Όταν η ανάγκη για στέγη μετατρέπεται σε μαραθώνιο – Κοινωνικές διακρίσεις, απόψεις ειδικών και ο ρόλος των θεσμών.
Η Θεσσαλονίκη βιώνει τη δική της στεγαστική κρίση. Για φοιτητές, εργαζόμενους, οικογένειες και μετανάστες, η εύρεση κατοικίας αποτελεί ένα δύσκολο ζήτημα, το οποίο μετατρέπεται προοδευτικά σε σοβαρό και δυσεπίλυτο πρόβλημα. Η αυξημένη ζήτηση σε συνδυασμό με τη χαμηλή προσφορά οδηγεί διαρκώς τις τιμές των ακινήτων προς τα επάνω, ενώ η ποιότητα των διαμερισμάτων είναι αμφίβολη και οι απαιτήσεις των μεσιτών προς τους ενοικιαστές (απαιτήσεις οι οποίες ορίζονται από τους ιδιοκτήτες) αυξάνονται συνεχώς.
Ο Αλί είναι 50 ετών και πέρσι αποφάσισε να αφήσει την οικογένειά του στη Λιβύη και να μετακομίσει στη Θεσσαλονίκη. Χρειάστηκε να ξεπεράσει πολλά εμπόδια για να βρει σπίτι στην πόλη και, όπως είπε χρειάστηκε τρεις μήνες για να βρει και να νοικιάσει ένα διαμέρισμα. «Πολλοί μεσίτες και ιδιοκτήτες με απέκλειαν σιωπηρά. Μου ζητούσαν έγγραφα που δεν ήξερα πώς να αποκτήσω και έκαναν πολύ καιρό να εκδοθούν. Έμαθα έτσι ότι προτιμούν πάντοτε τους Ευρωπαίους», λέει. Ακόμα όμως κι όταν συγκέντρωσε όλα τα απαραίτητα έγγραφα, ο Αλί αντιμετώπισε δυσπιστία από τους ιδιοκτήτες. «Όταν τελικά τους συνάντησα, με απέρριπταν αμέσως γιατί είμαι άνδρας από τη Μέση Ανατολή και όχι πλούσιος», συνεχίζει απογοητευμένος. Μετά από μεγάλη προσπάθεια, κατάφερε να νοικιάσει ένα στούντιο στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, το οποίο είναι εξίσου ακριβό όσο και το κόστος ζωής στην πόλη, καθώς «οι λογαριασμοί ενέργειας, τα κοινόχρηστα και το σούπερ μάρκετ συνεχώς ακριβαίνουν».
Την ίδια ώρα, άνθρωποι της αγοράς λένε πως η στεγαστική κρίση, η οποία ολοένα και εντείνεται δεν πρόκειται να σταματήσει σύντομα καθώς το ράλι των αυξήσεων στις τιμές αγοράς και ενοικίασης ακινήτων θα συνεχιστεί για τουλάχιστον τρία χρόνια ακόμη. Οι ενοικιαστές αναφέρουν ότι τα ποσά που πληρώνουν κάθε μήνα είναι δυσβάσταχτα, ενώ οι αυξήσεις των μισθών σε σχέση με την άνοδο των τιμών των ενοικίων, βρίσκονται σε πλήρη αντιδιαστολή. Οι ειδικοί στα θέματα στέγασης αναφέρουν ότι τα κυβερνητικά μέτρα για τους ενοικιαστές αποτελούν σταγόνα στον ωκεανό, προσθέτοντας ότι τα προγράμματα στέγασης και ελάφρυνσης δεν κινούνται στους σωστούς άξονες καθώς, όπως τονίζουν, η κυβέρνηση δεν τους συμβουλεύεται με αποτέλεσμα να δημιουργούνται μεγάλα χάσματα και να αυξάνονται ακόμη περισσότερο οι ήδη υψηλές τιμές των ακινήτων. Προβλήματα δημιουργούν, όπως λένε, το μέτρο της επιστροφής ενός ενοικίου τον Νοέμβριο σε όσους νοικιάζουν την κατοικία τους, αλλά και οι δύο φάσεις του προγράμματος «Σπίτι μου», τα οποία προβλέπουν τη χορήγηση άτοκων ή χαμηλότοκων στεγαστικών δανείων για αγορά πρώτης κατοικίας υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις και με όριο δανεισμού τις 190.000 ευρώ, εφόσον οι δικαιούχοι διαθέτουν ήδη το 10% του δανειακού κεφαλαίου.
