«Τρία βιβλία του Μίκη Θεοδωράκη» κριτική της Ανθούλας Δανιήλ

 

mikis-ianos-cover

Τα θυμάμαι όλα δεν ξεχνώ τίποτε
Κάθε φορά που σκέφτομαι τον Μίκη Θεοδωράκη, ειδικά τώρα που πέρασαν τα χρόνια, δεν μπορώ να μη θυμηθώ εκείνη την υπερήφανη στάση που κράτησε στο δικαστήριο και την υπερήφανη φράση που απηύθυνε στον Άγγλο επίτροπο-εισαγγελέα Μάσον ο Πολυζωίδης, στην περίφημη δίκη των δικαστών. Πολυζωίδης και Τερτσέτης δικάζονται γιατί αρνήθηκαν να καταδικάσουν σε θάνατο τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και τον Γεώργιο Πλαπούτα. Ναύπλιο, 1834. Λέει ο Πολυζωίδης στον Μάσον, για τον Κολοκοτρώνη: «Αν μη αυτός ο Έλληνας, που κρατώντας πενήντα χρόνους το ντουφέκι δημιούργησε ελευθερία και πατρίδα, πού θα ’βρισκες τόπον, Επίτροπε, να σταθείς για ν’ απαγγείλεις το κατηγορητήριόν σου; Ποιος είσαι συ; ΑΥΤΟΣ ΕΙΝΑΙ Η ΕΛΛΑΔΑ, κύριε Μάσον!» (από την ταινία του Πάνου Γλυκοφρύδη, Η δίκη των δικαστών, 1974).

Αυτός, ο Γέρος του Μοριά, με το ντουφέκι στο χέρι, μου θυμίζει τον Μίκη, μόνο που ο Μίκης πέρασε περισσότερα από 70 χρόνια με το ντουφέκι στο χέρι, δηλαδή την μπαγκέτα της μουσικής, της μουσικής που ήταν ο δικός του εθνεγέρτης Θούριος. Μαζί και οι αγώνες και τα μαρτύρια για Δημοκρατία και κοινωνική δικαιοσύνη. Στο εικονοστάσι των ηρώων είναι πολλοί. Σ’ αυτούς ανάμεσα και στον Κολοκοτρώνη πλάι, θα πρέπει να αναρτήσουμε και το πορτρέτο του Μίκη, τον οποίο έτσι κι αλλιώς θυμόμαστε και θα θυμόμαστε πάντα, όπως εκείνους του 1821 που τους ύμνησαν τα δημοτικά τραγούδια για τις πράξεις τους και τον Μίκη που ύμνησε με τραγούδια την Ελλάδα, τραγούδια που έχουν τη ρίζα τους στο χώμα το ελληνικό, στον καημό και στην υπερηφάνεια του Έλληνα και της φυλής του.

«Είμαι Νεοέλληνας, έχω … καταβάλει το αβάσταχτο τίμημα … στη δίνη των δραματικών γεγονότων, για να κερδίσω τη δωρεά της βιωμένης τραγωδίας».

Τα τρία βιβλία που έχουμε μπροστά μας συνθέτουν το πανόραμα «Μίκης Θεοδωράκης». Στους Διαλόγους, Στο Λυκόφως, έχουμε 90 συνεντεύξεις, στους Μονολόγους, Στο Λυκαυγές,που είναι και το δίδυμό του, έχουμε άρθρα, σκέψεις, ομιλίες. Τα δύο αυτά βιβλία πραγματεύονται την τελική προσπάθεια του Μίκη να ενώσει το Τέλος με την Αρχή μιας νέας Ουτοπίας ως επιστέγασμα της ζωής και του έργου του. Το τρίτο με τον δάνειο στίχο από τοΆξιον Εστί του Οδυσσέα Ελύτη, «Πού να βρω την ψυχή μου», μιλάει για τη Μουσική.

