
Πάρης Βορεόπουλος
ΠΙΚΑΣΟ (1881 – 1973)
Το όνομά του έχει ταυτισθεί με τη ζωγραφική. Η δημιουργική του μανία άφησε τεράστιο έργο που ανανεώθηκε πολλές φορές υφολογικά. Χωρίς τον Πικάσο η ευρωπαϊκή ζωγραφική δε θα είχε αυτή την εξέλιξη.
Ο Πάμπλο Πικάσο ήταν Ισπανός ζωγράφος, χαράκτης, γλύπτης, ποιητής, σκηνογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Υπήρξε ένας από τους κυριότερους Ισπανούς εκπροσώπους της τέχνης του 20ού αιώνα, συνιδρυτής μαζί με τον Ζωρζ Μπρακ, του κυβισμού και με σημαντική συνεισφορά στη διαμόρφωση και εξέλιξη της μοντέρνας και σύγχρονης τέχνης.
Γεννήθηκε στη Μάλαγα της Ισπανίας, όπου πέρασε τα δέκα πρώτα χρόνια της ζωής του. Τα πρώτα μαθήματα ζωγραφικής τα έλαβε από τον πατέρα του, ο οποίος δίδασκε σε διάφορες ακαδημαϊκές σχολές. Ο ίδιος ο Πικάσο ξεκίνησε να ζωγραφίζει σε πολύ μικρή ηλικία και έδειξε από νωρίς δείγματα του ταλέντου του. Το 1891 η οικογένειά του μετακόμισε στη Λα Κορούνια, όπου έζησε για τα επόμενα τέσσερα χρόνια, σπουδάζοντας στην τοπική σχολή Καλών Τεχνών. Το 1895 η οικογένεια εγκαταστάθηκε στη Βαρκελώνη και ο Πάμπλο έγινε δεκτός στην τοπική Ακαδημία Καλών Τεχνών όπου είχε προσληφθεί ο πατέρας του ως καθηγητής του σχεδίου. Ήλπιζαν ότι ο γιος τους θα σημείωνε επιτυχία ως ακαδημαϊκός ζωγράφος και το 1897 η μελλοντική φήμη του στην Ισπανία φαινόταν εξασφαλισμένη. Τον ίδιο χρόνο το έργο του Επιστήμη και συμπόνια, όπου για το πρόσωπο του γιατρού είχε ποζάρει ο πατέρας του, διακρίθηκε στην Έκθεση Καλών Τεχνών της Μαδρίτης. Το 1897 ο Πάμπλο έφυγε για τη Μαδρίτη και έγινε δεκτός στη βασιλική ακαδημία του Σαν Φερνάντο. Η διδασκαλία εκεί ήταν χωρίς νόημα, γι’ αυτό περνούσε όλο και περισσότερο τον καιρό του αποτυπώνοντας τη ζωή γύρω του, στα καφενεία, στους δρόμους, στα πορνεία και στο Πράδο, όπου ανακάλυψε την ισπανική ζωγραφική. Το 1904, σε ηλικία 23 ετών, εγκαταστάθηκε στο Παρίσι και συγκεκριμένα στη Μονμάρτρη, που αποτελούσε σημαντικό κέντρο της καλλιτεχνικής ζωής.
Λόγω της ποικιλομορφίας αλλά και της χρονικής έκτασης που παρουσιάζει το έργο του Πικάσο, χωρίζεται συνήθως σε διαφορετικές περιόδους. Ο κυριότερες από αυτές είναι:
• Μπλε ή Γαλάζια περίοδος (1901-1904): οι πίνακες, αυτής της περιόδου, χαρακτηρίζονται από το μπλε χρώμα ή αποχρώσεις του και συμβολίζουν μία συναισθηματικά φορτισμένη περίοδο της ζωής του καλλιτέχνη. Μερικά από τα πιο γνωστά έργα του ανήκουν σε αυτή, απεικονίζοντας ακροβάτες, αρλεκίνους, πόρνες, επαίτες και καλλιτέχνες. Η μπλε περίοδος περιλαμβάνει πίνακες που ολοκληρώθηκαν κυρίως στο Παρίσι αλλά είναι περισσότερο επηρεασμένοι από την ισπανική ζωγραφική.

