Σα µαγεµένο το µυαλό του φτερούγιζε…

Κατοχή. Πάνω σε µια γυµνή και παγωµένη άσφαλτο µε µοναδικό φωτισµό την ψυχρή όψη ενός φεγγαριού, προχωράµε µ’ έναν φίλο. Ένας λεπτός µα διαπεραστικός ήχος µπουζουκιού καθρεφτίζεται -λες- µες στην άσφαλτο και µας ακολουθεί βήµα προς βήµα. Ο φίλος µου προσπαθεί να µου εξηγήσει τη διάθεση φυγής και την έντονη εµµονή σ’ αυτήν τη διάθεση που κρατούν οι τέσσερις νότες του περιφερόµενου τότες τραγουδιού “Θα πάω εκεί στην αραπιά”».

Έτσι περιέγραψε ο 24χρονος Μάνος Χατζιδάκις την παρθενική επαφή του µε τον λαϊκό ήχο στον κόσµο που είχε συγκεντρωθεί στο Θέατρο Τέχνης την 31η Ιανουαρίου 1949 για να ακούσει µια οµιλία του σχετική µε την αξία του ρεµπέτικου.

Η διάλεξη αυτή, η οποία ολοκληρώθηκε µε την παρουσίαση του Μάρκου Βαµβακάρη και της Σωτηρίας Μπέλλου (µετά την οµιλία του ο Χατζιδάκις παρουσίασε πέντε ρεµπέτικα τραγούδια των Βαµβακάρη, Βασίλη Τσιτσάνη και Γιάννη Παπαϊωάννου µε τον Μάρκο να παίζει µπουζούκι και τη Μπέλλου να τραγουδά), χαρακτηρίστηκε, δικαίως, ιστορική, καθώς επαναπροσδιόρισε τη θέση του αδικηµένου έως τότε µουσικού είδους που τόση περιφρόνηση δεχόταν από τους κύκλους των αστών και των διανοουµένων.

Το περιεχόµενο, οι υψηλοί συµβολισµοί και η βαθύτατη επιρροή που άσκησε αυτή η διάλεξη στην εξέλιξη του εγχώριου µουσικού τοπίου θα συζητηθούν το βράδυ της ∆ευτέρας στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης σε ειδική εκδήλωση την οποία έχει επιµεληθεί ο καθηγητής Εθνοµουσικολογίας στο Τµήµα Μουσικών Σπουδών του ΕΚΠΑ Λάµπρος Λιάβας.

Ο Θόδωρος Οικονόµου θα παίξει αποσπάσµατα από το έργο «Εξι λαϊκές ζωγραφιές», το οποίο ο Χατζιδάκις εµπνεύστηκε από τα ρεµπέτικα, ενώ ο Στέλιος Βαµβακάρης θα παρουσιάσει τα ίδια τραγούδια που είχε παίξει 70 χρόνια πριν ο πατέρας του, ο Μάρκος, στον ίδιο χώρο.

Σε εκείνη τη βραδιά ο συνθέτης εξοµολογήθηκε ότι αρχικά δεν µπορούσε να αντιληφθεί τον µουσικό θησαυρό που έκρυβαν µέσα τους τα ρεµπέτικα, τα οποία κατηγορήθηκαν ως αγοραία, φθηνά και χυδαία. «Αργότερα πολύ θα ’βλεπα την αλήθεια, γιατί τότες ακόµη έπαιζα µε τις πραγµατικές αξίες ανυποψίαστος» είχε παραδεχθεί µε ειλικρίνεια, για να περάσει αµέσως µετά στην πλήρη αποδόµηση της πολεµικής εναντίον του ρεµπέτικου.

