
Η περιορισμένη κίνηση και τα άδεια καταστήματα στις δύο ιστορικές -και ιδιαίτερες- αγορές της Θεσσαλονίκης δημιουργούν ερωτήματα που έχουν, όμως, απαντήσεις.
Οι αγορές του Αλ Χαλίλι στο Κάιρο και του Καπαλί Τσαρσί στην Κωνσταντινούπολη είναι διάσημες ανά τον κόσμο, επειδή οι επισκέπτες των δύο αυτών ιστορικών πόλεων αναζητούν αυθεντικό άρωμα ανατολής στα μικρά μαγαζάκια, στα άπειρα μικροαντικείμενα που πουλούν και στα ατελείωτα παζάρια των εμπόρων. Ένα… δρώμενο ενταγμένο στην πραγματική φυσιογνωμία κάθε μιας από τις δύο πόλεις, που αν και μεγάλες και μέχρι ενός σημείου σύγχρονες, παραμένουν στην καθημερινότητα τους ανατολίτικου χαρακτήρα και αυτός είναι ένας από τους λόγους που συγκεντρώνουν τουριστικό ενδιαφέρον.
ΓΡΑΦΕΙ Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΗΤΡΑΚΗΣ
Στη Θεσσαλονίκη τόσο η αγορά Μοδιάνο όσο και η αγορά Βλάλη, το γνωστό Καπάνι, αποτελούν κομμάτι της ιστορίας της Θεσσαλονίκης, η πόλη, όμως, έχει αποβάλλει εδώ και χρόνια τα ανατολίτικά της χαρακτηριστικά, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τα εξωτερικά στοιχεία και την καθημερινή της λειτουργία. Για τον λόγο αυτό στη μεν αγορά Μοδιάνο τα τελευταία χρόνια υπήρξε ένα πλήρες λίφτινγκ που την έχει καταστήσει περισσότερο μια κλειστή ευρωπαϊκή αγορά σαν κι αυτές που συναντούμε -για παράδειγμα- στις ισπανικές πόλεις, στο δε Καπάνι υπάρχει προσπάθεια από τον δήμο Θεσσαλονίκης να στηριχθούν οι υποδομές, ώστε να διατηρηθεί ως μόνιμη υπαίθρια αγορά στο κέντρο μιας ευρωπαϊκού χαρακτήρα πόλης.
Το γεγονός ότι η κίνηση στις δύο αυτές εντελώς ιδιαίτερες αγορές της Θεσσαλονίκης δεν είναι η αναμενόμενη από τους επαγγελματίες που δραστηριοποιούνται, καθώς και ότι πολλά καταστήματα και στις δύο παραμένουν ξενοίκιαστα, δημιουργεί ερωτηματικά. Για τον πρόσθετο λόγο ότι και οι δύο βρίσκονται στην καρδιά του ιστορικού κέντρου της πόλης, όπου (υποτίθεται ότι) βρίσκεται το επίκεντρο του τουριστικού ενδιαφέροντος από τους ξένους επισκέπτες.
Ο προβληματισμός έγκειται στο γιατί δεν πηγαίνουν καλά η Μοδιάνο και το Καπάνι; Αλλά και κατά πόσον το ύφος των δύο αγορών συνάδει με τους σημερινούς ρυθμούς της Θεσσαλονίκης ή απλώς αντικατοπτρίζει το παρελθόν; Ένα παρελθόν που ενδεχομένως κάποιοι Θεσσαλονικείς αναπολούν -έως τα όρια της γραφικότητας-, αλλά μάλλον λιγότεροι επιλέγουν να το αξιοποιήσουν για να καλύψουν τις καθημερινές τους ανάγκες. Διότι τα σημεία της κάθε πόλης που με τουριστικούς όρους θεωρούνται ξεχωριστά, χαρακτηριστικά ή γραφικά και επομένως μπορούν να αποτελέσουν τοπόσημα και να προσελκύσουν επισκέπτες, αντλούν τη δυναμική τους πρωτίστως από την επισκεψιμότητα των ντόπιων κατοίκων. Κάτι που για την Μοδιάνο και το Καπάνι δεν ισχύει, αφού η παρουσία των Θεσσαλονικέων και στις δύο είναι χλιαρή.
