18 Ιουνίου 1913 | η Θεσσαλονίκη περνά de facto στον έλεγχο των Ελλήνων | Βαλκανικοί πόλεμοι

Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι, υπήρξαν καταλυτικοί για το μικρό και σχετικά ανίσχυρο (έναντι των Βαλκάνιων γειτόνων του πλην του Μαυροβουνίου), Ελληνικό Βασίλειο εκείνης της περιόδου.

Για πρώτη φορά μετά το 1881, μέσω του πολέμου η Ελλάδα κατορθώνει να προσαρτήσει «καινές γαίες» και ουσιαστικά να υπερδιπλασιάσει το έδαφος της, επιδεικνύοντας παράλληλα αδιαμφισβήτητη κυριαρχία στη θάλασσα.

Οι περισσότεροι από εμάς γνωρίζουμε για τα σημαντικά γεγονότα των δύο πολέμων: Την είσοδο του θωρηκτού Αβέρωφ στα Δαρδανέλια, την παράτολμη, γενναία ενέργεια του Νικολάου Βότση να πυρπολήσει το Τούρκικο Θωρηκτό «Φετχι Μπουλέντ» στο ναρκοθετημένο λιμάνι της Οθωμανοκρατούμενης τότε Θεσσαλονίκης, τη μάχη των Γιαννιτσών.

Ωστόσο, πολλά είναι κι εκείνα τα γεγονότα τα οποία, συχνά αφήνονται απ’ έξω από το σύνολο της ιστορικής αφήγησης των Βαλκανικών Πολέμων και ουσιαστικά παραμένουν άγνωστα για το ευρύ κοινό.

Ένα από αυτά είναι η de facto μετάβαση του ελέγχου της πόλης της Θεσσαλονίκης στον ελληνικό στρατό κατ’ αποκλειστικότητα, η οποία συνέβη στις 18 Ιουνίου του 1913.

Το γνώριμο ιστορικό πλαίσιο απελευθέρωσης της Θεσσαλονίκης

Κάθε χρόνο, στις 26 Οκτωβρίου, στη γιορτή του Αγίου Δημητρίου γιορτάζουμε την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, μετά από αιώνες οθωμανικής κυριαρχίας. Τι σημαίνει όμως αυτό στην πραγματικότητα;

Απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης 18 Ιουνίου 1913 | Βαλκανικοί πόλεμοι
Η είσοδος του Βασιλιά Γεωργίου και του διαδόχου Κωσταντίνου στη Θεσσαλονίκη την 29η Οκτωβρίου 1912

Με τον ελληνικό στρατό να προελαύνει προς τη Θεσσαλονίκη, έπειτα από εντολή του τότε πρωθυπουργού, Ελευθερίου Βενιζέλου προς τον αρχιστράτηγο Κωνσταντίνο, ο Οθωμανός διοικητής της πόλης, Χασάν Ταχσίν πασάς, αποφασίζει να την παραδώσει αμαχητί στους Έλληνες. 

Οι πληροφορίες που είχε το ελληνικό στρατηγείο για ταυτόχρονη προέλαση των Βουλγάρων από τα Ανατολικά προς την πόλη, αναγκάζουν τον Κωνσταντίνο, μετά τη νικηφόρα μάχη των Γιαννιτσών να κατευθυνθεί τάχιστα προς τη Θεσσαλονίκη.

Μετά τη διάβαση του Αξιού, αποφασίζει να στρατοπεδεύσει στη Βίλα Τόψιν, στο σημερινό Μουσείο Βαλκανικών πολέμων στη Γέφυρα της Χαλκηδώνας και να αναζητήσει μία σύντομη δίοδο για να εισέλθει πρώτος στην πόλη.

Τόσο ο κατά γενική ομολογία φιλέλληνας Ταχσίν πασάς, όσο και ο Κωνσταντίνος, δεν επιθυμούσαν να διαβούν την οδό των όπλων για τη διευθέτηση του ζητήματος.

Ο Οθωμανός αξιωματούχος, διαβλέποντας την αδυναμία του στρατεύματος του να υπερασπιστεί την πόλη απέναντι σε ένα πολυάριθμο και ενωμένο Ελληνοβουλγαρικό συνασπισμό αλλά και δεχόμενος πιέσεις Ευρωπαίων αξιωματούχων να μην καταστραφεί η πλουσιότερη και πιο εκβιομηχανοποιημένη πόλη των Βαλκανίων, δέχθηκε την πρόταση του Κωνσταντίνου για άνευ όρων παράδοση.

