Που κάνει καλό ο χαλβάς -Όλοι οι τύποι

Η ονομασία του φαίνεται να προέρχεται από την αραβική ρίζα حلوى ή hulw (χαλβά) που σημαίνει γλυκό. Η προφορά της λέξης στις χώρες αυτές είναι περίπου ίδια, ωστόσο οι παραλλαγές ξεχωρίζονται από την όψη και την υφή. Δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς μπήκε στην Ελλάδα, πιθανολογείται ότι πέρασε στην ελληνική κουζίνα προς το τέλος του 12ου αιώνα.
 
Οι περισσότεροι τον έχουν συνδέσει με την Καθαρά Δευτέρα. Τρώγεται, όμως, με την ίδια ευχαρίστηση οποιοδήποτε μήνα του χρόνου.Έχει ευεργετικές ιδιότητες αλλά δίνει … θερμίδες ανάλογα με την ποσότητα που καταναλώνουμε.
  
Ποια, όμως, είναι τα οφέλη του για την υγεία;
 
Περιέχει πολυακόρεστα και μονοακόρεστα λιπαρά οξέα, τα λεγόμενα καλά λιπαρά, τα οποία ευεργετούν τη λειτουργία του εγκεφάλου, ενώ βελτιώνουν τα επίπεδα της χοληστερίνης
 
-Το σουσάμι περιέχει υψηλής βιολογικής αξίας φυτικές πρωτεΐνες, απαραίτητες στον οργανισμό ως δομικά συστατικά των μυών, των οργάνων και των ιστών του σώματος.
 
Είναι πλούσιος σε βιταμίνες οι οποίες είναι απαραίτητες και ωφέλιμες για την υγεία του οργανισμού, ενώ περιέχει και βιταμίνη Ε, η οποία έχει αντιοξειδωτική δράση.
 
Παράλληλα περιέχει μέταλλα και ιχνοστοιχεία, όπως ασβέστιο, μαγνήσιο, σελήνιο, φώσφορο, ψευδάργυρο, τα οποία έχουν πολλαπλές δράσεις στον οργανισμό: δυναμώνουν τα οστά, βοηθούν στην καλύτερη απορρόφηση και προστατεύουν την καρδιά.
 
Επίσης έχει φυτοχημικές ουσίες (στερόλες και λιγνάνες), οι οποίες λόγω της αντιοξειδωτικής τους δράσης δρουν και πάλι προστατευτικά για την υγεία μας.
 
Προσοχή στις θερμίδες 
 
Πέραν των κλασσικών ειδών, όμως, στο εμπόριο  κυκλοφορούν και άλλοι τύποι χαλβά με διάφορες προσμίξεις ξηρών καρπών, σοκολάτας και μελιού.
 
Ενδεικτικό είναι πως μια μερίδα σιμιγδαλένιου χαλβά δηλαδή περίπου 80 γραμμάρια αποδίδει γύρω στις 300 θερμίδες αλλά και ο νηστίσιμος σουσαμένιος δεν είναι καθόλου «αθώος», αφού στα 100 γραμμάρια αποδίδει 500 θερμίδες λόγω του ότι το ταχίνι είναι αρκετά θερμιδογόνο) και ο χαλβάς Φαρσάλων λίγο λιγότερες, ανάλογα πάντα με τον τρόπο παρασκευής τους.
 
Έτσι αν υπολογίσετε και τις θερμίδες που δίνουν οι άλλες προσθήκες τότε ένα είναι  σίγουρο πως οι θερμίδες θα εκτοξευτούν.
 
Υπάρχουν πολλών τύπων χαλβάδες, από τους γνωστότερους είναι ο σησαμένιος, ο σιμιγδαλένιος, ο φαρσαλινός ή παζαριώτικος, παραδοσιακός χαλβάς των Φαρσάλων, ο περσικός και τούρκικος κετένχαλβάς. Ο χαλβάς με σησάμι είναι νηστίσιμος, ανάλογα, όμως, με την τήρηση της νηστείας για το λάδι, νηστίσιμοι θεωρούνται και οι άλλοι δύο τύποι εφόσον έχουν παρασκευαστεί τοιουτοτρόπως.
 Τύποι χαλβά

Σησαμένιος

Χαλβάς από ταχίνι (από αριστερά προς δεξιά): χωρίς γέμιση, με γέμιση φυστικιού, με κακάο.

 

Παρασκευάζεται από ταχίνι (πολτό από σησάμι), το οποίο παραδοσιακά συνδυάζεται με σιρόπι ζάχαρης ή μέλι ή πετιμέζι, ενώ στο χαλβά εμπορίου χρησιμοποιείται επίσης φρουκτόζη ή χαρουπόμελο ή συνδυασμοί των προαναφερθέντων γλυκαντικών και έχει μαστιχώδη−ινώδη υφή. Αυτό που προσδίδει στην λευκή καραμέλα την ελαστικότητα και την μαστιχωτή υφή της είναι ένα πολύ πικρό και στυφό υγρό από χαλβαδόρριζα (ή τσουένισαπουνόχορτο, επιστ. ονομασία σαπωνάρια η φαρμακευτική,αραβ. ‘erq al halaweh, τουρκ. çöven), χρώματος σκούρου καρυδιού, υλικό το οποίο στο εμπόριο εισάγεται συνήθως από τη Ρωσία.

