Πανδημίες και βιολογικοί πόλεμοι

Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) αναβάθμισε την Τρίτη 11 Μαρτίου 2020 σε «πανδημία» το επίπεδο εξάπλωσης του κορωνοϊού Convid-19. Η χρήση του όρου «πανδημία» από τον ΠΟΥ συνιστά περιγραφή μιας εξαιρετικά σοβαρής κατάστασης στον τομέα της δημόσιας υγείας, που απλώνεται σε παγκόσμιο επίπεδο. Ο επικεφαλής του Οργανισμού Τέντρος Ανχάνομ Γκεμπρεγιέσους σημείωσε πως “ο ΠΟΥ είναι βαθιά ανήσυχος τόσο για τα επικίνδυνα επίπεδα εξάπλωσης του ιού, όσο και για την σοβαρότητα των κρουσμάτων”.

Οι ήδη υψηλοί αριθμοί των κρουσμάτων, αλλά και των θανάτων, προειδοποίησε ο ΠΟΥ, αναμένεται να αυξηθούν τις επόμενες βδομάδες και να πληγούν ακόμη περισσότερες χώρες, με ευάλωτα συστήματα δημόσιας υγείας, όπως π.χ. το Ιράν. Ο ΠΟΥ έκανε έκκληση στις χώρες να εφαρμόσουν μέτρα περιορισμού και μετριασμού της εξάπλωσης του Convid-19, ώστε να υπάρξει ανάσχεση της πανδημίας, και να δοθεί έτσι πολύτιμος χρόνος στα συστήματα υγείας ώστε να ενισχύσουν τις “γραμμές άμυνας” τους, την φαρμοκολογική τους φαρέτρα και να ανακαλυφθεί το πολυπόθητο εμβόλιο κατά του ιού. Μέχρι τότε η ανθρωπότητα θα βρίσκέται και πάλι υπό τη δαμόκλειο σπάθη μιας ακόμη πανδημίας, όπως έχει βρεθεί πολλές φορές κατά το παρελθόν της.

 Από το “Μαύρο Θάνατο” στην “Ισπανική γρίππη”

Η ιστορίας της ανθρωπότητας είναι ταυτόχρονα και μια ιστορία πανδημιών, που εξολόθρευαν μεγάλα τμήματα των ανθρώπινων πληθυσμών, ειδικά στις πόλεις. Ωστόσο, από ένα σημείο και μετά, οι ίδιοι οι άνθρωποι άρχισαν να χρησιμοποιούν παθογόνους οργανισμούς ως “βιολογικά όπλα” για πετύχουν τους στόχους τους.

Κατά την αρχαιότητα Πέρσες, Έλληνες και Ρωμαίοι δηλητηρίαζαν τους εχθρούς τους, ρίχνοντας προς το μέρος τους ανθρώπινα πτώματα σε απόσυνθεση. Η τρίχρονη πολιορκία της πόλης Κάφφα στην Κριμαία έληξε το 1346, όταν οι Τάταροι πολιορκητές έριξαν με καταπέλτες πτώματα θυμάτων της πανούκλας μέσα στα τείχη της πόλης. Σε λίγες μέρες ολόκληρη η πόλη είχε υποκύψει στη μάστιγα και παραδόθηκε αμαχητί στους βαρβάρους…

Μέσα σε τέσσερα μόλις χρόνια, ανάμεσα στο 1346 και στο 1350, η πανούκλα, ο περιβόητος «Μαύρος Θάνατος», εξολόθρευσε σχεδόν το 1/3 του ευρωπαϊκού πληθυσμού, πλήττοντας τους κατοίκους περίπου 200.000 χωριών και πόλεων. Εκτός από εκατομμύρια νεκρούς άφησε πίσω του το χάος και την απόγνωση. Η πανούκλα είναι μια μεταδοτική ασθένεια, που προσβάλει         ανθρώπους και ζώα, και οφείλεται στο βακτηρίδιο Yersinia pestis. Το βακτηρίδιο αυτό ενδημεί στα ποντίκια και μεταφέρεται στους ανθρώπους μέσω μολυσμένων ψύλλων. Η πανούκλα θεωρείται μια από τις πιο κακόφημες μολυσματικές ασθένειες στην ιστορία του ανθρώπινου είδους και είναι γνωστή ως «μαύρος θάνατος». Ο «μαύρος θάνατος» εξολόθρευσε τον 14ο μ.Χ. αιώνα το 1/3 του πληθυσμού της Ευρώπης. Στην εποχή μας η πανούκλα εμφανίζεται σπάνια και κυρίως στις τριτοκοσμικές χώρες. Την περίοδο 1980-1994 καταγράφηκαν σ’ ολόκληρο τον κόσμο 18.739 περιπτώσεις πανούκλας, ενώ υπολογίζεται πως η ασθένεια προσβάλει 1.000 άτομα ετησίως.

