Οι εκλογές της Βίας και Νοθείας της 29 Οκτωβρίου 1961: Η περίπτωση του Αιγάλεω, Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος
Με αφορμή το θεατρικό έργο που συγγράφω είχα την ευκαιρία να εντρυφήσω σε μία πολύ σκοτεινή εποχή… Θα γυρίσουμε πίσω στο μακρινό 1961, όπου η πολιτική πόλωση είχε χτυπήσει κόκκινο με αφορμή τις επικείμενες εκλογές. Αυτή η προβληματική περίοδος θα αποτελέσει το χρονικό πλαίσιο μέσα στο οποίο θα διαδραματιστεί το έργο.
Επρόκειτο για μία εκλογική αναμέτρηση και μια περίοδο που σήμερα, 54 χρόνια μετά, προβληματίζει ακόμη και ένα μεγάλο κομμάτι της νοήμονος Δεξιάς, η οποία με καθαρό μυαλό αναγνωρίζει τα λάθη του παρελθόντος και καταδικάζει αμφιλεγόμενες πρακτικές.
Ποια ήταν η γενική εικόνα:
Οι εκλογές του 1961 διεξήχθησαν υπό το βάρος αστυνομικής και παρακρατικής καταστολής. Η κυβέρνηση της ΕΡΕ (Εθνική Ριζοσπαστική Ένωσις με ηγέτη τον Κωνσταντίνο Καραμανλή) κατηγορήθηκε για ευρεία νοθεία, εκφοβισμό και τρομοκρατία ψηφοφόρων της αντιπολίτευσης. Η φράση “εκλογές της βίας και της νοθείας” καθιερώθηκε από τον Γεώργιο Παπανδρέου, αρχηγό της αντιπολίτευσης (Ένωση Κέντρου) και διακηρύχθηκε από τον ίδιο την 1η Δεκεμβρίου του ίδιου έτους.
Η βία και νοθεία στις εκλογές του 1961 δεν ήταν αφηρημένες έννοιες· συνέβαιναν στην πράξη, με συγκεκριμένους μηχανισμούς, και επηρέασαν πραγματικά το αποτέλεσμα.
Το “Σχέδιο Περικλής”:
Σύμφωνα με αποκαλύψεις που έγιναν αργότερα έπειτα από έρευνες, το παρακράτος, η ΚΥΠ και κομματικοί μηχανισμοί συμμετείχαν σε συντονισμένο σχέδιο νόθευσης των εκλογών. Το λεγόμενο “Σχέδιο Περικλής” που εκπονήθηκε περιλάμβανε συγκεκριμένες πρακτικές: τη χρήση στρατού για εκφοβισμό, την καθοδήγηση ψηφοφόρων, πειθαρχικές μετακινήσεις δημοσίων υπαλλήλων αλλά και την επιστράτευση φιλικά προσκείμενων ιερέων, δασκάλων, νομαρχών.
Τι συνέβη όμως στην πράξη:
Έλαβαν χώρα αδιαμφισβήτητα πολλά έκτροπα. Υπήρξαν νεκροί και τραυματίες (πολλοί ψηφοφόροι χτυπήθηκαν, κάποιο επίσης σκοτώθηκαν, όπως στο χωριό Μακρυγιάλος Πιερίας) κατά την προεκλογική περίοδο. Σε καθημερινή βάση παρακρατικά στοιχεία επιτίθενται σε πολίτες. Επιπλέον, πλασματικοί ψηφοφόροι (ψήφιζαν νεκροί, στρατιώτες διπλοψηφούσαν, άτομα που δεν ήταν γραμμένα στους καταλόγους). Ψήφιζαν… και οι πεθαμένοι . Υπήρχαν επιπλέον στους εκλογικούς καταλόγους ονόματα νεκρών, που δεν είχαν αφαιρεθεί. Οι τοπικοί μηχανισμοί έστελναν άλλους να ψηφίσουν στη θέση τους. Π.χ. Ο “Μιχάλης Τσαούσης”, που είχε πεθάνει το 1959, βρέθηκε… να ψήφισε το ’61!
