Το Ιράν αποκαλύπτει το «χάος» του Τραμπ και της Ευρώπης

Πρώτα αποκάλυψε ότι σταμάτησε μια πυραυλική επίθεση στο Ιράν, 10 λεπτά μόλις πριν «πατήσει το κουμπί». Όπως είπε μέσω Twitter, η εκτίμηση για 150 νεκρούς δεν ήταν ανάλογη με την κατάρριψη ενός μη επανδρωμένου drone. Λίγες μόλις μέρες αργότερα, ο Ντόναλντ Τραμπ διαμήνυε πως «κάθε επίθεση του Ιράν εναντίον της Αμερικής θα απαντηθεί με μεγάλη και συντριπτική δύναμη. Μερικές περιοχές θα εξαφανιστούν από τον χάρτη». Τελικά φαίνεται ότι ούτε ο ίδιος ο Τραμπ δεν έχει ιδέα για το τι πολιτική ακολουθεί στο θέμα του Ιράν.

Πρόκειται για μια κρίση που έχει φέρει στην επιφάνεια όλες τις αδυναμίες ενός ασυνάρτητου ηγέτη, αλλά όχι μόνο. Έχει κάνει ξεκάθαρες και τις αδυναμίες μιας ασύντακτης Ευρώπης που δεν έχει αποφασίσει μέχρι που θέλει να φτάσει.

Οι αδυναμίες του Τραμπ

Για να είμαστε δίκαιοι, είναι ένα παζλ εξωτερικής πολιτικής που έχει φέρει πολλούς Αμερικανούς προέδρους μπροστά σε αδιέξοδα. Αλλά ο Ντόναλντ Τραμπ ήρθε για να κάνει την κατάσταση ακόμη πιο πολύπλοκη. Δεν έχει εμπιστοσύνη ούτε στους συμβούλους του, έχοντας μάλιστα δηλώσει δημοσίως για τον σύμβουλο Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ, Τζον Μπόλτον, ότι είναι ένα «γεράκι» που αν το αφήσεις ελεύθερο θα προσπαθούσε να κατακτήσει όλο τον κόσμο.

Οι πρόεδροι υπερισχύουν της κρίσης των συμβούλων τους όλη την ώρα, σημειώνει το The Atlantic. Το πρόβλημα είναι ότι o Τραμπ δεν φαίνεται να κατέχει τη γνώση ή την κρίση για να διαμορφώσει μια πολιτική ανεξάρτητη από αυτή που του προτείνουν, διότι ποτέ δεν δεν ενδιαφέρθηκε να ασχοληθεί να μάθει τι στο καλό συμβαίνει με το Ιράν. Η πολιτική του από την αρχή συνοψίζεται στο ότι «το Ιράν είναι κακό και η πυρηνική συμφωνία του Ομπάμα με το Ιράν χειρότερη» και σχηματίστηκε σε μεγάλο βαθμό από τα όσα μεταδίδει το Fox News. Η τάση του Τραμπ να μην μπαίνει σε βάθος στα ζητήματα τα οποία έχει διαχειριστεί έχει επανειλημμένα αποδεχτεί, από την υγειονομική μεταρρύθμιση που από το «θα είναι τόσο εύκολο» που δήλωσε έως το «κανείς δεν γνώριζε ότι η υγειονομική περίθαλψη θα μπορούσε να είναι τόσο περίπλοκη», έως την ασφάλεια των συνόρων και την εμπορική πολιτική.

Αλλά αυτή η άγνοια και η αναποφασιστικότητα μπορεί να γίνει εξαιρετικά επικίνδυνη όταν η χώρα βρίσκεται στο χείλος ενός πολέμου. Είναι αδύνατο για το Ιράν να γνωρίζει ποια είναι η γραμμή του Λευκού Οίκου, κάτι που αυξάνει τις πιθανότητες να ποντάρει σε λάθος κινήσεις, προκαλώντας μια κλιμακωτή σύγκρουση. Κάπως έτσι η θεωρία του «madman» του Ρίτσαρντ Νίξον – βρίσκει έδαφος στο Ιράν, κάνοντας την αντίπερα όχθη να μην ξέρει τι έχει να περιμένει αλλά μειώνοντας και τις αναστολές της. Εν τω μεταξύ, δεν υπάρχει τρόπος για τους συμμάχους να ξέρουν πώς να στηρίξουν τη θέση των ΗΠΑ, η οποία αλλάζει συνεχώς. Εδώ, ούτε ο στρατός των ΗΠΑ δεν ξέρει τι θέλει ο Τραμπ.