Στην εισαγωγή των Διαλόγων του, πιάνει το νήμα της ζωής του από τα δέκα του χρόνια, όταν μαθητής της δευτέρας τάξης του δημοτικού σχολείου ήθελε να πιάνει πουλιά στον αέρα αλλά δεν μπορούσε, όπως μπόρεσε το 99% των Ελλήνων. Η Ελλάδα από τότε ταυτίστηκε με έναν «μαγικό σπάγκο» και ο ίδιος μαζί του. Όταν έρθει η ώρα να δύσει πίσω από τα Λευκά Όρη της Κρήτης, γράφει, δεν θα είναι εκείνος που δύει αλλά ο «μαγικός σπάγκος». Και τι ήταν αυτός ο «μαγικός σπάγκος»; Ένα απλό κουβάρι, σαν πετονιά, με το οποίο θα έπιανε μεγάλα ψάρια! Δεν δυσκολευόμαστε πολύ να υποθέσουμε εμείς πως εκείνος ο μαγικός σπάγκος είναι ο λώρος που τον συνδέει με την Ελλάδα ή ο μίτος της Αριάδνης που τον έβαλε στον λαβύρινθο, αναμετρήθηκε με το τέρας και βγήκε νικητής. Διαβάζουμε επίσης ότι πολλές από τις συνεντεύξεις του έχουν δώσει διδακτορικές διατριβές. Άρα ο σπάγκος θα ξετυλίγεται και θα ξετυλίγεται και θα ξετυλίγεται. Κι ακόμα, ας πούμε πως είναι εκείνη η κόκκινη κλωστή δεμένη, στην ανέμη τυλιγμένη, που θέλει κλότσο να γυρίσει, παραμύθι ν’ αρχινίσει… αφού σαν παραμύθι μοιάζει η ζωή του με όλα τα στοιχεία ενός τυπικού παραμυθιού ή μιας μυθιστορίας, μιας απίστευτης ηρωικής περιπέτειας.
«Τρία βιβλία του Μίκη Θεοδωράκη» κριτική της Ανθούλας Δανιήλ

Σε ερώτηση δημοσιογράφου, «Η τέχνη σας είναι στρατευμένη;» ο Μίκης απαντά: «Η τέχνη και οι καλλιτέχνες είτε το γνωρίζουν είτε όχι αποτελούν μια από τις κύριες δυνάμεις που βοηθούν τον άνθρωπο να πάει μπροστά. Από αυτή την άποψη είναι κάτι πολύ περισσότερο από στρατευμένη. Είναι η ίδια η πρόοδος».

Κι εδώ δεν μπορώ να μη θυμηθώ τον Σεφέρη που έλεγε: «κι αν τύχει ο ποιητής να φτιάξει κανένα έργο ‘‘προπαγάνδας’’, όπως λένε (ας πούμε πως το ποίημά του λέγεται Οι Πέρσες)» το έργο αυτό «μοιραία, και αναπόφευκτα, και υποχρεωτικά, θα πρέπει να το χειροκροτήσουν και οι εχθροί του». Παρεμφερής και η ερώτηση: «Η λέξη πατριωτισμός έχει καταντήσει ύβρις. Πώς την ορίζετε εσείς…». Απάντηση: «Ύβρις από ποιους και για ποιους; Εγώ δηλώνω πατριώτης και λάτρης του ελληνικού έθνους. Και συγχρόνως διεθνιστής και ουτοπικός κομμουνιστής».

Για τη σημερινή κατάσταση λέει: Στον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο Γάλλοι, Άγγλοι, Γερμανοί, Αμερικανοί αλληλοσφάζονται για να συνεργαστούν εν συνεχεία σε σφαγές τύπου Ιράκ είτε σε θαλάμους οικονομικής ασφυξίας «made in Greece».