Η εμπειρία πίσω από τις κλειστές πόρτες
Η Μαρία και ο Γιώργος, εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα, πέρασαν αρκετές δυσκολίες μέχρι να βρουν σπίτι. Οι δυο τους ζουν σε διαμέρισμα 55 τ.μ. στο κέντρο της Θεσσαλονίκης και θεωρούν ότι είναι τυχεροί που πληρώνουν 480 ευρώ για το ενοίκιό τους. «Είδαμε 4 διαμερίσματα πριν καταλήξουμε σε αυτό», λέει η Μαρία με τον Γιώργο να προσθέτει ότι «κάποια από αυτά ήταν μικρότερα, σε παλιά κτήρια και χωρίς φυσικό αέριο. Όμως ακόμη κι αν αυτά δεν μας ενοχλούσαν, δεν θα μπορούσαμε να μείνουμε, γιατί βλέπαμε μέχρι και… πεσμένους σοβάδες. Σοκαρίστηκα και αναρωτήθηκα, δεν ντρέπονται να δείχνουν τέτοια σπίτια;». Το ζευγάρι έχει πλέον συμπληρώσει έναν χρόνο στο διαμέρισμα στο οποίο ζουν, όμως, όπως λένε, το 60% του εισοδήματός τους πηγαίνει σε ενοίκιο και λογαριασμούς. Όσο για το πρόγραμμα «Σπίτι Μου»; Οι δυο τους απαντούν πως «χρειάζεται να έχεις το 10% του δανείου… Πώς να μαζέψουμε χρήματα σε αυτές τις συνθήκες;».
Ο Ομάρ, 21 ετών, ήρθε από την Αίγυπτο στη Θεσσαλονίκη για σπουδές και η αναζήτηση στέγης τον εξάντλησε τόσο οικονομικά, όσο και ψυχολογικά. «Έμενα τρεις μήνες σε Airbnb ξοδεύοντας πολλά χρήματα όσο οι μεσίτες μου έλεγαν πως είναι δύσκολο να βρω σπίτι, παρότι είχα τα χρήματα για την προκαταβολή. Οι ιδιοκτήτες, μόλις άκουγαν την προφορά μου, έλεγαν πως δεν θέλουν να νοικιάσουν σε Άραβα. Ήμουν έτοιμος να φύγω από την Ελλάδα», αναφέρει. Τελικά ο Ομάρ βρήκε σπίτι στο κέντρο, όμως η απογοήτευσή του παραμένει: «Από τη μία χαίρομαι που τα κατάφερα. Από την άλλη, είμαι προβληματισμένος πολύ, αφού οι τιμές στα ενοίκια, στους λογαριασμούς και στο σούπερ μάρκετ αυξάνονται συνεχώς».
Οι υψηλές τιμές στο ενοίκιο και στα υλικά αγαθά γονατίζουν και τη Δανάη, η οποία στα 27 της επέλεξε να μετακομίσει στη Θεσσαλονίκη από τα Ιωάννινα προκειμένου να κάνει το μεταπτυχιακό της. Η Δανάη μένει σε διαμέρισμα 47 τ.μ. στην Ξηροκρήνη και κάθε μήνα πληρώνει 470 ευρώ για το ενοίκιο. «Δουλεύω 8 ώρες, πηγαίνω στα μαθήματά μου, μελετώ και είχα κρατήσει αρκετά χρήματα στην άκρη για να τα καταφέρω. Ξοδεύω όμως πολλά από αυτά και αγωνιώ γιατί τα λεφτά δεν μου φτάνουν με τέτοια ακρίβεια στο σούπερ μάρκετ και με το ενοίκιο, το οποίο είναι πέρα από τις δυνάμεις μου».
