Ο αξιωματικός της Αστυνομίας Πόλεων – Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος.
Στον σε δεύτερο πλάνο και πίσω από τη συγκλονιστική αληθινή ιστορία της Αλεξάνδρας Μυλωνάκου συγκρούονται δύο αξιωματικοί της τότε Αστυνομίας Πόλεων. Ο καθένας από αυτούς αντιπροσωπεύει και έναν ξεχωριστό κόσμο. Μέσα στις σελίδες του υπό συγγραφή θεατρικού έργου μου πρόκειται να παρακολουθήσετε αυτήν την αδυσώπητη διαμάχη, η οποία δυστυχώς διατηρείται ως τις μέρες μας…
Οι ανάγκες της συγγραφής του έργου απαίτησαν τη συλλογή στοιχείων για την καταργημένη και συγχωμευμένη μαζί με τη Χωροφυλακή, πλέον στο σώμα της Ελληνικής Αστυνομίας, Αστυνομία Πόλεων. Θα επικεντρωθώ στην περιγραφή του συνηθισμένου τύπου του Αστυνόμου Β΄ των αρχών της δεκαετίας του ’60. Το 1961 (έτος κατά το οποίο διαδραματίζεται η ιστορία), ο Αστυνόμος Β’ στην Αστυνομία Πόλεων (προ της συγχώνευσης με τη Χωροφυλακή το 1984) ήταν κατώτερος αξιωματικός και αντίστοιχος με τον σημερινό επίσης Αστυνόμο Β΄.
Η εμφάνιση και η στολή:
Η στολή ήταν σκούρα μπλε (ή γκριζογάλαζη σε θερινή εκδοχή) με πηλήκιο τύπου αξιωματικού με μαύρο γείσο (με το εθνόσημο στο μπροστινό μέρος, πηλήκιο αξιωματικού, σκληρής κατασκευής, μαζί με το μαύρο γείσο διακρινόταν και στεφάνη από μαύρο βερνικωμένο δέρμα, όπως επίσης και το μεταλλικό εθνόσημο, δηλαδή ο θυρεός με τον σταυρό και δάφνες, ενώ περιμετρικά στο πηλήκιο υπήρχε λεπτή χρυσή ταινία που δηλώνει αξιωματικό στο κέντρο, επάνω σε μπλε φόντο) και επωμίδες με διακριτικά βαθμού, με λεπτή ασημί ραφή στις άκρες και διακριτικά βαθμού. Το χρώμα χειμερινής στολής, όπως είπαμε, το χειμώνα βαθύ σκούρο μπλε (navy). Η θερινή στολή τους γκριζογάλαζη, από ελαφρύ ύφασμα. Διπλόπετο σακάκι τύπου “service dress”, με τέσσερις τσέπες (δύο στο στήθος με καπάκι, δύο χαμηλότερα).
Τα διακριτικά του βαθμού του Αστυνόμου Β΄βρισκόταν στο πέτο ή στον ώμο του και ήταν μικρά μεταλλικά σήματα, δηλαδή τρία μεταλλικά αστεράκια. Δύο μεταλλικά αστεράκια ασημί χρώματος τοποθετημένα κατά μήκος της επωμίδας. Κάτω από τα αστεράκια, λεπτή μεταλλική ράβδος (σε ορισμένες περιπτώσεις) που σήμαινε αξιωματικό .
Η ζώνη του ήταν δερμάτινη μαύρη με γυαλισμένο μεταλλικό κούμπωμα και θήκη πιστολιού. Η θήκη πιστολιού δεξιά (συνήθως πιστόλι FN ή Colt). Υπήρχε επίσης και θήκη χειροπεδών και μικρό θηκάρι για σφυρίχτρα. Η υπόδηση ήταν μαύρα λουστρίνια ή γυαλισμένα δερμάτινα παπούτσια. Οι κάλτσες σκούρες και ποτέ ανοιχτές σε επίσημη εμφάνιση.
