1. Εισαγωγή
Μετά το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο οι ελληνοτουρκικές σχέσεις βελτιώνονται αισθητά και μέσα στο ψυχροπολεμικό κλίμα τα δύο μέρη συνεργάζονται πολιτικά και στρατιωτικά. Σύμμαχοι μπροστά στον «από βορρά κίνδυνο» οι δύο χώρες εντάσσονται από το 1947 στο δόγμα Τρούμαν, συμπεριλαμβάνονται στο σχέδιο Μάρσαλ και εντάσσονται το 1949 στο Συμβούλιο της Ευρώπης και το 1952 στο ΝΑΤΟ. Το γενικότερο αυτό κλίμα της ελληνοτουρκικής προσέγγισης επηρέασε θετικά και την αντιμέτωπιση της ρωμαίικης μειονότητας.
Από την άλλη, το νέο κοινωνικοπολιτικό κλίμα που διαμορφώνεται στην Τουρκία μετά το τέλος του πολέμου, αλλά και μετά την άνοδο στην εξουσία του Δημοκρατικού Κόμματος (ΔΚ), δημιουργεί ευνοϊκές συνθήκες για τη μειονότητα. Το φιλελεύθερο κλίμα που επικρατεί οδηγεί σε μια νέα άνθηση της μειονότητας, η οποία θα έχει απτά αποτελέσματα στην εκπαιδευτική, κοινοτική και πολιτισμική οργάνωση της κοινότητας των Ρωμιών.
2. Το Κυπριακό και η αρχή μιας ιστορίας ομηρίας
Ωστόσο, στα μέσα της δεκαετίας του ’50 οι ευνοϊκές αυτές συνθήκες που επέτρεψαν μια σχετική ανάκαμψη της μειονότητας αλλάζουν. Η προσπάθεια της Ελλάδας να φέρει το ζήτημα της Κύπρου στον ΟΗΕ ωθεί την Τουρκία, που μέχρι τότε είχε επιδείξει ελάχιστο ενδιαφέρον για τη Κύπρο, να εμπλακεί στο ζήτημα. Σημαντικό παράγοντα σε αυτή την αιφνίδια στροφή της τουρκικής πολιτικής αποτελεί η ενθάρρυνση της Βρετανίας, η οποία θεωρεί ότι μια πιθανή εμπλοκή της Τουρκίας στο Κυπριακό θα την ευνοούσε. Η Βρετανία προσπαθεί να αναγάγει την ελληνοβρετανική διένεξη σε τριμερές ζήτημα και προκαλεί την εμπλοκή της Τουρκίας.
Με την έναρξη της κυπριακής κρίσης η Άγκυρα φέρνει στο προσκήνιο το μειονοτικό ζήτημα. Ουσιαστικά η Τουρκία, προσπαθώντας να αξιοποιήσει την ευαισθησία της ελληνικής κοινής γνώμης στα θέματα που αφορούν τη ρωμαίικη κοινότητα στην Πόλη, χρησιμοποιεί την κοινότητα και το Οικουμενικό Πατριαρχείο ως ένα «διαπραγματευτικό ατού» ή καλύτερα ως μέσο πίεσης κατά της Ελλάδας. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Άγκυρας, η πίεση στη μειονότητα και το Πατριαρχείο θα καθιστούσε την ελληνική κυβέρνηση πιο ευάλωτη και υποχωρητική. Έτσι εγκαινιάζεται μια περίοδος, που θα διαρκέσει και στις επόμενες δεκαετίες, κατά την οποία η μειονότητα θα παραμείνει όμηρος της διαμάχης για την Κύπρο.
Ταυτόχρονα, η οικονομική άνθηση που παρατηρείται στην Τουρκία μεταξύ 1950-1953 υποχωρεί από το 1954 και μετά. Ο ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης πέφτει από το 13% στο 4% και το έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο το 1955 φτάνει στο σημείο να είναι οκτώ φορές μεγαλύτερο από εκείνο του 1950. Έτσι, παρά τη συντριπτική νίκη του ΔΚ στις εκλογές του 1954, στα αμέσως επόμενα χρόνια το κόμμα αρχίζει να χάνει τους υποστηρικτές του λόγω της επιδείνωσης του βιοτικού επιπέδου. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα η κυβέρνηση να υιοθετήσει μια όλο και περισσότερη αυταρχική πολιτική, η οποία δημιουργεί αντιδράσεις τόσο εκτός, όσο και εντός του ΔΚ. Η κυβέρνηση Μεντερές, εγκλωβισμένη σε οικονομική και πολιτική κρίση, προσπαθεί να στρέψει την προσοχή της τουρκικής κοινής γνώμης στα «εθνικά θέματα», δηλαδή στο Κυπριακό.
