Που πήγε το βιβλίο τα τελευταία 30 χρόνια στη Θεσσαλονίκη

Είναι βαρύς ο χειμώνας του αληθινά βρώμικου ’89. Είναι μεσάνυχτα. Είναι Παρασκευή βράδυ. Είναι το ζεστό φουαγιέ της κινηματογραφικής αίθουσας-τέμενος της πόλεως Θεσσαλονίκης, η οποία μοιάζει αστραφτερή. Έχει νιάτα. Νιώθει κατάσαρκα το μασίφ κρύο, αλλά δε τη νοιάζει· είναι ακόμα νέα. Διαθέτει χρήματα μεταπρατικής οικονομίας, αλλά και άγνοια, μπαρ-σταθμούς, ζει ανέφελη. Είμαι ελάχιστο μέλος της ομάδας του Fix-Carre. Εκεί, στον προθάλαμο του Ριβολί η σινεφίλ πόλη αναμένει τις μεταμεσονύκτιες προβολές που διοργανώνει η ομάδα “Πέρα από τα Σύνορα”.

Μεταξύ των δύο προβολών, δυόμιση ξημερώματα Σαββάτου, αναμένεται το ζεστό, ολόφρεσκο κουλούρι από παρακείμενο φούρνο της Καμάρας. Εκεί στον προθάλαμο του Ριβολί αγγίζω για πρώτη φορά, τυχαία εντελώς, το μυρωμένο με μελάνι και ματ χαρτί πολυτελείας το φύλλο της νεοσύστατης Parallaxi. Το έντυπο διαθέτει τετραχρωμία σε όλες του τις σελίδες, κείμενα άποψης για το σινεμά, θέατρο, μουσική. Ωσαννά! Οι συντάκτες του γράφουν στη γλώσσα μου σε αντιδιαστολή με τους βανδαλιστικούς αγγλοσαξονικούς μονοσύλλαβους τίτλους του λάιφ στάιλ Τύπου που εν τω μεταξύ καλπάζει. Ξεφυλλίζω αντίστροφα, από το οπισθόφυλλο προς το εξώφυλλο, από το τέλος ως την αρχή, όπως πάντα. Βυθίζομαι στην ανάγνωση. Χάνω την πρώτη προβολή. Δεν πειράζει. Υπάρχει πάντα η επόμενη των 3 με 5. Κάποιος στην ησυχία μου απευθύνει το λόγο. Σηκώνω το κεφάλι. Κρατά μία σχεδόν κενή χαρτοσακούλα αλεύρων των 50 κιλών: «Τρία μου έμειναν· τα θες;», με παροτρύνει να πάρω τα τελευταία κουλούρια που έχει μέσα της. Θέλω, ευχαρίστως.

Τα περνάω σαν κρίκους στο αριστερό μου χέρι και εξακολουθώ να διαβάζω εκείνο το πρωτόλειο τεύχος. Εικόνα: Unsplash Του τριακονταετούς αυτού αφιερώματος έλαχε σε μένα ο κλήρος του κύκλου του βιβλίου και των ανθρώπων του, με ό,τι κι αν αυτό σημαίνει· του κύκλου των απωλειών· του κύκλου των κύκλων, άλλοτε ομόκεντρων, άλλοτε εφαπτόμενων, άλλοτε μηδέποτε τεμνόμενων. Θα είμαι βιωματικά μεροληπτικός, αλλά και συναισθηματικά ξέχειλος καθώς διαρκώς εμπειροτέχνης. Ο κύκλος των βιβλιοπωλείων που ολοκληρώθηκε. Ο Ραγιάς από τη στοά βαρόνου Χιρς στο υπόγειο της Βογατσικού· σήμερα αμφότερα, στοά και υπόγειο, απόντα. Το Κατώι του βιβλίου του Μανόλη Μπαρμπουνάκη στις καμάρες της οδού Αριστοτέλους· το βιβλίο στη Θεσσαλονίκη της νέας χιλιετίας μετακομίζει σε υπέργεια στέγη. Η κόκκινη πόρτα του Μόλχο. Ο Λοξίας της Ισαύρων της αέναης λοξής ματιάς. Η Πυξίδα της Ράνιας. Ο χειροποίητος Γρύλλος του Κωνσταντίνου στην αρχή της Μητροπόλεως. Σε μεγαλύτερα μεγέθη, ο πολυχρηστικός Βιβλιορυθμός της Βασιλέως Ηρακλείου.

