Το θερμό διπλωματικό καλοκαίρι της Μεσογείου

Είναι μια κρίση «χαμηλής έντασης» ή απλώς η πρόβα για ένα μεγάλο «πολιτικό» – ή και επιχειρησιακό – γεγονός; Απέναντι στην «απασφαλισμένη» πλέον ερντογανική Τουρκία, η ελληνική και η κυπριακή διπλωματία δεν έχουν, και δεν μπορούν να έχουν, ακόμη απάντηση στο συγκεκριμένο ερώτημα. Το μόνο δεδομένο είναι πως και η Αθήνα και η Λευκωσία προετοιμάζονται για αρκετούς διπλωματικά θερμούς μήνες, αναζητούν νέες γραμμές προσέγγισης της σχέσης τους με την Αγκυρα, και επιχειρούν την ανάδειξη , σε όλα τα επίπεδα, της δράσης της Τουρκίας ως «έθνους-ταραξία» και συστηματικού πλέον παραβάτη του διεθνούς δικαίου.

Η κοινή διαπίστωση στις διαρκείς επαφές μεταξύ των κυβερνήσεων Ελλάδας και Κύπρου είναι πως η αφετηρία της κλιμάκωσης της τουρκικής επιθετικότητας, τουλάχιστον στο Αιγαίο και στην ανατολική Μεσόγειο, βρίσκεται στην κυπριακή ΑΟΖ και στην εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων. «Η Τουρκία θεωρεί ότι απειλούνται ζωτικά γεωστρατηγικά και οικονομικά της συμφέροντα, φοβάται ότι μένει εκτός ενεργειακού παιχνιδιού, και έχει αποφασίσει να διεκδικήσει μερίδιο δια της πολιτικής της ισχύος», λέει έμπειρη διπλωματική πηγή.

Ως εκ τούτου, ουδείς αποκλείει νέες προσπάθειες επίδειξης αυτής της ισχύος τους επόμενους μήνες είτε στην κυπριακή ΑΟΖ, είτε – στο πλαίσιο της τακτικής των παράπλευρων και πολλαπλών μετώπων – στο Αιγαίο. Μέχρι στιγμής, και μέσα από τις αλλεπάλληλες NAVTEX, η Τουρκία έχει καταφέρει να μετατρέψει, στην πράξη, σε «γκρίζες ζώνες» σημαντικά τμήματα της κυπριακής ΑΟΖ όπως τα οικόπεδα 3 και 6, με την ιταλική ENI και την γαλλική Total να έχουν ουσιαστικά παγώσει την ερευνητική δραστηριότητα.
Το πλέον κρίσιμο διάστημα θεωρείται το επόμενο εξάμηνο έως τον Οκτώβριο, οπότε και έχει προγραμματιστεί να αρχίσουν οι γεωτρήσεις της αμερικανικής Exxon Mobil στο οικόπεδο 10. Τα όσα θα συμβούν έως τότε, και κατά την διαδικασία των ερευνών που θα κάνει το πλοίο της Exxon στην περιοχή, θα δείξουν και μέχρι ποιου σημείου προτίθεται να τραβήξει το σχοινί η Αγκυρα.

Οι διπλωματικές εκτιμήσεις τόσο σε Αθήνα όσο και σε Λευκωσία συγκλίνουν στο ότι ο Ερντογάν δεν θα μπει σε τροχιά μετωπικής σύγκρουσης με την Ουάσιγκτον και δεν θα φέρει στα άκρα την δοκιμασία της σχέσης του με τους ιστορικούς συμμάχους και υποστηρικτές της Τουρκίας, τις ΗΠΑ. Ωστόσο, το ενδεχόμενο να επιχειρήσει δική της γεώτρηση εντός της κυπριακής ΑΟΖ, στο όνομα πάντοτε των τουρκοκυπρίων, είναι ένα από τα σενάρια που θεωρούνται πιθανά στα επιτελεία τόσο της Ελλάδας όσο και της Κύπρου.
Εξίσου πιθανά θεωρούνται και νέα προσπάθειες όξυνσης από την πλευρά Ερντογάν είτε στο Αιγαίο, είτε στην υπόθεση της κράτησης των δύο ελλήνων στρατιωτικών – στην καλύτερη περίπτωση μέσω καθυστερήσεων στην δικαστική διαδικασία, και στην χειρότερη με την διεύρυνση του εναντίον τους κατηγορητηρίου.

Το «ατύχημα» και το «λάθος»

Ενδεικτική εδώ είναι η απάντηση που έδωσε ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Κοτζιάς στη σημερινή του συνέντευξη στο “Documento”, όταν ερωτήθηκε εαν συμμερίζεται την ανησυχία που εξέφρασε πρόσφατα ο Αμερικανός πρέσβης στην Αθήνα, Τζέφρι Πάιατ, για το ενδεχόμενο επεισοδίου μεταξύ της Ελλάδος και της Τουρκίας. «Εδώ και τρία χρόνια», είπε, «υπογραμμίζω προς κάθε πλευρά ότι η συμπεριφορά της Τουρκίας μπορεί να οδηγήσει σε ατύχημα ή και λάθος. Ότι, επιπλέον, πρέπει κανείς να έχει ανοικτά τα κανάλια επικοινωνίας ώστε να μη μετεξελιχθεί αυτό το λάθος σε θερμότερο επεισόδιο».

Στην ίδια συνέντευξη, ο υπουργός Εξωτερικών επαναβεβαίωσε ότι η στάση της Ελλάδας απέναντι σ’ αυτήν την συμπεριφορά θα είναι εκείνη της ψυχραιμίας και της υπευθυνότητας: «Η νευρικότητα της Τουρκίας», επεσήμανε, «είναι πολύ μεγάλη και μπορεί να δημιουργήσει καταστάσεις κάθε άλλο παρά ειρηνικές και ορθολογικές. Όταν ο διπλανός σου περνά περίοδο με ισχυρά τα αισθήματα της “κρίσης αλαζονείας και αίσθησης ότι μπορεί να κάνει ό,τι θέλει” σε συνδυασμό με “φόβο και αισθήματα ανασφάλειας”, εσύ πρέπει να είσαι πολύ μετρημένος. Αυτό δεν είναι αδυναμία, αλλά στάση ισχυρής ευθύνης και υπευθυνότητας».

Το καίριο ζητούμενο εδώ είναι εάν σε αυτήν την στάση η Ελλάδα και η Κύπρος θα βρουν την διεθνή στήριξη και τις ισχυρές συμμαχίες που επιδιώκουν, κυρίως από την πλευρά της Ευρωπαϊκής Ενωσης και των ΗΠΑ. Τα μέχρι στιγμής μηνύματα κρίνονται μεν ως «ικανοποιητικά», όχι όμως και ριζικά. Η σχέση της Ευρώπης με την Τουρκία, άλλωστε, είναι σχεδόν ανύπαρκτη πλέον, και η δυνατότητα – και η βούληση – παρέμβασης των ΗΠΑ εμπερικλείει πολλά ερωτηματικά. Με πρώτο το εάν, και σε ποιον βαθμό, η Ουάσιγκτον είναι διατεθειμένη να πιέσει τον Ερντογάν ρισκάροντας να σπρώξει ακόμη περισσότερο την Τουρκία στην, συγκυριακή έστω, συμμαχία με την Ρωσία του Πούτιν…

Μοίρασε το άρθρο!