Στις 30 Ιουνίου 1955 η κυβέρνηση του Άντονι Ίντεν προσκαλεί την Ελλάδα και την Τουρκία να συμμετάσχουν σε μια συνδιάσκεψη για τα «θέματα ασφαλείας στην ανατολική Μεσόγειο». Η τουρκική κυβέρνηση πρέπει να πείσει τη διεθνή κοινή γνώμη ότι η καθυστερημένη συμμετοχή της στο Κυπριακό δε σημαίνει αδιαφορία. Χρειάζεται να δείξει στον κόσμο ότι η τουρκική κοινή γνώμη παρακολουθεί από κοντά τις εξελίξεις και αγωνιά για τους Κύπριους ομογενείς της. Έτσι, η κυβέρνηση του Μεντερές θα καταβάλει κάθε προσπάθεια ώστε το Κυπριακό να αναχθεί σε «εθνική υπόθεση».
3. Η εθνικιστική καμπάνια
Όταν το Κυπριακό έρχεται στο προσκήνιο της τουρκικής κοινής γνώμης, και ειδικά από το 1955 και μετά, ξεκινάει μια εθνικιστική καμπάνια που στόχο έχει το Πατριαρχείο και τη ρωμαίικη μειονότητα. Ο τουρκικός Τύπος θα παίξει κεντρικό ρόλο στη διαμόρφωση ενός κλίματος στο οποίο η μειονότητα ταυτίζεται με τον «εσωτερικό εχθρό». Μέσω του Τύπου ζητείται από το Πατριαρχείο να περιορίσει τις πολιτικές δραστηριότητες του Μακαρίου και να τιμωρήσει τους ιεράρχες που είχαν αναμειχθεί στο Κυπριακό, ενώ εμφανίζονται και καταγγελίες κατά του Πατριαρχείου, το οποίο δήθεν χρηματοδοτούσε την ΕΟΚΑ, και ζητείται η απομάκρυνσή του από την Τουρκία. Ο σύλλογος «Η Κύπρος είναι τουρκική», ο Τύπος και οι φοιτητικοί σύλλογοι απαιτούσαν από το Πατριαρχείο, από το μειονοτικό Τύπο και γενικά από τη μειονότητα να βεβαιώσουν ότι τάσσονται με την Τουρκία στο Κυπριακό. Την περίοδο αυτή εμφανίζονται άρθρα που συγκρίνουν την κατάσταση των αντίστοιχων μειονοτήτων της Δυτικής Θράκης και της Κωνσταντινούπολης και καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι, ενώ οι Τούρκοι/Μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης καταπιέζονται συστηματικά, οι Ρωμιοί της Πόλης ευημερούν. Το καλοκαίρι του 1955, και όσο πλησιάζει η τριμερής συνδιάσκεψη στο Λονδίνο, ο τουρκικός Τύπος, οι φοιτητικές και άλλες πολιτικές οργανώσεις κλιμακώνουν την επίθεσή τους κατά της μειονότητας. Κρίσιμο ρόλο σε αυτή την καμπάνια παραπληροφόρησης διαδραμάτισε η κυκλοφορία της φήμης ότι οι Ελληνοκύπριοι σχεδίαζαν τη σφαγή των Τουρκοκυπρίων στις 28 Αυγούστου 1955.
Από τα τέλη του Αυγούστου εθνικιστικά και αντιμειονοτικά μικροεπεισόδια λαμβάνουν χώρα σε καθημερινή βάση. Επιπλήττονται Ρωμιοί που μιλούν ελληνικά στα μαζικά μέσα μεταφοράς, προσωπικές αντιδικίες επενδύονται με εθνική χροιά και φτάνουν στα αστυνομικά τμήματα με την καταγγελία της «εξύβρισης του τουρκισμού» από τους Ρωμιούς. Στις 29 Αυγούστου ξεκινάει η τριμερής συνδιάσκεψη στο Λονδίνο, γεγονός που εντείνει την περιρρέουσα νευρικότητα. Παρά λοιπόν την εκ των υστέρων παρουσίαση από τις Αρχές των γεγονότων ως «απρόβλεπτων» επεισοδίων, στις αρχές Σεπτεμβρίου είχε ήδη δημιουργηθεί ένα εκρηκτικό κλίμα.