 Δύο αιώνες αργότερα μια επιδημία ευλογιάς (variola major) αποδεκάτισε στο Νέο Κόσμο τους πληθυσμούς των Ινδιάνων. Στη Βόρεια Αμερική τον 18ο αιώνα Άγγλοι και Γάλλοι προσέφεραν «θανατηφόρα δώρα» στους αρχηγούς των Ινδιάνικων φυλών: ρούχα και κουβέρτες εμποτισμένες με τον ιό της ευλογιάς που μετέδιδε τη θανατηφόρα ασθένεια στους ανύποπτους Ινδιάνους. Μ’ αυτόν τον τρόπο οι περιοχές τους ερημώνονταν, αποτελώντας έτσι πρόσφορο έδαφος για αποικισμό…

Τη δεύτερη δεκαετία του 20ου αιώνα και συγκεκριμένα από το 1917 ως το 1918, η λεγόμενη «ισπανική γρίπη» εξολόθρευσε περίπου 50 εκατομμύρια ανθρώπους: έναν αριθμό υπερδιπλάσιο από τα θύματα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Η μυστική ιστορία των βιολογικών όπλων

Ανεξέλεγκτοι βιολογικοί παράγοντες έπλητταν πάντοτε το ανθρώπινο είδος, άλλοτε σποραδικά και άλλοτε μαζικά. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα ο ίδιος ο άνθρωπος άρχισε συνειδητά να επεξεργάζεται και να καλλιεργεί τους βιολογικούς παράγοντες με σκοπό να τους χρησιμοποιήσει ως πολεμικά όπλα. Οι έρευνες πάνω στην ανάπτυξη των βιολογικών όπλων ξεκίνησαν κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, στα πεδία μαχών του οποίου χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη φορά και τα χημικά όπλα (φωσγένιο, υπερίτης κ.α.), που θεωρούνται κατά κάποιο τρόπο «συγγενείς» των βιολογικών.

Το 1918 οι Ιάπωνες ίδρυσαν τη στρατιωτική “Μονάδα 731” και μετά την κατάληψη της Μαντζουρίας το 1931, η μονάδα αυτή ξεκίνησε πειράματα χρήσης βιολογικών όπλων πάνω στον άμαχο πληθυσμό της κατεχόμενης κινεζικής επαρχίας με τη ρίψη πορσελάνινων βομβών που περιείχαν μολυσμένους ψύλλους και μολυσμένο ρύζι-δόλωμα για τα τρωκτικά. Η δράση της συνεχίστηκε μέχρι το 1945 με θύματα κυρίως Κινέζους πολίτες καθώς και Αμερικανούς και Άγγλους αιχμαλώτους. Τα περισσότερα πειράματα έλαβαν χώρα σ’ ένα τεράστιο υπόγειο στρατόπεδο-εργαστήριο, που ονομαζόταν Πινγκ Φαν κι απασχολούσε περίπου 3.000 εργαζομένους. Εκεί εκτιμάται ότι θανατώθηκαν δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι, κυρίως αιχμάλωτοι, για πειράματα ανάπτυξης θανατηφόρων βιολογικών όπλων.