• Ροζ ή Ρόδινη περίοδος (1905-1907): Στους πίνακες αυτής της περιόδου, κυριαρχούν τα κεραμικά χρώματα και οι γήινοι τόνοι, ενώ συχνά χαρακτηρίζονται ως περισσότερο λυρικοί και εύθυμοι. Θεωρείται η περίοδος κατά την οποία επηρεάστηκε περισσότερο από τη γαλλική ζωγραφική.
• Αναλυτικός κυβισμός (1907-1912): είναι η τεχνοτροπία που ανέπτυξε ο ίδιος ο Πικάσο μαζί με τον Μπρακ και ένας από τους δύο βασικούς τομείς του ρεύματος του κυβισμού.
• Συνθετικός κυβισμός (1912-1915): η περίοδος κατά την οποία ο Πικάσο και ο Μπρακ εξέλιξαν την κυβιστική οπτική, χρησιμοποιώντας την τεχνική του κολάζ.
Οι επόμενες περίοδοι στο έργο του Πικάσο περιλαμβάνουν μια στροφή του σε περισσότερο κλασικές μορφές και ένα μεσογειακό πνεύμα (1916-1924), την αλληλεπίδρασή του με το υπερρεαλιστικό κίνημα στα μέσα της δεκαετίας του 1920, την ενασχόλησή του με τη γλυπτική, από τα τέλη της δεκαετίας του ’20, καθώς και το έργο που πραγματοποίησε μετά το Β’ Παγκόσμιο πόλεμο.
Το διασημότερο ίσως έργο του Πικάσο είναι η Γκερνίκα ή Γκουέρνικα, η απεικόνιση του γερμανικού βομβαρδισμού της πόλης της Ισπανίας Guernica. Αυτός ο μεγάλος καμβάς περιγράφει τις καταστροφές του πολέμου. Η Γκερνίκα έμεινε κρεμασμένη στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης για πολλά χρόνια και ο Πικάσο είχε δηλώσει πως δε θα επέστρεφε στην Ισπανία προτού αποκατασταθεί πλήρως η δημοκρατία. Το 1981 η Γκερνίκα επιστράφηκε στην Ισπανία και εκτέθηκε αρχικά στο Casón del Buen Retiro και κατόπιν στο Μουσείο ντελ Πράδο. Το 1992 ο πίνακας μεταφέρθηκε στην οριστική του θέση στο Εθνικό Μουσείο Τέχνης Βασίλισσα Σοφία στη Μαδρίτη, του οποίου έγινε το διασημότερο και σπουδαιότερο έκθεμα. Απέδωσε σύνθετες σκηνές ως απλές γεωμετρικές μορφές στα έργα του Κυβισμού, αλλά δημιούργησε επίσης και μεγαλοπρεπή ρεαλιστικά πορτραίτα. Το 1966 φιλοξενήθηκε στο Γκραν Παλέ και στο Πετί Παλέ στο Παρίσι μεγάλη έκθεση του 85χρονου τότε Πικάσο, με περισσότερα από 1.000 έργα. Τα ρεπορτάζ της εποχής εκτιμούσαν ότι επρόκειτο για «τη μεγαλύτερη αναδρομική έκθεση που έχει ποτέ οργανωθεί για ζώντα καλλιτέχνη». Οι επισκέπτες σχημάτισαν τεράστιες ουρές για να περιπλανηθούν στον εκθεσιακό χώρο από πίνακες, γλυπτά, κεραμικά, σχέδια και γκραβούρες του μεγάλου καλλιτέχνη. Έκθεση που συμπύκνωνε μια πλούσια ζωή: 60 χρόνια δουλειάς, 7 επαναστάσεις, 7 γυναίκες, μισό χιλιόμετρο ζωγραφικής, δεκάδες γλυπτά κ.ά. Ιδιαίτερα παραγωγικός, «ζωγραφίζει όπως αναπνέει» υποστήριζαν, κρατούσε διαρκώς ένα χαρτί κι ένα μολύβι στο χέρι, δημιουργώντας σχέδια, το καθένα από τα οποία στοιχίζει πλέον μία περιουσία.

