Η τάση που στη Θεσσαλονίκη ξεκίνησε από τη δεκαετία του 1990 -ως αποτέλεσμα του ανοίγματος και της φιλελευθεροποίησης της ελληνικής οικονομίας- συνεχίζεται, με τον «θάνατο» του Θεσσαλονικού εμποράκου να είναι αργός, βασανιστικός και οεπώδυνος.
ΓΡΑΦΕΙ Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΗΤΡΑΚΗΣ
Πέρα από την παραδοσιακή, σχεδόν εθιμική, νοοτροπία των Ελλήνων εμπόρων να υποβαθμίζουν τις επιδόσεις της αγοράς, ώστε να μην τους πιάνει… το κακό μάτι, υπάρχει και η σκληρή πραγματικότητα. Αυτή που καταγράφεται στις έρευνες των Εμπορικών Συλλόγων της χώρας για την κίνηση στα εμπορικά καταστήματα μετά από κάθε ειδική περίοδο, όπως είναι τα Χριστούγεννα και οι εκπτώσεις. Χθες ο Εμπορικός Σύλλογος Θεσσαλονίκης ανακοίνωσε τα αποτελέσματα της έρευνάς του για τις θερινές εκπτώσεις του 2025, σύμφωνα με τα οποία το 80,8% των μελών του -περί τα 8 στα 10 μεμονωμένα εμπορικά καταστήματα στα όρια του δήμου Θεσσαλονίκης- κατέγραψαν μειωμένες πωλήσεις, έναντι της αντίστοιχης περσινής περιόδου. Έτσι συνεχίζεται η σειρά των αρνητικών επιδόσεων, που επί δύο με τρεις δεκαετίες καταγράφουν τα εμπορικά μαγαζιά της Θεσσαλονίκης. Και μάλιστα οι επιδόσεις αυτές επιδεινώνονται διαρκώς, δημιουργώντας στην αγορά ένα ζοφερό τοπίο.
Μόνο που στην οικονομία και τις επιχειρήσεις για όλα υπάρχουν εξηγήσεις. Σε πολλές περιπτώσεις υπάρχουν και λύσεις στα σοβαρά προβλήματα που καταγράφονται, οι οποίες, όμως, για να δώσουν διέξοδο απαιτούν γρήγορα αντανακλαστικά, ρεαλισμό, δυναμισμό, θάρρος και συχνά νέα ματιά στην κατάσταση. Διότι η διαρκής εδώ και δεκαετίες μείωση των πωλήσεων στα εμπορικά καταστήματα της Θεσσαλονίκης, ακόμη και αν η καταγραφή που γίνεται μέσω των δηλώσεων των ίδιων των εμπόρων και εμπεριέχει υπερβολές, συνιστά μια πραγματικότητα, που έχει ένα χειροπιαστό αποτέλεσμα. Τη συρρίκνωση του μεριδίου αγοράς των μεμονωμένων -συνήθως μικρών- καταστημάτων, υπέρ των πολυκαταστημάτων, των εγχώριων και ξένων αλυσίδων και των εμπορικών κέντρων. Η τάση που στη Θεσσαλονίκη ξεκίνησε από τη δεκαετία του 1990 -ως αποτέλεσμα του ανοίγματος και της φιλελευθεροποίησης της ελληνικής οικονομίας- συνεχίζεται, με τον «θάνατο» του Θεσσαλονικού εμποράκου να είναι αργός, βασανιστικός, επώδυνος και -δυστυχώς- οριστικός. Γι’ αυτό η εικόνα που υπάρχει σήμερα σε αυτό που λέμε αγορά της Θεσσαλονίκης δεν είναι αξιόπιστη, ούτε αυθεντική. Αντίθετα είναι σε σημαντικό βαθμό, αν όχι πλαστή, σίγουρα επικίνδυνα διαστρεβλωμένη.
Από τον αριθμό των μαγαζιών που μειώνονται, μέχρι το ποσοστό του τζίρου που αυτά τα μαγαζιά κατοχυρώνουν και διαρκώς συρρικνώνεται δραματικά, αυτό που ονομάζουμε εμπόριο Θεσσαλονίκης -ειδικά λιανεμπόριο διαρκών καταναλωτικών αγαθών (ρούχα, παπούτσια, αξεσουάρ κλπ.)- δηλαδή την ταυτότητα της αγοράς του κέντρου της πόλης, δεν διαμορφώνουν οι τοπικές εμπορικές επιχειρήσεις, αλλά οι ξένες, οι πολυεθνικές και οι μεγάλες ελληνικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στο λιανεμπόριο. Οπότε η διαπίστωση -ή μάλλον η αυτόβουλη καταγραφή των εμπόρων- ότι οι πωλήσεις τους τη φετινή θερινή εκπτωτική περίοδο ήταν στο 80,8% των καταστημάτων μειωμένη σε σχέση με πέρσι από 15% – 60% δεν έχει κάποια πρακτική αξία. Πολύ περισσότερο που πρόκειται για μια πολύχρονη προδιαγεγραμμένη πορεία που εξελίσσεται χωρίς κανένα αντίβαρο, σαν κάτι το φυσιολογικό. Και μπορεί και να είναι, αφού ο αναμφισβήτητος υπερεπαγγελματισμός στο εμπόριο της Θεσσαλονίκης, που παραμένει υψηλός παρά την κατάρρευσή του από τη δεκαετία του 1990 μέχρι σήμερα, δεν υπακούει σε κανέναν κανόνα του σύγχρονου εμπορίου, το οποίο σε όλο τον ανεπτυγμένο κόσμο εξελίσσεται σε κάτι πιο σύνθετο από το «κάποιος πουλάει και κάποιος αγοράζει». Αν και μάλλον αδόκιμη, η έννοια της εμπειρίας έχει παρεισφρήσει στη νοοτροπία των καταναλωτών, οι οποίοι τις περισσότερες περιπτώσεις δεν ψωνίζουν από πρωτογενή ανάγκη, δηλαδή επειδή τους λείπει το συγκεκριμένο προϊόν, αλλά επειδή θέλουν να ακολουθήσουν την τάση, την μόδα ή απλώς να αισθανθούν ανανεωμένοι.
