Μάνος Χατζιδάκις κορυφαίος Έλληνας συνθέτης που Πολλά από τα εκατοντάδες έργα του αναγνωρίζονται σήμερα ως κλασικά

αρχείο λήψης

15/06/2016

Ο Μάνος Χατζιδάκις γεννήθηκε στην Ξάνθη και ήταν γιος του δικηγόρου Γεωργίου Χατζιδάκι από τον Μύρθιο Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνου και της Αλίκης Αρβανιτίδου από την Αδριανούπολη[2]. Η μουσική του εκπαίδευση ξεκινά σε ηλικία τεσσάρων ετών και περιλαμβάνει μαθήματα πιάνου από την αρμενικής καταγωγής πιανίστρια Αλτουνιάν. Παράλληλα εξασκείται στο βιολί και στο ακορντεόν.[εκκρεμεί παραπομπή]

Ο Χατζιδάκις εγκαθίσταται οριστικά στην Αθήνα με τη μητέρα του το 1932 έπειτα από το χωρισμό των γονέων του. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1938, ο πατέρας του πεθαίνει σε αεροπορικό δυστύχημα, γεγονός που σε συνδυασμό με την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου πολέμου επιφέρει μεγάλες οικονομικές δυσχέρειες στην οικογένεια. Ο νεαρός Χατζιδάκις εργάζεται για βιοπορισμό ως φορτοεκφορτωτής στο λιμάνι, παγοπώλης στο εργοστάσιο του Φιξ, υπάλληλος στο φωτογραφείο του Μεγαλοκονόμου και βοηθός νοσοκόμος στο 401 στρατιωτικό νοσοκομείο[εκκρεμεί παραπομπή].

Παράλληλα επεκτείνει τις μουσικές του γνώσεις παρακολουθώντας ανώτερα θεωρητικά μαθήματα με τον Μενέλαο Παλλάντιο την περίοδο 19401943, ενώ ξεκινά και σπουδές Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, τις οποίες όμως δεν θα ολοκληρώσει ποτέ. Την ίδια περίοδο συνδέεται με άλλους καλλιτέχνες και διανοούμενους, μεταξύ των οποίων ήταν οι ποιητές Νίκος Γκάτσος, Γιώργος Σεφέρης, Οδυσσέας Ελύτης, Άγγελος Σικελιανός και ο ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης. Κατά την τελευταία περίοδο της Κατοχής συμμετείχε ενεργά στην Εθνική Αντίσταση μέσα από τις γραμμές της ΕΠΟΝ, όπου γνώρισε τον επίσης κορυφαίο μουσικοσυνθέτη Μίκη Θεοδωράκη, με τον οποίον σύντομα ανέπτυξε ισχυρή φιλία[3][4][5].

Τα πρώτα έργα

Η πρώτη εμφάνιση του Χατζιδάκι ως συνθέτη πραγματοποιείται το 1944, σε ηλικία 19 ετών, με τη συμμετοχή του στο έργο “Τελευταίος Ασπροκόρακας” τουΑλέξη Σολομού, στο Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν. Στη σχολή του Θεάτρου Τέχνης, ο Χατζιδάκις θα παρακολουθήσει και μαθήματα υποκριτικής, αν και τελικά ο ίδιος ο Κουν θα τον προτρέψει να αφοσιωθεί αποκλειστικά στη μουσική. Η συνεργασία του με το Θέατρο Τέχνης θα αποδειχθεί ιδιαίτερα παραγωγική και θα διαρκέσει περίπου δεκαπέντε χρόνια. Τέλος, το 1946, καταγράφεται η πρώτη του εργασία για τον κινηματογράφο, στην ταινία Αδούλωτοι Σκλάβοι.

Την περίοδο αυτή, ο Χατζιδάκις ανακαλύπτει το ρεμπέτικο τραγούδι και γίνεται ο πρώτος[2] που θα το μελετήσει σε βάθος και θα κατανοήσει την αξία του. Στις 31 Ιανουαρίου 1949, σε ηλικία 23 ετών, δίνει στο Θέατρο Τέχνης τη διάσημη πλέον διάλεξη για το ρεμπέτικο τραγούδι[6].

Το 1950 θα αποτελέσει ιδρυτικό στέλεχος και καλλιτεχνικό διευθυντή του Ελληνικού Χοροδράματος της Ραλλούς Μάνου, όπου παρουσιάζει τα τέσσερα μπαλέτα του, “Μαρσύας” (1950), “Έξι Λαϊκές Ζωγραφιές” (1951), “Το Καταραμένο Φίδι” (1951) και “Ερημιά” (1958). Την ίδια εποχή, η τραγωδός Μαρίκα Κοτοπούληαναθέτει στον Χατζιδάκι τη σύνθεση της μουσικής για τις “Χοηφόρους” (1950) από την “Ορέστεια” του Αισχύλου. Το γεγονός αυτό αποτελεί την απαρχή της ενασχόλησης του Χατζιδάκι με το αρχαίο δράμα. Μερικές από τις τραγωδίες και κωμωδίες για τις οποίες θα γράψει μουσική είναι η “Μήδεια” (1956), ο “Κύκλωπας” (1959), οι “Βάκχες” (1962), οι “Εκκλησιάζουσες” (1956), η “Λυσιστράτη” (1957) και οι “Όρνιθες” (1959). Το 1950 ο Χατζιδάκις συνεργάζεται με τον Άγγελο Σικελιανό προκειμένου να συνθέσει τη μουσική για την τελευταία τραγωδία του ποιητή “Ο Θάνατος του Διγενή”.