Ανάμεσα στα έργα που εκτέθηκαν στο Παρίσι έως τις 12 Φεβρουαρίου του 1966 και παρουσίασαν την πορεία του Πικάσο στις εικαστικές τέχνες, περιλαμβάνονταν και ορισμένα που αποτέλεσαν σταθμό στην καριέρα του, όπως Οι δεσποινίδες της Αβινιόν (1907), που έφερε επανάσταση στη σύγχρονη ζωγραφική και θεωρήθηκε προμήνυμα του κυβισμού: «Άλλοτε ένας πίνακας ήταν ένα σύνολο από προσθέσεις. Εγώ θέλησα να δώσω ένα σύνολο από αφαιρέσεις», είπε ο Πικάσο. Ακόμη: Οι μουσικοί με τις μάσκες (1921), Ο ακροβάτης (1930), Κοπέλα μπροστά σε καθρέφτη (1932) κ.α. Η Γκερνίκα δε βρισκόταν ανάμεσά τους, γιατί είχε ήδη εκτεθεί στο Παρίσι, στο Μουσείο Διακοσμητικών Τεχνών το 1955. Τα γενέθλια του ζωγράφου γιορτάστηκαν σε όλη τη Δύση με αφιερώματα και εκδηλώσεις. Ο ίδιος παρέμενε ανήσυχος και δημιουργικός, σκεπτόμενος διαρκώς το μέλλον. Πέθανε σε ηλικία 92 ετών.
Διάφορα έργα ζωγραφικής του Πικάσο συγκαταλέγονται ανάμεσα στα πιο ακριβά έργα τέχνης στον κόσμο. Στις 4 Μαΐου 2004 ο πίνακας Garçon à la pipe πωλήθηκε έναντι 104 εκατομμυρίων δολαρίων σε δημοπρασία του οίκου Σόθμπι (Sotheby’s).
O Πικάσο είχε πολυτάραχη προσωπική ζωή με διάφορες γυναίκες, που τον ενέπνευσαν και τον οδήγησαν σε δημιουργικές εξάρσεις.

«Γκουέρνικα»
Είναι αναμφίβολα ένας από τους πλέον εμβληματικούς πίνακες του 20ου αιώνα, από τα διασημότερα έργα, μια μεγάλων διαστάσεων ελαιογραφία του 1937 του μεγάλου ζωγράφου Πάμπλο Πικάσο, ένα από τα γνωστότερα παγκοσμίως έργα του και θεωρείται από πολλούς κριτικούς τέχνης ως το πιο δυνατό έργο ζωγραφικής με αντιπολεμικό μήνυμα στην ιστορία.
Περιγράφει την απανθρωπιά, τη βιαιότητα, την απόγνωση και τις καταστροφές του πολέμου. Οι κυρίαρχες μορφές του έργου είναι ένας ταύρος και ένα πληγωμένο άλογο με διαμελισμένα κορμιά και τέσσερις γυναίκες που ουρλιάζουν κρατώντας νεκρά μωρά. Θραύσματα πραγμάτων και μορφών μένουν για να μιλήσουν για το απερίγραπτο έγκλημα. Ο Picasso δεν απεικόνισε ήρωες, μόνο αδύναμα θύματα. Στο έργο του, αρχικά, πειραματίστηκε με χρώμα, αλλά τελικά κατέληξε στο άσπρο-μαύρο και αποχρώσεις του γκρι, καθώς θεώρησε ότι έτσι δίνει μεγαλύτερη ένταση στο θέμα.
Ο πίνακας δημιουργήθηκε το 1937 στο Παρίσι. Με το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, το έργο φυγαδεύτηκε στις ΗΠΑ, για να αποφευχθεί η καταστροφή του. Έμεινε στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης για πολλά χρόνια και ο Πικάσο είχε δηλώσει πως δε θα επέστρεφε στην Ισπανία προτού αποκατασταθεί πλήρως η δημοκρατία. Το 1981 επιστράφηκε στην Ισπανία και εκτέθηκε αρχικά στο Casón del Buen Retiro και κατόπιν στο Μουσείο ντελ Πράδο. Το 1992 ο πίνακας μεταφέρθηκε στη σημερινή του θέση στο Εθνικό Μουσείο Τέχνης Βασίλισσα Σοφία στη Μαδρίτη, του οποίου έγινε το διασημότερο και σπουδαιότερο έκθεμα.