Οι Γερμανοί, με παράδοση πάνω στη βακτηριολογία, ξεκίνησαν τα πειράματα τους το 1932. Αν και κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου απέφυγαν να χρησιμοποιήσουν βιολογικά και χημικά όπλα στα πεδία των μαχών, εντούτοις προσπάθησαν να τα χρησιμοποιήσουν για δολιοφθορές. Τον Οκτώβριο του 1943 ένα γερμανικό αεροπλάνο έριξε 15.000 σκαθάρια του είδους Leptinotarsa decemlineata, γνωστό και ως «εξολοθρευτής πατάτας», πάνω από την ανατολική Αγγλία με στόχο την καταστροφή της σοδειάς της πατάτας. Η επιχείρηση δεν είχε επιτυχία εφόσον χρειαζόταν 20-40 εκατομμύρια σκαθάρια για να καταστραφούν 400.000 εκτάρια χωραφιών με πατάτες.

Οι Άγγλοι έκαναν από το 1934 τα δικά τους πειράματα με τον βάκιλο του άνθρακα (anthrax). Το καλοκαίρι του 1942 έριξαν στο βραχώδες νησάκι Gruinard στ’ ανοιχτά της βορειοδυτικής Σκοτίας μια βόμβα 4 λιβρών, που περιείχε σπόρους άνθρακα. Στόχος της βιολογικής επίθεσης ήταν τα άτυχα πρόβατα του νησιού. Μέσα σε λίγες μέρες όλα τα πρόβατα του νησιού ήταν νεκρά. Οι δοκιμές ρίψης βιολογικών όπλων στο νησάκι Gruinard συνεχίστηκαν και το 1943 με θύματα πάλι τα πρόβατα (καναδικές πηγές έκαναν λόγο και για ανθρώπινα θύματα).
Μετά τα επικίνδυνα πειράματα απαγορεύτηκε η πρόσβαση και το νησάκι κηρύχτηκε σε καθεστώς χρόνιας καραντίνας. Έρευνες έδειξαν ότι ακόμη και το 1968 ο άνθρακας ήταν ενεργός στο έδαφος του νησιού! Το 1979 ανακαλύφθηκε μια νέα τεχνική βιολογικής απολύμανσης. Η τεχνική αυτή εφαρμόστηκε πάνω στο νησί το καλοκαίρι του 1986 και τον επόμενο χρόνο 40 πρόβατα βοσκούσαν αμέριμνα στο γρασίδι του νησιού. Τελικά στους ανθρώπους επιτράπηκε να επιστρέψουν στο Gruinard το 1990, δηλαδή 47 χρόνια μετά τις βιολογικές δοκιμές.

Το σοβιετικό και ρωσικό πρόγραμμα ανάπτυξης βιολογικών όπλων

Οι σύμμαχοι πληροφορήθηκαν για πρώτη φορά την ύπαρξη Σοβιετικού προγράμματος βιολογικών όπλων από γερμανικές και ιαπωνικές πηγές μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο Ιάπωνας στρατηγός Μασούντα είχε συλλάβει στη Μαντζουρία πέντε Ρώσους κατάσκοπους, που μετέφεραν σε γυάλινες αμπούλες μικρόβια της δυσεντερίας, της χολέρας και του άνθρακα. Όπως έγινε γνωστό οι Ρώσοι ξεκίνησαν τις δοκιμές βιολογικών όπλων το 1937 στο νησί Βοζροζντενίγια, που βρισκόταν μέσα στη λίμνη Αράλη. Σύμφωνα με πληροφορίες ανθρώπων που αυτομόλησαν, το 1938 Σοβιετικοί επιστήμονες πειραματίστηκαν πάνω σε ανθρώπινα «αντικείμενα» στη Μογγολία, προκαλώντας επιδημία με 5.000 νεκρούς. Επίσης πολιτικοί κρατούμενοι καθώς κι αιχμάλωτοι πολέμου χρησιμοποιήθηκαν ως πειραματόζωα για τη μετάδοση ασθενειών από τα ποντίκια στους ανθρώπους μέσω του δαγκώματος. Στις αρχές του Ψυχρού Πολέμου οι Σοβιετικοί θεωρούσαν ήδη τα βιολογικά ως όπλα μαζικής καταστροφής, εξίσου καταστροφικά με τα πυρηνικά. Το 1956 ο στρατάρχης Ζούκοφ σε ομιλία του στο ρωσικό Κοινοβούλιο, εξέθεσε με καμάρι την ικανότητα της χώρας του να χρησιμοποιεί χημικά και βιολογικά όπλα στους μελλοντικούς πολέμους.