Αναλυτές έχουν προειδοποιήσει εδώ και μήνες ότι όταν ο Τραμπ θα εμπλεκόταν σε μια πραγματική διεθνή κρίση, θα βρισκόταν αντιμέτωπος και με μια κρίση αξιοπιστίας στο πρόσωπό του: Οι Αμερικάνοι δεν θα εμπιστευτούν τα όσα λέει, οι σύμμαχοι των ΗΠΑ δεν θα ευθυγραμμιστούν μαζί του και οι αντίπαλοι δεν θα πάρουν τις απειλές του στα σοβαρά. Αυτό που συμβαίνει τώρα μοιάζει πολύ με αυτό που έχουν περιγράψει οι αναλυτές, αλλά ο Τραμπ καταφέρνει να ξεπεράσει μέχρι στιγμής τον σκόπελο της αναξιοπιστίας, επειδή είναι εντελώς ασυνάρτητος.

Η πολιτική όμως δεν ασκείται έτσι…

Η αδυναμία της Ευρώπης

Παρόλα’αυτά ο Ντόναλντ Τραμπ έχει καταφέρει να αναγκάσει την Ευρώπη να βρεθεί αντιμέτωπη με τις δικές της αδυναμίες.

Η πολεμική πολιτική του Αμερικανικού προέδρου απέναντι στο Ιράν έχει μέχρι στιγμής αντιμετωπιστεί με μια ασυνήθιστη ενότητα από τις τρεις μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις, το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γαλλία και τη Γερμανία, καθώς και από την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση. Και όμως, παρά το οικονομικό τους βάρος και την παρουσία τους στην παγκόσμια σκηνή, οι κύριοι παίκτες της Ευρώπης αποδεικνύονται σε μεγάλο βαθμό ανίκανοι να κάνουν κάτι ενάντια στην ωμή ηγεμονία των ΗΠΑ.

Για δεκαπέντε μήνες, μετά την απόφαση του Τραμπ τον Μάιο του 2018 για την απομάκρυνση των ΗΠΑ από τη συμφωνία για το  πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν και την επακόλουθη απόφαση να επιβληθούν κυρώσεις στην Τεχεράνη, η ένταση αυξάνεται σταθερά. Καθ ‘όλη τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η Ευρώπη προέτρεψε τις ΗΠΑ να επιστρέψουν στο τραπέζι του διαλόγου σε μια προσπάθεια να διατηρήσουν τη συμφωνία του 2015 μεταξύ, ΗΠΑ, Ηνωμένου Βασιλείου, Γαλλίας, Κίνας, Ρωσίας και Γερμανίας, ζωντανή, αλλά προφανώς δεν τα κατάφερε.

Είτε τους αρέσει είτε όχι, οι Ευρωπαίοι θα πρέπει να πάρουν θέση για τις νέες αμερικανικές κυρώσεις στο Ιράν, οι οποίες περιλαμβάνουν μάλιστα την απομόνωση του ανώτατου ηγέτη της χώρας, Αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ, και τον ορισμό του υπουργού Εξωτερικών της χώρας Μοχάμαντ Τζαβάντ Ζαρίφ ως επίσημου συνομιλητή. Κι αυτό είναι ένα πολύ δύσκολο εγχείρημα.

Η ωμή πραγματικότητα είναι ότι η Ευρώπη δεν έχει ακόμη τα εργαλεία – ή τη βούληση – να προβάλει τη δύναμή της. Το ευρώ δεν μπορεί να είναι μια αξιόπιστη εναλλακτική λύση για το δολάριο ως αποθεματικό νόμισμα και χωρίς ένα αξιόπιστο αποθεματικό νόμισμα, η οικονομική δύναμη της Ευρώπης δεν μπορεί να συγκριθεί με αυτήν των Ηνωμένων Πολιτειών. Η κρίση με το Ιράν φέρνει όμως στην επιφάνεια ξανά ένα ερώτημα που βρίσκεται κρυμμένο στην καρδιά της ΕΕ και το όραμά της για τον μελλοντικό της ρόλο στον κόσμο: Θέλει να είναι μια παγκόσμια δύναμη ή όχι;

«Η Γαλλία θέλει να γίνει η Ευρώπη παγκόσμια δύναμη. Η Γερμανία όχι», λέει στο The Atlantic, ο Charles Grant, ένας κορυφαίος εμπειρογνώμονας για τις γαλλογερμανικές σχέσεις. «Αν θες να είσαι σοβαρή δύναμη, χρειάζεσαι ένα σοβαρό παγκόσμιο νόμισμα. Η Γαλλία το θέλει. Η Γερμανία δεν το κάνει», σημειώνει.