«Κι ερχόµαστε σε µία από τις πιο βασικές κατηγορίες που προβάλλουν οι “υγιείς ηθικολόγοι” για το ρεµπέτικο. “Είναι αρρωστηµένο” λεν’ µ’ αυστηρότητα, “ενώ το δηµοτικό τραγούδι, γεµάτο υγεία και λεβεντιά”, και κινούν το κεφάλι µε σηµασία, ενώ είµαι βέβαιος πως το δηµοτικό µας τραγούδι τους είναι το ίδιο οχληρό όπως και το ρεµπέτικο, µε τη διαφορά πως δεν τολµούν να οµολογήσουν ότι δεν τους αρέσει. Είναι σαν να βγουν και να πουν ότι δεν τους αρέσει ο Σαίξπηρ, για παράδειγµα, ή κάτι παρόµοιο. Ανέχονται το δηµοτικό, όχι όµως το ρεµπέτικο.

Το τελευταίο είναι κάτι που κυκλοφορεί ανάµεσά τους και µπορούν να το πετάξουν -έτσι φαντάζονται- επειδή δεν έχει κρεµαστεί ακόµη µε χρυσές κορνίζες. Ίσως ξεχνάν’ ότι τα χρόνια µας δεν έχουν τίποτε κοινό µε τα χρόνια της κλεφτουριάς, άσχετα αν οι ηρωικές πράξεις του Στρατού µας τοποθετούνται δίκαια από την Ιστορία πλάι στους Καραϊσκάκηδες και τους Κολοκοτρωναίους. Οι κύριοι αυτοί αγνοούν την εποχή µας, καθώς και το ότι ένα λαϊκό τραγούδι καθρεφτίζει µε µοναδική ένταση όχι µόνο µια τάξη ή µια κατηγορία ανθρώπων, µα τις επιδράσεις µιας ολάκερης εποχής σε µια φυλή, σ’ ένα έθνος µαζί µε τις διαµορφωµένες τοπικές συνθήκες» είχε πει.

Υπογράµµισε, επίσης, ότι «το ρεµπέτικο κατορθώνει µε µια θαυµαστή ενότητα να συνδυάζει τον λόγο, τη µουσική και την κίνηση: Από τη σύνθεση µέχρι την εκτέλεση, µ’ ένστικτο δηµιουργούνται οι προϋποθέσεις για την τριπλή αυτή εκφραστική συνύπαρξη, που ορισµένες φορές σαν φτάνει τα όρια της τελειότητας θυµίζει µορφολογικά την αρχαία τραγωδία».

Τολµά δε να παραλληλίσει το ρεµπέτικο µε το βυζαντινό µέλος: «Ποια από τις καλές τέχνες στον τόπο µας σήµερα µπορεί να περηφανευτεί ότι κράτησε τη βασική αυτή ελληνικότητα -τη µοναδική άξια κληρονοµιά που έχουµε πραγµατικά στα χέρια µας- για τη σύνθεσή της. Ποια µουσική µας µπορεί να ισχυριστεί σήµερα ότι βρίσκεται πέρα από το βυζαντινό µέλος, πέρα από το δηµοτικό τραγούδι και, στη χειρότερη περίπτωση, πέρα από τις σπασµένες αρχαίες κολόνες του Παρθενώνος και του Ερεχθείου, ότι βρίσκεται εκεί που όλα αυτά βρεθήκανε στην εποχή τους; Το ρεµπέτικο τραγούδι είναι γνήσια ελληνικό, µοναδικά ελληνικό».

Για να καταλήξει µε νόηµα: «Λοιπόν, δεν νοµίζω πως ο σνοµπισµός αυτός γύρω από το ρεµπέτικο τραγούδι είναι δυνατό να µας σταθεί εµπόδιο για να κοιτάξουµε προσεκτικά την αξία του και ν’ α γαπήσουµε την αλήθεια και τη δύναµη που περιέχει. Αυτά τα τραγούδια είναι τόσο κοντινά σε µας και σε τέτοιο σηµείο δικά µας, που δεν έχoµε νοµίζω σήµερα τίποτ’ άλλο για να ισχυριστούµε το ίδιο».

Όσα είπε τότε ο Μάνος Χατζιδάκις προκάλεσαν σφοδρές αντιδράσεις. Μέχρι και η Αστυνοµία είχε επισκεφθεί το σπίτι του στο Παγκράτι, προκειµένου να πείσει τη µητέρα του να τον συµβουλεύσει να προσέχει…

Μοίρασε το άρθρο!