Άνεργοι, φτωχοί, μετανάστες ή κυνηγημένοι πολιτικά, εξαγοράζονταν: “Ψήφισε ΕΡΕ και θα σου φτιάξουμε τα χαρτιά.” ή “Έλα με τον νομάρχη και θα σε βάλουμε στην καθαριότητα.” ή “Είσαι για στρατό; Ένα ψηφαλάκι και γλιτώνεις.” Στρατιώτες και αστυνομικοί ψήφιζαν δύο και τρεις φορές, μία με την κανονική τους ταυτότητα. μία ως “ειδικοί φρουροί”, μία με χαρτιά που τους έδινε η διοίκηση. Υπήρχαν ομάδες που δρούσαν σαν “ιδιωτικός στρατός” για τη συγκέντρωση ψήφων υπέρ της κυβέρνησης. Είχαν λίστες με “επικίνδυνους πολίτες”, παρακολουθούσαν και απειλούσαν σπίτια.
Η καταστολή κορυφώθηκε στα χωριά: Στρατός και χωροφυλακή είχαν έντονη παρουσία σε εκλογικά κέντρα, ειδικά στη Βόρεια Ελλάδα. Δεν έλειψαν και οι εξαναγκασμοί: Πολίτες φοβούνταν να δηλώσουν προτίμηση στην ΕΔΑ ή στην Ένωση Κέντρου. Όταν έφευγαν οι αντιπρόσωποι των κομμάτων από το εκλογικό κέντρο, “πειραζόταν” το πρακτικό. Σε μερικά χωριά, άνοιγαν τις κάλπες και πρόσθεταν δεκάδες ψηφοδέλτια υπέρ της ΕΡΕ.
Βασικό όπλο της Δεξιάς υπήρξε η σωματική και ψυχολογική τρομοκρατία, καθώς παρακρατικοί και “αγανακτισμένοι πολίτες” έστηναν μπλόκα σε χωριά, τραμπούκιζαν ψηφοφόρους, ειδικά όσους θεωρούσαν «αριστερούς» ή «κεντρώους». Άνθρωποι δεν τόλμησαν να πάνε να ψηφίσουν ή υποχρεώθηκαν να απέχουν. Για παράδειγμα: Στο Αιτωλικό, κουκουλοφόροι απειλούσαν πολίτες με λοστάρια και φώναζαν “Αν δεν ψηφίσεις ΕΡΕ, δε θα ξαναπατήσεις το πόδι σου εδώ”. Η παρουσία στρατού και χωροφυλακής στα εκλογικά κέντρα Ο στρατός στεκόταν μέσα ή δίπλα στα εκλογικά τμήματα, προκαλώντας φόβο. Οι Χωροφύλακες σημείωναν ποιος πήγε να ψηφίσει και ποιος όχι. Πολλοί ηλικιωμένοι και γυναίκες φοβήθηκαν ότι «τους παρακολουθούν» και ψήφισαν ό,τι “έπρεπε”. Λάμβανε χώρα ανοιχτή επίδειξη όπλων – φραστική τρομοκρατία και πολλοί παρακρατικοί έφεραν όπλα σε κοινή θέα, χωρίς να τους ενοχλεί κανείς. Σε πολλά χωριά, ο παπάς, ο δάσκαλος και ο χωροφύλακας λειτουργούσαν σαν “τρίγωνο ελέγχου”: Πολλούς τους ψυχανάγκαζαν με φράσεις όπως: «Τον βλέπεις αυτόν; Είναι της ΕΔΑ. Αν βγει το κόμμα του, θα σου πάρουν το χωράφι».
Τα αποτελέσματα των εκλογών:
Πολλοί ήταν εκείνοι που πίστεψαν ότι το ποσοστό της ΕΡΕ (κατά τα άλλα θα κέρδιζε τις εκλογές με μικρότερη όμως διαφορά) ήταν τεχνητά διογκωμένο.
Οι εθνικές εκλογές που πραγματοποιήθηκαν την Κυριακή 29 Οκτωβρίου 1961 έδωσαν στην ΕΡΕ ποσοστό 50,81% και 176 έδρες, στην Ένωση Κέντρου 33,66% και 100 έδρες (οι 14 ανήκαν στο συνεργαζόμενο κόμμα των Προοδευτικών του Σπύρου Μαρκεζίνη) και στο ΠΑΜΕ 14,63% και 24 έδρες. (in.gr)
Η αντιπολίτευση αντιδρά:
Ο Γεώργιος Παπανδρέου δεν αναγνώρισε το αποτέλεσμα, και ξεκίνησε “Ανένδοτο Αγώνα”. Μιλούσε για: κατάλυση της Δημοκρατίας και για κυβέρνηση χωρίς λαϊκή νομιμοποίηση, παρακρατική βία Η φράση του: «Η Ελλάς δεν κυβερνάται δημοκρατικώς!» έγινε κλισέ εκείνη την εποχή. Ο Αλέκος Παναγούλης, ο Λαμπράκης, αλλά και μεταγενέστερα ο Ανδρέας Παπανδρέου, σηματοδότησαν τη ριζοσπαστικοποίηση ενός τμήματος της κοινωνίας.