Την ίδια περίοδο γράφει σημαντικά μουσικά έργα, όπως τα πιανιστικά έργα “Ιονική σουίτα” (1952) και “Για μια μικρή λευκή αχιβάδα” (1947, το πρώτο από 51 έργα που ο ίδιος ξεχωρίζει με ιδιαίτερη αρίθμηση ανάμεσα στο σύνολο της δημιουργίας του ως opus 1) καθώς και τον κύκλο τραγουδιών “Ο Κύκλος του C.N.S.” (1954, αφιερωμένο στον Carlos Novi Sanchez για το θάνατο του κοινού τους φίλου Ετιέν Ρέρυ).

Η μεγάλη δημοσιότητα

Το 1957 ξεκινά μία περίοδος έντονης δημιουργικής δράσης. Ο Χατζιδάκις συνθέτει ασταμάτητα για το θέατρο και τον κινηματογράφο, όπου το έργο του γνωρίζει μεγάλη δημοφιλία, ενώ παράλληλα γράφει πολλά σημαντικά μουσικά έργα.

Το 1960 ήταν μία χρονιά με διακρίσεις και βραβεία. Του απονεμήθηκε το πρώτο βραβείο στο Β’ Φεστιβάλ Ελαφρού Τραγουδιού του Ε.Ι.Ρ. για το “Κυπαρισσάκι” και την “Τιμωρία” με την Νάνα Μούσχουρη, απέσπασε το βραβείο για τη μουσική του στο “Ποτάμι” του Νίκου Κούνδουρου στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης, έγραψε τα “Τα Παιδιά του Πειραιά” για το “Ποτέ την Κυριακή” του Ζυλ Ντασέν, που έκαναν το γύρο του κόσμου “αποδίδοντας” στον συνθέτη και το Όσκαρ Καλύτερου Πρωτότυπου Τραγουδιού την επόμενη χρονιά, και επίσης συνέθεσε μουσική για τα θεατρικά έργα “Ευρυδίκη” του Ζαν Ανούιγ, “Το γλυκό πουλί της νιότης” του Τένεσι Ουίλιαμς, “Ο θάνατος του Διγενή” του Άγγελου Σικελιανού, “Η τύχη της Μαρούλας” του Δημητρίου Κορομηλά και για πολλές ταινίες. Ανάμεσά τους οι: “Μανταλένα“, “Η Αλίκη στο ναυτικό“, “Το κοροϊδάκι της δεσποινίδος“, “Η κυρία δήμαρχος”, “Το κλωτσοσκούφι“, “Ραντεβού στην Κέρκυρα“, κ.α.[7]

Το 1961 κέρδισε το Όσκαρ Καλύτερου Πρωτότυπου Τραγουδιού για το τραγούδι “Τα παιδιά του Πειραιά”. Η βράβευση αυτή του έδωσε παγκόσμια δημοσιότητα, την οποία ο Χατζιδάκις προσπάθησε να αποφύγει με κάθε τρόπο, θεωρώντας ότι του στερούσε τη δυνατότητα να διαμορφώσει ο ίδιος την σχέση του με τον ακροατή του. “Για μένα το Όσκαρ δεν αποτελεί στεφάνωμα μιας σταδιοδρομίας αλλά το αληθινό μου ξεκίνημα”, ήταν η απάντηση-δήλωση του συνθέτη. “Τα παιδιά του Πειραιά” έφεραν στην Ελλάδα το δεύτερο Όσκαρ, δεκαπέντε χρόνια μετά την Κατίνα Παξινού και το δικό της Όσκαρ για την ερμηνεία της στην ταινία Για Ποιον Χτυπά η Καμπάνα. Το τραγούδι του Μάνου Χατζιδάκι για το Ποτέ την Κυριακή του Ζυλ Ντασέν, που έκανε το γύρο του κόσμου, επικράτησε των άλλων υποψηφιοτήτων, προσφέροντας στον Έλληνα δημιουργό μία διεθνή διάκριση. Ήταν μια βράβευση την οποία ο ίδιος δεν αντιμετώπισε ποτέ ως ξεχωριστή στιγμή στην καριέρα του. “Μπορεί ένα απλό τραγούδι να μου έφερε το Όσκαρ. Οι φιλοδοξίες μου όμως και οι υποχρεώσεις μου δεν σταματούν σε αυτό…”, έλεγε. Την ίδια χρονιά ο Μάνος Χατζιδάκις απέσπασε το Β’ βραβείο στο Φεστιβάλ Ελληνικού Τραγουδιού για το τραγούδι του “Κουρασμένο παλληκάρι”. Το Α’ δόθηκε στον Μίκη Θεοδωράκη για την “Απαγωγή”[8].

