Τα παιδιά δύο έως τριών ετών που περνούν υπερβολικά πολύ χρόνο μπροστά από μία οθόνη, εμφανίζουν πιο αργή ανάπτυξη των ικανοτήτων τους, όπως γλωσσικής επικοινωνίας με τους άλλους, κοινωνικών δεξιοτήτων, επίλυσης προβλημάτων και συντονισμού κινήσεων (π.χ. δέσιμο των κορδονιών των παπουτσιών τους), σύμφωνα με μια νέα καναδική επιστημονική έρευνα.
Η μελέτη αναμένεται να αναζωπυρώσει τη διαμάχη στην επιστημονική κοινότητα κατά πόσο -και από σημείο και μετά- είναι επιβλαβής για τα παιδιά η χρήση ηλεκτρονικών συσκευών. Οι «αντιφρονούντες» επιμένουν ότι δημιουργείται αδικαιολόγητος πανικός και ότι η επίπτωση των συσκευών εξαρτάται από τι είδους χρήση κάνουν τα παιδιά (αν π.χ. βλέπουν ηλεκτρονικά βιβλία είναι θετικό), ενώ η όποια επίδραση των οθονών είναι μικρότερη από άλλους παράγοντες όπως η οικονομική κατάσταση της οικογένειας ή η διάρκεια ύπνου του παιδιού, όπως μεταδίδει το Αθηναϊό Πρακτορείο.
Μία αιτία για αυτό, σύμφωνα με τους επιστήμονες, είναι ότι η αφιέρωση τόσου χρόνου στις οθόνες συνεπάγεται ότι τα παιδάκια χάνουν την ευκαιρία να εξασκήσουν τις πολύτιμες σωματικές και νοητικές δεξιότητές τους, καθώς και την ικανότητα διαπροσωπικής επαφής.
«Ο χρόνος που αφιερώνεται σε μια οθόνη, είναι συνήθως μια καθιστική και παθητική συμπεριφορά, με πολύ λίγες ευκαιρίες μάθησης», δήλωσε η Μάντιγκαν. Όπως είπε, εν μέρει το πρόβλημα οφείλεται στο ότι ο εγκέφαλος ενός νηπίου δεν έχει αναπτυχθεί αρκετά, ώστε να μπορεί να εφαρμόσει στην πραγματική τρισδιάστατη ζωή αυτά που μαθαίνει στην εικονική δισδιάστατη «πραγματικότητα». Έτσι, πρόσθεσε, «αν τα νήπια βλέπουν κάποιον να φτιάχνει κάτι με τουβλάκια στην οθόνη, αυτό δεν τα βοηθά να κάνουν το ίδιο στην πραγματική ζωή».
Επιπλέον, σύμφωνα με τους ερευνητές, ο πολύς χρόνος στις οθόνες «κλέβει» πολύτιμο χρόνο δημιουργικού παιγνιδιού, από ζωγραφική μέχρι κλότσημα της μπάλας. «Αυτές είναι κρίσιμες δεξιότητες στην αρχή της παιδικής ηλικίας, επειδή η κατοχή τους είναι αναγκαία για την περαιτέρω ανάπτυξη του παιδιού», ανέφερε η Μάντιγκαν.