Σημαντικό ρόλο έπαιξε στην προπαρασκευή αλλά και την εκτέλεση των «Σεπτεμβριανών» ο σύλλογος «Η Κύπρος είναι τουρκική» (Kıbrıs Türktür Cemiyeti – KTC). Το KTC ιδρύθηκε τον Αύγουστο του 1954 με την παρότρυνση των φοιτητικών συλλόγων, με σκοπό την υπεράσπιση της τουρκικής κοινότητας της Κύπρου και την κινητοποίηση του τουρκικού λαού στο Κυπριακό. Ο σύλλογος από την πρώτη στιγμή της ίδρυσής του απολαμβάνει τη στήριξη της κυβέρνησης. Ο Χικμέτ Μπιλ, πρόεδρος του συλλόγου και δημοσιογράφος στην εφημερίδα Hürriyet, προερχόταν από το στενό κύκλο του Μεντερές. Ο σύλλογος χρηματοδοτούνταν σε μεγάλο βαθμό από την κυβέρνηση. Πολλές τοπικές οργανώσεις του KTC είχαν ιδρυθεί και στελεχωθεί από τα μέλη του ΔΚ. Η ταχεία εξάπλωση του KTC στην Πόλη, αλλά και σε όλη τη χώρα, οφειλόταν στο δίκτυο οργάνωσης του ΔΚ. Ο σύλλογος συνεργαζόταν στενά με τις φοιτητικές οργανώσεις και με εργατικά σωματεία. Αυτές οι συνδικαλιστικές οργανώσεις τελούσαν υπό τον αυστηρό έλεγχο και την καθοδήγηση του κράτους και οι ηγεσίες τους είχαν εθνικιστικό προσανατολισμό.
4. Τα γεγονότα
Στις 6 Σεπτεμβρίου 1955 η εφημερίδα İstanbul Ekspres γνωστοποίησε με δύο έκτακτες εκδόσεις της την επίθεση κατά τις απογευματινές ώρες στο σπίτι που είχε γεννηθεί ο Ατατούρκ στη Θεσσαλονίκη.17 Αργά το απόγευμα ξεκινάει μια διαδήλωση στην πλατεία Ταξίμ, η οποία σε λίγο εξελίσσεται σε λεηλασία των καταστημάτων των μη μουσουλμάνων στην οδό Ιστικλάλ στο Πέρα. Μέσα σε λίγη ώρα μεγάλες ομάδες διαδηλωτών επιτίθενται σε καταστήματα, κατοικίες, εκκλησίες, σχολεία και νεκροταφεία σχεδόν σε όλες τις περιοχές της Κωνσταντινούπολης όπου υπήρχαν κοινότητες Ρωμιών.18 Υπολογίζεται ότι στα επεισόδια συμμετείχαν περίπου 100.000 άνθρωποι.
Oι βιαιοπραγίες εκδηλώθηκαν σχεδόν ταυτόχρονα και «ομοιόμορφα», κάτι που δείχνει ότι υπήρχε προσχεδιασμένη στρατηγική. Υπάρχουν ενδείξεις ότι την εκτέλεση των λεηλασιών διεύθυναν άτομα-καθοδηγητές, οι οποίοι ήταν εφοδιασμένοι με καταλόγους των «στόχων». Υπάρχουν επίσης πολλές μαρτυρίες που αποδεικνύουν ότι είχαν μεταφερθεί διαδηλωτές από τα προάστια της Πόλης, αλλά και από την επαρχία. Πολλά στοιχεία επιβεβαιώνουν ότι εκπρόσωποι τοπικών οργανώσεων του ΔΚ ήταν μεταξύ των υποκινητών. Οι τοπικές οργανώσεις του ΔΚ αλλά και εργατικά σωματεία υπήρξαν αποφασιστικοί παράγοντες στην εκτέλεση των βιαιοπραγιών και στη μεταφορά και τροφοδότηση των ταραχοποιών με λοστούς, ρόπαλα, βενζίνη κτλ. Πολλοί μελετητές αποδίδουν το γεγονός ότι ο αριθμός των τραυματισμένων και νεκρών ήταν περιορισμένος –σε σχέση με τις διαστάσεις των γεγονότων– στο ότι οι δράστες είχαν οδηγίες να αποφύγουν σωματικές βλάβες. Οι δυνάμεις ασφαλείας αλλά και οι πυροσβέστες στην πλειονότητά τους δεν ανταποκρίθηκαν στις εκκλήσεις των θυμάτων να επέμβουν και να τους προστατεύσουν. Υπάρχουν πολλές μαρτυρίες που αναφέρουν ότι οι δυνάμεις ασφαλείας παρείχαν βοήθεια στους ταραχοποιούς και συμμετείχαν στα επεισόδια.
