
Ο λευκός γάμος Ρένας Βλαχοπούλου και Ντίνου Ηλιόπουλου που θα γινόταν στη ΔΕΘ και το Ξυπόλυτο Τάγμα που έκλεβε τρόφιμα από τους κατακτητές – Ο Ατσίδας στο νεοκλασικό της λεωφόρου Νίκης και η ομίχλη στον Λευκό Πύργο που απογείωνε τις ταινίες του Αγγελόπουλου.
Ένα πολύβουο ποτάμι ξεχύθηκε στους χώρους της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης στις 5 Σεπτεμβρίου του 1964. Ήταν η 29η διοργάνωση της μεγάλης εμπορικής έκθεσης που είχε για πρώτη φορά στο τιμόνι της τον Ιωάννη Βελλίδη. Tα εγκαίνια στο Παλαί ντε Σπορ, έγιναν κατά παράβαση του πρωτοκόλλου, όχι από τον βασιλιά Κωνσταντίνο, αλλά από τον πρωθυπουργό, Γεώργιο Παπανδρέου, παρουσία του τότε υπουργού Οικονομικών, Κωνσταντίνου Μητσοτάκη και του αναπληρωτή υπουργού Συντονισμού, Ανδρέα Παπανδρέου.
ΓΡΑΦΕΙ Η ΜΑΡΙΑ ΡΙΤΖΑΛΕΟΥ
Κόσμος πολύς, ενθουσιασμός περισσότερος, το προσκήνιο και το παρασκήνιο αποκαλυπτικό… Αλλά αυτό είναι μια άλλη Ιστορία Παλιάς Θεσσαλονίκης.
Τούτη η εικόνα αποτέλεσε την αφορμή για να στηθεί… «Κάτι να καίει» και ο Γιάννης Δαλιανίδης, βέρος Θεσσαλονικιός, να βάλει ανάμεσα στον κόσμο τη Σόφη Φραντζή να πείσει τον παιδικό της φίλο, Ντίνο Εξαρχόπουλο, να συνδεθούν με έναν λευκό γάμο για να αποκτήσει μια μεγάλη κληρονομιά. Κι ύστερα έρχεται μια παρέα μουσικών, θεότρελοι όλοι και η ιστορία περιπλέκεται. Στην πραγματικότητα, η Σόφη Φραντζή είναι η Ρένα Βλαχοπούλου και ο Ντίνος Εξαρχόπουλος ο Ντίνος Ηλιόπουλος.

Το καστ συμπληρώνουν κι άλλοι γνωστοί ηθοποιοί –ο Κώστας Βουτσάς με το αξέχαστο «φσστ μπόινγκ», η Μάρθα Καραγιάννη, ο Τόλης Βοσκόπουλος, ο Αλέκος Τζανετάκος, η Χλόη Λιάσκου, η Έλενα Ναθαναήλ, ο Χρήστος Νέγκας- κι έτσι ξεκινά από τη Θεσσαλονίκη η πρώτη έγχρωμη ελληνική ταινία που γυρίστηκε με σύστημα Σινεμασκόπ. Το μιούζικαλ «Κάτι να καίει».
Παρότι οι πρωταγωνιστές σύντομα εγκαταλείπουν την πόλη και η πλοκή συνεχίζεται στην Αθήνα, ο Δαλιανίδης έχει προλάβει να βάλει τα χορευτικά διαλείμματα σε δρόμους και μνημεία της Θεσσαλονίκης. Στον Λευκό Πύργο, στα Κάστρα, στην πλατεία της ΧΑΝΘ.

«Η Θεσσαλονίκη ήταν για τον ελληνικό κινηματογράφο ο μεγάλος κομπάρσος του αστικού σκηνικού, τη στιγμή που η Αθήνα, μεγαλώνοντας διαρκώς σε μέγεθος και ισχύ, κέρδιζε τις εντυπώσεις και επέβαλλε τον πρωταγωνιστικό της ρόλο στις μυθιστορίες της μεγάλης οθόνης. Οι περισσότεροι σκηνοθέτες της εποχής αντιμετώπισαν τη Θεσσαλονίκη ψυχρά και αδιάφορα, αποφεύγοντας να την αντικρίσουν κατά πρόσωπο. Ο κινηματογραφικός φακός στάθηκε με αμφίθυμο βλέμμα απέναντι στο πλούσιο αστικό μωσαϊκό της Θεσσαλονίκης και στον κοσμοπολίτικο χαρακτήρα της. Μολονότι η Θεσσαλονίκη ήταν η πόλη των πρώτων μεγάλων αστικών κινηματοθεάτρων στις αρχές του 20ού αιώνα, τόπος συνάντησης των απανταχού κινηματογραφόφιλων στο Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου, η γενέτειρα ενός αξιοπρόσεχτου θεωρητικού λόγου για το σινεμά, εντούτοις είχε πάντοτε αποσπασματική και δευτερεύουσα παρουσία στην εγχώρια κινηματογραφική παραγωγή». Η ενδιαφέρουσα και σωστή αυτή παρατήρηση ανήκει στη Λίνα Μυλωνάκη, ιστορικό κινηματογράφου, Δρ. Κινηματογραφικών Σπουδών ΑΠΘ, δημοσιογράφο και αναπληρώτρια προϊσταμένη του Film Office της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας.