Ο Παρατηρητής της Παλαιών Πατρών Γερμανού, που θέλησε να γίνει ραδιοτηλεοπτικός όμιλος. Το σύντομο πέρασμα Παπασωτηρίου και η ατυχής σύμπραξη Στάρμπαξ-Ελευθερουδάκη. Ο περιχαρής κύκλος των βιβλιοπωλείων που άνοιξε. Η Γιάφκα της πλατείας Ναυαρίνου του Γιάννη και της Μαρίας, πολιτιστικό κύτταρο με ανατέμνουσα Λέσχη Ανάγνωσης και εξαιρετικά παραγωγική θεατρική ομάδα. Οι συλλογικές “Ακυβέρνητες Πολιτείες” επί της Σβώλου του Χρήστου, της Ελίζας, του Λευτέρη, της Ματίνας και της Λίνας με την ευθεία αναγωγή στην τριλογία του Τσίρκα. Ο σταθερός κύκλος της “Μυθιστορίας” της Τζίνας και της Στέλλας της οδού Βαφοπούλου, του μοναδικού δρόμου με πλατάνια της κάποτε συνοικίας των Πύργων. Το πολυσχιδές “Σαιξπηρικόν” του ποιητή Γιώργου Αλισάνογλου της Πατριάρχου Ιωακείμ· το αειθαλές “Κέντρο του βιβλίου” της Ανθούλας και του Γιάννη της Λασσάνη· το μικρό, μα τόσο ευρύχωρο “Κεντρί” του Αντώνη της Δημητρίου Γούναρη.

Προφανώς και η μονοκρατορία των αλυσίδων είναι εδραία, σημείο των καιρών, άλλωστε, αλλά φαντάζομαι πως δεν έχει ανάγκη της δικής μου ταπεινής σημειωτικής των κύκλων. Ο κύκλος των εκδοτικών οίκων με σταθερό προσανατολισμό. Η νεοαφιχθείσα Οκτάνα, η Ρώμη με την εξαμηνιαία επιθεώρηση Θεύθ, το Επίκεντρο της Καμβουνίων, το πολυσυλλεκτικό Πανοπτικόν, το ακάματο Εντευκτήριο και η Λογοτεχνική του Σκηνή, το University Studio Press στην Αρμενοπούλου. Ο κύκλος της παθογένειας. Τα τραγικής αισθητικής παζάρια (ή επί το καλλιτεχνικότερο μπαζάαρ), ξεφυτρώματα προ Χριστουγέννων και Πάσχα για να εισπράττουν το αναιμικό επιπλέον χρήμα της αγοράς. Βιβλία που μυρίζουν μούχλα και οι επανεκδόσεις-δρακογενιά των εκδόσεων Μπουκουμάνη του ’70, αλλά σε ολόφρεσκο χαρτί -ουάου! τι στοκ ατελείωτο! Ο κύκλος των αναρίθμητων αυτοεκδόσεων. Είναι κακό αυτό; Όχι κατ’ ανάγκη. Μετά τη χρεωκοπία του έντυπου Τύπου και την απουσία ένιων δημοσιογράφων-χωνιά που προέβαλαν κατά το δοκούν όσους γούσταραν, στην ψηφιακή εποχή αποδεκατίζονται οι μεσάζοντες· επομένως ας γράψουν όλοι βιβλία, ας γράψουν όλοι ένα βιβλίο, έστω και της ζωής τους. Ο χρόνος θα το κρίνει.