Για να ανταγωνιστεί την οικονομική δύναμη των ΗΠΑ, η Ευρώπη θα χρειαστεί ένα αντίπαλο νόμισμα και μια ενιαία νομισματική πολιτική. Αλλά για να αναπτυχθεί μια τέτοια εναλλακτική λύση, το ευρώ χρειάζεται αυτό το είδος ριζικής μεταρρύθμισης που αποστρέφεται έντονα το Βερολίνο. Η Γερμανία φοβάται να αναλάβει την ευθύνη των χρεών του ευρωπαϊκού μπλοκ, λόγω των διαφορετικών οικονομικών δυνατοτήτων των 19 μελών της ΕΕ που χρησιμοποιούν το κοινό νόμισμα. Το Βερολίνο επίσης ανησυχεί ότι ένας αληθινός αντίπαλος του δολαρίου θα αυξήσει την αξία του ευρώ, χτυπώντας το δικό του ιδιαίτερα επιτυχημένο οικονομικό μοντέλο που βασίζεται στις εξαγωγές. Και ακόμη και για να αρχίσει να ανταγωνίζεται τη στρατιωτική δύναμη των ΗΠΑ, η Ευρώπη θα χρειαζόταν μια ακόμα πιο ριζική μεταρρύθμιση των δομών και των φιλοδοξιών της – ένα εξίσου αμφιλεγόμενο βήμα, ιδιαίτερα για το Βερολίνο.

Δεν μόνο η απροθυμία της Γερμανίας όμως. Το 1997, το Ηνωμένο Βασίλειο δαπάνησε 2,7% του ΑΕΠ του για την άμυνα. Σήμερα το ποσοστό αυτό ανέρχεται σε μόλις 2% – και το Ηνωμένο Βασίλειο είναι ένας από τους δύο μόνο σοβαρούς στρατιωτικούς παίκτες της Ευρώπης, μαζί με τη Γαλλία. Όπως λένε άλλωστε στα διπλωματικά πηγαδάκια, στα αλήθεια μόνο 4-5 χώρες της ΕΕ έχουν στα αλήθεια εξωτερική πολιτική. Οι υπόλοιπες δεν θέλουν να εμπλέκονται σε δύσκολα ζητήματα, επειδή είναι απόλυτα ικανοποιημένες μέσα στις δίδυμες προστατευτικές ασπίδες της ευρωπαϊκής οικονομικής προστασίας και της στρατιωτικής προστασίας των ΗΠΑ.

Αυτό που συμβαίνει από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι και σήμερα είναι ότι οι ευρωπαϊκές δυνάμεις θα πρέπει πάντα να δίνουν προτεραιότητα στους δεσμούς που διατηρούν με τις ΗΠΑ, δεδομένων των οικονομικών κι εξοπλιστικών συμφωνιών που διατηρούν με τη χώρα, εξετάζοντας τη στάση τους επί όποιου ζητήματος διεθνούς πολιτικής προκύπτει.

Η Nathalie Tocci, ειδική σύμβουλος της Ύπατης Εκπροσώπου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφαλείας, Φεντερίκα Μογκερίνι, εκτιμά ωστόσο ότι η προφανής αδυναμία της Ευρώπης στην κρίση του Ιράν θα μπορούσε να αποδειχθεί καταλυτικός παράγοντας για να αλλάξουν οι ισορροπίες και να αρχίσει να αμφισβητείται η παγκόσμια ηγεσία των ΗΠΑ.

«Αυτή η ιστορία του Ιράν είναι πολύ μεγαλύτερη από το Ιράν», λέει στο The Atlantic και σημειώνει ότι αποτελεί μια δομική καμπή στις διατλαντικές σχέσεις. Η ευρωπαϊκή αναγνώριση της ανάγκης για μεγαλύτερη αυτονομία είναι μια εξαιρετικά επώδυνη διαδικασία όμως και βρισκόμαστε μόλις στην αρχή, καταλήγει.

Μοίρασε το άρθρο!