Το 1962 ο Χατζιδάκις χρηματοδοτεί το “Διαγωνισμό Σύνθεσης Μάνος Χατζιδάκις” στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο Δοξιάδη στην Αθήνα, με το πρώτο βραβείο να απονέμεται από κοινού στους Γιάννη Ξενάκη και Ανέστη Λογοθέτη. Το 1964 ιδρύει και διευθύνει την Πειραματική Ορχήστρα Αθηνών (1964-66). Στο σύντομο χρονικό διάστημα της λειτουργίας της, η ορχήστρα έδωσε 20 συναυλίες με πρεμιέρες δεκαπέντε έργων Ελλήνων συνθετών. Την ίδια περίοδο αρχίζει και η συνεργασία του με τον Μωρίς Μπεζάρ. Οι Όρνιθες ανεβαίνουν από τα Μπαλέτα του 20ού Αιώνα στις Βρυξέλλες.

Μερικά έργα της περιόδου αυτής είναι η μουσική για την “Μήδεια” του Ευριπίδη (1958), το “Παραμύθι χωρίς όνομα” του Ι. Καμπανέλλη (1959), “Ο κύκλος με την κιμωλία” του Μπρεχτ, η “Οδός ονείρων” (1962), αλλά και “Το χαμόγελο της Τζοκόντας” – δέκα τραγούδια για ορχήστρα γραμμένα αρχικά για φωνή, ειδικά για τη Ζακλίν Ντανό (Παρίσι, 1962).

Στο εξωτερικό

Το 1966 ο Μάνος Χατζιδάκις επισκέπτεται τη Νέα Υόρκη των ΗΠΑ προκειμένου να ανεβάσει στο Broadway με τον Ζυλ Ντασέν και τη Μελίνα Μερκούρη τη θεατρική διασκευή του “Ποτέ την Κυριακή” με τον τίτλο “Illya Darling”. Κατά την παραμονή του στην Αμερική έρχεται σε επαφή με την ποπ και ροκ αμερικανική μουσική σκηνή, γεγονός που έχει σαν αποτέλεσμα την ηχογράφηση του κύκλου τραγουδιών “Reflections” σε συνεργασία με το συγκρότημα “New York Rock and Roll Ensemble”, ενώ ηχογραφεί και “Το Χαμόγελο της Τζοκόντας” στην -πασίγνωστη πλέον- συμφωνική του μορφή. Παράλληλα συνεχίζει τη συνεργασία με τα μπαλέτα του 20ού Αιώνα στις Βρυξέλλες, όπου διευθύνει έργα δικά του ή άλλων συνθετών. Άλλα σημαντικά έργα της περιόδου είναι η μουσική για την ταινία “Blue” (1958) του Silvio Narizzano, η “Ρυθμολογία” (έργο για πιάνο) και η “Αμοργός” (1970), πάνω στο εμβληματικό ποίημα του ποιητή Νίκου Γκάτσου, έργο το οποίο ο συνθέτης άφησε ημιτελές.

Επιστροφή στην Ελλάδα – μεταπολίτευση

Το 1972 επιστρέφει στην Αθήνα και τον επόμενο χρόνο ιδρύει το μουσικό καφεθέατρο “Πολύτροπο” με το οποίο επιδιώκει, σύμφωνα με τον ίδιο, “μια τελετουργική παρουσίαση του τραγουδιού, μ’ όλα τα μέσα που μας παρέχει η σύγχρονη θεατρική εμπειρία”[9]. Η περίοδος αυτή, μέχρι το τέλος της ζωής του, θεωρείται η περισσότερο ώριμη στη μουσική του σταδιοδρομία και σηματοδοτείται από την ηχογράφηση του έργου “Ο Μεγάλος Ερωτικός”.

Η πολυεπίπεδη δραστηριοποίηση του Χατζιδάκι στο χώρο της τέχνης και οι παρεμβάσεις του στα κοινά αυτήν την περίοδο κορυφώνονται. Διορίζεται αναπληρωτής γενικός διευθυντής της Λυρικής Σκηνής το διάστημα 19751977 ενώ την περίοδο 19751982 αναλαμβάνει καθήκοντα Διευθυντή της Κρατικής Ορχήστρας καθώς και Διευθυντή του κρατικού ραδιοσταθμού Τρίτο Πρόγραμμα. Η παρουσία του στο Τρίτο Πρόγραμμα αποτελεί μέχρι σήμερα σημείο αναφοράς για την ποιότητα και τις ιδέες στην ελληνική ραδιοφωνία. Η περίοδος εκείνη ήταν σίγουρα η ποιοτικότερη στην ιστορία του συγκεκριμένου ραδιοσταθμού.

Το 1979 ο Μάνος Χατζιδάκις καθιερώνει τις “Μουσικές Γιορτές” στα Ανώγεια της Κρήτης, που περιλαμβάνουν τοπικούς λαϊκούς χορούς και τραγούδια. Παράλληλα διοργανώνει συνέδριο με θέμα την παράδοση, στο οποίο συμμετέχουν διανοούμενοι, καλλιτέχνες και ακαδημαϊκοί. Τον επόμενο χρόνο εγκαινιάζει τον “Μουσικό Αύγουστο” στο Ηράκλειο, ένα καλλιτεχνικό Φεστιβάλ με κύριο στόχο την παρουσίαση νέων ρευμάτων τόσο στη μουσική όσο και στο χορό, τον κινηματογράφο, τη ζωγραφική και το θέατρο. Την περίοδο 19811982 διοργανώνει επίσης τους αγώνες ελληνικού τραγουδιού στην Κέρκυρα, ένα μουσικό διαγωνισμό για νέους Έλληνες συνθέτες.