Σύμφωνα με την έρευνα της κ. Μυλωνάκη, «περισσότερες από 60 ελληνικές ταινίες μεγάλου μήκους, γυρισμένες τις δεκαετίες του ΄50 και του ΄60, έστρεψαν το βλέμμα τους στη Θεσσαλονίκη.
Οι περισσότεροι σκηνοθέτες εστίαζαν τον φακό τους στα τοπόσημα, στους δρόμους, στη νυχτερινή ζωή. Πώς θα αποδείξεις ότι έχεις κάνει γυρίσματα στη Θεσσαλονίκη αν δεν δείξεις τον Λευκό Πύργο με τον τροχονόμο στο βαρέλι μπροστά από το μνημείο;
Δύο ωστόσο ανέδειξαν τη γοητεία της ίδιας της πόλης: Ο Θεόδωρος Αγγελόπουλος γοητεύτηκε και γοήτευσε με τα πλάνα του από την ομίχλη στο παραλιακό μέτωπο του Θερμαϊκού και την ψυχρότητα του Βαρδάρη που όταν φυσά παγώνει βλέμματα και ψυχές. Κι είναι αυτός, ο πολυβραβευμένος σκηνοθέτης με το τόσο άδοξο και πρόωρο τέλος, που ανέδειξε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο τη βαλκανική της ταυτότητα και τη σύγκρουση Ανατολής και Δύσης που -δυστυχώς- φέρνει μέχρι και σήμερα μια σύγχυση ταυτότητας, καθώς η πόλη δεν φαίνεται να μπορεί να αφομοιώσει -ή μήπως να αντέξει;- την πολιπολιτισμικότητα του παρελθόντος της.
Και ο Τάκης Κανελλόπουλος, ο οποίος δεν εγκατέλειψε ποτέ τον γενέθλιο τόπο του κι έβαλε στα φιλμ του όλο τον λυρισμό και τη μελαγχολία του τοπίου. «Ο Κανελλόπουλος ήταν ο πρώτος σκηνοθέτης που χάραξε ένα προσωπικό ύφος, με σημείο αναφοράς τη Θεσσαλονίκη, αναψηλάφησε το σώμα της και χαρτογράφησε με μοναδική εκφραστικότητα και επιδέξιες φωτοσκιάσεις έναν κρυμμένο εσωτερικό ρυθμό της πόλης», σημειώνει η κ. Μυλωνάκη.
Ο μπαμπάς εκπαιδεύεται (1953)
Μια από τις πρώτες ταινίες τα γυρίσματα της οποίας έγιναν εξολοκλήρου στη Θεσσαλονίκης ήταν «Ο μπαμπάς εκπαιδεύεται» το 1953. Η ταινία φέρει στις αποσκευές της ακόμη αρκετές πρωτιές. Σε αυτήν κάνει το σκηνοθετικό και σεναριακό του ντεμπούτο ο Γιώργος Λαζαρίδης -μετά την αποχώρηση του Νίκου Τσιφόρου, ο οποίος είχε ξεκινήσει τα γυρίσματα-, αλλά και η Γκέλυ Μαυροπούλου ως ηθοποιός. Ο Κώστας Βουτσάς, που μόλις αποφοίτησε από τη δραματική σχολή έκανε ένα σύντομο πέρασμα και η Ζωζώ Σαπουντζάκη την πρώτη της εμφάνιση ερμηνεύοντας το «Τηλεφώνησέ μου».