Η «Γκουέρνικα» αναπαριστά τον βομβαρδισμό μιας μικρής πόλης στη Χώρα των Βάσκων, στα βόρεια της Ισπανίας, στις 26 Απριλίου 1937, από τα γερμανικά και ιταλικά αεροπλάνα, τα οποία στήριζαν το πραξικόπημα του στρατηγού Φράνκο, κατά τη διάρκεια του ισπανικού εμφυλίου πολέμου (1936-1939). Ο βομβαρδισμός, εναντίον του άμαχου πληθυσμού, είχε προκαλέσει τον θάνατο εκατοντάδων ανθρώπων και είχε σοκάρει τον πλανήτη.
Καθώς πλησίαζε η παγκόσμια έκθεση του 1937, μέλη της ισπανικής δημοκρατικής κυβέρνησης ήθελαν το περίπτερο της Ισπανίας στη Διεθνή Έκθεση του Παρισιού που ήταν αφιερωμένο στην Τέχνη και την Τεχνολογία, να φιλοξενεί έναν πίνακα που θα εξέθετε τις θηριωδίες του αρχιστράτηγου Φράνκο και των συμμάχων του. Έτσι στράφηκαν σε έναν από τους πιο διάσημους Ισπανούς ζωγράφους, τον Πάμπλο Πικάσο που είχε ήδη τύχει αναγνώρισης από τη δεκαετία του 1910 για την κυβιστική του καλλιτεχνική έκφραση. Ο Πικάσο φιλοτέχνησε τον πίνακα για την έκθεση του Παρισιού, καθώς ζούσε στη Γαλλία από το 1904, από όπου και εξέφραζε τη διαφωνία του με το απολυταρχικό στρατιωτικό καθεστώς της χώρας του. Ο ζωγράφος δημιούργησε τη Γκουέρνικα παρότι βρισκόταν μακριά από την Ισπανία από το 1934, ενώ και μετά δεν επέστρεψε ποτέ στη χώρα του.
Αποφθέγματα του Πικάσο:
«Ο κόσμος σήμερα είναι τελείως ακατανόητος, γιατί λοιπόν εγώ πρέπει να ζωγραφίζω πίνακες που να είναι κατανοητοί;»
«Ο καλλιτέχνης είναι αποδέκτης συναισθημάτων που προέρχονται από οπουδήποτε: από τον ουρανό, τη γη, από ένα κομμάτι χαρτί, από μια μορφή, από έναν ιστό αράχνης».
Ως συγγραφέας, ο Πικάσο έγραψε εκτός από τα δύο θεατρικά του έργα, πολλά ποιήματα, κομμάτια πρόζας και σημειώματα περί ζωγραφικής, ζωής και πολιτικής.

Θεατρικά έργα:
«Le Désir attrapé par la queue» – «Η Επιθυμία που πιάνεται από την ουρά» είναι ένα σουρεαλιστικό θεατρικό έργο που καταγράφει την καθημερινότητα στο Παρίσι του Β’ Παγκοσμίου πολέμου. Γράφτηκε το 1941, την εποχή της γερμανικής Κατοχής. Θεωρήθηκε ως μία πράξη αντίστασης, προετοιμάζοντας την εμφάνιση του Θεάτρου του Παραλόγου. Παρουσιάστηκε στο κοινό για πρώτη φορά το Μάρτιο του 1944 σε σκηνοθεσία Αλμπέρ Καμύ, με την Σιμόν ντε Μποβουάρ, τον Ζαν-Πολ Σαρτρ, την Βαλεντίν Ουγκό και τον ίδιο τον Πικάσο στους πρωταγωνιστικούς ρόλους.
«Les Quatre Petites Filles» – «Τα τέσσερα κοριτσάκια» είναι ένα θεατρικό έργο που γράφηκε το 1948. Συμπυκνώνει με μοναδικό τρόπο τις αισθητικές αλλά και ιδεολογικές αναζητήσεις του μεγάλου ζωγράφου. Η ποίηση αναμετριέται με την πεζότητα του καθημερινού λόγου και η λογική των λέξεων επιστρατεύεται για να αναδειχθεί ο παραλογισμός του συμβατικού τρόπου ζωής, ενός κόσμου που έχασε τον παιδικό του Παράδεισο.

ΠΑΡΗΣ ΒΟΡΕΟΠΟΥΛΟΣ
Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Φοίτησε στο Κολλέγιο De La Salle. Είναι πτυχιούχος Γαλλικής Φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Παράλληλα με τις πανεπιστημιακές του σπουδές, παρακολούθησε μαθήματα θεάτρου στη δραματική σχολή Κυριαζή Χαρατσάρη.