Το 1985 παρουσιάζει και εκδίδει το πολιτιστικό περιοδικό “Το Τέταρτο” (19851986), το οποίο καταγράφει τα καλλιτεχνικά και κοινωνικά δρώμενα μέσα από τις πολιτικές τους διαστάσεις. Το 1985 επίσης δημιουργεί την πρώτη ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρεία στην Ελλάδα, “Σείριος“, η οποία λειτουργεί μέχρι σήμερα, με σκοπό την ανάδειξη καλλιτεχνών και μουσικών δημιουργιών επί τη βάσει μη εμπορικών κριτηρίων. Παράλληλα παρουσιάζει επιλεγμένα έργα και καλλιτέχνες στην μπουάτ “Σείριος” (Ζουμ) της Πλάκας.

Το 1989, ιδρύει την Ορχήστρα των Χρωμάτων προκειμένου να παρουσιάζει με πρωτότυπο τρόπο έργα κλασικών και σύγχρονων συνθετών. Ο ίδιος ο Μάνος Χατζιδάκις διηύθυνε την Ορχήστρα των Χρωμάτων μέχρι το τέλος της ζωής του, δίνοντας συνολικά είκοσι συναυλίες και δώδεκα ρεσιτάλ ελληνικού και διεθνούς ρεπερτορίου. Στις 3 Ιουνίου 1990, σε συνεργασία με τον κορυφαίο μουσικό Άστορ Πιατσόλα, διευθύνει την Ορχήστρα των Χρωμάτων σε μια συναυλία που ηχογραφήθηκε ζωντανά στο θέατρο του Ηρώδη του Αττικού.[10] Η συναυλία θεωρείται εξαιρετικά σημαντική καθώς ήταν η τελευταία του Πιατσόλα, ο οποίος ένα μήνα αργότερα, μετά από εγκεφαλικό επεισόδιο, έπεσε σε κώμα δύο ετών και τελικά έφυγε από τη ζωή το 1992.[10] Το 1991, σε συνεργασία με τον Δήμο Καλαμάτας, ο Μάνος Χατζιδάκις διοργανώνει τους “Πρώτους Αγώνες Ελληνικού Τραγουδιού Καλαμάτας”.

Η έντονη ενασχόληση του Χατζιδάκι με τα κοινά κατά την περίοδο αυτή αποτυπώνεται σε σημαντικό τμήμα του έργου του. Χαρακτηριστικά έργα της περιόδου είναι “Η εποχή της Μελισσάνθης”, έργο αυτοβιογραφικό αλλά και βαθιά πολιτικό, οι κύκλοι τραγουδιών “Τα παράλογα” (1978), “Οι μπαλάντες της οδού Αθηνάς” (1983), η μουσική παράσταση “Πορνογραφία” (1982), σε δική του σκηνοθεσία, η “Σκοτεινή Μητέρα” και “Τα τραγούδια της αμαρτίας”.

Ο Μάνος Χατζιδάκις πέθανε στις 15 Ιουνίου του 1994 από οξύ πνευμονικό οίδημα και ετάφη στην Παιανία.

Οι παρεμβάσεις του στο δημόσιο βίο και οι πολιτικές επιλογές του

Ο Μάνος Χατζιδάκις ανέπτυξε, ήδη από την εποχή της απελευθέρωσης[11][12], βαθιά πολιτική σκέψη, κεντρικός άξονας της οποίας ήταν η αμφισβήτηση και η αναθεώρηση. Για την πολιτική του ταυτότητα γράφει ο ίδιος: “Είμαι δημοκράτης αστός, ουμανιστής και αναθεωρητής της δεξιάς […] Ποτέ δεν υπήρξα αντικομμουνιστής […] Εγώ περιέχω και τον αριστερό. Ο αριστερός όμως δεν με περιέχει.”[13] Η πολιτική σκέψη του Μάνου Χατζιδάκι επεκτείνεται στην ουσία των κοινωνικών ζητημάτων, πέρα και έξω από το χώρο που ορίζουν οι ιδεολογίες, και βρίσκεται πανταχού παρούσα στο έργο του -που ωστόσο δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να χαρακτηριστεί στρατευμένο[14].

Από τη μεταπολίτευση και μέχρι το τέλος της ζωής του ο Μάνος Χατζιδάκις παρεμβαίνει συστηματικά και με έντονο τρόπο στο δημόσιο βίο. Αρχικά με το ”Τρίτο Πρόγραμμα” κι αργότερα με το περιοδικό “Το Τέταρτο” επιχειρεί συνειδητά και μεθοδικά να αντιδράσει σε κατεστημένες αντιλήψεις[15]. Αλλά και με πλήθος συνεντεύξεων, άρθρων και δηλώσεων πάλεψε ενάντια σε αυτά που ο ίδιος θεωρούσε ως μεθοδεύσεις, λαϊκισμό, συντηρητισμό και αμετροέπεια της εξουσίας . Οι παρεμβάσεις του Χατζιδάκι στα δημόσια πράγματα της χώρας δεν γίνονται χωρίς κόστος για τον ίδιο και κορυφώνονται με τη δριμεία κριτική που του ασκεί η εφημερίδα Αυριανή.