Ας δούμε τι γινόταν όμως στο Αιγάλεω:
Το Αιγάλεω, με προσφυγικό-εργατικό προφίλ, θεωρείται πως ψήφισε μαζικά υπέρ της Ένωσης Κέντρου και της ΕΔΑ. Όμως παρατηρήθηκαν εκφοβισμοί και Παρεμβάσεις της χωροφυλακής έξω από εκλογικά τμήματα. Οι αναφορές για διπλοψηφίες και αλλοίωση αποτελεσμάτων ήταν πάμπολλες. Πολλοί παλιοί Αιγαλεώτες ακόμη και δεκαετίες μετά, έλεγαν: «Το ’61 μας κλέψανε τη ψήφο…»
Η βία και η νοθεία το 1961 δεν ήταν μεμονωμένα περιστατικά. Ήταν οργανωμένη επιχείρηση, με πολιτική κάλυψη, αστυνομική στήριξη και παρακρατική εκτέλεση. Η νοθεία δεν γινόταν μόνο στην κάλπη — γινόταν στο μυαλό του ψηφοφόρου, πριν καν πλησιάσει το εκλογικό κέντρο.
Στο Αιγάλεω των δεκαετιών του ’50 και ’60 – ειδικά την περίοδο γύρω από τις εκλογές της βίας και νοθείας (1961) – δεν υπάρχουν επίσημα καταγεγραμμένες παρακρατικές ομάδες με “επωνυμία” και οργανωμένη παρουσία όπως σε άλλες περιοχές (π.χ. Βόρεια Ελλάδα), όμως αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπήρχε παρακρατική δράση. Ίσα-ίσα: υπήρχε, και ήταν υπόγεια, τοπικά δικτυωμένη και απόλυτα εναρμονισμένη με την αστυνομία και τις κρατικές αρχές.
Το Αιγάλεω είχε σημασία.
Το Αιγάλεω ήταν περιοχή λαϊκή, προσφυγική, με δυνατό αριστερό υπόβαθρο από τον ΕΛΑΣ και την ΕΠΟΝ. Επρόκειτο επομένως για εργατογειτονιά με μεγάλη αντίσταση στην Κατοχή, άρα, θεωρούνταν από το κράτος ύποπτη για «κομμουνιστική διείσδυση». Αυτό σήμαινε ότι το κράτος και η ασφάλεια είχαν λόγο να διατηρούν “μάτια και αυτιά” στην περιοχή.
Ποιοι λειτουργούσαν ως παρακρατικοί στο Αιγάλεω (χωρίς επίσημο όνομα):
– Ασφαλίτες με πολιτικά: Εμφανίζονταν ως “κανονικοί πολίτες” και σύχναζαν στα καφενεία, τις πλατείες, κυρίως κοντά σε μαγαζιά σαν του Μπρίκα (αναλύθηκε σε προηγούμενο άρθρο). Κατέγραφαν ποιος πήγε σε πολιτική συγκέντρωση. Περνούσαν μηνύματα στους καφετζήδες: “Πρόσεξε ποιον φιλοξενείς στο πίσω τραπέζι.”
– Τραμπούκοι «αγανακτισμένοι πολίτες»: Τοπικοί κακοποιοί ή πρώην συνεργάτες των Ταγμάτων Ασφαλείας που έγιναν “πατριώτες” μετά τον πόλεμο. Κάτι τέτοιοι συνεργάζονταν με τοπικούς αστυνομικούς και πολιτευτές. Έκαναν ξυλοδαρμούς, παρακολουθήσεις, φραστικές επιθέσεις. Κατά την προεκλογική περίοδο, περνούσαν έξω από σπίτια γνωστών κεντρώων ή αριστερών και φώναζαν: ¨Προδότη, να προσέχεις την ψήφο σου.¨
-Χωροφύλακες εκτός υπηρεσίας: Πολλοί χωροφύλακες της τοπικής διοίκησης, όταν δεν υπηρετούσαν επίσημα, φορούσαν πολιτικά και παρακολουθούσαν το ποιος μπαινόβγαινε πού. Είχαν καλές σχέσεις με καφενεία, κουρεία, περίπτερα — εκεί που μαθαίνεις τα πάντα.