Το βράδυ της 26ης Οκτωβρίου του 1912, οι πληρεξούσιοι αξιωματικοί Ιωάννης Μεταξάς και Βίκτωρ Δούσμανης μεταβαίνουν στο Διοικητήριο της Θεσσαλονίκης και υπογράφουν τα σχετικά πρωτόκολλα παράδοσης της πόλης στον ελληνικό στρατό.

Το πρωί της 27ης Οκτωβρίου εισήλθαν στη Θεσσαλονίκη δύο τάγματα ευζώνων και ύψωσαν την ελληνική σημαία στο Διοικητήριο, ενώ οι υπόλοιπες ελληνικές δυνάμεις άρχισαν να λαμβάνουν θέσεις στα υψώματα γύρω από την πόλη.

Στις 28 Οκτωβρίου 1912 ο Κωνσταντίνος εισήλθε με το επιτελείο του στη Θεσσαλονίκη. Η πόλη είχε φαινομενικά περάσει στον έλεγχο των Ελλήνων.

Απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης 18 Ιουνίου 1913 | Βαλκανικοί πόλεμοι
Η υπογραφή παράδοσης της Θεσσαλονίκης, Μουσείο Βαλκανικών Πολέμων

Την ίδια μέρα ωστόσο, κατέφθασαν έξω από τη Θεσσαλονίκη και οι Βούλγαροι. Ο επικεφαλής της μεραρχίας τους στρατηγός Τεοντορόφ ζήτησε να εισέλθει στην πόλη για να στρατοπεδεύσει.

Εισέπραξε όμως την αρνητική απάντηση του Κωνσταντίνου και ύστερα από διαπραγματεύσεις, επιτράπηκε να μπουν στην πόλη για ολιγοήμερη ανάπαυση δύο τάγματα με επικεφαλής τους Βούλγαρους πρίγκιπες Βόρι και Κύριλλο.

Επικράτησε, όμως, σύγχυση και τελικά εισήλθε στη Θεσσαλονίκη ένα ολόκληρο βουλγαρικό σύνταγμα.

Θα περίμενε κανείς πως το συγκεκριμένο γεγονός δε θα ήταν κάτι περισσότερο από μία παραφωνία στην όλη ελληνική επιχείρηση απελευθέρωσης της Θεσσαλονίκης. Ωστόσο η είσοδος τμήματος του Βουλγαρικού στρατού στην πόλη, λειτούργησε αρνητικά για τις ελληνικές αξιώσεις.

Ο Α’ Βαλκανικός τελειώνει χωρίς συμφωνία για το ποιος κατέχει τη Θεσσαλονίκη

Ο Α’ Βαλκανικός Πόλεμος τελείωσε επίσημα με τη συνθήκη του Λονδίνου στις 17 Μαϊου 1913, η οποία περιλάμβανε μεταξύ άλλων την παραχώρηση στις χώρες του Βαλκανικού Συνασπισμού όλων των εδαφών δυτικά της Γραμμής Αίνου-Μηδείας και την παραχώρηση της Κρήτης στους Συμμάχους.

Δύο μέρες αργότερα υπογράφτηκε στην Θεσσαλονίκη η Ελληνοσερβική συνθήκη συμμαχίας και συνεργασίας.

Η τύχη της Θεσσαλονίκης όμως δεν διευθετούνταν επίσημα από καμία συνθήκη. Οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν έσπευσαν να αναγνωρίσουν το γεγονός της κατάληψης της πόλης από τον ελληνικό στρατό, για λόγους που σχετίζονται με τα δικά τους συμφέροντα. Το ίδιο έκανε και μερίδα των Εβραίων της πόλης οι οποίοι οραματίζονταν μια αυτόνομη Θεσσαλονίκη. Οι Γερμανοί και οι Αυστριακοί ήταν υπέρ της διεθνοποίησης της πόλης.