Αντιμέτωποι με τις υψηλές τιμές αλλά και την κρατική ανεπάρκεια δηλώνουν ότι βρίσκονται και ο Πέτρος με την Τζούλια. Τα τελευταία τρία χρόνια ευτύχησαν να γίνουν γονείς, όμως μέσα στη χαρά τους υπάρχει και η πικρία της βιοπάλης. Οι δυο τους εργάζονται στον ιδιωτικό τομέα και μένουν στους Αμπελόκηπους Θεσσαλονίκης. Ξοδεύουν όμως το μεγαλύτερο μέρος των μισθών τους στο ενοίκιο (πληρώνουν 530 ευρώ για σπίτι 73 τ.μ., όταν για το ίδιο σπίτι, πριν από 11 χρόνια πλήρωναν περίπου τα μισά χρήματα) και στα έξοδα του σπιτιού και ένα μεγάλο μερίδιο πηγαίνει στις ανάγκες του παιδιού. «Παρόλα αυτά», λέει ο Πέτρος, «είχαμε από πριν στην άκρη τα χρήματα που απαιτούνταν και η αίτησή μας έγινε δεκτή για το πρόγραμμα “Σπίτι μου”. Δεν μπορέσαμε, όμως, ποτέ να βρούμε σπίτι στα μέτρα μας με τις τιμές που… παίζουν και έτσι χάσαμε το δάνειο». Απεγνωσμένη πια, η Τζούλια συμπληρώνει πως «δεν θα αγοράσουμε ποτέ σπίτι σε αυτή τη χώρα και το έχουμε πάρει απόφαση, όμως με αυτά τα έξοδα δεν μας μένουν χρήματα ούτε για να πάμε διακοπές».
Τα προβλήματα όλων των παραπάνω δεν διαφέρουν ιδιαίτερα για την 23χρονη Άγια που ταξίδεψε από την Αίγυπτο στη Θεσσαλονίκη για να σπουδάσει Νευρομάρκετινγκ στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου. «Έψαχνα σε περίπου 50 ιστοσελίδες και δεν καταλάβαινα τι γίνεται με τις αιτήσεις. Αποφάσισα να μείνω σε Airbnb πληρώνοντας πολύ περισσότερα απ’ ό,τι σε κανονικό διαμέρισμα, αλλά δεν είχα άλλη επιλογή», λέει η ίδια με την ιστορία της να θυμίζει εκείνη των Άλι και Ομάρ. Μετά από εβδομάδες αναζήτησης και δυσπιστίας από τους μεσίτες, η Άγια βρήκε ένα σπίτι στην Άνω Πόλη το οποίο όμως αναγκάστηκε να εγκαταλείψει, καθώς, «μου ανέβαζαν κάθε χρόνο το ενοίκιο και κάποια στιγμή έγινε πολύ ακριβό, οπότε έπρεπε να ξαναψάξω για διαμέρισμα». Στη δεύτερη προσπάθειά της, η Άγια στάθηκε πιο τυχερή και βρήκε γρήγορα ένα νέο διαμέρισμα. Ωστόσο, όπως λέει «πλέον ο ιδιοκτήτης θέλει να πουλήσει το ακίνητο και με πιέζει να φύγω, ζητώντας μου παράλληλα να κρατάω το σπίτι καθαρό για να έρχονται υποψήφιοι αγοραστές να το βλέπουν».
Η… αόρατη κυβέρνηση, τα Airbnb, τα αυστηρά κριτήρια ιδιοκτητών και η ανάγκη προστασίας των ενοικιαστών
Τα προβλήματα των ενοικιαστών, οι οποίοι αποτελούν τουλάχιστον το 1/3 των κατοίκων της πόλης και προσπαθούν να επιβιώσουν, είναι πολλά και κοινά. Τα άτομα αυτά προσπαθεί να ακούσει και να συσπειρώσει η Ένωση Ενοικιαστ(ρι)ών Θεσσαλονίκης, μια πρωτοβουλία η οποία κατάφερε να συσταθεί και να αποκτήσει νομική υπόσταση πριν από περίπου 4 μήνες. Ο Θοδωρής Καρυώτης, εκπρόσωπος της Ένωσης και εκ των ιδρυτών της λέει πως αυτή τη στιγμή η πρωτοβουλία «αριθμεί περίπου 160 μέλη με τον αριθμό ολοένα και να αυξάνεται». Ο κ. Καρυώτης υπογραμμίζει πως σκοπός της Ένωσης είναι να μπουν δυναμικά στον δημόσιο διάλογο τα προβλήματα των ατόμων που νοικιάζουν στη Θεσσαλονίκη, καθώς, όπως τονίζει, «οι ενοικιαστές ήταν πάντοτε το παραπαίδι της πολιτικής».