Χαλβάς από ταχίνι .

Ονομάζεται και χαλβάς του μπακάλη λόγω της διάθεσης σε παντοπωλεία παλαιότερα, ενώ πλέον συναντάται εν γένει σε καταστήματα ειδών τροφίμων. Στο εμπόριο πωλείται κατεξοχήν σε ορθογώνιες συσκευασίες σε διάφορες γευστικές παραλλαγές, όπως με βανίλια ή και μέλι, με αμύγδαλα,φουντούκια ή σταφίδες, με κακάο, ανάμικτος (μισός με βανίλια και μισός με κακάο) ή με επικάλυψησοκολάτας.

Τρώγεται στη Μέση Ανατολή, σε διάφορες περιοχές της Μεσογείου και στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων, αλλά και στην Πολωνία. Στην Ελλάδα προτιμάται ιδιαίτερα στα Κούλουμα, επειδή είναι ο μόνος που δεν περιέχει αρτύσιμα υλικά.

Σιμιγδαλένιος

 

Σιμιγδαλένιος χαλβάς (τουρκ. un helvası).

 

Σιμιγδαλένιος χαλβάς σε μπωλ (περιοχή Παντζάμπ)

Παραδοσιακός σπιτικός χαλβάς ο οποίος παρασκευάζεται με βασικά υλικά το σιμιγδάλι, το βούτυρο (ή λάδι) και σιρόπι από ζάχαρη (ή πετιμέζι) και νερό. Είναι ο πιο γρήγορος και εύκολος στην κατασκευή. Η πιο γνωστή μέθοδος ονομάζεται και «ένα, δύο, τρία, τέσσερα» («1, 2, 3, 4») από τις ανολογίες των συστατικών (κατά όγκο) σύμφωνα με τη σειρά που χρησιμοποιούνται, δηλαδή:

  • 1 μέρος βούτυρο (ή λάδι)
  • 2 μέρη σιμιγδάλι
  • 3 μέρη ζάχαρη (ή πετιμέζι) και
  • 4 μέρη νερό

Αρχικά καβουρντίζεται σε καυτό βούτυρο το σιμιγδάλι και εν συνεχεία στο μίγμα προστίθεται σιρόπι από ζάχαρη και νερό, το οποίο βράζει μέχρι να απορροφηθεί. Αρωματίζεται με κανέλα, γαρύφαλλα και ξύσμα πορτοκαλιού. Μόλις η υγρασία απορροφηθεί εντελώς, ο χαλβάς είναι έτοιμος και προστίθενται σταφίδες. Το γλυκό σερβίρεται είτε ζεστό μόλις πήξει το μίγμα σε μπωλάκια με κουτάλι είτε, συνηθέστερα, πιέζεται σε κυκλική φόρμα με σχέδια για ζελέ και, αφού γυριστεί με αυτή ανάποδα σε πιατέλα, σερβίρεται σε κομμάτια.

 

Χαλβάδες («σούτζι χαλβά» – άσπρα κομμάτια σε σχήμα ρόμβου, chana halva – στρόγγυλα ανοιχτόχρωμα κομμάτια – και gajar halva – στρόγγυλα κομμάτια με σκούρο χρώμα).

 

Παραλλαγή χαλβά στην οποία αντί για σιμιγδάλι χρησιμοποιούνται καρότα. (Ινδία,Πακιστάν)

Παρόμοιος χαλβάς φτιάχνεται στην περιοχή Παντζάμπ, ενώ χρησιμοποιείται καθαρό βούτυρο – το ινδικό «γκι» (αγγλ. ghee), όπως και στον ινδικό «σούτζι χαλβά» («σιμιγδαλένιος χαλβάς»). ΣτηνΙνδία, αν και ο σιμιγδαλένιος χαλβάς θεωρείται γλύκισμα των βόρειων περιοχών, τρώγεται αρκετά και προς το Νότο. Αρωματίζεται συνήθως με κάρδαμο, κρόκο και ροδόνερο. Διακοσμείται με αμύγδαλα, κάσιους, σταφίδες και κομμάτια φρούτων και σερβίρεται ζεστός. Στη Νότια Ινδία ξεχωρίζει η παραλλαγή χαλβά («αλβάα» στη γλώσσα Ταμίλ) της πόλης Τιρουνελβέλι, όπως και το δημοφιλές γλύκισμα από σιμιγδάλι γνωστό με το όνομα kesari ή kesari-bath στην επαρχίαΚαρνατάκα.

Στην Ινδία και το Πακιστάν, το σιμιγδάλι ενίοτε αντικαθιστάται εξ ολοκλήρου από καρότα (αγγλ.gajar halwa), φύτρα πράσινου φασολιού («μουγκ νταλ χαλβά», αγγλ. moong dal halwa) ήνεροκολοκύθα («ντούντι χαλβά», αγγλ. doodi halwa). Μαζί με γάλα και καθαρό βούτυρο το αποτέλεσμα είναι ένας υγρός, αλλά τριφτός σε υφή, χαλβάς.

