Περιπλανήσεις στις Λευκές Νύχτες της Αγίας Πετρούπολης

Αδειασμένη σ’ένα παγκάκι στο μικρό πάρκο απέναντι απ’ τον καθεδρικό ναό του Αγίου Ισαάκ, ατένιζα την αχλύ που φαινόταν στον ορίζοντα, σαν ο ήλιος να ήταν έτοιμος να ανατείλει ξανά λίγο μόλις μετά που είχε δύσει, και σκεφτόμουνα ότι ζούσα από κοντά τις Λευκές Νύχτες της Αγίας Πετρούπολης. Από μακριά ακούγονταν ξέγνοιαστοι περιηγητές να φωνασκούν, πολύς κόσμος αληθινά ξύπνιος να κυκλοφορεί αλλά και οι δρόμοι τόσο πλατείς που οι άνθρωποι γίνονταν απλά περαστικοί και στο τέλος χάνονταν, κι έμενες απολαυστικά μόνος να συλλογιέσαι τη μαγεία αυτής της αυτοκρατορικής πόλης.

Κι από την άλλη ο χείμαρρος πληροφοριών για τον κόσμο του μπαλέτου που με έκανε να θέλω να δω και να μάθω κι άλλο. Κι άλλο. Ε, το κακό δεν άργησε να γίνει! Όχι μόνον εθίστηκα, αλλά άρχισα να βλέπω ότι υπήρχαν πολλά, πάρα πολλά έργα κλασικού μπαλέτου που δεν ήξερα, και το κάθε ένα από αυτά είχε πολλές εκδοχές, με διαφοροποιημένη μουσική, σκηνικά και χορογραφίες ανάλογα με το θέατρο που έκανε την παραγωγή του.

Ξετυλιγόταν μπροστά μου ένας νέος, άγνωστος, αθέατος κόσμος κρυμμένος στα παρασκήνια. Και δεν έβλεπα προοπτική εδώ στην Αθήνα, τουλάχιστον στο εγγύς μέλλον. Βέβαια υπήρχε το «Μπολσόι στους κινηματογράφους» με 4-5 προβολές τη σαιζόν, μαγνητοσκοπημένες από το μεγάλο αυτό θέατρο, αλλά κι αυτές οι προβολές γίνονταν μόνο μια μέρα σε όλη τη χρονιά, σε μια αίθουσα του Μεγάρου Μουσικής, κι αν εκείνη την ώρα σε έπιανε κοιλόπονος ή το καταθλιπτικό σου, δεν είχες δεύτερη ευκαιρία.

Εκτός αυτού, όταν κάποιοι σημαντικοί χορευτές έρχονταν για κανα δυο παραστάσεις στην Αθήνα, δεν έπαιζαν ποτέ ένα έργο ολόκληρο, παρά μονάχα τα πιο γνώριμα αποσπάσματα από διάφορα μπαλέτα, όπου το μόνο που μπορούσε να δει ένας ανυποψίαστος θεατής ήταν η χορευτική δεινότητα των συγκεκριμένων καλλιτεχνών και όχι μια ολοκληρωμένη παράσταση, «μια ιστορία ειπωμένη χωρίς λόγια», όπως είθισται να λένε στο μπαλέτο.

 
  
 
 

Το Σύμπαν, όπως ξέρουμε, διασκεδάζει να συνωμοτεί σε τέτοιες περιπτώσεις, οπότε κεί που περιπλανιόμουν στο Ιντερνετ, σε κάποια σελίδα για fans του μπαλέτου, βρέθηκα μπροστά σε ένα μήνυμα μιας κυρίας από την Αγγλία που είχε εισιτήριο για μια παράσταση του «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» στο Royal Opera House στο Λονδίνο, και ήθελε να το πουλήσει γιατί δεν μπορούσε να παρευρεθεί η ίδια. Πρωταγωνιστούσε η Νατάλια Οσίποβα. Η θεϊκή!

Εισιτήρια εξαντλημένα ήδη από τον Ιανουάριο. Και ήταν Μάης. Με την ασυγκράτητη παρόρμηση του νεοφώτιστου αγόρασα αμέσως το εισιτήριο. Και μετά άρχισα να αναρωτιέμαι για τα πώς, τα πού, τα πότε και τα πόσο. Αλλά είπαμε ότι το Σύμπαν συνωμοτεί, οπότε εγώ θυμήθηκα ότι είχα έναν φίλο κάπου στο Λονδίνο, εκείνος θυμήθηκε ότι κάποτε τον είχα φιλοξενήσει στην Αθήνα και με λίγα λόγια, κατέληξα στο ROH να βλέπω την παράσταση. Η Νατάλια, εξαίσια! Αλλά τι; Μόνο την Νατάλια θα είχα δει; Μετά από τόσο ψάξιμο, τόση αφοσίωση, τόσο πάθος; Έπρεπε να φτάσω στην πηγή.

Έτσι βρέθηκα στην Πετρούπολη. Στις Λευκές Νύχτες, μια περίοδο από μέσα Μαΐου έως μέσα Ιουλίου που, χάρη στη γεωγραφική της θέση, η πόλη δεν σκοτεινιάζει τελείως ούτε τα μεσάνυχτα. Μόνο γιορτάζει με αναρίθμητες εκδηλώσεις πολιτισμού στα θέατρά της, με μουσικές στα πάρκα και στους δρόμους της, και με φωτισμένες τις γέφυρες που ανοίγουν για να περάσουν τη νύχτα τα μεγάλα πλοία πάνω στον ποταμό Νέβα, με τα αναρίθμητα κανάλια του, που χωρίζουν τα αριστοκρατικά κτισμένα νησάκια λες και μετακόμισε η Βενετία στον Βορρά. Είχα πάει για 22 μέρες, έχοντας 5 εισιτήρια για παραστάσεις μπαλέτου γιατί αυτό με ενδιέφερε. Τότε. Στην αρχή. Αλλά ακόμα και το μπαλέτο πήρε άλλη διάσταση μέσα μου κάτω από το φως αυτού του υπέροχου τόπου, που απέπνεε κάτι από την χλιδή των τσάρων και κάτι από την Ρώσικη ψυχή που αναβλύζουν τα έργα του Πούσκιν και του Ντοστογιέφσκι.

Ήταν σαν να έβλεπα το ρωσικό μπαλέτο μέσα στο φυσικό του περιβάλλον, στον κόσμο όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε και συνεχίζει και σήμερα να ευημερεί ευτυχισμένο. Έτσι θα έδειχνε κι ο φακός μιας νοσταλγικής ταινίας που τελειώνει και η εικόνα απομακρύνεται σιγά σιγά ώσπου να χαθεί.

Μοίρασε το άρθρο!