Η έλλειψη Ελληνοβουλγαρικής συμφωνίας για την διανομή των νέων εδαφών παράλληλα, αποτελούσε αγκάθι στο να επέλθει μία συμφωνία μεταξύ των δύο χωρών για τον έλεγχο της πόλης. Ας μην ξεχνάμε σε αυτό το σημείο πως το Βουλγαρικό στοιχείο ήταν ισχυρό στον πληθυσμό της πόλης. Η Θεσσαλονίκη των αρχών του 20ου αιώνα ήταν μία πολυπρισματική κοινωνία.

Ελληνοβουλγαρική κυριαρχία στη Θεσσαλονίκη

Αν και ο ελληνικός στρατός ήταν το κυρίαρχο στρατιωτικό σώμα μέσα στην πόλη, δεν ήταν το μοναδικό. Αυτό που ακολούθησε επομένως ήταν μία ελληνική κυριαρχία στην πόλη, με την ενεργή παρουσία όμως βουλγαρικών στρατιωτικών σωμάτων στα ενδότερα της πόλης. Στην πραγματικότητα μιλάμε για ελληνοβουλγαρικό έλεγχο της πόλης

Απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης 18 Ιουνίου 1913 | Βαλκανικοί πόλεμοι
Φωτογραφία Έλληνα (αριστερά) και Βούλγαρου (δεξιά) φρουρού στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, κατά την περίοδο της από κοινού κατοχής πριν από το ξέσπασμα του πολέμου

Οι Βούλγαροι από την 28η Οκτωβρίου 1912 λοιπόν, έως και την ημέρα της αποχώρησης τους από την πόλη, θα δήλωναν εμφαντικά παρόντες στις εξελίξεις στη Μακεδονία. Χρειάστηκαν περίπου 8 μήνες για να επέλθει λύση στο ζήτημα και αυτή δεν ήρθε ειρηνικά.

Β’ Βαλκανικός Πόλεμος: Το τοπίο ξεκαθαρίζει

 

Στις απαρχές του Β’ Βαλκανικού πολέμου, τα βουλγαρικά στρατεύματα προέβησαν σε ακρότητες κατά των ελληνικών πληθυσμών της Μακεδονίας.

Οι συγκεντρώσεις βουλγαρικών στρατευμάτων σε ευαίσθητα σημεία της Μακεδονίας παράλληλα, προκάλεσαν την αντίδραση της Ελλάδας, η οποία δια του πρεσβευτή της στη Σόφια, εξέδωσε διακοίνωση προς τη βουλγαρική κυβέρνηση στις 12 Ιουνίου 1913. Η βουλγαρική κυβέρνηση όχι μόνο απέρριψε τη διακοίνωση, αλλά το απόγευμα της 16ης Ιουνίου διέταξε τα στρατεύματά της να επιτεθούν κατά των ελληνικών αποσπασμάτων στη Νιγρίτα και το Παγγαίο όρος.

Η αντίδραση της Ελλάδας ήταν άμεση και αποφασιστική. Ο Β’ Βαλκανικός Πόλεμος ήταν πλέον γεγονός. Ο Βενιζέλος ζήτησε από τον αρχιστράτηγο βασιλιά Κωνσταντίνο να αναληφθεί γενική αντεπίθεση, με πρώτο μέτρο την εκκαθάριση της Θεσσαλονίκης από τις στρατωνιζόμενες εκεί βουλγαρικές μονάδες, που ανέρχονταν σε 1.500 άνδρες.

Οι Βούλγαροι αρνήθηκαν να αποσυρθούν από την πόλη και τότε ανέλαβε δράση η ΙΙ Μεραρχία Πεζικού υπό τον υποστράτηγο Καλάρη, η οποία ύστερα από ολονύκτια συμπλοκή τους εξανάγκασε να παραδοθούν στις 18 Ιουνίου. Πριν την παράδοση τους ωστόσο, τόσο Βούλγαροι στρατιώτες όσο και Βούλγαροι κάτοικοι της Θεσσαλονίκης προέβησαν σε ακρότητες κατά του ελληνικού στοιχείου μέσα στην πόλη με δολοφονίες και πυρπολήσεις κατοικιών.

Η επιχείρηση εκκαθάρισης της Θεσσαλονίκης στοίχισε στις ελληνικές δυνάμεις 18 νεκρούς και 17 τραυματίες, ενώ οι απώλειες των Βουλγάρων ανήλθαν σε 60 νεκρούς, 17 τραυματίες και 1.360 αιχμαλώτους.