Προφανώς η αγορά σε κάθε ελεύθερη οικονομία αποτελεί κάτι ολοζώντανο, που κινείται και πάλλεται καθημερινά. Οπότε αλλαγές συμβαίνουν. Ή τουλάχιστον μπορούν να συμβούν. Με βάση αυτόν τον κανόνα τόσο η Μοδιάνο, όσο και το Καπάνι δεν έχουν χάσει οριστικά τη μάχη, αλλά το… κλειδί που θα ξεκλειδώσει τη δυναμική τους αναζητείται. Το ζήτημα είναι εάν το κτιριακό λίφτινγκ και η αποκατάσταση των υποδομών αρκούν. Ειδικά όταν αφορούν σε καταστάσεις εκτός εποχής σίγουρα χρειάζεται κάτι περισσότερο. Διότι όσο πιο αυθεντικό είναι κάτι τόσο περισσότερο γοητεύει εαυτούς και αλλήλους. Για να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους: και στις δύο περιπτώσεις είναι σαφής η απόσταση ανάμεσα στην προσφορά και τη ζήτηση, όχι σε ποσοτικό ή ποιοτικό επίπεδο, αλλά με όρους χρονικούς. Και η Μοδιάνο και το Καπάνι προτείνουν κάτι που είναι όμορφο -για κάποιους και γοητευτικό-, αλλά έρχεται από το παρελθόν και αυτό (υποτίθεται ότι) είναι η δύναμή του. Μόνο που στην Θεσσαλονίκη του πρώτου τέταρτου του 21ου αιώνα μάλλον το ζητούμενο των καταναλωτών από την αγορά είναι διαφορετικό. Η Τσιμισκή, η Μητροπόλεως, η πλατεία Αριστοτέλους και τα πολλά καλά καταστήματα τροφίμων και εστίασης, που υπάρχουν όχι μόνο στο κέντρο, αλλά και στις γειτονιές, είναι οι μεγάλοι τους ανταγωνιστές, τουλάχιστον για τους μονίμους κατοίκους. Μόνο που αν δεν προσέλθουν οι Θεσσαλονικείς, θα μείνουν μακριά και οι επισκέπτες, οι οποίοι -όταν δεν είναι για κάποιον λόγο στοχοπροσηλωμένοι- ελκύονται από τον πολύ κόσμο και την ένταση των ανθρωπίνων δραστηριοτήτων. Γι’ αυτό -επί παραδείγματι- η Τσιμισκή δεν είναι ποτέ… ντεφορμέ, όπως άλλωστε ούτε τα παραδοσιακά με την έννοια της παρουσίας θαμώνων φαγάδικα ή ποτάδικα είναι άδεια.
Πολύ συχνά στη ζωή η διαφορά ανάμεσα στη θεωρεία και την πράξη είναι αρκετή, έως μεγάλη. Στη Θεσσαλονίκη των πολλαπλών και διαρκών καθυστερήσεων ο χρόνος σε πολλές περιπτώσεις… μπερδεύεται. Μια κίνηση με αναφορά στο παρελθόν και στόχευση στο μέλλον, που όμως καθυστερεί πολύ και αδικαιολόγητα είναι πιθανό να αστοχήσει. Επίσης, σε μια περίοδο κατά την οποία σε όλα τα επίπεδα της ζωής η έννοια της συλλογικής και κοινωνικής εμπειρίας τείνει να υπερκεράσει τις υποδομές και το λούστρο, κάποιες παρεμβάσεις, αν και απολύτως χρήσιμες για να αντιμετωπίσουν την αναπότρεπτη φθορά του χρόνου, πολύ δύσκολα θα ξαναδώσουν «πνοή πρωταθλητή» σε καταστάσεις με λαμπρό παρελθόν και αβέβαιο παρόν. Αυτό ισχύει για τους ανθρώπους, αλλά και για τα έργα των ανθρώπων, όταν προσπαθούν να αναγεννηθούν από τις στάχτες τους.
ΥΓ. Οι νόμοι της αγοράς -και της ζωής γενικότερα- απέχουν απ’ όσα γράφουν τα βιβλία που προσφέρουν στους αναγνώστες κυρίως το ταξίδι. Όπως και από τα ποιήματα, τις μουσικές και τα τραγούδια που γίνονται οχήματα νοσταλγίας.


