Τρεις νέες συγκρούσεις στη θέση ενός πολέμου που τέλειωσε

Ο πόλεμος που έχει καταστρέψει τη Συρία τα τελευταία πέντε χρόνια βαίνει στο τέλος του. Το «χαλιφάτο» που ανακήρυξε ο Αμπού Μπακρ αλ-Μπαγκντάντι, ο αρχηγός της τρομοκρατικής οργάνωσης «Ισλαμικό Κράτος του Ιράκ και του Λεβάντε», στις 29 Ιουνίου του 2014 από την Μοσούλη του Ιράκ και το οποίο εξαπλώθηκε τάχιστα σε μεγάλο μέρος του Ιράκ και της Συρίας, περιορίστηκε σε λίγα τετραγωνικά μέτρα στην Μπαγκχούζ, στην κοιλάδα του ποταμού Ευφράτη της Συρίας. Ύστερα από ένα σφυροκόπημα των κουρδικών δυνάμεων, οι Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις ανακοίνωσαν ότι εξουδετέρωσαν τον ISIS. Παράλληλα, η σουνιτική εξέγερση ενάντια στον Μπασάρ αλ-Άσαντ έχει ήδη τελειώσει, ηττημένη. Αυτό που απομένει είναι το στρατιωτικό σκέλος του τουρκικού σχεδίου μετατροπής μιας περιοχής στη βορειοδυτική Συρίας σε ένα είδος τουρκικού «προτεκτοράτου».

Τρεις εν δυνάμει πόλεμοι

Ωστόσο, στη θέση αυτού του πολέμου με τα δύο σκέλη, αναδύονται τρεις εν δυνάμει νέοι πόλεμοι, με ξεχωριστά χαρακτηριστικά, αλλά με ίδιο παρανομαστή με τους παλιούς: Τον αδυσώπητο ανταγωνισμό των μεγάλων δυνάμεων – κυρίως των ΗΠΑκαι της Ρωσίας – για τον έλεγχο των ενεργειακών πηγών και δρόμων της ευρύτερης περιοχής της Μέσης Ανατολής.

Σύμφωνα με το Foreign Policy αυτοί οι πόλεμοι «ζυμώνονται»:

  1. Στην ελεγχόμενη από το καθεστώς Άσαντ περιοχή – την εξασφάλιση της οποίας εγγυάται η Ρωσία
  2. Στην περιοχή ανατολικά του ποταμού Ευφράτη που ελέγχεται από τις Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις (SDF), οι οποίες αποτελούνται πρωτίστως από Κούρδους μαχητές που προστατεύονται από τις ΗΠΑ
  3. Στην περιοχή που ελέγχεται από τους Τούρκους και τους Σουνίτες συμμάχους τους στην επαρχία Ινλίμπ.

Σύμφωνα με την ανάλυση του Foreign Policy, ο Άσαντ με τους Ρώσους ελέγχουν περίπου το 60% της επικράτειας της χώρας, οι SDF το 30% και οι Τούρκοι με τους Σουνίτες περίπου το 10%. Κάθε μία από αυτές τις περιοχές αποτελεί πλέον το πεδίο ενός πολέμου, των οποίων οι πλευρές υποστηρίζονται από γειτονικούς θύλακες. Το πιο εύθραυστο από τα τρία παραπάνω πεδία, τόσο όσον αφορά στις εσωτερικές διαδικασίες, όσο και στις σχέσεις με τις εξωτερικές δυνάμεις, είναι η τουρκική-σουνιτική περιοχή. Το νότιο τμήμα αυτής της περιοχής ελέγχεται σήμερα στο σύνολό του από την Χαγιάτ Ταχρίρ αλ-Σαμ («Οργάνωση για την Απελευθέρωση του Λεβάντε») η οποία είναι ουσιαστικά το συριακό παρακλάδι της Αλ Κάιντα.

Βάσει της συμφωνίας του Σότσι τον Σεπτέμβριο του 2018 μεταξύ Πούτιν και Ερντογάν, η εν λόγω περιοχή έχει αποκλειστεί από μια πιθανή επέκταση των κυβερνητικών δυνάμεων της Δαμασκού. Όμως, ενώ δεν επίκειται χερσαία ανάπτυξη κυβερνητικού στρατού εκεί, οι επαρχίες Ιντλίμπ και Χάμα υφίστανται καθημερινά βομβαρδισμό από το κυβερνητικό πυροβολικό. Βορειότερα, στο πρώην κουρδικό καντόνι της Αφρίν, οι Τούρκοι και οι σύμμαχοί τους αντιμετωπίζουν μια εξέγερση, υποστηριζόμενη από τις Μονάδες Προστασίας του Λαού, τις διάσημες YPG. Πρόσφατες αναφορές σε μέσα όπως το Bellingcat και το al-Monitor, κατέγραψαν 220 επιθέσεις εναντίον των τουρκικών δυνάμεων κατοχής στην Αφρίν, από τα τέλη Μαρτίου του 2018 έως τα τέλη Ιανουαρίου, με τη μορφή ενέδρας, βομβιστικών επιθέσεων και εκτελέσεων συνεργατών των κατοχικών δυνάμεων. Περίπου 100 άνθρωποι σκοτώθηκαν τον τελευταίο μήνα, σύμφωνα με την έκθεση του Bellingcat. Οι επιθέσεις άρχισαν τον Ιανουάριο του 2018, αμέσως μετά την εισβολή της Τουρκίας στην περιοχή, στο πλαίσιο της επιχείρησης «Κλάδος Ελαίας», η οποία είχε στόχο την εκδίωξη του Κούρδων από την Αφρίν. 