Μετά τα επεισόδια κηρύσσεται στρατιωτικός νόμος στην Κωνσταντινούπολη, τη Σμύρνη και την Άγκυρα. Στην Κωνσταντινούπολη ιδρύονται τρία ειδικά στρατιωτικά δικαστήρια. Στις δίκες αυτές η συμμετοχή των μελών του ΔΚ, μελών της κυβέρνησης και της μυστικής αστυνομίας αγνοήθηκε. Αν και κατηγορήθηκε το KTC, αθωώθηκαν στο τέλος και τα μέλη του.
Τα γεγονότα είχαν και ένα σαφέστατο «κοινωνικοταξικό» χαρακτήρα. Πολλοί παρατηρητές έχουν υπογραμμίσει ότι οι δράστες των επεισοδίων προέρχονταν από χαμηλά κοινωνικά στρώματα «ένα πλήθος από τον συρφετό των κατώτατων τάξεων»: «Επεκράτουν τύποι ύποπτοι, ρυπαροί, κακοντυμένοι, ανυπόδητοι, πολλαί φυσιογνωμίαι ξέναι προς τον κανονικόν πληθυσμόν του Πέραν, της πλέον συγχρονισμένης συνοικίας της Ισταμπούλ. Αλήται, Λαζοί, χωρικοί με “γεμενιά” ή τσαρούχια από λάστιχα αυτοκινήτου, Κούρδοι με σαρίκια κ.λπ., όλοι αυτοί είχον προστεθή εις το σύνηθες πλήθος των διαδηλωτών, τους φοιτητάς, τα παιδιά, τους μικροαστούς και τους εργάτας». Ο «κοινωνικός» χαρακτήρας των γεγονότων χρησιμοποιήθηκε από τους κυβερνητικούς κύκλους προκειμένου να διασκεδάσουν κάθε υποψία για δική τους υπαιτιότητα. Ωστόσο η «αντιπλουτοκρατική» διάσταση των γεγονότων, ειδικά σε περιοχές όπως το Πέρα, υπήρξε ως ένα βαθμό αντικειμενικό γεγονός.
Βέβαια τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Παρά το στερεότυπο που συστηματικά καλλιεργεί ο τουρκικός εθνικισμός, αλλά και η ελληνική φιλολογία περί «χαμένων πατρίδων», οι Ρωμιοί δεν ήταν αποκλειστικά αστοί του Πέρα. Για αυτό το λόγο τα Σεπτεμβριανά δεν αποτελούν απλώς μια «ταξική σύγκρουση» μεταξύ του «γκιαβούρ» Πέρα/Κωνσταντινούπολης και της μουσουλμανικής/τουρκικής επαρχίας. Οι δημοσιογραφικές πληροφορίες της εποχής αγνόησαν σε μεγάλο βαθμό τα γεγονότα που έλαβαν μέρος στα προάστια που ζούσαν Ρωμιοί των πτωχότερων λαϊκών τάξεων.
Η κυβέρνηση Μεντερές απέδωσε τα γεγονότα σε κομουνιστική σκευωρία. Στις 7 Σεπτεμβρίου η αστυνομία συνέλαβε 48 άτομα γνωστά στις αρχές ως κομουνιστές. Η θεωρία όμως περί κομουνιστικής σκευωρίας –ιδιαίτερα κοινότοπη στη διάρκεια της Ψυχροπολεμικής περιόδου– ήταν ελάχιστα πειστική, ακόμα και σε ξένους παρατηρητές. Τα γεγονότα είχαν καθαρά εθνικιστικό χαρακτήρα και η εμπλοκή του αντικομουνιστικού εθνικόφρονα χώρου σε αυτά ήταν οφθαλμοφανής. Έτσι, στα τέλη Δεκεμβρίου αφέθηκαν ελεύθεροι οι «κομουνιστές» χωρίς καμία εξήγηση.