Ο Χατζιδάκις είχε αιρετικές ιδέες και πολλοί σύγχρονοι μελετητές του, καθώς και δημοσιογράφοι έχουν αναρωτηθεί για την πραγματική πολιτική ταυτότητά του. Οι περισσότεροι τον θεωρούν ως ”δεξιό”, άποψη η οποία θεωρείται ως η επικρατούσα και η πιο διαδεδομένη. [16] Άλλοι τον θεωρούν ως αναρχικό, λόγω ορισμένων λεγομένων του κατά καιρούς, καθώς και για τη στήριξή του στους αναρχικούς στο τέλος της ζωής του, με τους οποίους βγήκε στους δρόμους .[17][18] [19] Ο συγγενής του, Γιώργος Χατζιδάκις, ανέφερε ότι ” Ο Χατζιδάκις δεν ήταν δεξιός, έτσι δήλωναν οι άλλοι. Τόσα χρόνια μετά, ξέρουμε όλοι την αιτία. Δεν θα μπορούσε να ’χει αποφύγει όλο αυτόν τον μεταπολεμικό διπολισμό, ο οποίος είχε ρίζες στον εμφύλιο. Ο ίδιος διεκδικούσε ελεύθερη σκέψη και δράση και σ’ έναν μεγάλο βαθμό το πέτυχε. Ήθελε να είναι ένας ελεύθερος πολίτης κι ήξερε πως δεν ήταν εύκολο αυτό. Οι απόψεις και οι ιδέες του ήταν ανατρεπτικές, όχι όμως με την έννοια της αναρχίας όπως την εκλαμβάνου­με σήμερα, μιας κατάστασης «χύμα» που τα καίει και τα διαλύει όλα. Πίστευε στην ανατροπή οποιουδήποτε συντηρητικού, δογματικού και υποκριτικού στοιχείου.”[20]

Ο Χατζιδάκις επέκρινε με τα χειρότερα λόγια την νεολαία της ΟΝΝΕΔ, στην οποία είχε παρευρεθεί για μία συναυλία του. Συγκεκριμένα σταμάτησε τη συναυλία μετά το εικοσάλεπτο, χαρακτηρίζοντας τους ως ” Νεολαία αναψυκτηρίου”. Αντιθέτως, όταν παρευρέθηκε στο φεστιβάλ της οργάνωσης νεολαίας Ρήγας Φεραίος, μίλησε με τα καλύτερα λόγια για αυτήν και τους χαρακτήρισε ως ” Πολιτισμένη Νεολαία”. Συγκεκριμένα αναφέρει ότι ” Πριν δύο χρόνια με είχαν παρακαλέσει τα παιδιά του Ρήγα Φεραίου να παίξω στο Φεστιβάλ τους. Η νεολαία του ΚΚΕ Εσωτερικού είναι η πιο συμπαθής νεολαία μέχρι σήμερα στον τόπο μας, διότι είναι πάρα πολύ απομακρυσμένη από την εξουσία και δεν έχει φθαρεί καθόλου, δεν έχει καμία προοπτική εξουσίας. Συνεπώς, η ένταξη αυτών των παιδιών στο ΚΚΕ Εσωτερικού είναι γνήσια, από τη στιγμή που δεν έχει βλέψεις εξουσίας ή ωφελημάτων. Έκανα, λοιπόν, μία συναυλία στο ΚΚΕ Εσωτερικού και ήταν περίφημη η επαφή μου με αυτό το κοινό, είχα πραγματικά άριστες εντυπώσεις. Για να μην θεωρηθώ όμως μονομερής ότι ευνόησα τα παιδιά του Ρήγα Φεραίου, δέχτηκα και την πρόσκληση της ΟΝΝΕΔ, διότι ψηφίζω Νέα Δημοκρατία. Έτσι, πήγα και στο δικό τους Φεστιβάλ. Έφυγα σε είκοσι λεπτά, κακήν κακώς. Είχα το αίσθημα ότι έπαιξα σε ένα αναψυκτήριο, όχι σε συναυλία, τέτοια ντροπή δεν είχα ξανανιώσει στη ζωή μου”.[21][22]

Η στάση του Μάνου Χατζιδάκι στα θέματα του δημόσιου βίου καθορίζεται από την αισθητική του και χαρακτηρίζει σημαντικό μέρος του έργου του αυτής της περιόδου. Ορισμένα έργα στα οποία αποτυπώνεται η πολιτική σκέψη του συνθέτη είναι “Τα παράλογα” (1976), “Η εποχή της Μελισσάνθης” (1980), “Πορνογραφία” (1982), “Οι μπαλάντες της οδού Αθηνάς” (1983).

Έργο

Εργογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η εργογραφία του Μάνου Χατζιδάκι έχει καταγραφεί κατ’ αρχάς από τον ίδιο το συνθέτη και ανασυντάχθηκε από τον Β. Αγγελικόπουλο[23] και την Ρ. Δαλιανούδη[24]. Στην εκδοχή της τελευταίας περιλαμβάνει 61 έργα για το θέατρο, 10 έργα για το αρχαίο δράμα, 77 έργα για τον κινηματογράφο, 11 οργανικά έργα, 36 κύκλους τραγουδιών και έργα για φωνή, 16 μπαλέτα και 3 όπερες. Κάποια από τα έργα αυτά είναι ανέκδοτα ή ανολοκλήρωτα. Ο ίδιος ο Μάνος Χατζιδάκις έχει επιλέξει και αριθμήσει 51 από τα έργα του που θεωρούσε ως τα πλέον σημαντικά.

