Δεν έκαναν τίποτε ηρωικό, απλά πήραν το τρένο και δεν γύρισαν ποτέ

 

 

«Ετούτος ο λαός δε γονατίζει παρά μονάχα μπροστά στους νεκρούς του. Και αν είναι να πεθάνουμε για την Ελλάδα, θεία είναι η δάφνη. Μια φορά κανείς πεθαίνει»

Γράφοντας αυτό το ποίημα Γιάννης Ρίτσος στην ποιητική συλλογή Γειτονιές του Κόσμου στη Μακρόνησο και στον Αϊ-Στράτη, συνθέτει όλη αυτή την κρίσιμη δεκαετία (1941-1951) αποδεικνύοντας τη βαθιά του γνώση για την ιστορία του ανθρώπου. Τότε που την Ελλάδα μάστιζε η κατοχή, αργότερα ο εμφύλιος, στη συνέχεια η καχεκτική δημοκρατία και πάει λέγοντας. Τότε οι νεκροί εκατέρωθεν ήταν σύμβολα, πέθαιναν για μια σημαία, με το δάχτυλο στη σκανδάλη. Εποχές δύσκολες, που οι ήρωές τους, αγωνίστηκαν για μια Ελλάδα, για μια χώρα ελεύθερη, για να ζήσουν τα παιδιά τους με αξιοπρέπεια.

Σήμερα, όλα αυτά φαντάζουν τόσο μακρινά, στον σύγχρονο νέο, όσο και η εποποιία του 1821. Σε μια βαθιά εμπεδωμένη δημοκρατία, σε μακρά περίοδο ειρήνης, άλλα είναι τα ζητήματα που απασχολούν την νέα γενιά. Το άγχος των σπουδών, η εύρεση εργασίας, η στέγαση, η δημιουργία οικογένειας και η αξιοπρεπής διαβίωση είναι μερικά από αυτά. Δυστυχώς σε μια χώρα σαν την Ελλάδα, όλα αυτά τα αιτήματα όσο δίκαια και αν ακούγονται, εντάσσονται στη σφαίρα του ατομικού. Οι κοινωνικοί και οι συλλογικοί αγώνες είναι κατά γενική ομολογία εκτός ατζέντας της μεγάλης πλειονότητας. 

Στην Ελλάδα έχω γράψει παλιότερα, μέχρι τα 35 είσαι πιτσιρικάς. Στα 40 ανερχόμενος και στα 45 είσαι σε μια ηλικία να δημιουργήσεις. Δυστυχώς είναι αργά. Έτσι τρέχεις να προλάβεις. Τρέχεις να προλάβεις όλα εκείνα τα τρένα που πέρασαν και δε τα πρόλαβες. Στον αγώνα δρόμου αυτόν βλέπεις μόνο μπροστά ή κοιτάς στο θεό. Δεν έχεις χρόνο για κοινωνικούς αγώνες. Δεν έχεις χρόνο για να δεις μια χώρα που έχει μείνει πίσω. Που τσακίστηκε από τα μνημόνια και έδιωξε το πιο παραγωγικό δυναμικό της. Που χάνει κάθε μέρα ολοένα και περισσότερο το τρένο της ανάπτυξης και βλέπει τα άλλα τρένα της ευρωπαϊκής οικογένειας να ευημερούν και να αναπτύσσονται.

Το δυστύχημα στα Τέμπη συντάραξε το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας και τη σήκωσε από τον καναπέ. Για εκείνους τους νεκρούς που δεν γονάτισε κανείς. Που δεν έκαναν τίποτε ηρωικό, απλά πήραν το τρένο και δεν γύρισαν ποτέ, παρά μόνο μέσα σε φέρετρα, κομματιασμένοι καμένοι. Δεν θα γραφτεί κανένα ποίημα για τόσα νέα παιδιά, τόσους νέους ανθρώπους που ‘φύγαν τόσο άδικα, τόσο αναίτια και απρόκλητα, όσο και Ήβη Αθανασιάδου, που δολοφονήθηκε στο Παλιό Φάληρο τη μέρα που έφευγαν οι Γερμανοί από την Αθήνα. Ακόμα όμως και στην περίπτωση της, η δολοφονία της έγινε εν καιρώ πολέμου και κατοχής, και μνημονεύεται με μια μικρή επιτύμβια στήλη και με την μετονομασία της οδού Ευτέρπης σε οδό Ήβης Αθανασιάδου. Δε μας φτάνει η εποποιία της σύγχρονης ιστορίας μας; Δεν έχουμε αρκετούς ήρωες για να ονομάσουμε δρόμους, στενά, πλατείες και πάρκα; Πρέπει να θυμόμαστε και τις σύγχρονες τραγωδίες μας; Πρέπει οδικές, σιδηροδρομικές σήραγγες, δρόμοι και εθνικές οδοί να μας θυμίζουν τις ντροπιαστικές μας ήττες ως failed state;

Σε αυτή τη χώρα, αν έγραφε σήμερα, ο Ρίτσος, σίγουρα θα έγραφε «ετούτος ο λαός δε γονατίζει, παρά μόνο μπροστά στους εργολάβους, τους προμηθευτές και τις συντεχνίες του». 

*Ο Νίκος Σδούγγος είναι πολιτικός επιστήμονας και μέλος του ΔΣ της Δημοτικής Εταιρείας Πληροφόρησης Θεάματος και Επικοινωνίας

Μοίρασε το άρθρο!