 Οι Σοβιετικοί διέθεταν πολλά ερευνητικά προγράμματα παραγωγής φονικών μικροοργανισμών. Το 1979 μια έκρηξη έλαβε χώρα στις κακόφημες εγκαταστάσεις έρευνας και παραγωγής βιολογικών όπλων στο Sverdlovsk. Περισσότεροι από χίλιοι άνθρωποι πέθαναν, υποφέροντας από πολύ υψηλό πυρετό. Το 1977 «κυνηγοί ιών» του αμερικανικού CDC (Centers for Disease Control and Prevention) συνάντησαν στη Λιβερία τέσσερις Σοβιετικούς «επιστήμονες», που στάλθηκαν εκεί για να ερευνήσουν τον «πυρετό Λάσσα», ένα είδος ιού που προκαλεί αιμορραγικό πυρετό και ανήκει στην ίδια οικογένεια ιών με τους Marburg και Ebola. Όπως αποδείχθηκε οι Σοβιετικοί δεν ήταν βιολόγοι, αλλά πράκτορες που ήθελαν απλώς να πάρουν κάποια δείγματα του ιού. Αυτό αποτελεί ένα ακόμη στοιχείο για τη στρατιωτική χρήση των ιών.

Η KGB χρησιμοποιούσε επίσης θανατηφόρους μικροοργανισμούς για να εξολοθρεύσει τους στόχους της. Το 1978 ο Γκεόργκι Μαρκόφ, ένας εξόριστος Βούλγαρος δημοσιογράφος, έπεσε θύμα βιολογικής επίθεσης τρυπημένος από τη μύτη μιας ομπρέλας που περιείχε μια πανίσχυρη τοξίνη, που λέγεται ricin. Ο θάνατος του επήλθε μέσα σε λίγες ώρες. Το 1994 Δυτικές μυστικές υπηρεσίες ανέφεραν ότι το ρωσικό πρόγραμμα ανάπτυξης βιολογικών όπλων συνεχιζόταν συγκαλυμμένα, και στόχευε στην ανάπτυξη μιας «υπερ-επιδημίας» απέναντι στην οποία δεν θα υπήρχε αντίδοτο. Την άνοιξη του 1998 οι Ρώσοι κατέστρεψαν εκατοντάδες τόνους άνθρακα, μια ποσότητα ικανή να εξολοθρεύσει τον ανθρώπινο πληθυσμό αρκετές φορές. Οι Ρώσοι διαθέτουν ακόμη αρκετά μεγάλη ποσότητα σπόρων του άνθρακα.

Το αμερικανικό πρόγραμμα ανάπτυξης βιολογικών όπλων

Οι Αμερικανοί ξεκίνησαν κι αυτοί τις έρευνές τους στις αρχές της δεκαετίας του 1930. Με τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου πολέμου συγκέντρωσαν ως νικητές τα σχετικά στοιχεία από τις βιολογικές έρευνες των ηττημένων Γερμανών και Ιαπώνων. Το 1951 στο οπλοστάσιο της αμερικανικής αεροπορίας περιλήφθηκε και η βόμβα «καταστροφής γεωργικών καλλιεργειών». Λίγο αργότερα η κομμουνιστική Βόρεια Κορέα κατηγόρησε τις ΗΠΑ ότι χρησιμοποίησε βιολογικά όπλα στον πόλεμο της Κορέας (1953-1956). Οι αμερικάνικες έρευνες συνεχίστηκαν στο Fort Detrick του Μέριλαντ, όπου κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960 χρησιμοποιούνταν για πειράματα βιολογικών όπλων πάνω από 60.000 ζώα το μήνα! Την ίδια περίοδο ο αμερικανικός στρατός είχε στην κατοχή του ένα πλήρες βιολογικό οπλοστάσιο, αποτελούμενο από τρία θανατηφόρα στελέχη μικροβίων με κυριότερο τον άνθρακα. Κατείχε επίσης κι άλλα τέσσερα λιγότερο θανατηφόρα στελέχη: της βρουκέλωσης, του Q-Πυρετού, της εγκεφαλίτιδας και της Β εντεροτοξίνης. Ταυτόχρονα μελετούσε και δεκάδες άλλα μικρόβια και ιούς, με σκοπό τη στρατιωτική τους χρήση. Όλοι αυτοί οι επικίνδυνοι μικροργανισμοί υποτίθεται ότι καταστράφηκαν από το 1971 ως το 1973 βάσει της Συνθήκης Βιολογικού Πολέμου (1972).

