Εξαιρετικά αξιόπιστο» χαρακτήρισε το self test ο επιδημιολόγος και μέλος της επιτροπής εμπειρογνωμόνων του υπουργείου Υγείας, Γκίκας Μαγιορκίνης, την Τετάρτη το απόγευμα, κατά την τακτική ενημέρωσης του υπουργείου Υγείας για την πορεία της πανδημίας στη χώρα.
ΓΡΑΦΕΙ Ο ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΙΔΗΣ
Ειδικότερα, κληθείς να τοποθετηθεί στο γεγονός ότι αρκετοί ειδικοί ισχυρίζονται ότι τα αποτελέσματα των self test μπορεί να βγουν ψευδώς αρνητικά σε πολύ μεγάλο ποσοστό, απάντησε: «Τα συγκεκριμένα self test τα έχουμε επιλέξει ώστε να δίνουν μικρό αριθμό ψευδώς αρνητικών. Με τα στοιχεία που έχουμε, αν θεωρήσουμε ότι ο επιπολασμός αυτή τη στιγμή, που δεν είναι τόσο, είναι 1% στον πληθυσμό, η πιθανότητα να βγει ένα ψευδώς αρνητικό είναι λιγότερο από 1 στα 1.000. Άρα, λοιπόν, μιλάμε για πολύ σπάνια γεγονότα και αυτά αποδεικνύονται από τα επιμέρους στοιχεία των συγκεκριμένων τεστ. Οπότε, είναι εξαιρετικά αξιόπιστο το αρνητικό αποτέλεσμα που παίρνουμε σε αυτή τη φάση, αλλά και σε περιπτώσεις που θα ήταν υψηλότερος ο επιπολασμός».
Τι λένε ειδικοί και επιστήμονες
Λίγες μέρες νωρίτερα και μετά την ανακοίνωση της κυβέρνησης για την εφαρμογή των self test από τους πολίτες, με αφορμή το άνοιγμα των λυκείων, η Ελληνική Εταιρεία Ιατρικής Βιοπαθολογίας / Εργαστηριακής Ιατρικής, οι επαγγελματίες υγείας κατ’ εξοχήν ασχολούμενοι με την μοριακή ανίχνευση του SARS-CoV-2 και την ανίχνευση αντισωμάτων για την λοίμωξη COVID-19, μέλη της οποίας συμμετέχουν και στην επιτροπή, δήλωσε την κάθετη αντίθεση της, τονίζοντας τη μη αξιοπιστία τους και τους κινδύνους τόσο για τη δημόσια υγεία, όσο και για την επιδημιολογική παρατήρηση.
Η αντίθεση δε, των επαγγελματιών υγείας κατ’ εξοχήν ασχολούμενων με την μοριακή ανίχνευση του SARS-CoV-2 και την ανίχνευση αντισωμάτων για την λοίμωξη COVID-19, είναι τόσο απόλυτη που η Ένωση Βιοπαθολόγων προσέφυγε στη Δικαιοσύνη για τον κίνδυνο διασποράς του ιού από την χρήση των self-test από τους πολίτες.
Την ανησυχία του για τα self test εξέφρασε και ο Αθανάσιος Εξαδάκτυλος, πρόεδρος του Πανελλήνιου Ιατρικού Συλλόγου και μέλος της επιτροπής του υπουργείου Υγείας για τον κορονοϊό. Ο κ. Εξαδάκτυλος που ήταν αντίθετος με το άνοιγμα των Λυκείων τη συγκεκριμένη στιγμή, εξέφρασε ανησυχία για τα self test,επισημαίνοντας ότι η δειγματοληψία είναι μια δυσάρεστη διαδικασία και υπάρχει ο κίνδυνος να μη γίνεται σωστά, δηλαδή να μη χρησιμοποιείται κατάλληλα η μπατονέτα. «Όπλο δεν είναι, είναι χρήσιμο εργαλείο εφόσον γίνει σωστά και δηλώνετε ειλικρινά. Αν εναποθέσουμε όλες τις ελπίδες μας στα self test θα στενοχωρηθούμε στο τέλος» ανέφερε.
