορετικό χαρακτήρα.

Η ιστορία του Μπιτ Παζάρ ξεκινάει το 1928 όταν και ανοικοδομήθηκε ως συγκρότημα στα δυτικά της Πλατείας της Αρχαίας Αγοράς. Το Μπιτ Παζάρ παραχωρήθηκε στους πρόσφυγες από τον Οικοδομικό Συνεταιρισμό Προσφύγων Θεσσαλονίκης και εγκαινιάστηκε μάλιστα από τον ίδιο τον Βενιζέλο. Στο συγκρότημα χτίστηκαν διώροφα κτίρια που οι επάνω τους όροφοι ήταν κατοικίες και τα ισόγειά τους εμπορικά μαγαζιά. Μπιτ Παζάρ σημαίνει «Αγορά της ψείρας», όνομα που προήλθε από τα παλιά ρούχα που πωλούνταν στα καταστήματα τα οποία ήταν γεμάτα ψείρες.

Μοίρασε το άρθρο!