«Έχουμε ακούσει για αυξήσεις σε τιμές ενοικίων διαμερισμάτων που φτάνουν έως και στο 100% με το πέρας του συμβολαίου. Οι τιμές στα ενοίκια ανεβαίνουν από το 2016 και από τότε έχουν αυξηθεί περίπου 90%, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ. Τα εισοδήματά μας, όμως, δεν γνωρίζουν τέτοιες αυξήσεις. Το βασικό πρόβλημα των ατόμων τα οποία νοικιάζουν, είναι οι τεράστιες και ασύμμετρες αυξήσεις των τιμών αυτών σε σχέση με τα εισοδήματά τους», προσθέτει και στέκεται στην απόγνωση των ενοικιαστών, οι οποίοι, όπως λέει, αναγκάζονται να κάνουν περικοπές σε βασικές ανάγκες προκειμένου να ανταπεξέλθουν. Και μέσα σε όλα αυτά, όπως αναφέρει, «η εξίσωση για την εύρεση αξιοπρεπούς κατοικίας είναι δύσκολη, αφού δεν μπορούμε να βρούμε διαθέσιμα σπίτια που να προσφέρουν αξιοπρεπή στέγαση, αφού η ποιότητα στο 70% των κατοικιών τα οποία δεν ελέγχονται από κανέναν είναι κακή καθώς τα διαμερίσματα αυτά δεν έχουν ανακαινιστεί ποτέ». Πολλές φορές, όπως ο ίδιος λέει, τα μέλη της Ένωσης κάνουν λόγο για σπίτια με επικίνδυνα ηλεκτρολογικά, φθαρμένα υδραυλικά, διαρροές και σοβάδες που πέφτουν.
Ο κ. Καρυώτης καταγγέλλει επιπλέον και τη θεσμική ανεπάρκεια. «Η στεγαστική πολιτική θα έπρεπε να είναι προτεραιότητα για την κυβέρνηση η οποία δεν έχει πάρει κανένα απολύτως μέτρο που να λαμβάνει υπόψιν τις πραγματικές στεγαστικές ανάγκες», τονίζει και θεωρεί όπως λέει απαράδεκτο το γεγονός ότι «είμαστε η μοναδική χώρα στην Ευρώπη που δεν έχει ορισμό για την Κοινωνική Κατοικία».
Σύμφωνα με τον ίδιο, το επίδομα ενοικίου ύψους 70€/μήνα το οποίο έχει αυστηρά εισοδηματικά κριτήρια είναι πενιχρό, ενώ το μέτρο το οποίο προβλέπει επιστροφή του ποσού ενός ενοικίου τον ερχόμενο Νοέμβριο «δεν θα ωφελήσει τελικά τους ενοικιαστές, αλλά θα βοηθήσει τους εκμισθωτές σε μια ελεύθερη και αρρύθμιστη αγορά και οι ιδιοκτήτες θα ανεβάσουν τις τιμές για να επωφεληθούν». Παρόμοιο αποτέλεσμα έχει για εκείνον και το πρόγραμμα «Σπίτι μου», καθώς «όταν ανακοινώθηκαν τα επιλέξιμα ακίνητα, οι τιμές τους μεγάλωσαν από 20% έως 30%. Το αποτέλεσμα ήταν οι δικαιούχοι να παίρνουν την προέγκριση των δανείων, να ψάχνουν κατοικίες και να μην βρίσκουν κάτι στα μέτρα τους. Ποιους ωφέλησε το πρόγραμμα; Την Κτηματαγορά και τους ρυθμούς ανάπτυξης τους οποίους ενίσχυσε. Ποιους δεν ωφέλησε; Τους ίδιους τους… ωφελούμενους!».
Στην ανυπαρξία της στεγαστικής πολιτικής και στην έλλειψη επικοινωνίας μεταξύ του κράτους και τους ανθρώπους της αγοράς στέκεται στις δηλώσεις του και ο πρόεδρος του Συλλόγου Μεσιτών Θεσσαλονίκης, Αναστάσιος Τσουλκανάκης.