Ο κύκλος της ψηφιοποίησης όλων των τευχών του περιοδικού “Νέα Πορεία” του Τηλέμαχου Αλαβέρα υπό τη σκέπη της Εταιρείας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης. Η Εταιρεία Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης. Με ιδρυτικό έτος το 1961, ο κύκλος πορείας της εφάπτεται εκείνου της ζωής της Parallaxi. Στέγασε ορισμένα από τα σημαντικότερα μεγέθη των ελληνικών γραμμάτων και εξακολουθεί εν μέσω κρίσης να τηρεί προϋποθέσεις σοβαρότητας έναντι δημοσίων σχέσεων. Το Big Bang ή η Θεωρία Της Μεγάλης Έκρηξης των ποιητικών συλλογών: σε θαυμαστή αναλογία, πληρώνονται στους εκδότες από τους ποιητές κι έπειτα χαρίζονται από τους ποιητές στους αναγνώστες. Δηλαδή και πληρώνονται και χαρίζονται! Ως γνωστόν, το χαριστήριο σπάνια εκτιμάται, επειδή ταυτίζεται με το ανέξοδο τζάμπα, άρα σπάνια διαβάζεται. Καιρός να πάμε παρακάτω. Οι κύκλοι των Λεσχών Ανάγνωσης. Ο καλός σπορέας ΕΚΕΒΙ, αν και δεν υπάρχει ο ίδιος ως φορέας, θα είχε κάθε λόγο να σεμνύνεται για την ενεργό τους δράση. Πεζογραφίας, ποίησης ή και αστυνομικής λογοτεχνίας δημιουργεί πια μία νέα γενιά αναγνωστών. Η παράλληλη προβολή τους διά των μέσων κοινωνικής δικτύωσης βοήθησε την όλη υπόθεση. Στη Θεσσαλονίκη έχουμε περισσότερες από εκατό και είναι ψυχαγωγία, έξοδος με τα όλα της. Ο κύκλος της Δ.Ε.Β.Θ.: Το 2020 θα γίνει 17 ετών. Ναι, είναι κατ’ επίφαση διεθνής -πώς αλλιώς, άλλωστε; Ναι, οι εκθέτες-εκδότες κατά τη διάρκειά της πωλούν λιανική σε ευθύ αθέμιτο ανταγωνισμό με τα βιβλιοπωλεία της πόλης αφαιρώντας τους πολύτιμο κύκλο εργασιών. Ναι, σε πέντε μόνο ημέρες είναι αδύνατον να παρακολουθήσει κανείς περισσότερες από 500 εκδηλώσεις. Ναι, έχει φέρει παγκόσμιους συγγραφείς.

Ναι, συγκεντρώνει επί τω αυτώ σε κατάλληλο χώρο τους ασχολούμενους με τα πίτουρα. Ναι, είναι ό,τι καλύτερο έχουμε ως στιγμής. Ο χαμένος κύκλος των λογοτεχνικών βραβείων. Κάποτε διοργανώνονταν από περιοδικά, εφημερίδες, πολιτιστικά σωματεία, συχνά με χρηματικό έπαθλο ή έκδοση των διακριθέντων σε συλλογές διηγημάτων ή ποιημάτων. Σήμερα, απλώς δεν υπάρχουν. Οι ατελείωτοι κύκλοι της δημιουργικής γραφής. Ενίοτε, αντιγραφή ή αντι-γραφή. Εν πολλοίς αμερικανιά εισαγόμενη στα καθ’ ημάς: αν η γραφή δεν είναι εξ ορισμού δημιουργική, τότε μοιάζει με την «καλή απόλαυση» που εύχονται εσχάτως στα καφέ. Περιττό κι αυτονόητο. Ένα σημάδι των καιρών, ωστόσο κατ’ αναλογία με τις αλυσίδες βιβλιοπωλείων και τις επί πληρωμή αυτοεκδόσεις. Παρουσιάσεις. Στη νιοστή. Ωραία! Με κυρίαρχο το λόγο, ενίοτε μπαρόκ, πλαισιωμένες από μουσική, απαγγελία από ηθοποιούς, μέχρι και μικρής κλίμακας θεατρικά δρώμενα, αλλά ωραία! Επίσης, είναι ζήτημα ελεύθερης επιλογής. Θεατρικές σκηνές: Τόσο η κρατική του Κ.Θ.Β.Ε., όσο και ανεξάρτητες ανεβάζουν πια έργα ζώντων και ενεργών συγγραφέων με γρηγορότερα ανακλαστικά σε σχέση με το παρελθόν.