Σε ερώτηση σχετική με τη διεθνή απήχηση της μουσικής του Ζορμπά, ο Μίκης λέει πως είναι υπερήφανος, σε άλλη συνέντευξη όμως λέει πως «φτωχαίνει το έργο» του. Ναι, θα συμφωνήσουμε διαφωνώντας, γιατί το έργο του είναι πολύ πλατύτερο από τον «Ζορμπά», ποικιλότερο, πλουσιότερο, κλασικότερο, υψηλότερο, τραγικότερο ή ελπιδοφόρο. Όμως ο «Ζορμπάς» είναι κάπως σαν εθνικός ύμνος σε ένα επίπεδο που μπορούν όλοι να επικοινωνήσουν, όσοι δεν αντέχουν την πολύ υψηλή ποίηση. Όχι γιατί η ιδέα είναι χαμηλότερη, αλλά γιατί η φόρμα είναι προσιτότερη. Ο «Ζορμπάς» είναι ένα αριστούργημα με την ποικιλομορφία του είδους του, μια ευφρόσυνη τραγωδία (επιτρέψτε μου το οξύμωρο) που ξεκινάει από τα χαμηλά και αργά για να φτάσει στον διονυσιασμό στο τέλος.

Από τα αποθησαυρισμένα τιμαλφή του επιλέγω την προσπάθεια της Χούντας να του κάνει εγκεφαλογράφημα και να τον χαρακτηρίσει τρελό. Απεφεύχθη λόγω μεσολάβησης των ξένων δυνάμεων. Από το έργο του, του οποίου οι ρίζες είναι μέσα στην ελληνική γη, έχει γίνει γνωστό μόνο το ένα τρίτο. Την άνω τελεία στην «Άρνηση» του Σεφέρη, πάρα τις οδηγίες του ποιητή, την παρέκαμψε ο Μπιθικώτσης και «συμφώνησε και ο λαός μας»! Με τον Μάνο Χατζιδάκι είχαν αγάπη και τον ένιωθε σαν αδελφό. Ο Χαρίλαος Φλωράκης ήταν «λεβέντης και σοφός». «Γεννήθηκα για να γράφω μουσική», «Όταν άκουσα την ενάτη του Μπετόβεν άλλαξε η ζωή μου. Ήταν σαν να με χτύπησε κεραυνός». Όταν μίλησε στον πατέρα του εκείνος του είπε: «γνωρίζεις ότι ο Μπετόβεν είναι Ένας!» «Κι εγώ δύο!»· «Παιδί μου, δεν πρέπει να μιλάς έτσι…». «‘‘Μπαμπά’’ του λέω, ‘‘συμφωνώ μαζί σου, εννοείται ούτε κι εγώ το πιστεύω. Όμως … η σύνθεση βασίζεται σε κανόνες … αν τους μελετήσω θα μπορέσω κι εγώ να γνωρίσω τα μυστικά της…». «Η μουσική μου, παρά την ελληνικότητά της έχει στοιχεία που παραπέμπουν στη γερμανική μουσική».

Οι Γερμανοί έχουν «καρτεσιανό πνεύμα εμπλουτισμένο με προτεσταντική παράδοση και αγωγή», γι’ αυτό και δεν μας καταλαβαίνουν και θέλουν να μας «εκπολιτίσουν». «Στη Μακρόνησο έζησα μέσα στην κόλαση που μου άφησε βαριά τραύματα, τα οποία με ακολουθούν μέχρι σήμερα». Όταν συναντήθηκε με τον Αραφάτ παραλίγο να τον σκοτώσουν. Μιλάει για τη σχέση του με την όπερα, τις δικές του όπερες, την πολιτική, τους πολιτικούς, το κόμμα, τον Ανδρέα Παπανδρέου, τον ρόλο του. Εκτενής η αναφορά του στον ρόλο του στη Νεολαία των Λαμπράκηδων στις διαφωνίες και σε βάρος του ενέργειες.