Φαρσάλων (σαπουνέ)

Ο χαλβάς σαπουνέ είναι ο πιο μαλακός από τα τρία είδη με αρκετά λιπαρή γεύση. Παρασκευάζεται κυρίως από νισεστέ (συνήθως από ρύζι ή από καλαμπόκι – «κορν φλάουρ»), βούτυρο, νερό και ζάχαρη. Εναλλακτικά, κυρίως σε περιόδους νηστείας, χρησιμοποιείται ηλιέλαιο αντί για βούτυρο. Αν και στην κλασική συνταγή οι αναλογίες των υλικών είναι ίδιες με του σιμιγδαλένιου («ένα, δύο, τρία, τέσσερα»), ο τρόπος παρασκευής του είναι λίγο διαφορετικός. Η διαδικασία ξεκινά με την παρασκευή καραμέλας, η οποία δίνει αργότερα χρώμα στο χαλβά, με κουταλιές από τη ζάχαρη. Ο νισεστές δεν καβουρδίζεται, αλλά διαλύεται στο νερό για να προστεθεί στην καραμέλα, ακολουθεί η ζάχαρη και ύστερα προστίθεται το βούτυρο. Το γλυκό σιγοβράζει μέχρι να πήξει αφήνοντας αυλάκια στον πάτο του σκεύους, οπότε τοποθετείται ανάποδα σε ταψί (ταβά) − με την κρούστα προς τα επάνω. Θεωρείται επιτυχημένος όταν έχει δημιουργήσει καλή κρούστα.

Αποτελεί παραδοσιακό γλυκό των Φαρσάλων, από όπου ονομάζεται φαρσαλινός, και συνήθως επίσης πωλείται μέσα σε ταβάδες στα πανηγύρια (παζάρι) της Θεσσαλίας, εκ των οποίων ονομάζεται και πανηγυριώτικος ή παζαριώτικος. Είναι γνωστοί αρκετοί Τούρκοι χαλβατζήδες της περιοχής, που έζησαν τον 19ο αιώνα, όπως οι Χαλίλ, Ισά, Σιάχης, Νουρά και Νουρής. Ο δήμος Φαρσάλων, σε συνεργασία με την Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Λάρισας και τους χαλβαδοποιούς, ξεκίνησε στις 14 Οκτωβρίου 2005 να διοργανώνει ετήσια «Γιορτή του Χαλβά Φαρσάλων». Στα Φάρσαλα παρασκευάζονταν και άλλες παραλλαγές («πίριντς», «κοματ», «σουσάμ», «ασουτέ») αλλά τελικά επικράτησε ο «σαπουνέ». Η παραλλαγή «κοματ» εξακολουθεί να πωλείται σε καταστήματα της Μακεδονίας (αν και δεν είναι εξακριβωμένο ότι είναι ακριβώς η ίδια).

Κετέν χαλβάς

 

Κετέν χαλβάς σε συσκευασία.

Ο κετέν χαλβάς (ή κετέν χελβά, τουρκ. keten helvapişmaniye, σερβ. cèten halva, γερμ. Zuckerwatte ) έχει ανοιχτό, συνήθως άσπρο χρώμα και νηματοειδή υφή σαν βαμβάκι, παρόμοια με το «μαλλί της γριάς». Παρά τις ομοιότητες στην όψη και την υφή, τόσο τα συστατικά όσο και η μέθοδος με την οποία φτιάχνονται διαφέρουν.  Το γλυκό της τουρκικής κουζίνας (παλαιότερα αποκλειστικά χειμωνιάτικο) παρασκευάζεται από μια κολλώδη μάζα κυρίως από αλεύρι και ζάχαρη. Από αυτή, καθώς κυλλιέται συνεχώς σε ζάχαρη άχνη, διαχωρίζονται με τράβηγμα οι «ίνες» του κετέν χαλβά. Ορισμένες φορές στολίζεται με τριμμένο φυστίκι Αιγίνης.

Νε γκιουζέλ, νε ιπέκ κετέν χελβά!
 
Τι ωραίος, τι μετάξι ο κετέν χαλβάς! Μαρία Ιορδανίδου, Λωξάντρα, 1963.

Είναι δημοφιλές γλύκισμα κυρίως στη βορειοδυτική Τουρκία (Αδριανούπολη, Κωνσταντινούπολη), είναι όμως γνωστό και σε περιοχές όπου παρασκευαζόταν την περίοδο της Οθωμανική Αυτοκρατορίας (Γιάμπολ Βουλγαρίας, Σερβία, Κροατία), αν και η παράδοση της προετοιμασίας στο σπίτι τείνει με γοργό ρυθμό να εκλείψει.  Στις σύγχρονες βιοτεχνίες ζαχαροπλαστικής η διαδικασία υποστηρίζεται πλέον μερικώς από μηχανικά μέσα.

Μοίρασε το άρθρο!