Πολιτιστική πολιτική όλων των Δήμων όλου του πολεοδομικού συγκροτήματος, ακόμα και του ανύπαρκτου Υ.ΜΑ.Θ.: Χελόου; Το 2000 ο τότε άρχων του Νομού που εψωμίζετο εκ του Νόμου παρίσταται στο κάψιμο αντιτύπων του βιβλίου του Μίμη Ανδρουλάκη “Mν “. Μία ακόμη στραβή στη βάρδια. Οι πρωτοεμφανιζόμενοι συγγραφείς της πόλης: Ναι με χίλια! Με κανένα αποκλειστικό ηλικιακό κριτήριο. Η Θεσσαλονίκη είχε, έχει και εξακολουθεί ως τώρα να χαρίζει σπουδαίους ποιητές και πεζογράφους είτε πρωτοδημοσιεύσουν στα άγουρα 25, είτε στα μεστωμένα 60. Καλοτάξιδοι! Δυσαναλογία μεταφρασμένων έναντι γηγενών έργων. Με οικονομική αντιστοιχία, αν το εμπορικό ισοζύγιο της χώρας εμφανίζει δείκτη εξαγωγών έναντι εισαγωγών 1:2, εισάγουμε δηλαδή διπλάσια από όσα εξάγουμε, για ποιό λόγο να είναι διαφορετικά τα πράγματα στη λογοτεχνία; Φόνοι Σκανδιναβίας, φλυαρίες Ιαπωνίας, μέχρι και μυθιστόρημα Χαβάης έχει ο μπαξές. Προφανώς είμαστε ξενόφιλοι. Με πλήρη ανυπαρξία βοήθειας και στρατηγικής, παραμένουμε απελπιστικά μόνοι αλλά και αισιόδοξα ρεαλιστές: γενναία, εμπρός! Τα τελευταία τριάντα χρόνια ο κύκλος του βιβλίου ακολούθησε τον συλλογικό κοινωνικό μας βίο: ζει στην εποχή της ατομικότητας, παρά της συντροφικότητας.

Φαντάζουν απαστράπτουσες οι λαμπρές αναλαμπές του αυτοσχεδιασμού προς επιβίωση και η ομαδική δουλειά που κάνουν οι παρέες με όλο τους τον ερασιτεχνισμό, την άδολη αγάπη και την άγνοια κινδύνου. Ο κατακερματισμός της προσωπικής ζωής, όπου με επίφαση τις διαδικασίες αντί τον άνθρωπο και όλα να τρέχουν γρηγορότερα, αλλά πρακτικά βραδύτερα, άγγιξε και το βιβλίο: λειτουργεί πλέον ως σημείο αναφοράς; Είναι αλήθεια πως ιδιαίτερα στην μετά το 2008 εποχή, τη λεγόμενη και δεκαετία της κρίσης, οικονομική ύφεση η οποία στη χαμηλοτάβανη πατρίδα εξακολουθεί κι υφίσταται, ενώ θεωρείται πλέον κανονικότητα, ίσως οι αναγνώστες να μη μειώθηκαν. Αυξήθηκαν, όμως; Είμαστε οι επιλογές μας. Κοιτώντας τον εσώτερο καθρέφτη, είναι προφανές πως ο καθένας γνωρίζει καλύτερα για τον εαυτό του. Η δεύτερη προβολή έχει κι εκείνη από ώρα τελειώσει. Σηκώνω κεφάλι από το διάβασμα τριάντα χρόνια μετά. Τα σουσάμια είναι σκόρπια παντού, στο δάπεδο, στα ρούχα, στις σελίδες. Η Παράλλαξη, εγώ, εμείς, είμαστε πλέον έμπλεοι ερωτήσεων παρά απαντήσεων. Σε απόλυτους αριθμούς, είμαστε κατά τριάντα χρόνια εκκεντροβαρείς. *Γραμμένο για το τεύχος των 30 χρόνων της Parallaxi

Μοίρασε το άρθρο!