«Συνηθίζω να λέω ότι η τέχνη απευθύνεται σε ελεύθερους ανθρώπους. Επομένως κανονικά η δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα θα πρέπει να προηγούνται της τέχνης… δεν υπήρξε και δεν θα υπάρξει τέχνη για δούλους» (γι’ αυτό ο Αισχύλος στο επίγραμμά του μίλησε μόνο για τον Μαραθώνα). «Πάγια τακτική μου να συνενώνω τα έργα μου σε διαφορετικούς μουσικούς αστερισμούς που όλοι μαζί συνθέτουν τον γαλαξία της μουσικής μου». «Η τραγωδία για μένα έχει το χαρακτήρα μιας θρησκευτικής ιεροτελεστίας που μας ενώνει με το κέντρο της Συμπαντικής Αρμονίας, δηλαδή με την κορύφωση της ανθρώπινης προσπάθειας για πνευματική και ψυχική ολοκλήρωση». Με τον Μάνο Χατζιδάκι «από το 1945 που γνωριστήκαμε, έως το θάνατό του, το 1996, μοιραστήκαμε όλα τα ιστορικά, κοινωνικά και μουσικά γεγονότα. Είχαμε πολλά κοινά και πολλές διαφορές. Συνεργαστήκαμε συχνά και διαφωνήσαμε επίσης συχνά, συνήθως γύρω από καλλιτεχνικά θέματα. Υπήρξαμε όμως πάντοτε φίλοι, με αληθινή αγάπη και εκτίμηση ο ένας για τον άλλο».

«Αν μετρήσουμε τις συναυλίες, ας πούμε δύο χιλιάδες επί τρεις ώρες, μας κάνουν έξι χιλιάδες ώρες σε ουράνια έκσταση». «Στην εποχή μας δεν ευδοκιμούν ούτε φιλόσοφοι ούτε προφήτες». «Η τέχνη … ένας ωκεανός ομορφιάς». «Η μόρφωση, η αγωγή και το ήθος… τα θεμέλια για να γίνεις άνθρωπος».

«Τρία βιβλία του Μίκη Θεοδωράκη» κριτική της Ανθούλας Δανιήλ

Στους Μονόλογους αρχίζει με τον ύμνο στην ομορφιά: «η ομορφιά κατοικεί στην Ελλάδα. Βγαίνει από βράχους, χαράδρες, ποτάμια και θάλασσες, ντυμένη το γαλάζιο και το Πράσινο, βγαίνει τις νύχτες τις σεληνόφωτες να συναντήσει και να μιλήσει με γλώσσα ελληνική στους κρυμμένους στο πλήθος εναπομείναντες πιστούς, αιώνιους Εραστές και Εκλεκτούς».

Στον Λόγο του στην Ακαδημία Αθηνών, 3.12.’13, όταν ο Μίκης έγινε επίτιμο μέλος της, τόνισε τη σημασία της Ελευθερίας, Ανεξαρτησίας, Ειρήνης, Διεθνούς Αλληλεγγύης, Πολιτισμού και Φιλοξενίας ως βασικών στοιχείων της ιστορικής μας παράδοσης, της εθνικής μας αγωγής και του ατομικού μας χαρακτήρα. Οι Πυθαγόρειοι είχαν εξερευνήσει και συνδέσει την αρμονική τους θεωρία των πλανητικών σφαιρών με τη μουσική και με την ψυχή, μας λέει. «Αντανάκλαση της Συμπαντικής Αρμονίας βρίσκω στην αρμονική συνύπαρξη και μέθεξη μεταξύ Απολλώνιου και Διονυσιακού πνεύματος». Ο Μίκης παρακολουθεί τη γέννηση της τραγωδίας πόντο πόντο. Ο Γκαίτε, μας λέει, αποκάλεσε τον Παρθενώνα «παγωμένη μουσική», ενώ ο Μίκης την αποκαλεί «διακεκαυμένη, εκκωφαντική, ζώσα και συγχρόνως ουράνια θεϊκή μουσική».