Μελανό και μακάβριο σημείο της «χρυσής εποχής» ανάπτυξης των βιολογικών όπλων αποτέλεσε η ανεύθυνη δομική τους πάνω σε ανύποπτους πολίτες. Τον Οκτώβριο του 1950 ο Έντγουιν Νέβιν  εισήχθη σε νοσοκομείο του Σαν Φραντσίσκο και στις 1 Νοεμβρίου πέθανε από πνευμονία. Στο αίμα του ανακαλύφθηκε το σπάνιο βακτήριο Serratia marcescens. Πονοκέφαλος κατέλαβε τότε τους γιατρούς του νοσοκομείου, εφόσον την ίδια περίοδο είχαν εισαχθεί εκεί άλλοι 11 ασθενείς με συμπτώματα μόλυνσης από το ίδιο βακτήριο. Το απίστευτο στην ιστορία ήταν ότι ποτέ πριν στην περιοχή του Σαν Φραντσίσκο δεν είχε καταγραφεί μόλυνση από το εν λόγω βακτήριο. Που να οφειλόταν λοιπόν αυτό το ανεξήγητο «ξέσπασμα»;

Μεταξύ 20 και 26 Σεπτεμβρίου του 1950 δύο ναρκαλιευτικά του πολεμικού ναυτικού των ΗΠΑ εισήλθαν στον κόλπο του Σαν Φραντσίσκο και απελευθέρωσαν τους μικροοργανισμούς Serratia marcescens και Bacillus globingi, με σκοπό τη μυστική διεξαγωγή πειράματος προσβολής από βιολογικά όπλα. Αιτία ήταν ότι το αμερικανικό Πεντάγωνο ανησυχούσε τότε μήπως και κάποιο Σοβιετικό υποβρύχιο πλησιάσει αθόρυβα τις αμερικανικές ακτές, απελευθερώσει επικίνδυνους παθογόνους μικροοργανισμούς και κατόπιν εξαφανιστεί, πριν κανείς καλά-καλά καταλάβει τι είχε συμβεί. Για να εφησυχάσει λοιπόν το Πεντάγωνο από αυτή την αόρατη απειλή, έπρεπε για άλλη μια φορά να θυσιάσουν τις ζωές τους αρκετοί αθώοι πολίτες.

Μόνον στο Σαν Φραντσίσκο έγιναν έξι μυστικές δοκιμές βιολογικών όπλων. Το διάστημα μεταξύ του 1949 και του 1969 το Πεντάγωνο πραγματοποίησε 239 δοκιμές απελευθέρωσης παθογόνων μικροοργανισμών με αεροψεκασμό σε κατοικημένες περιοχές και μάλιστα σε πόλεις όπως Σαιντ Λούις, Μινεάπολις, Πόλη του Παναμά κ.α. Βέβαια ο στρατός ισχυρίστηκε ότι τα βακτήρια ήταν «ασφαλή», απλώς έπρεπε να διερευνηθεί ενδεχόμενη παθογενή συμπεριφορά τους…

Πειράματα διασποράς βιολογικών παραγόντων έγιναν και στο μετρό της Νέας Υόρκης το 1966. Στο Πεδίο Δοκιμών Dugway της Γιούτα αεροψεκάστηκε το 1958 μια μεγάλη ποσότητα Bacillus globingi, σε απόσταση μόλις 100χλμ. από τη Σολτ Λέικ Σίτυ. Μια δεκαετία αργότερα, στον πόλεμο του Βιετνάμ χρησιμοποιήθηκαν χημικές (αποφυλλωτικά και διοξίνες) και βιολογικές ουσίες, οι επιπτώσεις των οποίων παραμένουν άγνωστες.