Υπηρέτησε ως καθηγητής της γαλλικής γλώσσας και ως διευθυντής επί σειρά ετών στη Δημόσια Μέση Εκπαίδευση συμβάλλοντας στον παιδαγωγικό ανασχηματισμό των σχολικών χώρων και στην αναβάθμιση των συνθηκών εκπαίδευσης. Στις πρωτοβουλίες του για τη δημιουργία ενός πρότυπου σχολείου εντάσσονται: μοναδικές παρουσιάσεις ανθρώπων της επιστήμης, του πνεύματος, του πολιτισμού, της πολιτικής και του αθλητισμού, η δημιουργία γκαλερί- πινακοθήκης με έργα Ελλήνων και ξένων ζωγράφων, η τοποθέτηση ηχητικών εγκαταστάσεων για την παροχή αξιόλογων μουσικών ακροάσεων στα διαλείμματα, θεατρικά εργαστήρια με ετήσια παρουσίαση παραστάσεων, εργαστήρια δημοσιογραφίας με έκδοση μαθητικών εντύπων, καθώς και περιβαλλοντικά, χορωδίας, ζωγραφικής, λογοτεχνίας και αθλητισμού. Κατά τη διάρκεια της θητείας του στη Δευτεροβάθμια Δημόσια Εκπαίδευση υπήρξε για δεκαπέντε έτη βαθμολογητής, αναβαθμολογητής και προϊστάμενος βαθμολόγησης, στο βαθμολογικό κέντρο ειδικών μαθημάτων του Υπουργείου Παιδείας, για τους υποψήφιους φοιτητές της Γαλλικής Φιλολογίας στα Α.Ε.Ι., καθώς επίσης και για πέντε έτη πρόεδρος σε εξεταστικά κέντρα του Υπουργείου Παιδείας για τις εξετάσεις στο Κρατικό Πτυχίο Γλωσσομάθειας.
Ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία, την ποίηση, το θέατρο, την κριτική, τη μετάφραση, κ.ά. Στα έργα του περιλαμβάνονται: το μονόπρακτο θεατρικό έργο «Το Αιώνιο Παιχνίδι» που παρουσιάστηκε στο Δημοτικό Θέατρο Συκεών και στο Καραπάντσειο Πολιτιστικό Κέντρο Αμπελοκήπων από το Θεατρικό Εργαστήρι Θέσπις σε σκηνοθεσία Γιώργου Κιουρτσίδη, η «Ανθολογία Γαλλικής Ποίησης Δέκα Γάλλων Ποιητών» με μεταφράσεις ποιημάτων και παρουσίαση ποιητών και λογοτεχνικών Σχολών, η μετάφραση των κριτικών μελετών αισθητικής του Γκυ ντε Μωπασσάν «Τι είναι μυθιστόρημα καθώς και Περί τέχνης: Ζωγραφική – Γλυπτική», οι ποιητικές συλλογές «Ποιητικές Διαδρομές» και «Οδοιπορικό Ζωής», η κριτική μελέτη «Η ζωή και το έργο του Αλμπέρ Καμύ», η επιστημονική μελέτη «Η Παιδεία στην Καππαδοκία από την αρχαιότητα ως την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1924», η συλλογή διηγημάτων «Ταξιδεύοντας στο Χρόνο», το δοκίμιο «Δύο Λογοτεχνικά Μανιφέστα – Μπρετόν και Σαρτρ», το δοκίμιο «Η Μικρά Ασία μέσα από την ελληνική λογοτεχνία», η μελοποιημένη ποιητική συλλογή «Τραγούδια του Δημήτρη Θέμελη για φωνή και πιάνο σε ποίηση Πάρη Βορεόπουλου», με τη Χριστίνα Σιδηροπούλου, μουσικολόγο, πιανίστα, το δοκίμιο «Το Θέατρο του Παραλόγου – Ευρωπαίοι και Έλληνες θεατρικοί συγγραφείς», το δοκίμιο «Η Γαλλική Ποίηση σε Πρόζα» – Παρουσίαση – Μετάφραση – Σχόλια, Γάλλων ποιητών, την ιστορική μελέτη «Βυζάντιο – Βυζαντινές Εκκλησίες και Μνημεία της Θεσσαλονίκης», τη μονογραφία, «Η Μαλακοπή της Καππαδοκίας», σελ. 315-330, «1922-2022 – 100 Χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή», ΚΕ.ΜΙ.ΠΟ. Δήμος Ν. Ιωνίας, Αθήνα, το μονόπρακτο θεατρικό έργο «Παραλογισμοί…», που παρουσιάστηκε στο Θεατρικό Εργαστήρι Θέσπις του Δήμου Νεάπολης-Συκεών σε θεατρική διασκευή και σκηνοθεσία του Γιώργου Κιουρτσίδη.