Τα καθήκοντα
Καθήκοντα του ήταν Προϊστάμενος μικρού τμήματος ή υπεύθυνος βάρδιας σε Αστυνομικό Τμήμα Πόλεων είτε διοικητικός έλεγχος περιπολιών και αστυφύλακων είτε διενέργεια ανακρίσεων σε μικρότερες υποθέσεις είτε παρουσία σε δημόσιες εκδηλώσεις ως επικεφαλής ασφάλειας. Ο Αστυνόμος Β΄ και γενικότερα ο αξιωματικός θεωρούταν μορφωμένος για τα δεδομένα της εποχής (οι αξιωματικοί είχαν αποφοιτήσει από τη Σχολή Αξιωματικών Αστυνομίας Πόλεων). Είχε κύρος μέσα στο σώμα και στην κοινωνία, αλλά δεν ήταν από τους «μεγάλους» ανώτερους (Αστυνόμος Α’, Υποδιευθυντής, Διευθυντής). Ως συνήθως επρόκειτο για νέο έως μέσης ηλικίας (30–40 ετών), με αυστηρή εμφάνιση και τυπικό ύφος, καθώς η Αστυνομία Πόλεων έδινε έμφαση στην πειθαρχία και το πρωτόκολλο.
Στεκόταν συνήθως όρθιος, με το αριστερό χέρι στο πλάι και το δεξί ίσως να κρατά δερμάτινο γάντι ή φάκελο υπηρεσίας. Το ύφος του είναι αυστηρό, αλλά όχι εχθρικό — τυπικός δημόσιος λειτουργός που αποπνέει τάξη και πειθαρχία.
Και κάποιες ακόμη λεπτομέρειες:
Τα μαλλιά κοντά, περιποιημένα, με χωρίστρα ή χτένισμα προς τα πίσω, κάτι συνηθισμένο στους αξιωματικούς της εποχής. Ξυρισμένος καθημερινά. Η φωνή του οπωσδήποτε σταθερή, με τυπική προσφώνηση “κύριε” ή “παρακαλώ”. Στον δρόμο, τον προσφωνούσαν “Κύριε Αστυνόμε” ή “Κύριε Αστυνόμε Β’”.
Η μετάβαση από την Αστυνομία Πόλεων στη Χωροφυλακή.
Τυπικά, στις αρχές της δεκαετίας του ‘60 δεν ήταν εύκολη ούτε αυτόματη η μετάβαση ενός αξιωματικού από τη Χωροφυλακή στην Αστυνομία Πόλεων, γιατί οι δύο υπηρεσίες είχαν διαφορετική οργάνωση, σχολές και κανονισμούς υπηρεσίας.
Όμως, υπήρχαν τρεις τρόποι που μπορούσε να γίνει κάτι τέτοιο: Καταρχήν η μεταφορά κατόπιν υπηρεσιακής ανάγκης Σε σπάνιες περιπτώσεις, με υπουργική απόφαση και έγκριση του Αρχηγείου, μπορούσε να γίνει μετακίνηση αξιωματικού από τη Χωροφυλακή στην Αστυνομία Πόλεων, συνήθως λόγω ειδικών γνώσεων (π.χ. ανακριτική εμπειρία, ξένες γλώσσες, τεχνικές ειδικότητες). Άλλη οδός ήταν η παραίτηση από τη Χωροφυλακή και εκ νέου κατάταξη. Δηλαδή, ένας αξιωματικός μπορούσε να παραιτηθεί από τη Χωροφυλακή και να δώσει εξετάσεις για τη Σχολή Αξιωματικών της Αστυνομίας Πόλεων. Αυτό σήμαινε απώλεια αρχαιότητας και επανεκκίνηση καριέρας. Ενοποιημένες αποστολές – προσωρινή απόσπαση. Σε μεγάλες πόλεις, όπου οι δύο σώματα συνεργάζονταν (π.χ. για πολιτικά πρόσωπα, μεγάλες εκδηλώσεις ή εξεγέρσεις), αξιωματικοί της Χωροφυλακής μπορούσαν να αποσπαστούν προσωρινά σε τμήματα της Αστυνομίας Πόλεων. Αυτή η “μεταπήδηση” όμως ήταν υπηρεσιακή και όχι οριστική.