-Πολιτικοί παράγοντες της ΕΡΕ: Τοπικοί υποστηρικτές της ΕΡΕ οργάνωναν “ομάδες πίεσης”, π.χ. με εργοδότες, καταστηματάρχες, ιδιοκτήτες. Άνεργοι ή φτωχοί έπαιρναν υποσχέσεις: “Αν ψηφίσεις σωστά, θα μιλήσω στον δήμαρχο.”
Πώς δρούσαν στο Αιγάλεω:
Έδιναν χαρτάκια με “οδηγίες ψήφου”. Επίσης, καθόριζαν ποιος «επιτρέπεται» να μπει στο εκλογικό τμήμα. Παρακολουθούσαν συνδικάτα, συλλόγους, εκκλησίες. Στα καφενεία, κάποιος “αγνώστου επαγγέλματος” άκουγε τα πάντα.
Επώνυμα.
Σπάνια υπάρχουν επίσημα ονόματα παρακρατικών από το Αιγάλεω — όχι γιατί δεν υπήρχαν, αλλά γιατί δεν άφηναν ίχνη. Όμως, κάποιοι κακοποιοί της δεκαετίας του ’50, όπως ο Μανώλης Κατσουλάκος και άλλοι που είχαν «περάσει» από τον κόσμο της παρανομίας, στρατολογούνταν σιωπηλά από παρακρατικά κυκλώματα. Οι τοπικές επιτροπές της ΕΡΕ γνώριζαν ποιους να “ενεργοποιήσουν” και πότε.
Πώς βοήθησε ο υπόκοσμος στο Αιγάλεω.
Εκφοβισμός των ψηφοφόρων λάμβανε χώρα σε μεγάλη έκταση Παλιές φάτσες με “πλάτες”, μαχαίρια, γκλομπ, και προφίλ νταήδων, κυκλοφορούσαν προεκλογικά στις γειτονιές. Στόχος ήταν να τρομοκρατήσουν τους κατοίκους ώστε να μην πάνε να ψηφίσουν την ΕΔΑ ή την Ένωση Κέντρου. Ήταν πιο «πειστικοί» απ’ την Αστυνομία, γιατί τους ήξερε η γειτονιά και τους φοβόταν. Υπενθυμίσεις επί υπενθυμίσεων: “Μη ξεχνάς, ρε Μήτσο… ποιοι σε φυλάξανε όταν χρειαζόταν. Ξέρεις τι να ρίξεις στην κάλπη, έτσι;”
Εκτελούσαν “βρώμικες δουλειές” για πολιτευτές ή ασφαλίτες Έσπαγαν πόρτες, κατέστρεφαν αφίσες, έκαιγαν υλικά των αντιπάλων. Έδιναν ψεύτικες καταγγελίες στην Αστυνομία: “Στο σπίτι του Κώστα μοιράζουν κομμουνιστικά έντυπα.” Χρησιμοποιούνταν ακόμη και σαν “παρατηρητές” στα εκλογικά τμήματα Ένας νταής καθόταν δίπλα στην πόρτα του σχολείου ή του εκλογικού κέντρου. Παρακολουθούσε ποιος πήγαινε και πού πήγαινε, ποιος άνοιγε τι, ποιος κρατούσε “λάθος” φάκελο. Αρκετές φορές δε χρειαζόταν να μιλήσει· η παρουσία του και μόνο του νταή αρκούσε.
Διευκόλυναν την “ψευδοψηφοφορία” Έμπαιναν στις ουρές ως “Χρήστος Παπαδόπουλος” και ψήφιζαν με όνομα νεκρού ή απόντος. Τους συντόνιζε συνήθως ένας χωροφύλακας ή κομματάρχης. Λειτουργούσαν ως “σύνδεσμοι” μεταξύ παρακρατικών – αστυνομίας – μαγαζιών Ο νταής της γειτονιάς ήξερε ποιος ήταν “κομμουνιστής”, ποιος “κεντρώος”, ποιος “φίλος της ΕΡΕ”, Κρατούσε λίστα ή έδινε πληροφορίες στην τοπική ασφάλεια. Αν χρειαζόταν να “πειστεί” κάποιος φτωχός εργάτης να ψηφίσει «σωστά», του έφερνε μεζέ και ουζάκι και του μιλούσε “πατρικά”.