Η πλήρης εργογραφία και δισκογραφία του συνθέτη, με τα δικά του εισαγωγικά σημειώματα καθώς και πρόσθετο αρχειακό υλικό είναι προσβάσιμη στον επίσημο ιστότοπό του[25].

Επιλεγμένη εργογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αναφέρονται οι τίτλοι και η ημερομηνία σύνθεσης του έργου (όχι η ημερομηνία έκδοσης). Στα έργα που δουλεύτηκαν σε διαφορετικές φάσεις αναφέρεται η ημερομηνία της τελικής φάσης. Όπου σημειώνεται ο αριθμός του έργου (ερ.), αυτός αναφέρεται στην αρίθμηση του ιδίου του Μάνου Χατζιδάκι (βλ. παραπάνω).

  • Για μια μικρή λευκή αχιβάδα, ερ. 1 (σουίτα για πιάνο) 1947
  • Γυάλινος κόσμος (Θέατρο Τέχνης) 1947
  • Ματωμένος Γάμος, ερ. 3 (θέατρο) 1948
  • Λεωφορείον ο πόθος (θέατρο, τργδ: «χάρτινο το φεγγαράκι») 1949
  • Έξι λαϊκές ζωγραφιές, ερ. 5 (μπαλέτο) 1950
  • Καταραμένο Φίδι, ερ. 6 (σουίτα μπαλέτου) 1950
  • Ιονική σουίτα, ερ. 7 (έργο για πιάνο) 1952
  • Ο κύκλος του C.N.S. ερ. 8 (κύκλος τραγουδιών για βαρύτονο) 1953
  • Μαγική πόλις (κινηματογράφος, τργδ «Μια πόλη μαγική») 1954
  • Σουίτα για βιολί και πιάνο, ερ. 7α 1954
  • Στέλλα (κινηματογράφος), 1955
  • Ο κύκλος με την κιμωλία, ερ. 13 (θέατρο) 1957
  • Παραμύθι χωρίς όνομα, ερ. 11 (θέατρο) 1959
  • Όρνιθες, ερ. 14 (Αρχαία κωμωδία) 1959
  • Το νησί των γενναίων (κινηματογράφος) 1959
  • Ευρυδίκη (θέατρο, εκδόθηκε το ομώνυμο τργδ) 1960
  • Το ποτάμι (κινηματογράφος) 1960
  • Ελλάς, η χώρα των ονείρων (ντοκυμαντέρ) 1960
  • Πασχαλιές μέσα απ’ τη νεκρή γη (διασκευή 12 παλιών λαϊκών για ορχήστρα) 1961
  • Η κλέφτρα του Λονδίνου (θέατρο) 1961
  • The 300 Spartans (κινηματογράφος), 1961
  • Καίσαρ και Κλεοπάτρα, ερ 21 (θέατρο) 1962
  • Οδός ονείρων, ερ. 20 (θέατρο) 1962
  • Μαγική πόλις (θέατρο, σε συνεργασία με τον Μ. Θεοδωράκη) 1963
  • America – America (κινηματογράφος) 1963
  • Το χαμόγελο της Τζοκόντας, ερ. 22 (για ορχήστρα) 1964
  • Δεκαπέντε Εσπερινοί (διασκευή τραγουδιών για ορχήστρα) 1964
  • Μυθολογία, ερ. 23 (κύκλος τραγουδιών) 1965
  • Καπετάν Μιχάλης, ερ. 24 (θέατρο) 1966
  • Blue (κινηματογράφος) 1967
  • Reflections, ερ. 27 (10 τραγούδια με το New York Rock ‘n’ Roll Ensemble) 1968
  • Ρυθμολογία, ερ. 26 (έργο για πιάνο) 1971
  • Ο Μεγάλος Ερωτικός, ερ. 30 (κύκλος τραγουδιών) 1972
  • Ο οδοιπόρος, το μεθυσμένο κορίτσι κι ο Αλκιβιάδης, ερ. 32 (κύκλος τραγουδιών σε θεατρική μορφή) 1973
  • Sweet movie (κινηματογράφος) 1974
  • Αθανασία ερ. 31α (κύκλος τραγουδιών) 1975
  • Τα παράλογα, ερ. 32 (κύκλος τραγουδιών) 1976
  • A la recherché de l’ Atlantide I & II (ντοκυμαντέρ) 1977
  • Η Εποχή της Μελισσάνθης, ερ. 37 (καντάτα) 1980
  • Για την Ελένη, ερ. 38 (κύκλος τραγουδιών) 1980
  • Πορνογραφία, ερ. 43 (μουσικό θέαμα), 1982
  • Χειμωνιάτικος Ήλιος, ερ. 44 (κύκλος τραγουδιών) 1983
  • Οι μπαλάντες της οδού Αθηνάς, ερ. 42 (κύκλος τραγουδιών) 1984
  • Σκοτεινή Μητέρα, ερ. 45 (κύκλος τραγουδιών) 1986
  • Ήσυχες μέρες του Αυγούστου (κινηματογράφος) 1992
  • Αμοργός, ερ. 46 (καντάτα, ανολοκλήρωτο, εκδόθηκε μετά τον θάνατο του συνθέτη) 1997
  • Τα τραγούδια της αμαρτίας, ερ. 50 (κύκλος τραγουδιών, ανολοκλήρωτο, εκδόθηκε μετά τον θάνατο του συνθέτη) 1994