Πού να βρω την ψυχή μου…, ένα βιβλίο γεμάτο από μουσική. Το ροκ το δικό μας: «χορεύαμε τις δυνάμεις καταστολής», ο όρος «έντεχνο» προσδιορίζει το τραγούδι που γίνεται από μορφωμένο δημιουργό και έχει ρίξει γέφυρες προς το λόγιο στοιχείο και τη λαϊκή παράδοση. Το «έντεχνο» περιέχει μουσικά στοιχεία που δεν έχει ένα γνήσια λαϊκό έργο. Το «Ασήκικο Πουλάκη» είναι «λαϊκό» τραγούδι. Τα «Λυρικά» του Λειβαδίτη και τα «Λυρικώτατα» του Ρίτσου. Στα τραγούδια αυτά γίνεται αφαίρεση του περιττού, λογικού και πεζολογικού στοιχείου. Το έντεχνο λαϊκό γίνεται η βάση για το συμφωνικό. Όταν διαβάζει ένα ποίημα νιώθει τη μουσική που του ταιριάζει να αναδύεται από μέσα του. Ο στίχος επεκτείνεται με τη μουσική. Η δυτική μουσική μοιάζει με ασπόνδυλο σώμα. Το μπαλέτο «Ζορμπάς» θα μπει κάποια στιγμή ανάμεσα στα χορογραφικά επιτεύγματα της εποχής. «Εκφράζομαι με τη μουσική… δημιουργώ μουσικά υλικά… που δεν μπορεί παρά να είναι ελληνικά… Επομένως δεν έχω πρόβλημα ελληνικότητας. Είμαι η ελληνικότητα!»

«Τρία βιβλία του Μίκη Θεοδωράκη» κριτική της Ανθούλας Δανιήλ

«Είμαι Νεοέλληνας, έχω … καταβάλει το αβάσταχτο τίμημα … στη δίνη των δραματικών γεγονότων, για να κερδίσω τη δωρεά της βιωμένης τραγωδίας».

Στο ερώτημα «Γιατί ο Ελύτης;» απαντά: «Γιατί ο Ελύτης; Τότε γιατί ο Σοφοκλής, γιατί ο Ευριπίδης, γιατί ο Δαμασκηνός και ο Κορνάρος; Γιατί ο Σολωμός; Χρειάζονται ίσως βαθιές ρίζες που να εισχωρούν ως τις εσχατιές της ουσίας των πραγμάτων και ευαίσθητες κεραίες, που να δονούνται στους μυστικούς κραδασμούς της συλλογικής ευαισθησίας… Μνήμη και προοπτική, Ενόραση και όραμα. Η ιδανική μορφή του ιδανικού Νεοέλληνα είδε τον εαυτό της στον ‘‘καθρέφτη’’ του Άξιον Εστί».

Το 2011 –εκατό χρόνια από τη γέννηση του Οδυσσέα Ελύτη– έγιναν πολλές εκδηλώσεις προς τιμήν του ποιητή. Σε μία από αυτές, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, στο πάνελ των επιφανών ομιλητών ήταν και ο Θεοδωράκης. Ο χρόνος για την κάθε ομιλία ήταν περίπου δεκαπέντε λεπτά. Ο Μίκης έσπασε την κλεψύδρα. Μίλησε σχεδόν μιάμιση ώρα, χωρίς να πάρει ανάσα, αναλύοντας κάθε στιγμή, κάθε στίχο του Άξιον Εστί, βάζοντας όλο το πάθος της ψυχής στη θέρμη της φωνής. Μ’ εκείνο το λιονταρίσιο κεφάλι, σαν Δίας και σαν Ποσειδώνας, σαν Μπετόβεν, σαν θεός της δημιουργίας, θεός της Μουσικής και παθιασμένος θεράπων της Ελλάδας. Και Διόνυσος, θεός αντιεξουσιαστής. Ο Μίκης έχει ξεπεράσει τα συμβατικά ανθρώπινα όρια. Βρίσκεται στον μαγικό σπάγκο που ανεβαίνει από «νερά πράσινα κι άπατα» και φτάνει τον «ήλιο τον ηλιάτορα». Συνεργάστηκαν οι δυνάμεις του σύμπαντος για να αντέξει το σώμα τόσα δεινά ώστε να αποδειχτεί ότι ήταν «από καλή γενιά» για να αναλάβει το βάρος ενός αγώνα για ελληνική και παγκόσμια δικαιοσύνη και να την κάνει τραγούδι, ύμνο, λειτουργία.