Σύμφωνα με την υπόθεση ένας χήρος, ιδιοκτήτης ταβέρνας προσπαθεί να βελτιώσει τη συμπεριφορά του για να γίνει αρεστός από την αριστοκρατική οικογένεια της νύφης του. Τον ρόλο αυτό κρατά ο Πέτρος Κυριακός, ο οποίος διακρίθηκε κυρίως για τη συμμετοχή του σε επιθεωρήσεις, συνεργάστηκε με τις αδερφές Καλουτά και έδωσε την ευκαιρία στον νεαρό τότε Σακελλάριο να γράψει το πρώτο του έργο για το θέατρο.
«Οι εικόνες της Θεσσαλονίκης από τον σιδηροδρομικό σταθμό μέχρι το λιμάνι, πλαισιώνουν τη μεταμόρφωση του ήρωα, ενώ παράλληλα ζωντανεύουν μια ξεχασμένη, νοσταλγική όψη της πόλης, λειτουργώντας ως ανεπίσημο ιστορικό ντοκουμέντο για τη Θεσσαλονίκη της δεκαετίας του ΄50», σημειώνει η κ. Μυλωνάκη.
Από το νεοκλασικό της παλιάς παραλίας ο ήρωας αγναντεύει τον Θερμαϊκό και το λιμάνι και οι θεατές κλέβουν στιγμές και εικόνες μιας αλλοτινής εποχής.
Για τη Θεσσαλονίκη έγραψε ο ίδιος ο Γιώργος Λαζαρίδης στην αυτοβιογραφία του. «Την πρόλαβα τότε που δεν είχε γίνει ακόμη ο παραλιακός της δρόμος, πριν οι σοφοί εγκέφαλοι της ρυμοτομίας χαράξουν τους “μπακλαβάδες” της κυκλοφορίας και πριν η επίθεση του τσιμέντου τής στερήσει τετράγωνο με τετράγωνο και σοκάκι με σοκάκι τη δική της προσωπικότητα, με τα παλιά ακόμη κτήρια στη Διαγώνιο, στην παραλία του Λευκού Πύργου, στην πλατεία Αγίας Σοφίας και τα παλιά αρχοντικά στον Άι Δημήτρη και να την κάνει κι αυτή μια τερατούπολη, όπως και την Αθήνα».
Το Ξυπόλυτο Τάγμα (1954)
Ο Ελληνοαμερικανός σκηνοθέτης Γκρεγκ Τάλλας (Γρηγόρης Θαλασσινός) παρουσίασε την ταινία «Το Ξυπόλυτο Τάγμα» για λογαριασμό της Σκούρας Φιλμ το 1954 και αυτή ήταν η πρώτη ταινία που γυρίστηκε ολόκληρη στη Θεσσαλονίκη. Το σενάριο αφορούσε την καθημερινότητα στα χρόνια της Κατοχής και μια παρέα παιδιών που κλέβει τρόφιμα και φάρμακα από τους κατακτητές, τα οποία μοίραζε στους φτωχούς. Τα πλάνα με τις βάρκες στο λιμάνι, οι βόλτες στα χωμάτινα στενά της Άνω Πόλης, η θέα από τον Πύργο του Τριγωνίου, αλλά και οι κατακόμβες του Αγίου Δημητρίου, όπου βρίσκουν καταφύγιο το βράδυ τα παιδιά, αναδεικνύουν την εικόνα της πόλης στην μετά τον πόλεμο εποχή. «Στην Αθήνα μπορείς να κινηματογραφήσεις μονάχα από τις 8 το πρωί ως τις 2 το μεσημέρι. Την υπόλοιπη μέρα έχει μια ροζ απόχρωση η ατμόσφαιρα. Στη Θεσσαλονίκη δεν είχα κανένα πρόβλημα ούτε με το φως, ούτε με τον ήλιο, ήταν πολύ καλό το φως της, πολύ καθαρό», δήλωνε σε συνέντευξή του ο Τάλλας. Κι όπως έγραψε ο κριτικός κινηματογράφου, Περικλής Δεληολάνης, «στο “Ξυπόλυτο Τάγμα” ο Τάλλας ερωτοτροπεί ανενδοίαστα με την πόλη ξεγυμνωμένη, χωρίς καλλωπισμούς, την αγκαλιάζει όπως ο Ροσελίνι τη “Ρώμη, ανοχύρωτη πόλη” περιγράφοντας μια σπάνια παρουσία της Θεσσαλονίκης στον ελληνικό κινηματογράφο”.