Το παράδειγμα του κ. Μαγιορκίνη και το παράδειγμα των σχολείων
«Αν θεωρήσουμε ότι ο επιπολασμός αυτή τη στιγμή είναι 1% στον πληθυσμό, η πιθανότητα να βγει ένα ψευδώς αρνητικό είναι λιγότερο από 1 στα 1.000» ισχυρίστηκε ο κ. Μαγιορκίνης, τεκμηριώνοντας με αυτόν τον τρόπο τη θέση του για την αξιοπιστία των self test. Το παράδειγμά του ωστόσο προσκρούει σε ό,τι διαπιστώθηκε από τη διενέργεια των πρώτων self test σε μαθητές και καθηγητές ενόψει της επαναλειτουργίας των λυκείων της χώρας.
H μεγάλη απόκλιση ανάμεσα στον δείκτη θετικότητας που παρατηρήθηκε από τη διενέργεια των self test σε σχέση με αυτήν που ανακοινώνει ο ΕΟΔΥ, προκάλεσε μάλιστα ιδιαίτερο προβληματισμό. Συγκεκριμένα, έγιναν 245.093 self tests και σύμφωνα με τις πληροφορίες από τους αυτοδιαγνωστικούς ελέγχους, τα θετικά ήταν 613. Το ποσοστό θετικότητας των self tets δηλαδή ήταν 0,25%. Την ίδια μέρα, σύμφωνα με τον ΕΟΔΥ, σε πανελλαδικό επίπεδο η θετικότητα ανήλθε σε 7,77% (διενεργήθηκαν 6.988 μοριακά τεστ και 13.684 rapid test).
Όπως εξηγούν υγειονομικοί στο tvxs.gr, ο κ. Μαγιορκίνης «πήρε ένα παράδειγμα μιας νόσου με επιπολασμό 1% κι ένα τεστ με ευαισθησία 50%, που γίνεται σε 250.000 ανθρώπους, επιχειρεί δηλαδή να αποκαλύψει τους περίπου 2.500 πάσχοντες. Αγνόησε ότι εν προκειμένω εντοπίσθηκαν μόνο 600 κι άρα μας λείπουν 1900. Επί των 250.000 ανθρώπων είναι πράγματι λίγο κάτω ή λίγο πάνω από 1 προς 1000. Ενδεχομένως όμως υπάρχουν 1900 ψευδώς αρνητικά. Φυσικά ο αριθμός αυτός δεν σημαίνει απολύτως τίποτε κι ούτε έχει καμία έννοια επιστημονικού συμπεράσματος, πέραν των αναγκών προπαγάνδας. Αν μάλιστα είχε πάρει μια ακόμη σπανιότερη νόσο, τότε η περίπτωση του ψευδώς αρνητικού θα ήταν ακόμη σπανιότερη και το τεστ του άριστο. Πόσοι πιστεύουν ότι μόνο 600 είναι οι θετικοί στις 250.000 που αυτοελέχθηκαν; Τότε όλη η Ελλάδα θα είχε 24.000, δηλαδή όσα περίπου είναι η εβδομαδιαία συλλογή του ΕΟΔΥ».
Θα μπορούσε να είναι επιστημονικό παράδοξο, και ως τέτοιο να το υπερασπίζεται ο κ. Μαγιορκίνης. Δεν είναι εξάλλου η πρώτη φορά. Ενόψει του πρώτου ανοίγματος των σχολείων τον περασμένο Σεπτέμβριο όταν ρωτήθηκε για το πώς πρέπει να ανοίξουν τα σχολεία και αν θα ήταν ασφαλέστερο να αυξηθεί ο αριθμός των , ο κ. Μαγιορκίνης ισχυρίστηκε, προκαλώντας αίσθηση, «δεν έχουμε μεγάλο κέρδος αυξάνοντας τις τάξεις και μειώνοντας τους μαθητές, ούτε σε επιδημιολογικό επίπεδο ούτε σε επίπεδο εκπαιδευτικό. Τα μοντέλα δείχνουν ότι δεν υπάρχει δραματική αλλαγή στην μετάδοση σταγονιδίων, αν υπάρχει μικρότερος αριθμός μαθητών. Δεν αλλάζει δηλαδή η αερογενής μετάδοση».
Παραβιάζοντας ωστόσο επανειλημμένα και την κοινή λογική και τον κοινό τόπο μεγάλου μέρους της επιστημονικής κοινότητας που κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για τη δημόσια υγεία, αγγίζει τα όρια της επιστημονικής αναίδειας.