Οι ειδικοί προειδοποιούν για μια συνήθεια που μπορεί να αυξήσει την ένδειξη του αλκοτέστ, θέτοντάς μας σε κίνδυνο να αντιμετωπίσουμε βαριά πρόστιμα ακόμα και χωρίς να έχουμε καταναλώσει αλκοόλ.
Η οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλ παραμένει μια από τις πιο επικίνδυνες και διαδεδομένες παραβάσεις στους ελληνικούς δρόμους, με τις αρχές να εντείνουν τις προσπάθειες για την εξάλειψή της και αποτροπή τέτοιων φαινομένων στους ελληνικούς δρόμους.
Ο νέος Κώδικας Οδικής Κυκλοφορίας εισάγει ένα αυστηρότερο ρυθμιστικό πλαίσιο, προβλέποντας υψηλότερα πρόστιμα, μεγαλύτερες περιόδους αφαίρεσης άδειας οδήγησης και αυξημένες ποινικές συνέπειες για όσους εντοπίζονται να οδηγούν υπό την επήρεια. Πιο συγκεκριμένα, για επίπεδα αλκοόλ στο αίμα από 0,50 έως 0,80 g/l προβλέπεται πρόστιμο 350 ευρώ και αφαίρεση άδειας για 30 ημέρες, ενώ από 0,80 έως 1,10 g/l το πρόστιμο ανεβαίνει στα 700 ευρώ και η αφαίρεση άδειας στις 90 ημέρες.
Καθώς οι κυρώσεις γίνονται ολοένα και πιο αυστηρές, είναι σημαντικό να γνωρίζουμε ότι σε ορισμένες περιπτώσεις το αλκοτέστ μπορεί να δείξει θετικό αποτέλεσμα, ακόμα και χωρίς την παραμικρή κατανάλωση αλκοόλ.
Το φαινόμενο αυτό έχει καταγραφεί επανειλημμένα, προκαλώντας έκπληξη σε οδηγούς που βρέθηκαν αντιμέτωποι με ένδειξη στο αλκοολόμετρο παρά το γεγονός ότι δεν είχαν πιει καθόλου αλκοολ. Οι ειδικοί εξηγούν πως υπάρχουν συγκεκριμένοι παράγοντες που μπορούν να οδηγήσουν σε τέτοιο αποτέλεσμα, ακόμη χωρίς την κατανάλωση αλκοολούχων ποτών.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ένα περιστατικό στην Ισπανία, όπου μια νεαρή γυναίκα αποκάλυψε ότι «έγραψε» 0,11 στον αλκοολόμετρο κατά τη διάρκεια ελέγχου της Πολιτοφυλακής παρά το γεγονός ότι –όπως ισχυρίστηκε– δεν είχε πιει καθόλου αλκοόλ.
Ένας ειδικός στον τομέα της φαρμακευτικής έσπευσε να δώσει την επιστημονική εξήγηση, διευκρινίζοντας ότι είναι απολύτως δυνατό να προκύψει θετικό αποτέλεσμα χωρίς να έχει προηγηθεί κατανάλωση.
Σύμφωνα με τον ίδιο, ένας από τους συνηθέστερους λόγους είναι η χρήση στοματικών διαλυμάτων που περιέχουν αλκοόλ σε ποσοστά έως και 20%. Ο ειδικός επισημαίνει πως αν κάποιος χρησιμοποιήσει στοματικό διάλυμα λίγο πριν το τεστ, το αλκοόλ που περιέχει μπορεί να παραμείνει προσωρινά στην αναπνοή και να ανιχνευτεί από τη συσκευή, δίνοντας την εσφαλμένη εντύπωση ότι έχει γίνει κατανάλωση αλκοολούχου ποτού.
Αντίστοιχα, σπρέι για τον λαιμό μπορούν να έχουν την ίδια επίδραση, ενώ ακόμη και η κατανάλωση φαγητού που περιέχει αλκοόλ μπορεί να αφήσει υπολείμματα που ανεβάζουν το αποτέλεσμα της μέτρησης. Άλλωστε, η ανίχνευση αλκοόλ από τις συσκευές αλκοολομέτρησης βασίζεται στην ανάλυση της εκπνεόμενης αναπνοής, όπου μετρούνται οι ατμοί αλκοόλης που αποβάλλονται από τους πνεύμονες. Το αποτέλεσμα του αλκοτέστ επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες, όπως ο μεταβολισμός, το ύψος, το βάρος και η ηλικία του ατόμου.
Για αυτόν τον λόγο, ακόμα και χωρίς πραγματική κατανάλωση αλκοόλ, υπό ορισμένες συνθήκες το τεστ μπορεί να δείξει θετικό αποτέλεσμα. Ωστόσο, ο ειδικός επισημαίνει ότι, ακόμα και αν το τεστ δεν δείξει απόλυτο μηδέν, είναι πολύ δύσκολο να ξεπεραστεί το επιτρεπόμενο όριο που οδηγεί σε επιβολή προστίμου.
Σημειώνεται, τέλος, ότι ορισμένες ιατρικές παθήσεις μπορούν να προκαλέσουν ψευδώς θετικά αποτελέσματα στο αλκοτέστ. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το σύνδρομο αυτοζύμωσης, μια σπάνια διαταραχή κατά την οποία ο οργανισμός παράγει αιθανόλη εσωτερικά, κατά τη διαδικασία πέψης των υδατανθράκων.
Μάλιστα, στην περίπτωση αυτή, ο οδηγός μπορεί να εμφανίσει και πραγματικά συμπτώματα μέθης, καθιστώντας την οδήγηση επικίνδυνη.