5. Αποτελέσματα
Η κυβέρνηση χρησιμοποίησε τα επεισόδια ως πρόσχημα για να εντείνει τους περιορισμούς έναντι της όποιας αντιπολίτευσης και του Τύπου. Έτσι η κυβέρνηση απόκτησε την ευχέρεια να ακολουθήσει μια τακτική απόκρυψης στοιχείων που θα την ενοχοποιούσαν και επέβαλε το στρατιωτικό νόμο και την απαγόρευση του ελεύθερου λόγου σε μια προσπάθεια να αποποιηθεί των δικών της ευθυνών και να τις μεταθέσει σε άλλους.
Μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα της 27ης Μαΐου 1960 τα επεισόδια αποτέλεσαν αντικείμενο ξεχωριστής δίκης, μεταξύ των δικών της κυβέρνησης Μεντερές στο νησί Πλατή (Yassıada). Τελικά για τα Σεπτεμβριανά καταδικάστηκαν ο Μπαγιάρ, ο Μεντερές και ο υπουργός Εξωτερικών Ζορλού.32
Όσον αφορά τη δημογραφία των Ρωμιών, η σχέση των Σεπτεμβριανών με τη δημογραφική συρρίκνωση της κοινότητας, παρά την αντίθετη άποψη, δεν ήταν σημαντική. Δημογραφικά στοιχεία δείχνουν ότι οι Ρωμιοί δεν εγκαταλείπουν σε μαζικό επίπεδο την Κωνσταντινούπολη μετά τα Σεπτεμβριανά.33 Δεν έχουμε ακόμα δηλαδή το φαινόμενο της μαζικής εξόδου που θα έχουμε από τις απελάσεις του 1964 και μετά. Αυτό ωστόσο που παρατηρούμε μετά τα Σεπτεμβριανά είναι μια εσωτερική μετακίνηση του πληθυσμού από απομακρυσμένες συνοικίες προς το κέντρο, για λόγους ασφάλειας, κάτι που προκάλεσε την ερήμωση πολλών κοινοτήτων. Ουσιώδη ρόλο στην περιορισμένη μετανάστευση έπαιξε η στάση του Πατριαρχείου, του ελληνόφωνου Τύπου αλλά και του προξενείου, που προσπάθησαν να εμποδίσουν τη μετανάστευση των Ρωμιών.
Για μεγάλο μέρος των Ρωμιών τα γεγονότα αυτά ήταν η οριστική απόδειξη ότι δε θα γίνονταν αποδεκτοί ως ισότιμοι Τούρκοι πολίτες και ότι ανεξάρτητα από την κυβέρνηση θα ήταν για πάντα έκθετοι σε διακρίσεις.
6. Ερμηνείες
Επικρατεί πια σχεδόν ομοφωνία στο ότι τα γεγονότα ξεκίνησαν με πρωτοβουλία της κυβέρνησης και οργανώθηκαν σε συνεργασία με τη μυστική αστυνομία, ενώ χρησιμοποιήθηκαν και ο κομματικός μηχανισμός του ΔΚ, εργατικά σωματεία, φοιτητικοί σύλλογοι και η KTC.
Στην προσπάθεια ερμηνείας των γεγονότων επικρατούν συχνά ουσιοκρατικές αντιλήψεις που αποδίδουν καθοριστικό ρόλο σε παράγοντες όπως η «ψυχή» ή η «ψυχοσύνθεση» του τουρκικού λαού. Υιοθετώντας μια ουσιοκρατική ή και οριενταλιστική οπτική τα Σεπτεμβριανά αποδίδονται, από σύγχρονες με τα γεγονότα μαρτυρίες, αλλά και από ένα τμήμα της σύγχρονης ιστοριογραφίας, στην εσωτερίκευση του ισλάμ στην τουρκική εθνική ταυτότητα ή στο πολιτισμικό χάσμα μεταξύ Τούρκων και Ελλήνων.