Συγγραφικό έργο

Ο Μάνος Χατζιδάκις εξέδωσε δύο ποιητικές συλλογές με τους τίτλους “Μυθολογία” και “Μυθολογία δεύτερη”.[26] Ακόμη, εξέδωσε μία επιλογή από τα σχόλιά του στο Τρίτο Πρόγραμμα με τίτλο “Τα σχόλια του Τρίτου[27] καθώς και μία συλλογή από συνεντεύξεις και άρθρα με τίτλο “Ο καθρέφτης και το μαχαίρι“.[28] Ο Μάνος Χατζιδάκις δεν συνέγραψε αμιγώς θεωρητικά έργα. Η θεωρητική του τοποθέτηση, τόσο σε θέματα μουσικής όσο και σε ευρύτερα ζητήματα της τέχνης και του δημόσιου βίου, αποτυπώνεται σε ένα πλήθος συνεντεύξεων, άρθρων, διαλέξεων και σχολίων καθώς και στο συνθετικό του έργο.

Η στάση του στην τέχνη, στη μουσική και στην παράδοση

Η σύνδεση του λαϊκού με το λόγιο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η στροφή των Ελλήνων συνθετών στην παράδοση είχε ήδη ξεκινήσει από τη γενιά του μεσοπολέμου. Συνθέτες όπως ο Νίκος Σκαλκώτας και ο Μανώλης Καλομοίρης, που εντάσσονται χρονολογικά στη λεγόμενη γενιά του ’30, επηρεάστηκαν από το πνεύμα της εποχής και αντιμετώπισαν το ζήτημα της ελληνικότητας στον χώρο της μουσικής. Ωστόσο, οι συνθέτες αυτοί παρέμειναν προσκολλημένοι σε μία ηθογραφική προσέγγιση του παραδοσιακού -δημοτικού κυρίως- μουσικού υλικού[29].

Ο Χατζιδάκις είναι ο πρώτος που αντιμετωπίζει την παράδοση έξω από το ηθογραφικό πλαίσιο και σε όλη της την έκταση, προσλαμβάνοντας και τα πλέον απορριπτέα -για την κοινωνία της εποχής του- λαϊκά στοιχεία, και εντάσσοντάς τα σε ένα νέο μουσικό κράμα. Από αυτήν τη σκοπιά ο Χατζιδάκις θα μπορούσε να θεωρηθεί ως συνεχιστής της γενιάς του ’30 στο χώρο της μουσικής[30]. Εξάλλου, ο Χατζιδάκις γαλουχήθηκε με τις ιδέες της γενιάς του ’30 και διατηρούσε ισχυρή φιλία με τους σημαντικότερους εκπροσώπους της.

Στην πορεία αυτή θα ενταχθούν πολύ νωρίς -ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1940- και άλλοι συνθέτες, όπως ο Αργύρης Κουνάδης και ο Μίκης Θεοδωράκης, μετατρέποντας την ιδέα της σύνδεσης της λόγιας μουσικής με τη λαϊκή παράδοση σε κίνημα. Αποτέλεσμα υπήρξε η δημιουργία του έντεχνου λαϊκού τραγουδιού, όρος που επινοήθηκε από τον Μίκη Θεοδωράκη για να περιγράψει το νέο αυτό μουσικό κράμα. Το δίπολο Χατζιδάκις – Θεοδωράκης, με το τεράστιο συνθετικό και θεωρητικό τους έργο, καθώς και με τη σιγουριά της ποιότητας, θα αποτελέσει έκτοτε το βασικό πυλώνα που θα καθορίσει τις εξελίξεις στην ελληνική μουσική.

Η στάση του απέναντι στο λαϊκό

Στο νέο χώρο που δημιουργεί η σύνδεση του λαϊκού με το λόγιο ο Χατζιδάκις διατηρεί μία θεωρητική αλλά και αισθητική απόσταση που τον διαφοροποιεί σαφώς από τον Θεοδωράκη: διατηρεί πάντα τη συναίσθηση ότι ο ίδιος είναι μη λαϊκός, ένας αστός παρατηρητής. Παράλληλα προσεγγίζει τον όρο “λαϊκός” με αυστηρότητα, αποδίδοντάς του μία σαφή και αφαιρετική έννοια, πέρα από τις συνήθεις κοινοτοπίες:

“… Και για να εξηγηθούμε, όταν λέω κάτι λαϊκό δεν το εννοώ και για τον Λαό. Κατά σύμπτωση, ο Λαός κάθε άλλο παρά λαϊκός είναι. Τα μπουζούκια, οι μπαγλαμάδες και οι ζουρνάδες είναι η συνήθεια του. Εμένα μ΄ ενδιαφέρουν εκείνες οι λίγες, οι μοναδικές του στιγμές που ζει, χωρίς καλά-καλά να καταλαβαίνει, την αλήθεια του. Είναι οι στιγμές που είναι σκέτα άνθρωπος, χωρίς τη βία του Χρόνου, χωρίς την αγωνία του Χώρου, χωρίς τη φθορά της Τάξης του…”[31]