Ο Ατσίδας (1961)
Η κωμωδία του Γιάννη Δαλιανίδη «Ο Ατσίδας», παρουσιάσει τις ερωτικές αταξίες δύο αδερφών, του Αλέκου και της Άννα Κουρούζου. Πρωταγωνιστούν ο Ντίνος Ηλιόπουλος και η Ζωή Λάσκαρη και όλα τα τουριστικά σημεία της Θεσσαλονίκης. Ένα αρχοντικό στην παραλία, όπου μένει η οικογένεια, η θέα προς τον Θερμαϊκό, η προκυμαία, τα υπαίθρια ζαχαροπλαστεία της πλατείας Αριστοτέλους, η Τσιμισκή με τους τροχονόμους στα βαρέλια, το κτήριο της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, τα εξοχικά κέντρα του Πανοράματος. «Επέλεξα αυτό το παραθαλάσσιο σπίτι γιατί ήμουν συναισθηματικά δεμένος μαζί του, αλλά και διότι, από τη στιγμή που βρισκόμουν στην πόλη για γυρίσματα, έπρεπε να εκμεταλλευτώ όσο περισσότερο μπορούσα το ντεκόρ που λέγεται Θεσσαλονίκη», δήλωσε ο Δαλιανίδης. Αξίζει να αναφερθεί -κάτι που ελάχιστοι γνωρίζουν- πως το σενάριο της ταινίας αυτής είναι βασισμένο σε ένα θεατρικό του Δημήτρη Ψαρά με τίτλο «Εξοχικόν κέντρον Ο Έρως», ενώ όσοι την έχουν δει θυμούνται τις μεγάλες επιτυχίες του Μανώλη Χιώτη και της Μαίρης Λίντα, χαρακτηριστικότερη από τις οποίες είναι το τραγούδι «Με κυνηγούν τ΄ αδέρφια σου». Αλλά και την ατάκα του Ηλιόπουλου, «Δεν ξέρω αν το προσέξατε, αλλά είμαστε μια ωραία ατμόσφαιρα». Τη χρονιά που προβλήθηκε, το 1961, έκοψε 69.414 εισιτήρια και ήταν 5η ανάμεσα σε 68 ταινίες πρώτης προβολής.

Τέντυ Μπόι, αγάπη μου (1966)
Ως μια μοντέρνα μεγαλούπολη, που συμβαδίζει με την ανάπτυξη της Αθήνας, παρουσιάζεται η Θεσσαλονίκης στην ταινία -επίσης- του Γιάννη Δαλιανίδη «Τέντυ μπόι αγάπη μου», με πρωταγωνιστές τους συμπατριώτες του Ζωή Λάσκαρη και Κώστα Βουτσά. Το σενάριο γράφτηκε από τον Γεράσιμο Σταύρου, ο οποίος διασκεύασε το δικό του θεατρικό, με τίτλο «Ζήτω η Ζωή». Σύμφωνα με αυτό, ένας χήρος (Νικήτας Πλατής) αποφασίζει να ζήσει τον έρωτά του με της αγαπημένη του (Νανά Σκιαδά), προς μεγάλη απογοήτευση των παιδιών του (Κώστας Βουτσάς-Ελένη Μαυρομάτη) και προσλαμβάνει τη Ζωίτσα (Ζωή Λάσκαρη) για να του επιπλώσει το διαμέρισμα. Η εξέλιξη της ιστορίας είναι λίγο πολύ γνωστή, ενώ ο Δαλιανίδης θέλησε με αυτή την ταινία να κάνει ένα κοινωνικό -αλλά με έντονα κωμικά στοιχεία- σχόλιο πάνω στο θέμα της αντιπαροχής και του βίαιου εκμοντερνισμού.
«Εδώ ο Δαλιανίδης προσπαθεί να εγκαθιδρύσει την ιδεολογία της Θεσσαλονίκης ως συμπρωτεύουσας πόλης, την οποία υποστηρίζει όχι μόνο με εικόνες, αλλά και μέσα από τους διαλόγους, ξεκινώντας από την αφήγηση, η οποία συνοδεύει τα πανοραμικά πλάνα της Θεσσαλονίκης στην εναρκτήρια σεκάνς της ταινίας: “Θεσσαλονίκη. Η νύμφη του Θερμαϊκού, η συμπρωτεύουσα. Μεγάλες πλατείες μ΄ ωραία σιντριβάνια, ψηλά κι επιβλητικά κτήρια όπου και να γυρίσεις να δεις. Μεγάλοι δρόμοι με κίνηση, τ΄ αυτοκίνητα πάνε κι έρχονται. Σωστή μεγαλούπολη. Άσφαλτος και βενζίνα, βενζίνα κι άσφαλτος. Σ΄ όλα συναγωνίζεται την Αθήνα η συμπρωτεύουσα, σ΄ όλα”. Είναι η Θεσσαλονίκη της αντιπαροχής και της εντατικής οικοδόμησης, που συναγωνίζεται την Αθήνα», σημειώνει η Λίνα Μυλωνάκη.