Δημοσίευσε άρθρα εκπαιδευτικού και παιδαγωγικού περιεχομένου, μεθοδολογίας, πολιτισμού, τέχνης και λογοτεχνίας σε εφημερίδες και περιοδικά και συμμετείχε σε συνέδρια, ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές εκπομπές.
Ποιητικά του κείμενα μελοποίησε ο μουσουργός, καθηγητής Δημήτρης Θέμελης.
Συμπεριλαμβάνεται στη Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Χάρη Πάτση, στην Εγκυκλοπαίδεια Γραμμάτων και Τεχνών της Αμφικτυονίας Ελληνισμού και στο Λεύκωμα της Ένωσης Λογοτεχνών Βορείου Ελλάδος.
Το 2010 έλαβε Εύφημη Μνεία από τη Δημοτική Επιτροπή Παιδείας του Δήμου Συκεών: α) για τη δημοσίευση του βιβλίου «Ανθολογία Γαλλικής Ποίησης Δέκα Γάλλων Ποιητών», β) για την έκδοση της μαθητικής εφημερίδας «Μαθητικά Κάστρα» του 4ου Γυμνασίου Συκεών με υπεύθυνο τον Διευθυντή Πάρη Βορεόπουλο, γ) για την παράσταση του θεατρικού έργου «Πλούτος» του Αριστοφάνη από τους μαθητές του 4ου Γυμνασίου Συκεών με υπεύθυνο τον Διευθυντή Πάρη Βορεόπουλο, στο πλαίσιο της Θεατρικής Παιδείας 2008-2009 του Δήμου Συκεών.
Βραβεύτηκε στον Παγκόσμιο Ποιητικό Διαγωνισμό της Αμφικτυονίας Ελληνισμού για το ποίημα «Ο Καλλιτέχνης», το 2014, και για το ποίημα «Τόπος του ήλιου και του έρωτα», το 2016.
Έλαβε τιμητικές διακρίσεις για τη συμβολή του στην ελληνική λογοτεχνία από την Ένωση Λογοτεχνών Βορείου Ελλάδος, το 2014 και το 2019, ενώ για την προσφορά του στον πολιτισμό, στην τέχνη και στην παιδεία, από την Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας το 2016, από το Σύλλογο Ζωγράφων Θεσσαλονίκης και Β.Ε. και από τον Δήμο Αμπελοκήπων-Μενεμένης το 2017.
Το 2023 τιμήθηκε με το Χρυσό Σταυρό της Ιεράς Μητροπόλεως Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως καθώς επίσης έλαβε πιστοποιητικό τιμητικής διάκρισης για τη συμβολή του στη συλλογή ιστορικών κειμηλίων και την πολύπλευρη συμπαράσταση προς τα εκδοτικά δρώμενα τού Εκπαιδευτικού και Πολιτιστικού Ιδρύματος του Μουσείου Προσφυγικού Ελληνισμού της Ιεράς Μητροπόλεως Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως από τον Σεβασμιότατο Μητροπολίτη Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως κ.κ. Βαρνάβα.
Είναι μέλος της Ένωσης Λογοτεχνών Β.Ε., του Συλλόγου Αποφοίτων της Φιλοσοφικής Σχολής του Α.Π.Θ. “Φιλόλογος”, της Αμφικτυονίας Ελληνισμού, καθώς επίσης και Έφορος Δημοσίων Σχέσεων της Εταιρείας Συγγραφέων Β.Ε.
Με ενδιαφέρον για τη γνωριμία του πολιτισμού άλλων λαών, ταξίδεψε σε διάφορες χώρες της Ευρώπης, της Ασίας και της Αφρικής.