Οι Βούλγαροι από την 28η Οκτωβρίου 1912 λοιπόν, έως και την ημέρα της αποχώρησης τους από την πόλη, θα δήλωναν εμφαντικά παρόντες στις εξελίξεις στη Μακεδονία. Χρειάστηκαν περίπου 8 μήνες για να επέλθει λύση στο ζήτημα και αυτή δεν ήρθε ειρηνικά. Β’ Βαλκανικός Πόλεμος: Το τοπίο ξεκαθαρίζει Στις απαρχές του Β’ Βαλκανικού πολέμου, τα βουλγαρικά στρατεύματα προέβησαν σε ακρότητες κατά των ελληνικών πληθυσμών της Μακεδονίας. Οι συγκεντρώσεις βουλγαρικών στρατευμάτων σε ευαίσθητα σημεία της Μακεδονίας παράλληλα, προκάλεσαν την αντίδραση της Ελλάδας, η οποία δια του πρεσβευτή της στη Σόφια, εξέδωσε διακοίνωση προς τη βουλγαρική κυβέρνηση στις 12 Ιουνίου 1913. Η βουλγαρική κυβέρνηση όχι μόνο απέρριψε τη διακοίνωση, αλλά το απόγευμα της 16ης Ιουνίου διέταξε τα στρατεύματά της να επιτεθούν κατά των ελληνικών αποσπασμάτων στη Νιγρίτα και το Παγγαίο όρος. Η αντίδραση της Ελλάδας ήταν άμεση και αποφασιστική. Ο Β' Βαλκανικός Πόλεμος ήταν πλέον γεγονός. Ο Βενιζέλος ζήτησε από τον αρχιστράτηγο βασιλιά Κωνσταντίνο να αναληφθεί γενική αντεπίθεση, με πρώτο μέτρο την εκκαθάριση της Θεσσαλονίκης από τις στρατωνιζόμενες εκεί βουλγαρικές μονάδες, που ανέρχονταν σε 1.500 άνδρες. Οι Βούλγαροι αρνήθηκαν να αποσυρθούν από την πόλη και τότε ανέλαβε δράση η ΙΙ Μεραρχία Πεζικού υπό τον υποστράτηγο Καλάρη, η οποία ύστερα από ολονύκτια συμπλοκή τους εξανάγκασε να παραδοθούν στις 18 Ιουνίου. Πριν την παράδοση τους ωστόσο, τόσο Βούλγαροι στρατιώτες όσο και Βούλγαροι κάτοικοι της Θεσσαλονίκης προέβησαν σε ακρότητες κατά του ελληνικού στοιχείου μέσα στην πόλη με δολοφονίες και πυρπολήσεις κατοικιών. Η επιχείρηση εκκαθάρισης της Θεσσαλονίκης στοίχισε στις ελληνικές δυνάμεις 18 νεκρούς και 17 τραυματίες, ενώ οι απώλειες των Βουλγάρων ανήλθαν σε 60 νεκρούς, 17 τραυματίες και 1.360 αιχμαλώτους.
Αιχμάλωτοι Βούλγαροι στρατιώτες διερχόμενοι την αψίδα του Γαλέριου. Θεσσαλονίκη, 1913

Από τη 18η Ιουνίου 1913 λοιπόν επανεκκινεί επίσημα η ελληνική περίοδος της Θεσσαλονίκης.

Παρόλο που ο ελληνικός στρατός εισήλθε θριαμβευτής την 26 Οκτωβρίου του 1912 στην πόλη, η 18η Ιουνίου 1913 ήταν η ημέρα που οι Έλληνες έμειναν μόνοι κυρίαρχοι στον έλεγχο της. Η Βουλγαρία αναγκάστηκε να δεχτεί την εξαίρεση της από τον έλεγχο της Θεσσαλονίκης, ηττημένη, απομονωμένη και δίχως συμμάχους εξαιτίας του πολέμου.

Το γεγονός σφραγίστηκε με τη συνθήκη του Βουκουρεστίου στις 28 Ιουλίου 1913 με την οποία έληξε και τυπικά ο Β’ Βαλκανικός Πόλεμος.

Ιωάννης Γκουμάκης

Μοίρασε το άρθρο!