Κατά τη γνώμη του, το επίδομα ενοικίου και η πληρωμή ενός ενοικίου τον ερχόμενο Νοέμβριο αποτελούν σταγόνα στον ωκεανό, ενώ αξιολογεί ως επικίνδυνα τα προγράμματα «Σπίτι μου». «Ενώ είναι καλός ο σκοπός τους, το αποτέλεσμα δεν φαίνεται να είναι το ίδιο καλό αφού τα συγκεκριμένα προγράμματα δεν έχουν στηθεί κατάλληλα», λέει αρχικά για να εξηγήσει αργότερα πως «αν υποθέσουμε ότι προσφέραμε 10 ακίνητα σε 50 ανθρώπους που θα μπορούσαν να τα αγοράσουν, τότε μετά από τα συγκεκριμένα προγράμματα θα προσφέραμε πλέον σε 150 ανθρώπους. Κάπως έτσι, ανέβηκαν οι τιμές».
Χαρακτηρίζει μάλιστα τα περισσότερα προσφερόμενα ακίνητα του προγράμματος ως «σαπάκια, ενώ στο ίδιο πλαίσιο συμπληρώνει πως «σε πέντε μήνες έχει απορροφηθεί μόλις το 20-25% του διαθέσιμου κεφαλαίου, όμως με τέτοια στεγαστική κρίση, θα έπρεπε να έχει εξαντληθεί το διαθέσιμο μπάτζετ, το οποίο όρισε η κυβέρνηση». Δηλώνει μάλιστα βέβαιος ότι «θα προκύψουν και πάλι κόκκινα δάνεια, αφού δεν νομίζω ότι θα μπορέσουν να ανταπεξέλθουν οι δικαιούχοι».
Την ίδια στιγμή, σημειώνει πως για ένα αξιοπρεπές διαμέρισμα δύο δωματίων στη Θεσσαλονίκη ο υποψήφιος ενοικιαστής καλείται να πληρώσει από 600 έως και 900 ευρώ τον μήνα. «Μιλάμε για σπίτια τα οποία βρίσκονται σε μέση κατάσταση», προσθέτει και διευκρινίζει ότι «οι τιμές των ακινήτων γνώρισαν τεράστιες αυξήσεις στη μετά-covid εποχή, ενώ επιπλέον έχει ανέβει το κόστος ζωής -ρεύμα, αέριο, καύσιμα, σούπερ μάρκετ- κατά 30%. Όμως ένας υπάλληλος που έπαιρνε 1.000 ευρώ τον μήνα το 2019, σήμερα δεν παίρνει 2.000», λέει συγκεκριμένα.
Τόσο ο κ. Τσουλκανάκης, όσο και το μέλος της Ένωσης Ενοικιαστ(ρι)ών Θεσσαλονίκης, Θοδωρής Καρυώτης, συμφωνούν στο ζήτημα της κυβερνητικής ανεπάρκειας όσον αφορά στη στεγαστική πολιτική αλλά και στην αγορά των ακινήτων, η οποία κινείται σαν να… ζει σε άλλη χώρα.
Και οι δυο τους βλέπουν ως κύρια αιτία της αύξησης των τιμών στα ακίνητα τη δυναμική είσοδο στην αγορά των καταλυμάτων βραχυχρόνιας μίσθωσης, ενώ σύμφωνα με τον κ. Τσουλκανάκη «οι ψηφιακοί νομάδες που αμείβονται με μισθούς εξωτερικού αλλά και η είσοδος εταιρειών όπως η Pfizer, των οποίων οι εργαζόμενοι απορρόφησαν κάποια ακίνητα, συνέβαλλαν περαιτέρω στην αύξηση των τιμών».