«Η τέχνη και οι καλλιτέχνες είτε το γνωρίζουν είτε όχι αποτελούν μια από τις κύριες δυνάμεις που βοηθούν τον άνθρωπο να πάει μπροστά. Από αυτή την άποψη είναι κάτι πολύ περισσότερο από στρατευμένη. Είναι η ίδια η πρόοδος».

Ο Σεφέρης είπε πως ένας αληθινός ποιητής μπορεί να «οδηγεί, ακόμη και πολιτικά, πολύ καλύτερα από ένα σωρό δημόσιους ρήτορες». Ο Μίκης είναι το καλύτερο παράδειγμα αυτής της ρήσης. Ο «μαγικός σπάγκος» είχε κάνει το θαύμα του· και πουλιά στον αέρα έπιασε, και μεγάλα ψάρια, και τα σύμπαντα ξεσήκωσε, και το θαύμα τώρα κυκλοφορεί στο DNA του Νεοέλληνα, μπολιάζοντας τις μέλλουσες γενιές. Κι αν τα βουνά του Ελύτη έχουν «το σπόνδυλο κάποιανου Δία», συνεπώς και τα Λευκά Όρη της Κρήτης, και ο ίδιος ο Μίκης από τέτοιο σπόνδυλο είναι φτιαγμένος. Άξιος Εστί και ο ίδιος και το έργο του.

Το υπερρεαλιστικό, κυβιστικό, μεταμοντέρνο πορτρέτο του στο εξώφυλλο του Γ. Στούμπου, σαν δημιουργία του Σαλβαντόρ Νταλί – ο Γιάννης Κολοκοτρώνης, καθηγητής Ιστορίας της Τέχνης στο Πανεπιστήμιο της Ξάνθης βρίσκει επίδραση από τον Ορφισμό του Robert Delaunay, διότι «αν ανατρέξεις στον ορφισμό έχεις έναν έγχρωμο κυβισμό» λέει. Το πορτρέτο, λοιπόν, ενώνει εντυπωσιακά το εδώ της ζωής του με τη συμπαντική αρμονία, εκεί όπου ο γαλαξίας των άστρων καθρεφτίζεται στον γαλαξία της μουσικής του. Όταν ο Μίκης θα ταξιδέψει στον γαλαξία του, το Σύμπαν όλο θα τραγουδάει τη μουσική του. Ο χάρτης αυτού του γαλαξία (που συνοδεύει το βιβλίο) είναι ένα ακόμη θαύμα στον δικό του ουρανό της μουσικής.

Πού να βρω την ψυχή μου…
Μουσική
Μίκης Θεοδωράκης
Ιανός
216 σελ.
ISBN 978-618-5141-29-5
Τιμή: €14,50
001 patakis eshop

Διάλογοι στο λυκόφως
90 συνεντεύξεις
Μίκης Θεοδωράκης
Επιμέλεια: Δέσποινα Ζηλφίδου
Ιανός
680 σελ.
ISBN 978-618-5141-21-9
Τιμή: €18,90
001 patakis eshop

Μονόλογοι στο λυκαυγές
Μίκης Θεοδωράκης
Ιανός
512 σελ.
ISBN 978-618-5141-31-8
Τιμή: €18,89
001 patakis eshop

Μοίρασε το άρθρο!