Επίσης, σε μια περίοδο οικονομικής στενότητας και κυρίως αλλαγής των προτεραιοτήτων οι αγοραστές στα διαρκή καταναλωτικά προϊόντα επηρεάζονται καθοριστικά από τις τιμές, σίγουρα περισσότερο απ’ ότι 20 ή 30 χρόνια πριν. Και οι τιμές διαμορφώνονται από πολλούς παράγοντες πέρα από το καθαρό κόστος των προϊόντων (ρευστότητα, χρηματοοικονομικά βάρη, ενοίκια, σημείο πώλησης κλπ.), που σε όλα οι μικροί υστερούν, ιδιαίτερα όσο παραμένουν υπερβολικά μικροί και μόνοι.
Έναντι όλων αυτών η αντίδραση των εμπόρων της Θεσσαλονίκης υπήρξε αμυντική, αργή και ηττοπαθής. Όπως αναγνωρίζουν οι παλαιότεροι του εμπορίου η νοοτροπία δεν αλλάζει, αφού εξακολουθούν να ακολουθούν -όσοι επιβιώνουν- μοναχική πορεία. Όχι μόνο συγχωνεύσεις και συνεργασίες δεν γίνονται, αλλά ούτε καν στοιχειωδώς δεν απέδωσαν οι δύο απόπειρες του Εμπορικού Συλλόγου να διαμορφώσει στο κέντρο της Θεσσαλονίκης συνθήκες Open Mall. Οι έμποροι γύρισαν την πλάτη στην προσπάθεια να δημιουργηθούν χρηματοδοτούμενες από ευρωπαϊκά κονδύλια συνθήκες χαλαρής ενιαίας και ευνοϊκής για τους καταναλωτές συνύπαρξης γειτονικών καταστημάτων. Απέτυχε παταγωδώς ακόμη και η προσπάθεια του ΕΣΘ για τη δημιουργία ενιαίας ψηφιακής πλατφόρμας για τους εμπόρους της Θεσσαλονίκης, προκειμένου να περιοριστούν ανά κατάστημα οι δαπάνες εισόδου στον νέο, αποδοτικό και πολλά υποσχόμενο κόσμο του ηλεκτρονικού εμπορίου, στον οποίο καθένας μεμονωμένος έμπορος είναι δύσκολο να πλοηγηθεί και να επιβιώσει, πολύ περισσότερο να καθιερωθεί και να κερδίσει.
Αν και είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς στο ορατό μέλλον την Τσιμισκή, την Μητροπόλεως και την Αγίας Σοφίας χωρίς τα γνωστά μεμονωμένα εμπορικά καταστήματα, η εικόνα διαρκώς θα επιδεινώνεται. Παρά την αδιαμφισβήτητη αιμοδοσία του κέντρου από το μετρό, που θα γίνει ακόμη εμφανέστερη -σύμφωνα με όλες τις εκτιμήσεις και την εμπειρία άλλων πόλεων- όταν θα δοθεί στην κυκλοφορία η επέκταση της Καλαμαριάς.
Παράλληλα, όπως άλλωστε, μπορεί να δει κάποιος που κυκλοφορεί στο κέντρο, «νέο εμπορικό αίμα» δεν εισέρχεται στην αγορά της Θεσσαλονίκης, αφού σε μία δραστηριότητα στην οποία ευνοείται η διαδοχή ακόμη και οι φερόμενοι ως… φυσικοί διάδοχοι σε εμπορικές επιχειρήσεις τις αποφεύγουν. Τα υψηλά ενοίκια, που επανέρχονται σήμερα σε δυσθεώρητα επίπεδα στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, συνιστούν ένα επίσης σοβαρότατο αντικίνητρο, που οδηγεί σε αδιέξοδο αρχικά τον εμπορικό κλάδο και μεσοπρόθεσμα μια ολόκληρη περιοχή, που (δια)σώζεται επειδή είναι ταυτόχρονα εμπορική και οικιστική.