Ποιοι ήταν αυτοί οι άνθρωποι στην πράξη;
Παλιοί μαχαιροβγάλτες, φυλακόβιοι, νταβατζήδες, χαρτοπαίκτες. Πολλοί είχαν σχέσεις με την Ασφάλεια από την Κατοχή – είχαν δώσει ονόματα τότε, και “προστατεύτηκαν” μεταπολεμικά. Μερικοί είχαν ανοίξει νόμιμα μαγαζιά (καφενεία, πορνεία, χαρτοπαικτζίδικα). Κάποιοι ήταν γνωστοί “τύποι” της περιοχής, με παρατσούκλια: «ο Κουβάς», «ο Γύφτος», «ο Ράφτης», «ο Γερμανός» (γιατί είχε συνεργαστεί με Γερμανούς).
Συμπέρασμα:
Ο υπόκοσμος ήταν εργαλείο – όχι μόνο βίας, αλλά και “ήπιας επιβολής”. Ήταν γνωστοί, φοβιστικοί και ανέγγιχτοι, γιατί είχαν τις πλάτες των μηχανισμών. Στο Αιγάλεω, όπου ο λαός είχε αντίσταση, ο υπόκοσμος έπαιζε τον ρόλο του βούρδουλα που δεν μπορούσε να σηκώσει επίσημα η εξουσία.
Η απάντηση της Δεξιάς στις εναντίων της κατηγορίες.
Η Δεξιά στην Ελλάδα, αναφορικά με τις εκλογές του 1961, αρνήθηκε κατηγορηματικά τις κατηγορίες περί βίας και νοθείας που της αποδόθηκαν από την Αριστερά αλλά και άλλες πολιτικές δυνάμεις. Υποστήριξε ότι οι εκλογές διεξήχθησαν με σχετική ομαλότητα και τήρηση των κανόνων, τονίζοντας ότι η όποια αναφορά σε εκλογική νοθεία αποτελεί πολιτική προβοκάτσια και προσπάθεια υπονόμευσης της νόμιμης κυβέρνησης. Οι ευθύνες, επομένως, για τη μετέπειτα αστάθεια επιρρίφθηκαν από τους κύκλους της Δεξιάς στον Γεώργιο Παπανδρέου και την Αριστερά.
Σύμφωνα με τη δεξιά προσέγγιση, οι καταγγελίες για βία και εκλογικές παρατυπίες ήταν υπερβολικές ή ανυπόστατες, αποτέλεσμα της έντασης και των ιδεολογικών συγκρούσεων της εποχής. Τόνιζαν πως η χρήση βίας ήταν περιορισμένη και όχι οργανωμένη ή κρατικά υποκινούμενη, ενώ επέρριπταν ευθύνες στους αντιπάλους τους για πρόκληση επεισοδίων ή κατασκευασμένες μαρτυρίες. Η Δεξιά γενικά επιχείρησε να εμφανιστεί ως εγγυητής της δημοκρατίας και της τάξης, αρνούμενη ότι υπήρξε νοθεία ή εκτεταμένη παραβίαση των εκλογικών διαδικασιών.
Τέλος, η Δεξιά υποστήριξε ότι οι εκλογές του 1961 ήταν ένα κρίσιμο βήμα για τη σταθεροποίηση της χώρας, όπως προαναφέρθηκε, μετά τις ταραχές της δεκαετίας του ’50, και πως οι κατηγορίες περί νοθείας αποτελούσαν πολιτική τακτική από την Αριστερά για να αμφισβητηθεί η νομιμότητα της κυβέρνησης και να δικαιολογηθούν τα επόμενα κινήματά της. Με αυτή την προσέγγιση, η Δεξιά επιδίωκε να εδραιώσει τη δική της πολιτική κυριαρχία και να αποτρέψει τη διάδοση της αμφιβολίας γύρω από το εκλογικό αποτέλεσμα.
–Ο Παύλος Παπαδόπουλος γεννήθηκε το 1978 στη Δράμα, μεγάλωσε στις Σέρρες και έζησε στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Από το 1996 εργάζεται στο δημόσιο σε διάφορες διοικητικές θέσεις. Είναι απόφοιτος της Σχολής Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας, της Σχολής Αστυφυλάκων της Αστυνομικής Ακαδημίας, της Σχολής Επιμόρφωσης και μετεκπαίδευσης ΕΛ.ΑΣ., και της Σχολής Ελληνικού Πολιτισμού, του Τμήματος Ανθρωπιστικών. Σπουδών του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. Μιλάει Αγγλικά και Γερμανικά.