Ο Αγγελόπουλος, ο Ψαρράς, ο Παπαγιαννίδης
Κι ύστερα ήρθε ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, ο οποίος γοητεύτηκε από τη μελαγχολική φυσιογνωμία της Θεσσαλονίκης και ανέδειξε τη βαλκανική της ταυτότητα μέσα από πλάνα, χαρακτήρες, μουσικές, σκηνικά, βλέμματα και εικόνες. Και έκανε γυρίσματα στη Θεσσαλονίκη για το «Ταξίδι στα Κύθηρα» (1984), «Το βλέμμα του Οδυσσέα» (1995), «Μια αιωνιότητα και μια μέρα» (1998), «Το λιβάδι που δακρύζει (2004). Κι ο ίδιος όμως απέκτησε μια ιδιαίτερη σχέση με την πόλη την οποία υπηρέτησε ως πρόεδρος του Φεστιβάλ Κινηματογράφου την περίοδο 1998-2004, ενώ αναζητούσε πάντα ευκαιρία να επιστρέφει σε αυτήν μέχρι το τραγικό του τέλος τον Ιανουάριο του 2012.

Ο Θεσσαλονικιός σκηνοθέτης, Τάσος Ψαρράς, έχτισε αφηγήσεις και δημιουργούσε ταινίες για την πόλη του. Όπως το φιλμ «Μάης » (1976) που έχει ως θέμα την μεγάλη εξέγερση των καπνεργατών στη Θεσσαλονίκη της μεταξικής δικτατορίας το 1936 ή το «Καραβάν Σαράι» (1987) για τη φιλοξενία προσφύγων στο χαοτικό οικοδόμημα του Καραβάν Σαράι.
Την ίδια χρονιά, το 1987, ένας άλλος Θεσσαλονικιός σκηνοθέτης, ο Τάκης Παπαγιαννίδης, γύρισε τη «Γενέθλια Πόλη», με θέμα την επιστροφή ενός 40άρη διανοούμενου (Τάκης Μόσχος) στην πόλη και την αναμέτρησή του με τις αλλαγές που έχουν συντελεστεί.
«Δεν υπήρξε τακτικός επισκέπτης»
Οι κινηματογραφιστές από τη Θεσσαλονίκη δεν θα μπορούσαν παρά να ακολουθήσουν την πορεία όλων των άλλων που τους τράβηξαν τα θέλγητρα της Αθήνας και βρήκαν στην πρωτεύουσα χρήματα, στούντιο, παραγωγούς, καστ, τεχνικά επιτελεία. Η Λίνα Μυλωνάκη αναφέρει πως ο ελληνικός κινηματογράφος κάποιες φορές προσπέρασε τη Θεσσαλονίκη «ως βιαστικός τουρίστας». Ακόμα κι έτσι όμως έδωσε μια καλή εικόνα της πόλης, κυρίως των σημείων που έπρεπε να γίνουν γνωστά. Κι εδώ γυρίστηκαν μερικές από τις πιο ωραίες ταινίες της Φίνος Φιλμ και αργότερα του ανεξάρτητου κινηματογράφου…
Για το τέλος αφήσαμε την ταινία «Θου – Βου Φαλακρός Πράκτωρ, Επιχείρησις: Γης Μαδιάμ» (1969), με τον βασιλιά της σουρεαλιστικής γκάφας, τον Θανάση Βέγγο, να σπέρνει την καταστροφή σε κάθε αποστολή που αναλαμβάνει τόσο ως εκπαιδευόμενος («Θου – Βου Φανερός Πράκτωρ 000») όσο και ως διπλωματούχος μυστικός πράκτορας (στο σίκουελ «Επιχείρησις Γης Μαδιάμ»). Η σκηνοθεσία ήταν του ίδιου του Θανάση Βέγγου και το σενάριο του Γιώργου Λαζαρίδη. Και αυτή στη Θεσσαλονίκη γυρίστηκε…. Φσστ Μπόινγκ!!! Αυτό δεν το ‘ξερες….