Η αόρατη απειλή των βιολογικών όπλων και της βιοτρομοκρατίας

Πάρα την απαγόρευση τους από τη Συνθήκη Βιολογικού Πολέμου του 1972, τα βιολογικά όπλα παραμένουν μια αόρατη απειλή, που επικρέμεται πάνω από τον ορίζοντα της ανθρωπότητας. Υπολογίζεται ότι σήμερα πάνω από 100 χώρες στον κόσμο έχουν την τεχνολογική δυνατότητα ν’ αναπτύξουν βιολογικά όπλα, τα οποία θεωρούνται πιο φθηνά, γρήγορα και εύκολα στην παρασκευή τους από τα πυρηνικά όπλα.

Σύμφωνα με εκτίμηση ειδικής επιτροπής του Αμερικανικού Κογκρέσου απαιτούνται τουλάχιστον 200 εκατομμύρια δολάρια για να κατασκευάσει κάποιος μια πυρηνική βόμβα. Για να δημιουργηθεί επίσης ένα απλό χημικό οπλοστάσιο απαιτούνται δεκάδες εκατομμύρια δολάρια. Ωστόσο για να στηθεί ένα πλήρες βιολογικό οπλοστάσιο δεν απαιτούνται πάνω από 10 εκατομμύρια δολάρια. Στοιχεία που παρουσιάστηκαν το 1969 σε μια σχετική συζήτηση στον ΟΗΕ αναφέρουν ότι «για μια μεγάλης κλίμακας επιχείρηση κατά του άμαχου πληθυσμού, απαιτούνται 2.000 δολάρια ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο όταν χρησιμοποιούνται συμβατικά όπλα, 800 δολάρια όταν χρησιμοποιούνται πυρηνικά όπλα, 600 δολάρια όταν χρησιμοποιούνται χημικά όπλα και μόλις 1 δολάριο ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο όταν χρησιμοποιούνται βιολογικά όπλα». Το κόστος είναι υπερβολικά χαμηλό για να είναι απαγορευτικό. Αυτός είναι και ο κύριος  λόγος που τα βιολογικά θεωρούνται ως τα «πυρηνικά» των φτωχών χωρών.

Ιδανικά «θερμοκήπια» ιών

Στην εποχής μας ένας επικίνδυνος ιός, όπως ο Convid-19, μπορεί πλέον να κάνει το γύρο της Γης μέσα σε λίγους μήνες, χάρη και στις γρήγορες αεροπορικές συνδέσεις. Και όχι μόνον αυτό. Ένα από τα χαρακτηριστικά των ιών είναι ότι μεταναστεύουν από ξενιστή σε ξενιστή και μεταλλάσσονται, μεταβάλουν δηλαδή το γενετικό τους υλικό, δημιουργώντας έτσι νέες πιο ανθεκτικές παραλλαγές. Συνεπώς το ανθυγιεινό περιβάλλον των αναπτυσσόμενων μεγαλουπόλεων με τα εκατομμύρια των εξαθλιωμένων και το σχεδόν ανύπαρκτο δημόσιο σύστημα υγείας, αποτελεί ένα ιδανικό «θερμοκήπιο» απ’ όπου θα ξεφυτρώσουν όχι μόνο νέα ανθεκτικά στελέχη μικροβίων, αλλά και θα εμφανιστούν εντελώς άγνωστοι ιοί που θα πλήξουν θανάσιμα το ανθρώπινο είδος. Απ’ αυτή την άποψη ίσως βρισκόμαστε σήμερα σε απόσταση αναπνοής από το «ξέσπασμα» μιας ακόμη πανδημίας, που θα καταγραφεί στην ανθρώπινη ιστορία ως μια από τις χειρότερες του είδους της.

* Ο Γιώργος Στάμκος είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος.

Μοίρασε το άρθρο!