Ο κ. Καρυώτης, από την πλευρά του βλέπει πίσω από τις αυξήσεις εκτός από την είσοδο των Airbnbs στην αγορά και την Golden Visa, η οποία όπως λέει «έδωσε το δικαίωμα σε εύρωστους αλλοδαπούς να αγοράζουν ακίνητα και να αποκτούν άδεια παραμονής». Αναφέρεται ακόμη και στον πτωχευτικό κώδικα ο οποίος, όπως τονίζει «επιτάχυνε τους πλειστηριασμούς και πολλά ακίνητα καταλήγουν συνεχώς funds και servicers και δεν νοικιάζονται καν ή προορίζονται για τουριστική και επενδυτική χρήση», γεγονότα τα οποία αποδίδει σε λάθος πολιτικές αποφάσεις.
Τα προβλήματα, είναι πολλά, όμως η προσπάθεια εύρεσης κατοικίας γίνεται ακόμη πιο δύσκολη για τους μετανάστες οι οποίοι πέρα από τις συγκεκριμένες σκοπέλους έχουν να ξεπεράσουν και τα γραφειοκρατικά προβλήματα σε συνδυασμό με τις αυξημένες απαιτήσεις των ιδιοκτητών.
Ο κ. Τσουλκανάκης σχετικά με αυτό σχολιάζει πως «πάντοτε υπήρχε άρνηση για ενοικίαση σε μετανάστες και αιτούντες άσυλο και αυτό που δεν υπήρχε, ήταν η εμπιστοσύνη. Οι ιδιοκτήτες θέλουν τον ενοικιαστή με τα καλύτερα φίλτρα, αλλά πάντοτε πρέπει να κοιτάζουν και τι ακριβώς παρέχουν».
Αντίθετα, ο κ. Καρυώτης έχοντας πείρα στο ζήτημα καθώς, όπως λέει, «έχουμε μετανάστες οι οποίοι είναι μέλη της Ένωσής μας», είναι περισσότερο αιχμηρός. «Αυτό που σίγουρα αντιμετωπίζουν είναι η καχυποψία και ο ρατσισμός από το κράτος και τους εκμισθωτές, διότι δεν έχουν τα ίδια δικαιώματα και την προστασία για να αποφύγουν τις τρικλοποδιές. Μας καταγγέλλουν ότι δεν θέλουν να τους νοικιάσουν διαμερίσματα και για μας είναι ένα σημαντικό ζήτημα, γιατί απαιτούμε ισονομία και ίσα δικαιώματα ανεξαρτήτως εθνικότητας, φύλου και φυλής».
Προσθέτει μάλιστα ότι ο τερματισμός των ευρωπαϊκών προγραμμάτων στέγασης για τους αιτούντες πολιτικό άσυλο στην Ελλάδα έκανε πιο δύσκολη τη ζωή τους και «τους έστειλε πίσω στα camps όπου η κατάσταση ήταν έτσι κι αλλιώς απάνθρωπη και ντροπιαστική διεθνώς».
Ο κ. Τσουλκανάκης, από την άλλη, σημειώνει πως ο τερματισμός των συγκεκριμένων προγραμμάτων δεν επηρέασε την αγορά των ακινήτων στη Θεσσαλονίκη, η οποία αλλάζει συνεχώς και δεν γνωρίζει διακρίσεις. Παρότι ο κ. Τσουλκανάκης προβλέπει πως «οι τιμές των ακινήτων μετά από την επόμενη τριετία θα σταθεροποιηθούν», παραδέχεται ότι οι τιμές θα συνεχίσουν στο μεσοδιάστημα να γνωρίζουν ανοδική τάση και όσο συμβαίνει αυτό, άλλο τόσο θα στενεύουν τα περιθώρια για τους κατοίκους της πόλης. Και αν κάτι ζητούν όσοι μίλησαν στη Voria.gr, αυτό είναι σίγουρα η σταθερότητα η οποία συνεπάγεται τη διαφάνεια, τα κρατικά προγράμματα που πραγματικά απαντούν στις ανάγκες τους και, κατ’επέκταση, την ολοκληρωμένη στεγαστική πολιτική. Μέχρι τότε, προγράμματα όπως το «Σπίτι Μου» θα παραμείνουν για πολλούς ένας… ευσεβής πόθος.
*Το συγκεκριμένο ρεπορτάζ δημιουργήθηκε στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας Cross Community Journalism από το Migration and Technology Monitor, το From the Sea to the City, το Ίδρυμα Ρόζα Λούξεμπουργκ, το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και τη Voria.gr.