Η ελεγχόμενη από τις ΗΠΑ και τις Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις περιοχή ανατολικά του Ευφράτη είναι επίσης πεδίο συγκρούσεων οι οποίες, σύμφωνα με την αμερικανική ιστοσελίδα «κατευθύνονται από το εξωτερικό». Σύμφωνα με το Συριακό Παρατηρητήριο για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, από τον Αύγουστο του 2018 σκοτώθηκαν 236 μαχητές των Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων, άμαχοι, εργάτες στις πετρελαϊκές εγκαταστάσεις και αξιωματούχοι, σε περιστατικά που δεν σχετίζονταν με τη βασική μάχη κατά του Ισλαμικού Κράτους. Οι εκτελέσεις έχουν γίνει στις επαρχίες Ράκκα, Χαλέπι, Χασάκα και Ντέιρ αλ-Ζορ, οι οποίες ελέγχονται πλήρως ή εν μέρει από τους Κούρδους συμμάχους των ΗΠΑ.

Οι Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις κατηγορούν την Τουρκία για τις ενέργειες αυτές αλλά και για προηγούμενες δολοφονίες, όπως αυτή του εξέχοντος Κούρδου αξιωματικού Ομάρ Αλούς, τον Μάρτιο του 2018 και του Σεΐχ Μπασίρ Φαϊσάλ αλ-Χουβέιντι, ηγέτη της συμμαχικής με τις SDF φυλής των Σαμάρ, στην Ράκκα, τον Νοέμβριο του 2018. Ωστόσο, υπάρχουν και άλλοι πιθανοί ύποπτοι, συμπεριλαμβανομένων της Δαμασκού (ή των Ιρανών συμμάχων της) ή του Ισλαμικού Κράτους.

Ελέγχοντας… το χάος

Η περιοχή που ελέγχεται από την Δαμασκό είναι μακράν η πιο ασφαλής από τις τρεις άλλες. Ο Σύριος πρόεδρος Μπαράρ αλ Ασαντ δεν αντιμετωπίζει πλέον κάποια σοβαρή απειλή της εξουσίας του στο μεγαλύτερο μέρος της της Συρίας. Αλλά και στις περιοχές που ελέγχονται από το καθεστώς, η κατάσταση δεν είναι εντελώς ξεκάθαρη. Ένα χαοτικό σύνολο δυνάμεων διατηρεί κάποια εξουσία ή μια μορφή επιρροής σε διάφορες ζώνες. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται οι τοπικές και ξένες πολιτοφυλακές που ευθυγραμμίζονται με το Ιράν, η ρωσική στρατιωτική αστυνομία, η λιβανέζικη Χεζμπολάχ και, φυσικά, διάφορες ανταγωνιστικές, μεταξύ του, δομές ασφαλείας του συριακού κράτους. Αυτές οι δυνάμεις συνεργάζονται μεν υπό την «ομπρέλα» της Δαμασκού, αλλά τα συμφέροντά τους δεν ευθυγραμμίζονται πλήρως.

Αυτό το χάος έδωσε προφανώς χώρο στην εμφάνιση μιας μικρής αντικαθεστωτικής ομάδας στην «ανυπάκουη» επαρχία Νταράα στα νοτιοδυτικά. Από τον Νοέμβριο του 2018, μια ομάδα που ονομάζεται «Λαϊκή Αντίσταση» και η οποία φαίνεται να αποτελείται από πρώην αντικαθεστωτικούς, μη τζιχαντιστές μαχητές, έχει πραγματοποιήσει μια σειρά βομβιστικών επιθέσεων σε κυβερνητικές εγκαταστάσεις κς και επιθέσεις σε στρατιωτικά σημεία ελέγχου. Η τελευταία από αυτές τις επιθέσεις έγινε σε στρατιωτικό σημείο ελέγχου στις 6 Φεβρουαρίου, με το σχετικό βίντεο να κυκλοφορεί στο διαδίκτυο.

Μπορεί τα παραπάνω να μην αποτελούν ξεχωριστά μια πραγματική απειλή ενός ή περισσότερων μεγάλης κλίμακας συγκρούσεων, ωστόσο, η πρόσφατη πείρα δείχνει, ότι, τόσο στην Συρία, όσο και σε άλλα σημεία του πλανήτη, τα μισά από αυτά αρκούσαν για ένα ευρύ αιματοκύλισμα. Συνεπώς, μπορεί ο φανερός πόλεμος στην Συρία να τελειώνει, αλλά η ειρήνη είναι ακόμη μακριά.

Μοίρασε το άρθρο!