Η τοποθέτηση αυτή του Χατζιδάκι τον οδηγεί να αναζητήσει ένα ουσιαστικό περιεχόμενο για τη μουσική του και μία γνήσια σχέση με τον κόσμο. Αδιαφορεί για το ελαφρό τραγούδι, αυτό που δεν εκφράζει μία βαθύτερη ανάγκη του ανθρώπου, ενώ αποκηρύσσει μεγάλο μέρος του “λαϊκότροπου” έργου του -γραμμένου κατά βάση για τον ελληνικό κινηματογράφο- για τον ίδιο λόγο. Αναφέρει χαρακτηριστικά για τη μεγάλη επιτυχία του “Ποτέ την Κυριακή”:

“Μου στέρησε τη δυνατότητα να ’χω τη σωστή επαφή με τον κόσμο… Και ο κόσμος επί ένα μεγάλο διάστημα εισέπραττε κάτι που ήταν απ’ έξω από το τραγούδι κι όχι από μέσα.”[32]

Το τραγούδι

Ο Χατζιδάκις επιδιώκει μια μουσική ζωντανή που να εκφράζει τους ανθρώπους και τον καιρό τους και να μην είναι απλώς μια έκφραση τέχνης.[33] Για το λόγο αυτό απέρριψε το οικοδόμημα της κλασσικής μουσικής,[34] και επέλεξε απ’ την αρχή την ενασχόλησή του με το τραγούδι ως “ερωτική πράξη και όχι ως μια έκφραση τέχνης”.[35]Πιστεύω” -γράφει ο Χατζιδάκις- “στο τραγούδι που μας αποκαλύπτει και μας εκφράζει εκ βαθέων κι όχι σ’ αυτό που κολακεύει τις επιπόλαιες και βιαίως αποκτηθείσες συνήθειές μας.”[36].

Το τραγούδι κατά τον Μάνο Χατζιδάκι πρέπει να βασίζεται σε υψηλό ποιητικό λόγο αλλά και να περιέχει έναν ισχυρό μύθο. Το στόχο αυτό θεωρεί ότι τον επιτυγχάνει για πρώτη φορά με τον κύκλο τραγουδιών «Μυθολογία» (1965).[37]

Λόγω της τοποθέτησης αυτής πάνω στο τραγούδι, το έργο του Μάνου Χατζιδάκι είναι συνυφασμένο με τη γενικότερη στάση του στα ζητήματα της τέχνης και του δημόσιου βίου.

Ο Χατζιδάκις στο έργο άλλων δημιουργών

  • Το έργο του Μάνου Χατζιδάκι “Ο Μεγάλος Ερωτικός” αποτέλεσε το αντικείμενο της ομώνυμης ταινίας του σκηνοθέτη Παντελή Βούλγαρη.
  • Ο Μίκης Θεοδωράκης, όταν ήταν εξόριστος στη Ζάτουνα, χρησιμοποίησε ως ρεφραίν στο τραγούδι “Είμαι Ευρωπαίος” μέρος από το τραγούδι του Χατζιδάκι “Εκεί ψηλά στον Υμηττό”, φοβούμενος ότι αν τον άκουγαν οι φρουροί να παίζει ένα δικό του τραγούδι θα έκαναν εφαρμογή του διατάγματος Αγγελή[38].
  • Το τραγούδι “Τώρα που πας στην ξενιτιά” επιλέχθηκε για την τελετή έναρξης των Μεσογειακών Αγώνων του 1991 στην Αθήνα.
  • Μουσικές και τραγούδια του επιλέχθηκαν για τις τελετές έναρξης και λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 στην Αθήνα. Στην Τελετή Έναρξης ακούγονται τα: “Νυχτερινός Περίπατος” από το έργο “Ποτέ την Κυριακή” και “Το αστέρι του βοριά” από το έργο “Αμέρικα, Αμέρικα[39]. Το τραγούδι “Μητέρα κι αδελφή” από το έργο “Η Εποχή της Μελισσάνθης” επιλέχθηκε για την τελετή λήξης των Ολυμπιακών αγώνων του 2004 στην Αθήνα.
  • Το 2003 ο μουσικός Κωνσταντίνος Βήτα κυκλοφόρησε το άλμπουμ με τίτλο “Transformations”. Ο δίσκος περιλαμβάνει συνθέσεις και τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι διασκευασμένα (σε μορφή ηλεκτρονικής μουσικής) από τον Κ. Βήτα. Η κυκλοφορία του δίσκου έγινε από την εταιρεία Σείριος[40].
  • Το 1995 ο τραγουδοποιός Φοίβος Δεληβοριάς αφιέρωσε το τραγούδι “Ταχυδρόμος” απο το δίσκο του “Η ζωή μόνο έτσι είναι ωραία” στον Μάνο Χατζιδάκι, ο οποίος αναφέρεται στους στίχους του τραγουδιού.[41]
  • Ποιήματα του Μάνου Χατζιδάκι έχουν μελοποιήσει οι συνθέτες Σταύρος Ξαρχάκος, Νότης Μαυρουδής και Γιώργος Ρωμανός. Το ποίημα “Κρίση” μελοποιήθηκε τόσο από τον Σ. Ξαρχάκο όσο και από τον Ν. Μαυρουδή.

Μοίρασε το άρθρο!