Στην πράξη, μόνιμη και ισόβαθμη μεταφορά ήταν σπάνια· η κάθε υπηρεσία είχε δική της ιεραρχία και πολιτική “κλειστής” ανέλιξης. Η πραγματικά μεγάλη μετακίνηση έγινε το 1984, όταν η Χωροφυλακή και η Αστυνομία Πόλεων συγχωνεύτηκαν στην ΕΛ.ΑΣ.Προαγωγή επί του πεδίου στον Εμφύλιο.
Στον Εμφύλιο (1946-1949) και τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια υπήρχε πράγματι δρόμος για προαγωγή “εκ του πεδίου” για υπαξιωματικούς και απλούς χωροφύλακες που διακρίνονταν σε επιχειρήσεις, χωρίς να έχουν φοιτήσει στη Σχολή Αξιωματικών. Αυτό γινόταν μέσω του θεσμού των εξ υπαξιωματικών αξιωματικών ή των επί τιμή/εξαιρετικών προαγωγών.
Η προαγωγή λάμβανε χώρα με διάκριση σε μάχη ή υπηρεσία Αν δηλαδή ένας χωροφύλακας επέδειχνε εξαιρετική ανδρεία, ηγετικές ικανότητες ή είχε σημαντικές επιτυχίες (σύλληψη ηγετών ανταρτών, διάσωση προσωπικού κ.λπ.), μπορούσε να προαχθεί κατ’ εξαίρεση. Άλλος τρόπος ήταν η εισήγηση από διοικητή, έτσι λοιπόν Ο διοικητής του τμήματος ή του συντάγματος υπέβαλλε αναφορά στο Υπουργείο Δημοσίας Τάξεως. Η έγκριση γινόταν με Διάταγμα και η προαγωγή εγκρινόταν με υπογραφή του Βασιλιά και του Υπουργού. Απονομή του βαθμού χωρίς σχολή στην πράξη προχωρούσε ως εξής: Ο προαχθείς έπαιρνε τον κατώτερο αξιωματικό βαθμό (Ανθυπομοίραρχος στη Χωροφυλακή) και εκπαιδευόταν “εν υπηρεσία”.
Αυτοί οι αξιωματικοί συχνά είχαν μεγάλο σεβασμό από τους κατώτερους, γιατί είχαν ξεκινήσει από την ίδια βάση. Μερικές φορές όμως τους έβλεπαν με επιφυλακτικότητα οι “σχολαίοι” αξιωματικοί, γιατί δεν είχαν τη θεωρητική εκπαίδευση της σχολής. Το 1961 όμως το φαινόμενο είχε σχεδόν εκλείψει, αλλά αρκετοί τέτοιοι “αντάρτο-κυνηγοί” εξακολουθούσαν να υπηρετούν και να έχουν φήμη.
Αυτά προς το παρόν. Το ταξίδι στο 1961 θα συνεχιστεί με την ενδιαφέρουσα περιγραφή του εσωτερικού μιας φτωχικής κατοικίας, σε μια προσφυγική γειτονιά του Αιγάλεω…
-Ο Παύλος Παπαδόπουλος γεννήθηκε το 1978 στη Δράμα, μεγάλωσε στις Σέρρες και έζησε στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Από το 1996 εργάζεται στο δημόσιο σε διάφορες διοικητικές θέσεις. Είναι απόφοιτος της Σχολής Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας, της Σχολής Αστυφυλάκων της Αστυνομικής Ακαδημίας, της Σχολής Επιμόρφωσης και μετεκπαίδευσης ΕΛ.ΑΣ., και της Σχολής Ελληνικού Πολιτισμού, του Τμήματος Ανθρωπιστικών. Σπουδών του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. Μιλάει Αγγλικά και Γερμανικά.