Με αφορμή τα Σεπτεμβριανά, πολλά από τα παλαιότερα στερεότυπα σχετικά με την Τουρκία επανεμφανίζονται. Στους δυτικούς διπλωματικούς κύκλους αμέσως εκφράζονται φόβοι ότι η Τουρκία, παρά τον εκσυγχρονισμό της και τη συμμετοχή της στη δυτική συμμαχία, στην πραγματικότητα δε διαφέρει από τις υπόλοιπες χώρες που κατατάσσονται στην «Ανατολή». Αρχίζουν λοιπόν να εκφράζονται αμφιβολίες για το κατά πόσο η Τουρκία έχει πραγματικά εκκοσμικευτεί και εκσυγχρονιστεί. Τα επεισόδια στρέφονται εναντίον των μη μουσουλμανικών μειονοτήτων αλλά και των ξένων, και άρα κυρίως εναντίον του διεθνούς εμπορίου, οπότε γενικά ερμηνεύονται ως «αντιδυτικά». Έτσι, για πολλούς παρατηρητές τα Σεπτεμβριανά εκφράζουν τη βαρβαρότητα και μια διάθεση καταστροφής που θεωρείται ότι προσιδιάζουν στο Ισλάμ και στην «Ανατολή». Τα σχόλια δυτικών παρατηρητών είναι ξεκάθαρα: τα Σεπτεμβριανά παρουσιάζουν όλα τα χαρακτηριστικά που προσιδιάζουν στην «Ανατολή» και όχι στη «Δύση».
Τελευταία υπάρχει και μια προσπάθεια να αποσυνδεθούν τα Σεπτεμβριανά από το πλαίσιο των ελληνοτουρκικών σχέσεων και του Κυπριακού και να υπογραμμισθούν οι ενδογενείς παράγοντες που οδηγούν στα επεισόδια. Η σημαντικότερη εκπρόσωπος αυτής της θέσης είναι η Γκιουβέν, σύμφωνα με την οποία υπάρχει μια σαφής «συνέχεια» στις πολιτικές τουρκοποίησης από τις αρχές του 20ού αιώνα μέχρι τα Σεπτεμβριανά αλλά και μετέπειτα: «Οι προσπάθειες της δευτερογενούς βιβλιογραφίας να εξηγήσει τη διοργάνωση των “επεισοδίων του Σεπτεμβρίου” κυρίως με βάση το Κυπριακό πρέπει να αξιολογηθούν ως ανεπαρκείς. Πολλώ μάλλον που η πολιτική συγκυρία του Κυπριακού ήταν μια ευκαιρία για να συνεχιστεί ο διωγμός κατά των μη Μουσουλμάνων που είχε αρχίσει στη δεκαετία του ’20.»38 Αν και σαφώς δεν παρουσιάζει τα ελαττώματα της προηγούμενης ουσιοκρατικής ερμηνείας και βοηθάει να εντάξουμε τα επεισόδια αυτά στην «παράδοση» του τουρκικού εθνικισμού, η θέση αυτή ενέχει τον κίνδυνο απώλειας της ιστορικότητας των γεγονότων. Χαράσσοντας μια ευθεία γραμμή συνέχειας από τους Νεότουρκους μέχρι το ΔΚ, συσκοτίζει τελικά την κάθε ιδιαίτερη ιστορική συγκυρία που αποτελεί μια συμπύκνωση πολλαπλών και διάφορων αντιθέσεων ανάγοντάς τη σε μια πολιτική στρατηγική ή μια ατζέντα που έχει διαμορφωθεί πριν από 50 τουλάχιστον χρόνια.
Οφείλουμε λοιπόν να τονίσουμε ότι όλες οι οξύνσεις στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και τα αντιμειονοτικά μέτρα στην Τουρκία στην περίοδο 1954-1974 συνδέονται με το Κυπριακό. Για παράδειγμα, υπήρχε άμεση σχέση του Κυπριακού με τις απελάσεις του 1964. Αυτό οδηγεί την τουρκική κυβέρνηση από τη δεκαετία του ’50 να χρησιμοποιεί τη ρωμαίικη μειονότητα ως αντικείμενο διαπραγμάτευσης. Οι αντιμειονοτικές συμπεριφορές σίγουρα εκφράζονται στο πλαίσιο της «παράδοσης» του τουρκικού εθνικισμού και επικαιροποιούν παλαιές στρατηγικές, αλλά μετά το 1954 κυρίως χρησιμοποιούνται εκβιαστικά κατά της Ελλάδας στο πλαίσιο αντιπαράθεσης για το Κυπριακό.